Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

Ο πόλεμος των Ρόδων - Το Game of thrones του Μεσαίωνα (μέρος α')



Πρόλογος
Το τελευταίο διάστημα ολοκλήρωωσα όλους τους κύκλους της επιτυχημένης τηλεοπτικής σειράς Game of Thrones, καθώς αναμένω και εγώ όπως και εκατομμύρια άλλοι τηλεθεατές στον κόσμο την νεα τελευταία κύκλο. Αυτό που με έκανε τεραστια εντύπωση ήταν το γεγονός ότι, όπως είναι γνωστο απο τον ίδιο τον δημιουργό της σειράς, η κεντρική ιδέα προέρχεται απο τον πόλεμο των Ρόδων. Αυτόν τον πόλεμο θα προσπαθήσω να σας παρουσιάσω, όσο πιο αναλυτικα γίνεται.

Η διαμάχη για μια διαδοχή που κατέληξε σε βεντέτα - Η περίοδος του «τρελού Βασιλιά»
«Τρελός βασιλιάς» είναι ο όρος που δίνουν οι πρωταγωνιστές της σειράς σε μια περίοδο απόλυτης απολυταρχίας, η οποία δεν απεικονίζεται στην σειρά και έχει τελειώσει όταν αρχίζει η σειρά, μετά απο μια επανάσταση των ευγενών κατα του απολυταρχικού βασιλιά. Μετά απο αυτη την επανάσταση, ξεκινά ένας υπογειος πόλεμος των ευγενών για την κατοχή του θρόνου. Κάπως έτσι ξεκινά και ο πόλεμος των Ρόδων.

 Ο Πόλεμος των Ρόδων, ή Πόλεμος των δυο Ρόδων, ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε στην Αγγλία για τη διαδοχή στο θρόνο από το 1455 μέχρι το 1487.  Στις μάχες που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του πολέμου, επικρατούσε πότε η μια ή η άλλη πλευρά, με άμεσες συνέπειες στους διαδόχους του θρόνου. Ο Ριχάρδος Γ΄ της Αγγλίας υπήρξε ο τελευταίος Βασιλιάς της Αγγλίας από τον Οίκο της Υόρκης. Το 1485, τα στρατεύματά του συναντήθηκαν με εκείνα του Ερρίκου Τυδώρ, εγγονού του Όουεν Τυδώρ, στη μάχη του Μπόσγουορθ, κοντά στο Λέστερ, στην οποία νίκησε ο Ερρίκος. Κατά συνέπεια, ανέβηκε στο θρόνο ως Ερρίκος Ζ΄ της Αγγλίας, πήρε για σύζυγό του την Ελισάβετ της Υόρκης, κόρη του Εδουάρδου Δ΄ της Υόρκης, βάζοντας τέλος στον πόλεμο των Ρόδων και εγκαινιάζοντας τη δυναστεία των Τυδώρ, η οποία θα βασιλεύσει συνεχώς σε Αγγλία και Ουαλία για 116 χρόνια.



Ο Ριχάρδος Β' ήταν γιος του Εδουάρδου του μαύρου πρίγκηπα και της Ιωάννας του Κεντ και έγινε διάδοχος του παππού του, βασιλιά Εδουάρδου Γ΄, σε ηλικία 10 ετών. Κατά τη διάρκεια που ήταν ανήλικος την αντιβασιλεία ασκούσε ο θείος του, Ιωάννης της Γάνδης, ενώ συνεκλήθησαν τρία συνεχή συμβούλια (1377 - 1380) την περίοδο της ακυβερνησίας. Ο Ιωάννης της Γάνδης εξασκούσε εξ' ολοκλήρου και την εξωτερική πολιτική. Όταν ενηλικιώθηκε ο Ριχάρδος αντιμετώπισε την επανάσταση των χωρικών, κάτι που τον έκανε να συνθηκολογήσει με τον Γουόλτερ Τάιλερ και να συλλέξει στρατό να τους αντιμετωπίσει. Τελικά εκτέλεσε τους αρχηγούς, καταστέλλοντας την επανάσταση. Σταδιακά, άρχισε να γίνεται αντιπαθητικός στον Αγγλικό λαό και την αριστοκρατία. Δεν είχε διπλωματικές ικανότητες συνδιαλλαγής, κάτι που τον οδήγησε στην πτώση του (1399). Παντρεύτηκε δύο φορές: την πρώτη την Άννα της Βοημίας (1383), κόρη του αυτοκράτορα Καρόλου Δ΄, η οποία πέθανε το 1394, και στη συνέχεια προχώρησε σε δεύτερο γάμο (1396) με την επτάχρονη Ισαβέλλα του Βαλουά, χωρίς να αποκτήσει κληρονόμους.

Ο μεγάλος κεφαλικός φόρος (1381) ήταν η σπίθα για την έκρηξη της Αγροτικής επανάστασης την ίδια χρονιά ανάμεσα στους μεγαλογαιοκτήμονες που βρισκόντουσαν υπό την προστασία του βασιλιά και στους χωρικούς οι οποίοι είχαν ιδιαίτερα καταστραφεί από την επιδημία της μαύρης πανώλης. Οι επαναστάτες ξεκίνησαν από το Κεντ και το Έσσεξ, στις 12 Ιουνίου κατευθύνθηκαν στο Μπλάκχιθ κοντά στο Λονδίνο υπό την ηγεσία του Βάτ Τίλερ, του Τζών Μπάλ και του Τζάκ Στράου πρώτη τους δουλειά ήταν να κάψουν τα ανάκτορα της Σαβοΐας στο Λονδίνο τα οποία ήταν ιδιοκτησία του Ιωάννη της Γάνδης, ο Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπερι Σίμον Σάντμπερι που ήταν βασιλικός σύμβουλος και ο θησαυροφύλακας Ροβέρτος Χάλες σκοτώθηκαν από τους επαναστάτες. Ο βασιλιάς είχε κλειστεί στον Πύργο του Λονδίνου υπό την προστασία των συμβούλων του, τότε κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τους επαναστάτες με τα όπλα παρά μονάχα με διαπραγματεύσεις.

Ο βασιλιάς συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις ενεργά παρά την μικρή του ηλικία αφού ήταν μόλις 14 ετών, στις 13 Ιουνίου προσπάθησε να στρατοπεδεύσει στις όχθες του Γκρίνουϊτς αλλά οι επαναστάτες τον ανάγκασαν να επιστρέψει στον Πύργο του Λονδίνου,  την επόμενη μέρα στις 14 Ιουνίου συμφώνησε να συναντηθεί με τους επαναστάτες αλλά αυτή η κίνηση τους ενθάρρυνε ακόμα περισσότερο να συνεχίσουν τις λεηλασίες και τους φόνους. Ο βασιλιάς Ριχάρδος Β' συναντήθηκε την επόμενη μέρα με τον αρχηγό των επαναστατών Βάτ Τίλερ στο Σμίθφιλντ και δέχθηκε όλα τα αιτήματα του αλλά οι επαναστάτες δεν εμπιστεύθηκαν την αξιοπιστία του βασιλιά. H ένταση στην συνέχεια αυξήθηκε σημαντικά όταν ο δήμαρχος του Λονδίνου έριξε τον Τίλερ κάτω από το άλογο του και τον σκότωσε,  ο βασιλιάς πήρε την κατάσταση στα χέρια του για να ηρεμήσει τα πνεύματα, συγχώρησε τους αντάρτες και τους επέτρεψε να επιστρέψουν στα κτήματα τους. Ο βασιλιάς σύντομα άλλαξε στάση καταπατώντας τους χάρτες της ελευθερίας που παραχώρησε στους χωρικούς, αυτό οδήγησε σε νέες εξεγέρσεις υπό την καθοδήγηση του Έσσεξ τις οποίες ο Ριχάρδος κατέστειλε εύκολα, στις 28 Ιουνίου στο Μπίλλερικει νίκησε και τους τελευταίους αντάρτες υποτάσσοντας τους ολοκληρωτικά.

Ο Ριχάρδος Β' παρά την πολύ μικρή ηλικία του έδειξε τεράστιο θάρρος και τόλμη απέναντι στους εξεγερμένους αντάρτες, αυτό θα αυξήσει σημαντικά την αλαζονεία του και μαζί με αυτήν τα κινήματα και τις ανταρσίες εναντίον του κάτι που θα του στοιχίσει σύντομα τον ίδιο τον θρόνο και την ζωή του. Η Επανάσταση των Χωρικών στάθηκε αιτία να γραφτεί για πρώτη φορά του όνομα του Ριχάρδου Β' στα ιστορικά χρονικά,  η πρώτη του ενέργεια μετά την επανάσταση ήταν να παντρευτεί στις 20 Ιανουαρίου/1382 την Άννα της Βοημίας κόρη του Ρωμαίου αυτοκράτορα Καρόλου Δ' και της συζύγου του Ελισάβετ της Πομερανίας.  Ο γάμος ήταν καθαρά διπλωματικός για να εξασφαλίσει ισχυρές συμμαχίες στον πόλεμο εναντίον της Γαλλίας αφού βρισκόταν ακόμα σε έξαρση ο Εκατονταετής Πόλεμος και να διασπάσει στα δυο τις δυνάμεις της Ευρωπαϊκής ηπείρου κερδίζοντας τους Γερμανούς, αλλά ξεσήκωσε πλήθος αντιδράσεις στην Αγγλία και δεν έφερε ούτε τις νίκες τις οποίες ο ίδιος ο Ριχάρδος είχε υποσχεθεί. Η Άννα πέθανε από πανούκλα (1394) ενώ δεν είχε κάνει καθόλου παιδιά με τον Ριχάρδο ο οποίος θρήνησε έντονα τον θάνατο της.

Ο Ριχάρδος Β' απέκτησε σύντομα έναν προσωπικό κύκλο ευνοουμένων του στην βασιλική αυλή ο ένας από αυτός ήταν ο Μιχαήλ ντε λα Πόλ ο οποίος καταγόταν από τυχάρπαστη οικογένεια εμπόρων, ο Ριχάρδος τον έκανε καγκελάριο (1383) και δημιούργησε για λογαριασμό του την κομητεία του Σάφφολκ (1385) κάτι που τον έφερε σε μεγάλη σύγκρουση με τους υπόλοιπους βαρόνους.  Ένας άλλος από τους ευνοημένους του ήταν ο Ροβέρτος ντε Βέρ, κόμης της Οξφόρδης τον οποίο στην συνέχεια ευνόησε τόσο πολύ που του παραχώρησε τον νέο τίτλο του δούκα της Ιρλανδίας (1386),  ο ιστορικός Θωμάς Βάλσινγχαμ ο οποίος αντιπαθούσε τον Ριχάρδο Β' αναφέρει ομοφυλοφιλικές σχέσεις ανάμεσα στον Ριχάρδο Β' και στον Ροβέρτο ντε Βέρ.  Εντάσεις δημιουργήθηκαν με το Γαλλικό ζήτημα, ενώ η βασιλική αυλή ήθελε διαπραγματεύσεις με τους Γάλλους οι κόμητες της Γάνδης και του Μπάκινγχαμ ήθελαν μια μεγάλη εκστρατεία για να προστατεύσουν τις Αγγλικές κτήσεις στην Γαλλική χερσόνησο, επίσης προετοιμασίες για Σταυροφορία απέτυχαν κάτι που προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια.

Ο Ριχάρδος στην συνέχεια στράφηκε εναντίον των Σκωτσέζων οι οποίοι ήταν σύμμαχοι των Γάλλων, το 1385 ξεκίνησε η εκστρατεία του στον βορά για να τους τιμωρήσει αλλά δεν κατάφερε τίποτα και αναγκάστηκε να επιστρέψει πίσω αυξάνοντας την λαϊκή δυσαρέσκεια,  επίσης μια εξέγερση στην Γάνδη απέτρεψε μια Γαλλική επίθεση στην νότια Αγγλία. Οι σχέσεις του Ριχάρδου Β' με τον θείο του Ιωάννη της Γάνδης σταδιακά έγιναν όλο και χειρότερες μέχρι που ο θείος του έφτασε στο σημείο να εγκαταλείψει την Αγγλία προκειμένου να διεκδικήσει τον θρόνο της Καστίλης (1386) εν μέσω φημών ότι προετοιμάζει πραξικόπημα. Με την φυγή του Ιωάννη της Γάνδης τον ρόλο της αντιπολίτευσης εναντίον του βασιλιά ανέβαλαν ο άλλος θείος του Θωμάς του Γούντστοκ, δούκας του Μπάκιγχαμ ο οποίος είχε γίνει τότε δούκας του Γλούκεστερ και ο Ριχάρδος Φίτζαλαν, κόμης του Αραντέλ.

Η απειλή για την επίθεση των Γάλλων άρχισε να γίνεται πολύ περισσότερο έντονη μετά το 1386, την ίδια χρονιά στο κοινοβούλιο ο Μιχαήλ ντε λα Πόλ ευνοούμενος του βασιλιά πρότεινε τρομερά ψηλούς φόρους.  Το κοινοβούλιο με την πρωτοβουλία της αντιπολίτευσης του δούκα του Γλούκεστερ και του κόμη του Αραντέλ αρνήθηκε κατηγορηματικά τις προτάσεις καθαιρώντας τον καγκελάριο. Ο βασιλιάς παρά τις αντιδράσεις αρνήθηκε να αποσύρει την στήριξη του στον ντε Πόλ,  το έκανε μονάχα όταν είδε τον κίνδυνο εκθρονισμού του, μια ομάδα δημιουργήθηκε για να ελέγξει την κρατική οικονομία για έναν χρόνο.  Ο Ριχάρδος Β' ανέλαβε την πρωτοβουλία να κάνει ο ίδιος περιοδεία στην χώρα για να υποστηρίξει το έργο του από τον Φεβρουάριο ως τον Νοέμβριο του 1387,  δημιούργησε και μια μεγάλη στρατιωτική βάση στο Σεσίρ και προσπάθησε μέσω του ανώτατου δικαστή Ροβέρτου Τρεζίλιαν να κηρύξει τις αποφάσεις του κοινοβουλίου προδοτικές και παράνομες.  Με την επιστροφή του στο Λονδίνο ο Ριχάρδος βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Θωμά Γούντστοκ ο οποίος είχε γίνει δούκας του Γλούκεστερ, τον Αραντέλ και τον Θωμά του Μποσώ, κόμη του Βάρβικ οι οποίοι κατηγόρησαν τον ντε Πόλ ως εθνικό προδότη.  Ο Ριχάρδος Β' παρίστανε οτι ξεκινά τις διαπραγματεύσεις με τους επαναστάτες αλλά στην πραγματικότητα περίμενε τις ενισχύσεις από την στρατιωτική του βάση στο Σεσιρ. Οι επαναστάτες ενώθηκαν με τον Ερρίκο, γιο του Ιωάννη της Γάνδης μελλοντικό βασιλιά Ερρίκο Δ' και τον Θωμά του Μάουμπραι, κόμη του Νόττινγχαμ, η στάση έμεινε στην ιστορία ως επανάσταση των Λόρδων, στις 20 Δεκεμβρίου/1387 οι επαναστάτες συνέλαβαν τον ντε Πόλ και τον υποχρέωσαν να δραπετεύσει από την χώρα.

Ο βασιλιάς δεν είχε πλέον καμιά άλλη επιλογή από το να συμβιβαστεί με τους επαναστάτες, ο Μπέμπρ και ο Τρεζιλιάν εκτελέστηκαν και ο ντε Πόλ καταδικάστηκε ερήμην του σε θάνατο αφότου είχε δραπετεύσει,  ακολούθησαν πολλές άλλες εκτελέσεις και οι κύκλοι του βασιλιά ήρθαν σε διάλυση. Ο Ριχάρδος σταδιακά προσπάθησε να αποκαταστήσει τις βασιλικές εξουσίες του, εκμεταλλεύτηκε σε αυτό τις μεγάλες αστοχίες των πολεμοχαρών επαναστατών οι οποίοι είχαν κηρύξει πόλεμο στην Γαλλία αλλά απέτυχαν όλες οι προσπάθειες τους όπως απέτυχε και η επιχείρηση που πραγματοποίησαν εναντίον της Σκωτίας.  Ο Ριχάρδος είχε φτάσει ήδη 21 έτους και ήταν αρκετά ώριμος για την εποχή του να αναλάβει προσωπικά την διοίκηση του βασιλείου. Ζήτησε συγχώρηση από τους Άγγλους για τα προηγούμενα λάθη του ισχυριζόμενος ότι παρασύρθηκε από τους κακούς του συμβούλους, ο θείος του από την άλλη Ιωάννης της Γάνδης επέστρεψε στην Αγγλία (1389) και έδειξε αρκετά συγκαταβατικός μαζί του.  Η πολιτική του ήταν αντίθετη με αυτή των επαναστατών επιθυμώντας ειρήνη με την Γαλλία με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να απαλλάξει τους υπηκόους του από κάποια υπερβολικά ψηλή φορολογία την οποία θα έφερνε αναγκαστικά ο πόλεμος. Τα γεγονότα στην συνέχεια απέδειξαν ότι αν και φαινόταν ειρηνικός δεν είχε ξεχάσει με κανέναν τρόπο την συμπεριφορά που είχαν δείξει τα προηγούμενα χρόνια οι επαναστάτες σε βάρος του, περισσότερο τον είχε ενοχλήσει η εκτέλεση του αγαπημένου του δασκάλου Σιμόν του Μπάρλει.

Με εξασφαλισμένη την σταθερότητα και την ειρήνη με την Γαλλία αποφάσισε να ασχοληθεί με την Ακουιτανία με πρόταση να την επεκτείνει (1393) αλλά ο Γάλλος βασιλιάς του ζήτησε να του δίνει όρκο υποτέλειας για να το κάνει κάτι που αρνήθηκε επειδή οι Άγγλοι όταν το άκουσαν ήταν έτοιμοι να εξεγερθούν.  Το 1396 έκλεισε ειρήνη με τους Γάλλους για 28 χρόνια σύμφωνα με την οποία συμφώνησε να παντρευτεί την κόρη του Γάλλου βασιλιά Καρόλου ΣΤ' Ισαβέλλα όταν ερχόταν σε ηλικία γάμου, η πρόταση έφερε νέα αντίδραση από τους Άγγλους επειδή η Ισαβέλλα ήταν μονάχα 6 ετών και θα αργούσε πολύ να γεννηθεί ο διάδοχος.  Ο Ριχάρδος Β' ενώ προσπάθησε με κάθε τρόπο να διατηρήσει την ειρήνη με την Γαλλία και την Σκωτία ακολούθησε διαφορετική τακτική με την Ιρλανδία, οι Άγγλοι άρχοντες απειλήθηκαν στο νησί από τους Ιρλανδούς οπλαρχηγούς ζητώντας την επέμβαση του βασιλιά τους. Το φθινόπωρο του 1394 ο Ριχάρδος αναχώρησε για την Ιρλανδία στην οποία έμεινε μέχρι τον Μάιο του 1395 με 8000 άνδρες την μεγαλύτερη πολεμική δύναμη που είχε φτάσει ποτέ στο νησί στον μεσαίωνα.  Η επιχείρηση είχε μεγάλη επιτυχία και όλοι οι Ιρλανδοί οπλαρχηγοί υποτάχθηκαν,  ήταν το μοναδικό μεγάλο κατόρθωμα του Ριχάρδου Β' κατά της διάρκεια της βασιλείας αλλά η Βρετανική κυριαρχία στην Ιρλανδία δεν θα κρατούσε πολύ.

Η περίοδος η οποία είναι γνωστή στους ιστορικούς ως τυραννία του Ριχάρδου Β' ξεκινά από τα τέλη της δεκαετίας του 1390 όπου ο βασιλιάς άλλαξε ανεξήγητα πολιτική και μετατράπηκε απότομα σε βίαιο και αυταρχικό,  τον Ιούλιο του 1397 διέταξε την σύλληψη του Άραντελ, του Γλούκεστερ και του Βάρβικ των φερόμενων ως εχθρών του.  Υπάρχουν πολλές απόψεις σχετικά με την αιφνίδια αλλαγή της πολιτικής του, οι περισσότεροι συμφωνούν ότι είχε πλέον ωριμάσει, είχε φτάσει σε ηλικία 30 ετών και θεωρούσε τον εαυτό του ικανό να πάρει εκδίκηση από τις εκτελέσεις των οπαδών του πριν από μια δεκαετία με την πρώτη εξέγερση.  Ο Αραντέλ ήταν ο πρώτος από τους τρεις ο οποίος μετά από μια έντονη λογομαχία με τον βασιλιά τον Σεπτέμβριο του 1397 καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε,  ο θείος του κόμης του Γλούκεστερ μεταφέρθηκε αιχμάλωτος από τον κόμη του Νόττιγχαμ στο Καλαί περιμένοντας την δική του δίκη. Ο κόμης του Νόττιγχαμ στην συνέχεια ανακοίνωσε τον θάνατο του κόμη του Γλούκεστερ στην φυλακή, ακούγεται ότι τον σκότωσε ο ίδιος ο βασιλιάς για να μην αναγκαστεί να τον εκτελέσει ώστε να δείξει στο Αγγλικό κοινό ότι εκτελεί τον θείο του και έναν από τους γιους του παππού του Εδουάρδου Γ'.  Ο Βάρβικ καταδικάστηκε σε θάνατο αλλά ο βασιλιάς του έδωσε χάρη και η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη, ο αδελφός του Αραντέλ Θωμάς Αραντέλ αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι εξορίστηκε. Ο Ριχάρδος Β' την ίδια ώρα έδωσε εντολή στους βαρόνους σε όλη την χώρα τους αντιπάλους του, να τους βάζουν ψηλούς φόρους και να κάνουν κατάσχεση της περιουσίας τους με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό χρημάτων για τα βασιλικά ταμεία.

Ο Ιωάννης της Γάνδης ο οποίος ήταν ένα εξαιρετικά σεβαστό πρόσωπο σε ολόκληρο το Αγγλικό βασίλειο για περισσότερα από 30 χρόνια απεβίωσε (1399) αφήνοντας την χώρα σε μεγάλη ανασφάλεια. Οι συγκεκριμένες ενέργειες του Ριχάρδου Β' ακούγεται ότι είχαν την μυστική υποστήριξη σημαντικών Άγγλων βαρόνων οι οποίοι περίμεναν να κερδίσουν οι ίδιοι από την κατάσχεση των εδαφών και των τίτλων από τους βαρόνους οι οποίοι εξεγέρθηκαν εναντίον του βασιλιά. Η μεγαλύτερη απειλή για τον Ριχάρδο Β' βρισκόταν στον Οίκο του Λάνκαστερ εκπρόσωπος του οποίου ήταν ο Ιωάννης της Γάνδης και ο γιος του Ερρίκος Μπόλιγκμπροκ, ο Οίκος του Λάνκαστερ είχε συγκεντρώσει μεγάλο πλούτο και πολλούς τίτλους ενώ ήταν υποψήφιοι για την διαδοχή του Αγγλικού θρόνου όσο ο ίδιος ο Ριχάρδος παρέμενε άτεκνος. Οι διαμάχες ξεκίνησαν στους βασιλικούς κύκλους λόγω της έχθρας ανάμεσα στον Ερρίκο του Μπόλινγκμπροκ και στον Θωμά του Μόουμπραι, 1ο δούκα του Νόρφλοκ οι οποίοι ανήκαν και οι δυο στους επαναστατημένους βαρόνους αλλά λόγω προσωπικής τους διαμάχης προκλήθηκαν να λύσουν τις μεταξύ τους διαφορές με μονομαχία (Δεκέμβριος 1397).

Ο Ριχάρδος Β' για να μην γίνει η αιματοχυσία αποφάσισε να στείλει σε εξορία ισόβια τον Θωμά του Μόουμπραι και τον Ερρίκο για 10 χρόνια με την σύμφωνη γνώμη του πατέρα του Ιωάννη της Γάνδης.  Ο Ιωάννης της Γάνδης πέθανε στις 3 Φεβρουαρίου/1399 και ο βασιλιάς αμέσως τον θάνατο του θείου του αποφάσισε να κάνει κατάσχεση της περιουσίας του γιου του Ερρίκου του Μπόλινγκμπροκ,  στην συνέχεια τον Μάιο του ίδιου χρόνου συμμετείχε σε μια νέα στρατιωτική αποστολή στην Ιρλανδία. Ο Ερρίκος του Μπόλινγκμπροκ οργάνωσε στην συνέχεια την αντίσταση του με την βοήθεια του εξόριστου Θωμά Άραντελ αρχιεπισκόπου του Καντέρμπερι αδελφού του κόμη ο οποίος είχε εκτελεστεί απο τον Ριχάρδο.



Τον Ιούνιο του 1399 ο Λουδοβίκος Α΄ της Ορλεάνης απέκτησε τον έλεγχο στην αυλή του αδελφού του βασιλιά της Γαλλίας Καρόλου ΣΤ', η πολιτική της προσέγγισης με το Αγγλικό στέμμα δεν ταίριαζε στις φιλοδοξίες του γι'αυτό έστειλε τον Ερρίκο του Μπόλινγκμπροκ πίσω στην Γαλλία όπου στρατοπέδευσε στην ακτή της Υόρκης με τους οπαδούς του στα τέλη του Ιουνίου του 1399.  Ο Ερρίκος συναντήθηκε με τον Ερρίκο Πέρσι, κόμη της Νόρθουμπερλαντ και αποφάσισε να διεκδικήσει δυναμικά την πατρική του κληρονομιά,  ο βασιλιάς Ριχάρδος Β' με τους οπαδούς του δραπέτευσε για την Ιρλανδία και ο Ερρίκος δεν συνάντησε καθόλου αντίσταση.

Ο Εδμόνδος του Λάνγκλει, δούκας της Υόρκης δεν είχε άλλη επιλογή από το να πάει στο πλευρό του Ερρίκου, ο Ριχάρδος καθυστέρησε την επιστροφή του από την Ιρλανδία αφού έφτασε στην Ουαλία στις 24 Ιουλίου, στις 12 Αυγούστου συναντήθηκε με τον κόμη του Νόρθουμπερλαντ για διαπραγματεύσεις.  Ο Ριχάρδος συμφώνησε να παραδώσει τον θρόνο στον Ερρίκο αφού πρώτα του εγγυηθεί ότι θα του χαρίσει την ζωή, τελικά φυλακίστηκε στον Πύργο του Λονδίνου στις 1 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους.  Ο Ερρίκος ήταν απόλυτα αποφασισμένος να πάρει τον θρόνο αφού ο Ριχάρδος με το τυραννικό και ανίκανο καθεστώς του είχε αποδείξει ότι δεν ήταν ικανός να κυβερνήσει περισσότερο επιπλέον ήταν ανίκανος να αποκτήσει και διάδοχο.

Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε για τον Ερρίκο Δ' ήταν ότι υπήρχε και άλλος διεκδικητής στην διαδοχή του Αγγλικού θρόνου ο Εδμόδος Μόρτιμερ, κόμης του Μάρς ο οποίος είχε παντρευτεί την Φιλίππη κόρη του Λάιονελ της Αμβέρσας ο οποίος ήταν δεύτερος γιος του βασιλιά Εδουάρδου Γ' ενώ ο ίδιος ο Ερρίκος ήταν γιος του Ιωάννη της Γάνδης ο οποίος ήταν μικρότερος γιος του Εδουάρδου Γ' από τον Λάιονελ της Αμβέρσας.  Τα γεγονότα επίσημα καταγράφουν όμως ότι ο Ριχάρδος Β' παραιτήθηκε για λογαριασμό του Ερρίκου, το κοινοβούλιο έκανε δεκτή την παραίτηση στις 30 Σεπτεμβρίου και ο Ερρίκος στέφθηκε βασιλιάς της Αγγλίας ως Ερρίκος Δ' στις 13 Οκτωβρίου.

Η τύχη του Ριχάρδου είναι ασαφής μετά την εκθρόνιση του, ο ξάδελφος του Ερρίκος όπως ισχυρίζονται οι ιστορικοί δεν είχε στόχο να τον θανατώσει αλλά όταν αποκαλύφτηκε η συνωμοσία σε βάρος του μέχρι που αποκαλύφθηκε η πρώτη επανάσταση εναντίον του νέου βασιλιά, η Επανάσταση των Επιφανών (1399 - 1400) με σκοπό να ανατρέψει τον νέο βασιλιά και να επαναφέρει ξανά τον Ριχάρδο Β'.  Στην επανάσταση συμμετείχαν οι κόμητες του Κέντ, του Χιούντινγκτον, του Σαλίσμπουρι και ο βαρόνος Ντεσπένσερ οι οποίοι εκτελέστηκαν, τους συνωμότες πρόδωσε ο ίδιος ο πρώτος ξάδελφος του βασιλιά Εδουάρδος του Νόργουιτς γιος του Εδμόνδου του Λάνγκλεϊ επίσης γιου του Εδουάρδου Β' ο οποίος είχε στην αρχή σχεδιάσει την επανάσταση μαζί τους. Ο Εδουάρδος Δ' μπροστά στον νέο κίνδυνο ακούγεται ότι τότε αποφάσισε να θανατώσει και τον ίδιο Ριχάρδο Β', ο χρόνος και ο τρόπος που θανατώθηκε είναι ασαφής αφού επίσημα πέθανε στην στην φυλακή η μεγαλύτερη πιθανότητα από ασιτία. Ο Ερρίκος Δ' έκανε δημόσια επίδειξη του νεκρού σώματος του Ριχάρδου στον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου ώστε να δείξει στον λαό ότι είναι νεκρός.

ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ

Οι Γονείς του «τρελού βασιλιά»



Ο Εδουάρδος του Γούντστοκ ή Εδουάρδος, ο μαύρος πρίγκηψ (15 Ιουνίου 1330 - 8 Ιουνίου 1376) ήταν πρίγκηπας της Ουαλίας (1343 - 1376), πρίγκηπας ή δούκας της Ακουιτανίας (1362 - 1372), και ο πρώτος δούκας της Κορνουάλης (1337- 1372). Ο Εδουάρδος μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του Εδουάρδου Γ΄ της Αγγλίας και της Φιλίππης του Αινώ, πατέρας του βασιλιά Ριχάρδου Β' της Αγγλίας. Το επίσημο όνομα του Εδουάρδου ήταν Εδουάρδος του Γούντστοκ αλλά στην Αγγλική λαϊκή παράδοση έμεινε γνωστός ως Εδουάρδος, ο μαύρος πρίγκηψ πιθανότατα λόγω του χρώματος της στολής του. Ο Εδουάρδος ήταν δημοφιλέστατος σε ολόκληρη την Αγγλία όσο ζούσε για τις μεγάλες νίκες του στις μάχες του Κρεσί και του Πουατιέ, το 1348 στέφθηκε ιππότης του Τάγματος την περικνημίδας. Στέφθηκε πρίγκηπας της Ουαλίας σε ηλικία 13 ετών (1343), [1], διετέλεσε αντιβασιλιάς της Αγγλίας την εποχή που ο πατέρας του έλλειπε σε εκστρατείες από πολύ μικρή ηλικία (1339, 1340, 1342). Ήταν ο μοναδικός πρίγκηπας της Ουαλίας που δεν έγινε βασιλιάς επειδή πέθανε έναν χρόνο πριν τον θάνατο του πατέρα του, (1376) διάδοχος του Εδουάρδου Γ' θα γίνει ο Ριχάρδος Β' μεγαλύτερος γιος του μαύρου πρίγκηπα. Ο Ριχάρδος Μπάρμπερ αναφέρει ότι ο Εδουάρδος ο μαύρος πρίγκηψ έχει απασχολήσει ελάχιστα τους ιστορικούς, έχει απασχολήσει έντονα όμως την λαϊκή παράδοση.

Ο Εδουάρδος ερωτεύτηκε την θεία του Ιωάννα του Κεντ την Ισχυρή κυρία του Κεντ, [3] κόρη του Εδμόνδου του Γούντστοκ και εγγονή του Εδουάρδου Α' της Αγγλίας. Χάρη της συγγένειας τους ήταν απαραίτητη ειδική άδεια από τον πάπα Ιννοκέντιο ΣΤ' προκειμένου να πραγματοποιηθεί ο γάμος, ο πάπας το επέτρεψε. Ο γάμος του Εδουάρδου με την Ιωάννα έγινε στις 10 Οκτωβρίου 1361 στο κάστρο του Γουίνδσορ προκαλώντας πολλές αντιδράσεις τόσο λόγω της συγγένειας όσο για το ότι ήταν από τους ελάχιστους διαδόχους που παντρευόταν Αγγλίδα κάτι που δεν θα του επέτρεπε σαν βασιλιά να δημιουργήσει νέες συμμαχίες.

Ο Εδουάρδος μαύρος πρίγκηψ διετέλεσε εκπρόσωπος του πατέρα του στην Ακουιτανία, χρίστηκε δούκας της Ακουιτανίας (1362). Στην Ακουιτανία διέμενε σε μια σύγχρονη κατοικία από τις πιο μοντέρνες για εκείνη την εποχή μαζί με την σύζυγο του Ιωάννα, υπήρξε θερινή κατοικία πολλών εξόριστων βασιλέων όπως ο Ιάκωβος Δ' της Μαγιόρκας και ο Πέτρος της Καστίλης. Ο Πέτρος της Καστίλης δέχθηκε επίθεση από τον νόθο ετεροθαλή αδελφό του Ερρίκο Β' της Καστίλης που διεκδίκησε τον θρόνο, ο Πέτρος ζήτησε την βοήθεια Εδουάρδου (1367), του πρόσφερε την κομητεία της Βισκάι με αντάλλαγμα να τον βοηθήσει να νικήσει τον σφετεριστή Ερρίκο. Ο Εδουάρδος ανταποκρίθηκε θετικά και με την βοήθεια του αδελφού του Ιωάννη νίκησε τους Καστιλιανούς του Ερρίκου οι οποίοι είχαν συμμαχήσει και με τον βασιλιά της Γαλλίας Κάρολο Ε'. Ο Πέτρος παρά την βοήθεια του Εδουάρδου, του μαύρου πρίγκηπα αρνήθηκε να του δώσει ότι του υποσχέθηκε, δεν του έδωσε ούτε το Βισκάι με αποτέλεσμα ο Εδουάρδος να τον εγκαταλείψει πηγαίνοντας στην Γκιέννη. Ο Ερρίκος Β' βρήκε τότε την ευκαιρία να συντρίψει τον Πέτρο στη μάχη του Μοντιέλ (1369) και να τον θανατώσει με τα χέρια του. [4]

Ο Εδουάρδος επέστρεψε στην Αγγλία τον Ιανουάριο του 1371 και πέθανε στις 6 Ιουνίου/1376 μια βδομάδα πριν τα 46α γενέθλια του μετά από μακροχρόνια ασθένεια πιθανώς δυσεντερία, είχε νοσήσει σε μια εκστρατεία του στην Ισπανία πριν από 10 χρόνια. [5] Ο Εδουάρδος έζησε σε μια περίοδο που ξεκινούσε η παρακμή του ιπποτισμού, [6] έμεινε γνωστός για την ιπποτική του συμπεριφορά απέναντι στους ευγενείς αντιπάλους του, χαρακτηριστικότερη περίπτωση όταν συνέλαβε τον βασιλιά Ιωάννη Β' της Γαλλίας μαζί με τον μικρότερο γιο του Φίλιππο και τους μετέφερε στην Αγγλία. Η μεταχείριση του απέναντι τους ήταν άριστη, του παρείχε ότι ανέσεις χρειαζόταν στο τέλος έφτασε στο σημείο να του επιτρέψει ακόμα και να δραπετεύσει, ήταν πάντα έτοιμος να συζητήσει οποιαδήποτε πρόταση ειρήνης από τους αντιπάλους του αλλά όταν βρισκόταν στο πεδίο της μάχης η πολεμικότητα του ξεπερνούσε κάθε όριο. [7] Από την άλλη πλευρά ενώ ήταν πολύ καλός στους ευγενείς ήταν πολύ βίαιος και αυταρχικός στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις κάτι που φάνηκε όταν ο πατέρας του του παραχώρησε την διοίκηση της Ακουιτανίας. Έμεινε γνωστός στους κατοίκους για την βίαιη συμπεριφορά του απέναντι στους φτωχούς, την πολύ ψηλή φορολογία και εκτεταμένες σφαγές στην Καέν και την Λιμόζ. Η σκληρή συμπεριφορά του απέναντι στους Γάλλους χωρικούς εξασθένησε σημαντικά την ενότητα και την οικονομία της Γαλλίας. [8]

Ο Εδουάρδος, ο μαύρος πρίγκηψ φαίνεται να είχε πολύ άσχημη υγεία από το 1366 την χρονιά που είχε εκστρατεύσει στην Ισπανία για να αποκαταστήσει τον σύμμαχο του Πέτρο στον θρόνο της Καστίλης. [10] Σε εκείνη την εκστρατεία ο στρατός του προσβλήθηκε από δυσεντερία με αποτέλεσμα ένας στους πέντε Άγγλους στρατιώτες να πεθάνουν πριν επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Ο μαύρος πρίγκηπας προσβλήθηκε αντίθετα με την μορφή της αμοιβικής δυσεντέριας την πιο ήπια μορφή της αρρώστιας, αυτό του επέτρεψε να ζήσει άλλα 10 χρόνια. [11] Άλλες πληροφορίες λένε ότι δεν πέθανε από την δυσεντέρια αλλά από άλλη αρρώστια όπως νεφρίτιδα, κύρωση οίδημα ή κάτι άλλο. Η αρρώστια του δεν του επέτρεπε να συμμετέχει ενεργά στις μάχες, το 1370 παρά τις συστάσεις των γιατρών να κάτσει στο κρεβάτι πήγε να πολεμήσει στην Ακουιτανία εναντίον του μεγάλου εχθρού του βασιλιά της Γαλλίας Καρόλου Ε'. Το 1371 ενώ βρισκόταν στην Ακουιτανία η υγεία του χειροτέρεψε ξανά και οι γιατροί τον συμβούλεψαν να επιστρέψει στην Αγγλία όπου μετά από πολύ ανάπαυση και δίαιτα κατάφερε να αναρρώσει. Στην τελευταία του εκστρατεία στην Γαλλία μαζί με τον πατέρα του βασιλιά Εδουάρδο Γ' (1372) δεν κατάφεραν να φτάσουν στον προορισμό τους λόγω των δυνατών ανέμων από τότε η υγεία του χειροτέρεψε σημαντικά και συνέχισε αυτή η κατάσταση μέχρι τον θάνατο του (1376) πριν προλάβει να γίνει βασιλιάς της Αγγλίας επειδή ο πατέρας του πέθανε τον επόμενο χρόνο.

Η Ιωάννα, 4η κόμισσα του Κεντ και 5η βαρόνη του Λίντελ (29 Σεπτεμβρίου 1328 - 7 Αυγούστου 1385) είναι γνωστή στην ιστορία ως «η ισχυρή κυρία του Κεντ»,[1] σύζυγος του Εδουάρδου, του μαύρου πρίγκηπα μεγαλύτερου γιου και διαδόχου του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Γ΄ και μητέρα του μετέπειτα βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδου Β΄. Η Ιωάννα ήταν κόρη του Εδμόνδου του Γούντστοκ, 1ου κόμη του Κεντ και της Μαργαριτας Γουέι, 3ης βαρόνης του Λίντελ,[2] ο πατέρας της ήταν γιος του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Α΄ από την δεύτερη σύζυγο του Μαργαρίτα της Γαλλίας, κόρης του βασιλιά της Γαλλίας Φιλίππου του Τολμηρού. Ο πατέρας της υποστήριξε τον ετεροθαλή αδελφό του βασιλιά Ριχάρδο Β΄ ο οποίος ήρθε σε σκληρή αντιπαράθεση με την βασίλισσα σύζυγο του Ισαβέλλα της Γαλλίας και τον ερωμένο της Ρογήρο Μόρτιμερ, ο πατέρας της εκτελέστηκε μετά την ανατροπή του Εδουάρδου Β΄ και η μητέρα της Μαργαρίτα φυλακίστηκε στο κάστρο του Αραντέλ μαζί με τα παιδιά της, η Ιωάννα ήταν τότε μόλις δυο ετών.

Όταν ο νέος βασιλιάς Εδουάρδος Γ΄ ενηλικιώθηκε και πήρε την κατάσταση στα χέρια του ανατρέποντας την μητέρα του μαζί με τους σφετεριστές πήρε την μικρή ξαδέλφη του Ιωάννα υπό την προστασία του, η νέα βασίλισσα Φιλίππη του Αινώ ήταν επίσης δεύτερη ξαδέλφη της Ιωάννας.
Σε ηλικία 12 ετών (1340) παντρεύτηκε μυστικά τον Θωμά Ολλανδό της Άνω Ολλανδίας χωρίς να έχει πάρει πρώτα την συγκατάθεση του βασιλιά κάτι απαραίτητο για τις βασιλικές οικογένειες εκείνη την εποχή.[3] Τον επόμενο χειμώνα ενώ ο σύζυγος της απουσίαζε στο εξωτερικό (1341) οι συγγενείς της την πίεσαν να παντρευτεί τον Γουλιέλμο Μοντακού γιο και διάδοχο του 1ου κόμη του Σαλίσμπουρι, η Ιωάννα εν τω μεταξύ δεν τόλμησε να ομολογήσει τον γάμο της με τον Θωμά επειδή φοβήθηκε ότι με την επιστροφή του θα τον εκτελέσουν.[4] Μερικά χρόνια αργότερα ο Θωμάς επιστρέφοντας οριστικά από τις Σταυροφορίες ομολόγησε τα πάντα σχετικά με την σχέση του και τον μυστικό γάμο του με την Ιωάννα, ο κόμης του Σαλίσμπουρι όταν το έμαθε συνέλαβε την Ιωάννα και την κράτησε αιχμάλωτη σπίτι του.[5] Ο πάπας Κλήμης ΣΤ΄ εν τω μεταξύ (1349) ακύρωσε τον νέο γάμο της Ιωάννας με την κόμη του Σαλίσμπουρι νομιμοποιώντας τον πρώτο γάμο της Ιωάννας με τον Θωμά τον Ολλανδό με τον οποίο έζησε τα επόμενα 11 χρόνια μέχρι τον θάνατο του (1360).[6]

O Εδουάρδος, ο μαύρος πρίγκιπας την ερωτεύτηκε εκφράζοντας σφοδρή επιθυμία να την παντρευτεί, ο έρωτας απέναντι της φάνηκε σε μια επιγραφή την οποία ο μαύρος πρίγκηπας έγραψε για την ίδια σε ένα ασημένιο κύπελλο το οποίος είχε πάρει ως λάφυρο στις νεανικές στρατιωτικές του εκστρατείες. Οι γονείς του όμως, Εδουάρδος Γ΄ και Φιλίππη, εξέφρασαν σοβαρές αντιρρήσεις για τον γάμο αυτό για δυο λόγους. Ο πρώτος ήταν ότι ο γάμος της με τον κόμη του Σαλίσμπουρι δεν είχε διαλυθεί και μπορούσε να νομιμοποιήσει σαν δικά του τα παιδιά που θα έκαναν, ο δεύτερος λόγος ήταν οι πολύ στενοί δεσμοί αίματος αφού ήταν πρώτη ξαδέλφη του ίδιου του βασιλιά. Ο πρώτος μυστικός γάμος έγινε μεταξύ τους (1360),[7] οι γονείς του τελικά συμβιβάστηκαν μετά την επέμβαση του πάπα ο οποίος έδωσε ολική απαλλαγή στο ζεύγος για τους δεσμούς συγγένειας, η επίσημη γαμήλια τελετή πραγματοποιήθηκε στο κάστρο του Ουίνδσορ στις 10 Οκτωβρίου 1361 παρουσία των γονέων του Εδουάρδου και του αρχιεπισκόπου του Καντέρμπερι.

Την επόμενη χρονιά (1362) ο σύζυγος της χρίστηκε, από τον πατέρα του Εδουάρδο Γ΄, δούκας της Ακουιτανίας η οποία ήταν τμήμα του Αγγλικού βασιλείου από την εποχή του γάμου του ιδρυτή της δυναστείας των Πλανταγενετών Ερρίκου Β΄ με την Ελεονώρα της Ακουιτανίας. Το νεαρό ζευγάρι μετακινήθηκε στο Μπορντό την πρωτεύουσα του δουκάτου όπου έζησε τα επόμενα 9 χρόνια, εκεί γεννήθηκαν και οι δυο γιοι τους από τους οποίους επέζησε μονάχα ο μικρότερος Ριχάρδος ο οποίος αργότερα έγινε βασιλιάς της Αγγλίας διάδοχος του παππού του. Η πιο σημαντική μάχη του συζύγου της σαν δούκα της Ακουιτανίας ήταν η αποκατάσταση στον θρόνο της Καστίλης του βασιλιά Πέτρου ο οποίος είχε ανατραπεί από τον σφετεριστή του θρόνου ετεροθαλή αδελφό του Ερρίκο, ο Πέτρος όμως δεν είχε μπορέσει να τον πληρώσει και αργότερα όταν έχασε την υποστήριξη του Εδουάρδου δολοφονήθηκε από τον αδελφό του. Ο μαύρος πρίγκηπας είχε μεγάλη ανάγκη από χρήματα επειδή οι εξεγέρσεις των κατοίκων ήταν ασταμάτητες λόγω της αυταρχικής του πολιτικής με αποτέλεσμα ιδιαίτερα την περίοδο που απουσίαζε από την περιοχή υπήρχε μεγάλος κίνδυνος ανατροπής του.

Το 1371 ο σύζυγος της δεν ήταν ικανός να διατηρηθεί στα καθήκοντα του ως δούκας της Ακουιτανίας λόγω της ασθένειας του και επέστρεψε στον πατέρα του στην Αγγλία, την επόμενη χρονιά (1372) συμμετείχε στην τελευταία αποτυχημένη εκστρατεία του πατέρα του στην Γαλλία από τότε η κατάσταση της υγείας του χειροτέρεψε άσχημα μέχρι τον θάνατο του (1376). Την επόμενη χρονιά πέθανε και ο πεθερός της βασιλιάς Εδουάρδος Γ΄ (21 Ιουνίου 1377) και επόμενος βασιλιάς έγινε ο γιος της Ριχάρδος Β΄ σε ηλικία μόλις 10 ετών, ο γιος της όταν ενηλικιώθηκε βρέθηκε αντιμέτωπος με την Επανάσταση των Χωρικών.
Η Ιωάννα ήταν μια ήρεμη και αγαπητή δύναμη στην Αγγλία ως βασιλομήτωρ και μπόρεσε σε πολλές περιπτώσεις να συγκρατήσει τα λαϊκά πλήθη που είχαν εξεγερθεί στον αυταρχικό γιο της λόγω της αγάπης που είχαν στην ίδια. Αναφέρθηκε μια περίπτωση όταν επέστρεφε από προσκύνημα στο ιερό του Μπέκετ (1381) όπου συνάντησε μπροστά της εξαγριωμένους διαδηλωτές οι οποίοι όχι μόνο δεν την ενόχλησαν αλλά την χαιρέτησαν με φιλιά και της πρόσφεραν προστασία για το υπόλοιπο ταξίδι της επιστροφής της. Το 1385 ο Σερ Ιωάννης ο Ολλανδός γιος της Ιωάννας από τον πρώτο της γάμο ήρθε σε σύγκρουση με τον Ραλφ Στάφφορτ, γιο του δεύτερου κόμη του Στάφφορτ ο οποίος ήταν ευνοούμενος της βασίλισσας Άννας της Βοημίας και κατά συνέπεια του ίδιου του βασιλιά Ριχάρδου Β΄. Ο Ραλφ Στάφφορτ σκοτώθηκε και ο Σερ Ιωάννης ο Ολλανδός κατέφυγε στο ιερό του Αγίου Ιωάννη στο Μπέβερλι, όταν ο Ριχάρδος Β΄ επέστρεψε διέταξε την εκτέλεση του. Η βασιλομήτωρ πριν εκτελέσουν τον Ιωάννη τον Ολλανδό που ήταν επίσης γιος της παρακάλεσε τον Ριχάρδο Β΄ να μείνει 4 μέρες μαζί του, ο Ριχάρδος το δέχθηκε αλλά την πέμπτη μέρα πριν την εκτέλεση του πέθανε η ίδια η Ιωάννα, ο Ριχάρδος Β΄ συγκινημένος από τον θάνατο της μητέρας του χάρισε στον ετεροθαλή αδελφό του την ζωή και τον έστειλε για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου