Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016

διαΝΕΟσις: Αποκαρδιωτική έρευνα για την δημογραφική εξέλιξη της Ελλάδας από τώρα έως το 2050


Ο Οργανισμός έρευνας και ανάλυσης διαΝΕΟσις, βάση δημογραφικής έρευνας για την εξέλιξη του πληθυσμού της χώρας ως το 2050, που διεξήχθη από το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Βύρωνα Κοτζαμάνη για πρώτη φορά μεταπολεμικά, ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται. Μια σειρά από πολύ ανησυχητικές εκτιμήσεις σχετικά με την έκταση του δημογραφικού προβλήματος της Ελλάδας βάσει της οποίας το 2050 ο πληθυσμός της χώρας υπολογίζεται ανάμεσα στα 10 εκατομμύρια(σύμφωνα με το πιο αισιόδοξο σενάριο) και τα 8,3 εκατομμύρια (στο πιο απαισιόδοξο).

Επιπλέον, τα τελευταία πέντε χρόνια, οι νέοι κάτοικοι που γεννιούνται στη χώρα μας ή μεταναστεύουν σε αυτή από άλλες χώρες είναι λιγότεροι από τους κατοίκους που πεθαίνουν και από αυτούς που μεταναστεύουν σε άλλες χώρες. Ταυτόχρονα, ο πληθυσμός της εξακολουθεί να γερνάει.

Τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η έρευνα έχουν ως εξής:


  • Σύμφωνα με όλα τα σενάρια που διατυπώνει η έρευνα, ο πληθυσμός της Ελλάδας στο μέλλον θα μειωθεί σημαντικά.
  • Το 2050 ο πληθυσμός της χώρας υπολογίζεται ανάμεσα στα 10 εκατομμύρια(σύμφωνα με το πιο αισιόδοξο σενάριο) και τα 8,3 εκατομμύρια (στο πιο απαισιόδοξο).
  • Η ελάττωση του πληθυσμού θα κυμανθεί από περίπου 800 χιλιάδες μέχρι 2,5 εκατομμύρια άτομα.
  • Ο πληθυσμός της χώρας γερνάει. Η διάμεση ηλικία, που ήταν 26 έτη το 1951, και που είναι 44 έτη σήμερα, αναμένεται να αυξηθεί κατά 5-8 έτη. 
  • Ο πληθυσμός των παιδιών σχολικής ηλικίας (από 3 μέχρι 17 ετών) θα μειωθεί από 1,6 εκ. σήμερα σε 1,4 εκ. (αισιόδοξο σενάριο) έως 1 εκ. (απαισιόδοξο σενάριο) το 2050, αφού πρώτα όμως πρώτα προηγηθεί μια έντονη διακύμανσητις δεκαετίες που θα μεσολαβήσουν.
  • Ο εν δυνάμει οικονομικά ενεργός πληθυσμός (δηλαδή όλοι οι πολίτες ηλικίας 20-69 ετών που δυνητικά θα μπορούσαν να δουλέψουν) θα μειωθεί από 7 εκ. το 2015 σε 4,8-5,5 εκ.
  • Ο πραγματικός οικονομικά ενεργός πληθυσμός θα μειωθεί από 4,7 εκ. το 2015 σε 3-3,7 εκ.

Τρεις είναι οι παράγοντες (δημογραφικές συνιστώσες) που επηρεάζουν τη μεταβολή του πληθυσμού: οι γεννήσεις, οι θάνατοι και η μετανάστευση. Ή, για να το πούμε διαφορετικά, ο πληθυσμός εξαρτάται από δύο ισοζύγια: Το φυσικό (γεννήσεις-θάνατοι) και το μεταναστευτικό (είσοδοι-έξοδοι). Στο παρελθόν οι αυξομειώσεις σε αυτά τα ισοζύγια επηρέασαν τον πληθυσμό της χώρας μας και τη σύστασή του με τρόπους που έχουν αποτυπωθεί σε πολλές μελέτες.


Αντίθετα με ό,τι δείχνει ο συγχρονικός δείκτης γονιμότητας, από το 1935 και μέχρι το 1975, καμία ελληνική γενιά δεν αναπληρώθηκε. Από τη γενιά του 1956 και μετά ξεκίνησε μια προοδευτική μα απρόσκοπτη μείωση της γονιμότητας, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Μεταπολεμικά δεν υπήρξε “baby boom” στην Ελλάδα, όπως συνέβη σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Η αύξηση του πληθυσμού στις τελευταίες δεκαετίες οφειλόταν αποκλειστικά στις κατά περιόδους μεταναστευτικές ροές και τη ραγδαία αύξηση του προσδόκιμου ζωής, το οποίο μέσα σε αυτό το διάστημα αυξήθηκε κατά 8 χρόνια για τους άντρες και κατά 10 χρόνια για τις γυναίκες.


Από το 1951 μέχρι το 2011 ο πληθυσμός της Ελλάδας αυξήθηκε από τα 7,6 εκατομμύρια στα 11,1 εκατομμύρια κατοίκους. Από το 2011, όμως, και για πρώτη φορά μεταπολεμικά, ο πληθυσμός της χώρας μας άρχισε να μειώνεται. Την 1η Ιανουαρίου 2015 (ημερομηνία που χρησιμοποιούμε σαν ημερομηνια βάσης γι’ αυτή την έρευνα) ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν 10,9 εκατομμύρια.
Από την αρχή της περιόδου που εξετάζουμε (και για την οποία υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία), δηλαδή από το 1951, και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70, η αύξηση του πληθυσμού της χώρας οφειλόταν σχεδόν αποκλειστικά στο θετικό φυσικό ισοζύγιο, δηλαδή στο ότι υπήρχαν πολύ περισσότερες γεννήσεις από ό,τι θάνατοι. Το 1951, για παράδειγμα, είχαμε 155.422 γεννήσεις, και μόνο 57.508 θανάτους. Η μεγάλη διαφορά υπερκάλυπτε το αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο εκείνης της περιόδου, όταν περί τους 27.000 Έλληνες μετανάστευαν σε άλλες χώρες κάθε χρόνο.

 Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, όμως, και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, ενώ διατηρήθηκε ο υψηλός αριθμός των γεννήσεων, αναστράφηκε και το μεταναστευτικό ισοζύγιο, καθώς εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες μετανάστες επέστρεψαν στη χώρα. Τη δεκαετία του ’90 και ώς το τέλος της επόμενης δεκαετίας, η αύξηση του πληθυσμού άλλαξε και πάλι χαρακτήρα. Το φυσικό ισοζύγιο σχεδόν εκμηδενίστηκε, καθώς οι γεννήσεις μειώθηκαν πολύ, ενώ η Ελλάδα έγινε χώρα υποδοχής μεταναστών, κυρίως από τους βόρειους γείτονές της. Τη δεκαετία 1991-2001, για παράδειγμα το φυσικό ισοζύγιο ήταν θετικό κατά μόλις 20.536 άτομα, ενώ η συνολική αύξηση του μόνιμου πληθυσμού έφτασε τα 563.298.


Από το 2011 η Ελλάδα έχει μπει σε μια νέα φάση, πρωτοφανή μεταπολεμικά. Το φυσικό ισοζύγιο πλέον γίνεται αρνητικό (οι θάνατοι είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις), αλλά και το μεταναστευτικό ισοζύγιο, παρά την προσφυγική κρίση, είναι κι αυτό αρνητικό καθώς πολλοί Έλληνες φεύγουν από τη χώρα αναζητώντας καλύτερη τύχη στο εξωτερικό.

Εκτός από τον αριθμό του γενικού πληθυσμού, διαχρονικά πολύ μεγάλη αξία έχει και η μελέτη της ηλικιακής του σύστασης. Ως γνωστόν, η Ελλάδα γερνάει. Στα τελευταία 65 χρόνια ο πληθυσμός της αυξήθηκε κατά 46%, αλλά στο ίδιο διάστημα ο πληθυσμός των μόνιμων κατοίκων της ηλικίας άνω των 65 ετών τετραπλασιάστηκε, ενώ ο πληθυσμός των ηλικίας άνω των 85 δεκαπλασιάστηκε.
Το 1961 μόλις το 8,3% του πληθυσμού ήταν ηλικίας άνω των 65, ενώ το 26,2% ήταν ηλικίας κάτω των 14. Το 2014 η σύνθεση του πληθυσμού είναι εντελώς διαφορετική: Το 20,5% είναι άνω των 65, και μόλις το 14,7% είναι κάτω των 14.


Η διάμεσος ηλικία (δηλαδή η ηλικία του ατόμου οι γηραιότεροι του οποίου είναι ίσοι σε αριθμό με τους νεότερους) ήταν 26 έτη το 1951, και είναι 44 σήμερα.

Τα δημογραφικά δεδομένα καθιστούν βέβαιη την περαιτέρω μείωση του πληθυσμού μέχρι τα μέσα της επόμενης δεκαετίας, καθώς τα φυσικά ισοζύγια θα συνεχίσουν να είναι αρνητικά, και η δημογραφική γήρανση δεν πρόκειται να ανακοπεί. Η έρευνα της διαΝΕΟσις προσπαθεί να διατυπώσει υποθέσεις για το τι θα γίνει μετά.

Χρησιμοποιώντας στατιστική ανάλυση και διατυπώνοντας υποθέσεις για την πορεία των παραγόντων που αναφέρθηκαν, εξειδικευμένοι ερευνητές μπορούν να σχεδιάσουν προβολές για την εξέλιξη του πληθυσμού στο μέλλον. Διεθνείς οργανισμοί (UNPP, Eurostat, IIASA- VID/ÖAW-WU, OECD) αλλά και η ΕΛΣΤΑΤ έχουν δημιουργήσει τέτοιες προβολές για πολλές χώρες -ανάμεσα σε αυτές και την Ελλάδα-, καταλήγοντας σε ποικίλα αποτελέσματα. Η έρευνα της διαΝΕΟσις περιέχει και μια ενδελεχή ανάλυση όλων των αξιοσημείωτων προβολών που έχουν γίνει ώς τώρα από αυτούς τους οργανισμούς.


Η διαφορά των συγκεκριμένων αναλύσεων του οργανισμού έγκειται στο ότι χρησιμοποιούν τα πιο πρόσφατα στοιχεία, με έτος βάσης το 2015 (αντίθετα με την ΕΛΣΤΑΤ, για παράδειγμα, που χρησιμοποιεί ως έτος βάσης το 2007), αλλά και διαφορετική μεθοδολογία. Η έρευνα διαμορφώνει οκτώ διαφορετικά σενάρια της πορείας του πληθυσμού ανά πενταετία, μέχρι το 2050. Τα σενάρια προέκυψαν μετά από ανάλυση της εξέλιξης της γονιμότητας, της θνησιμότητας και των μεταναστευτικών ροών των προηγούμενων δεκαετιών στην Ελλάδα και με υποθέσεις για τις συνέπειες της κρίσης και τις γενικότερες κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις και τις δημογραφικές τους επιπτώσεις, κάτι που δεν συμβαίνει στις έρευνες των άλλων οργανισμών. Η μεθοδολογία παρουσιάζεται αναλυτικά στην έκθεση αποτελεσμάτων. 

Σε όλα τα σενάρια, δε, το μέγεθος του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας αναμένεται να μειωθεί σημαντικά ανάμεσα στο 2015 και το 2050. Η μείωση είναι συνεχής στη διάρκεια της 35ετίας, ενώ η μείωση του ποσοστού στον αναμενόμενο συνολικό πληθυσμό επιταχύνεται σε όλα τα σενάρια μετά το 2030. Η επιτάχυνση αυτή οφείλεται στην είσοδο σε αυτή την ηλικιακή ομάδα όσων γεννήθηκαν στις χρονιές γύρω και μετά το 2010, και στην προοδευτική έξοδο των πολυπληθέστερων γενεών των δεκαετιών του ’60 και του ’70.


Η συρρίκνωση του συνολικού πληθυσμού που καταγράφεται σε όλα τα σενάρια και η συνεχιζόμενη γήρανσή του έχει άμεση επίπτωση και στον πληθυσμό της παραγωγικής-εργάσιμης ηλικίας, ο οποίος φθίνει διαρκώς (από 65% του συνόλου σήμερα, σε 55% του συνόλου το 2050). Αυτή η μείωση θα αποτυπωθεί και στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, που θα μειωθεί κατά 1-1,5 εκατομμύριο μέχρι το 2050.

Ενδιαφέρον έχει και η πορεία του σχολικού πληθυσμού σε αυτή την 35ετία. Πιθανότατα, και με μικρές διαφοροποιήσεις ανά σενάριο, οι διακυμάνσεις του πληθυσμού των ατόμων σχολικής ηλικίας θα είναι ιδιαίτερα έντονες. Περίοδοι πτώσης θα ακολουθηθούν από περιόδους αναστροφής των πρότερων τάσεων και εκ νέου από μια περίοδο συρρίκνωσης, χωρίς οι χρόνοι να ταυτίζονται σε όλες τις ηλικίες. Ως εκ τούτου, ο ασφαλής σχεδιασμός οποιασδήποτε εκπαιδευτικής πολιτικής θα παρουσιάζει εξαιρετικές δυσκολίες τις επόμενες δεκαετίες.

Αναλυτικά την μελέτη μπορείτε να την διαβάσετε ΕΔΩ



Όπως αναφέρει μάλιστα και στην ανακοίνωσή του ο οργανισμός: «σημασία των ευρημάτων μιας τέτοιας έρευνας είναι πολυδιάστατη. Κανένας μακροπρόθεσμος πολιτικός σχεδιασμός δεν μπορεί να γίνει χωρίς να ληφθεί υπ’ όψιν το μέγεθος και η σύσταση του πληθυσμού. Κανένα ασφαλιστικό σύστημα δεν μπορεί να σταθεί χωρίς να υπολογίζει τον αριθμό των συνταξιούχων και το μέγεθος του εργατικού δυναμικού. Και κανένα εκπαιδευτικό σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς να προβλέπει πιθανές έντονες αυξομειώσεις στον αριθμό των μαθητών στο μέλλον.
Για όλα αυτά τα καίριας σημασίας θέματα, αλλά και για πολλά άλλα που σχετίζονται με την εργασιακή πολιτική, την κοινωνική πρόνοια, την άμυνα και τη γεωπολιτική στρατηγική της χώρας, η έρευνα της διαΝΕΟσις προσφέρει ένα πολύτιμο εργαλείο. Αρμόδιοι φορείς, θεσμοί και ερευνητές μπορούν να βρουν στις προβολές αυτής της έρευνας μια αξιόπιστη βάση δεδομένων πάνω στην οποία μπορούν να κάνουν τους απαραίτητους σχεδιασμούς.
Εμείς, από την πλευρά μας, θα ανοίξουμε τη συζήτηση για τις συνέπειες της πληθυσμιακής συρρίκνωσης της χώρας μελετώντας μεμονωμένα και σε βάθος τα παραπάνω θέματα».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου