Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

Racing Club Paris: Η αποτυχημένη αναζήτηση προς τη δόξα


Δημήτρης Βαρσάνης


Όπως πολλοί εγωιστικοί εκατομμυριούχοι Γάλλοι επιχειρηματίες που συναναστρέφονται τον αθλητισμό, ο Bernard Tapie έσπασε λίγο το καλούπι.

Ο πρώην ιδιοκτήτης της Olympique Marseille, διάσημος για την αγορά της άνευ προηγουμένου γοητείας και επιτυχίας στις αρχές της δεκαετίας του '90 - συμπεριλαμβανομένου του Champions League το 1993 - είδε όλα να πέφτουν γύρω του μετά το σκάνδαλο με τους χειραγωγημένους αγώνες που είχε ως αποτέλεσμα η ΟΜ να υποβιβαστεί από τη Ligue ως τιμωρία. Ακόμα έσβησαν το τίτλο πρωταθλήματος τους τη σεζόν 92/93, ενώ ο ίδιος απογυμνώθηκε εν τέλει από την ελευθερία του. Πριν από αυτό το περιστατικό, είχε επίσης εξαγοράσει τον φοβερό αθλητικό αθλητικό γίγαντα Adidas και ήταν ο κύριος ευεργέτης της ποδηλατικής ομάδας που κέρδιζε το Tour de France: τη La Vie Claire.



Ενώ ο Tapie έριξε μια μακρά σκιά πάνω από το Γαλλικό ποδόσφαιρο, δεν ήταν σε καμία περίπτωση ο μόνος βιομήχανος που ανέπτυξε μια μανιώδη τάση με τα σπορ. Ο Jean-Luc Lagardère ήταν σχεδόν ο πιο διάσημος επιχειρηματίας στη Γαλλία. Αφού απέκτησε το πτυχίο του από τη σημερινή γαλλική μηχανολογική σχολή École Supérieure d'Électricité (Supélec), ξεκίνησε την καριέρα του στην εταιρεία Dassault Aviation, κατασκευαστές τόσο στρατιωτικών όσο και πολιτικών αεριωθούμενων αεροσκαφών. Από εκεί μετακινήθηκε στη Matra (παραγωγός όπλων και πυραύλων) στην οποία αργότερα έγινε Διευθύνων Σύμβουλος.



Από τη στιγμή που πέθανε το 2003 από μια σπάνια νευρολογική κατάσταση, η σταθερή του πεποίθηση για τη διαφοροποίηση των επιχειρηματικών του συμφερόντων τον είδε επίσης να εμπλέκεται - σε ποικίλους βαθμούς επιτυχίας και αποτυχίας - στην αεροπορία και στην άμυνα (Airbus Defense and Space), στις εκδόσεις (Hachette, Paris Match, Elle κ.α.) και στη τηλεόραση (Tele 7 Jours, La Cinq). Ωστόσο η γείωση και η κατανόηση του κόσμου της μηχανικής κρατούσε σταθερά την οικονομική του επιτυχία ενόψει των επαναλαμβανόμενων δυσκολιών σε άλλες βιομηχανίες και στο πολιτικό χώρο. Αυτό επέτρεψε στο Lagardère να επικεντρωθεί στο άλλο του πάθος:  τον αθλητισμό.



Ενώ δούλεψε στην Matra υπό την καθοδήγηση του ιδιοκτήτη του και του μέντορά του Sylvain Floirat, μάζεψε αρκετές εταιρείες κάτω από την ομπρέλα του συμπεριλαμβανομένων των αυτοκινητοβιομηχανιών Automobiles René Bonnet. Σύντομα εκμεταλλεύτηκε την τεχνογνωσία της Bonnet και άρχισε την εμπορική παραγωγή σπορ αυτοκινήτων Γαλλικού σχεδιασμού. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 ο Lagardère εισχώρησε και στους αγώνες της Formula 3 και της Formula 2 πριν κάνει το άλμα στον λαμπερό κόσμο της Formula 1 το 1968.

Μόλις ένα χρόνο αργότερα με το Jackie Stewart πίσω από το τιμόνι η Matra - Ford ανακηρύχθηκε πρωταθλήτρια τόσο στους οδηγούς όσο και στους κατασκευαστές. Αποχώρησαν από τη Formula 1 λίγα χρόνια αργότερα για να επικεντρωθούν στους αγώνες σπορ αυτοκινήτων, αν και η συμμετοχή τους ως προμηθευτές κινητήρων συνεχίστηκε μέχρι το 1982. Χωρίς έκπληξη η στιγμιαία επιτυχία μετακινήθηκε και σε εκείνο το κομμάτι. Το αυτοκίνητο Matra-Simca MS670 της Lagardère κέρδισε τον 24ωρο αγώνα του Λε Μαν για τρία συναπτά έτη από το 1972 έως το 1974 και το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα το 1973 και το 1974.



Αν το απολάμβανε στους τέσσερις τροχούς το ίδιο το απολάμβανε και στη τετράποδη ποικιλία. Ο Lagardère αγόρασε το Haras d'Ouilly stud στη Γαλλία και έγινε ο κορυφαίος κτηνοτρόφος αγρίων ιπποδρομιών στη χώρα. Τα άλογά του ήταν αναγνωρίσιμα σε όλο τον κόσμο φέροντας τα περίφημα γκρίζα και ροζ χρώματα σε τουρνουά όπως το Prix de l'Arc de Triomphe στο Longchamp. Το 2002 αυτή η κούρσα μετονομάστηκε σε Prix Jean-Luc Lagardère προς τιμήν του για τη τεράστια συμβολή του στον αθλητισμό στη Γαλλία τα προηγούμενα 20 χρόνια .

Ο Lagardère δεν απέρριψε ποτέ μια επιχείρηση στην οποία πίστευε αληθινά είτε αφορούσε την επαγγελματική, είτε τη πολιτική είτε την αθλητική του ζωή και παρόλο που υπέφερε πολλές αντιστροφές, ανέκαθεν επέστρεφε πιο δυνατά από πριν. Αυτοί οι θρίαμβοι στη πίστα και στο χλοοτάπητα έχτισαν μέσα του την πεποίθηση ότι θα μπορούσε να κερδίσει ακόμα ένα στοίχημα: το ποδόσφαιρο.



Η Racing Club Paris (προηγουμένως Racing Club de France) άφησε πίσω τις καλύτερες μέρες του παρελθόντος. Από την ακμή της τη δεκαετία του ‘30 και του ‘40 όταν κατέκτησε ένα πρωτάθλημα Γαλλίας και το Coupe de France πέντε φορές, οι οικονομικοί δυσκολίες τη καθιστούσαν αβοήθητη ενάντια σε πολλαπλούς υποβιβασμούς. Ωστόσο ο Lagardère δεν είδε προβλήματα παρά μόνο ευκαιρίες. Ειδικά με τα δικά του νέα μέσα ενημέρωσης και τη μεγαλύτερη συμμετοχή της Γαλλικής τηλεόρασης ως χορηγός και στη κάλυψη του ποδοσφαίρου. Ήξερε ότι για να κάνει το “μπαμ” ειδικά αν δεν ήταν ένα καθιερωμένο όνομα, θα έπρεπε να δημιουργήσει τα δικά του πρωτοσέλιδα και να φέρει κάποια μεγάλα ονόματα στο εγχείρημα του. Δούλεψε στις πίστες της Formula 1 και των σπορ αυτοκινήτων και ο μεγιστάνας της μηχανικής πίστευε ότι με την Racing θα μπορούσε να τραβήξει έναν άσσο από το μανίκι του στο ποδόσφαιρο.

Η Racing Club ζούσε κάτω από τη σκιά της PSG, η οποία αν και ιδρύθηκε μόλις το 1970 και είχε περάσει από δυσκολίες στην αρχή, κατέλαβε το πρωταρχικό στάδιο της πόλης - το Parc des Princes - και κατέκτησε το πρώτο κομμάτι ασημικού το 1982, την ίδια χρονιά που ο Lagardère έγινε ιδιοκτήτης του συλλόγου με έδρα το Colombes. Για να χτίσει ένα βιώσιμο αντίπαλο της PSG, ο Lagardère έπρεπε να συγχωνεύσει την Racing με την Paris, η οποία ειρωνικά επίσης συμμετείχε σε μια συγχώνευση κατά τα αβέβαια πρώτα βήματα της PSG στο Γαλλικό πρωτάθλημα όμως ανέκτησε τη ταυτότητά της το 1972.

Τα θετικά αποτελέσματα εμφανίστηκαν σύντομα καθώς η νεοσυσταθείσα οντότητα κέρδισε την άνοδο στη Ligue 1 μόλις στη δεύτερη σεζόν της το 1984. Το αστέρι της Αλγερίας στο Παγκόσμιο κύπελλο Rabah Madjer είχε μεγάλη επιρροή με τα γκολ του στην πρώτη του χρονιά στο Ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.

Η συγχώνευσε σήμαινε ότι με την πάροδο του χρόνου η Racing Club θα αγωνιζόταν ταυτόχρονα με την “ελίτ” του Γαλλικού ποδοσφαίρου και Paris θα βυθιζόταν στη τέταρτη κατηγορία τμήμα, για άλλη μια φορά από αυτούς που τη χρησιμοποίησαν ως όχημα για να προωθήσουν τις φιλοδοξίες τους.



Για να εκπληρώσει αυτές τις φιλοδοξίες ο Lagardère γνώριζε καλά ότι θα το έπραττε με σημαντικό κόστος, αλλά η εμπειρία του στον τομέα των αυτοκινήτων του έλεγε ότι για να γίνει ο καλύτερος έπρεπε να αγοράσει και τους καλύτερους. Σύντομα ξεκίνησε μια περίοδο επένδυσης στην ομάδα που σπάνια είχε παρατηρηθεί σε τέτοια κλίμακα στο Ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Ο στόχος του ήταν να ανυψώσει γρήγορα το μικρό αλλά ιστορικό παριζιάνικο ποδοσφαιρικό σύλλογο στη κορυφή της Ευρώπης. Είναι μια φιλοσοφία που ο Florentino Perez - ο αρχιτέκτονας του σύγχρονου πρότζεκτ των Galácticos - της Real Madrid ακολούθησε και είναι ένας ένθερμος μαθητής του.

Η Matra αναπόφευκτα χρηματοδότησε όλο το εγχείρημα. Ο Lagardère ήθελε να μιμηθεί πρώτα και να ξεπεράσει έπειτα τις αυτοκινητοβιομηχανικές εταιρείες των αθλητικών συλλόγων του Αϊντχόβεν (PSV / Phillips), του Τορίνο (Juventus / Fiat) και του Λεβερκούζεν (Bayer 04 / Bayer). βγάζοντας παράλληλα και ένα καθαρό κέρδος. Το ποδόσφαιρο για αυτόν ήταν λεφτά, φήμη και δόξα.

Επέζησε μόνο μία χρονιά στη κορυφαία κατηγορία της Γαλλίας παρά το γεγονός ότι μετακινήθηκε στο Parc des Princes για να μοιραστεί το στάδιο με την PSG. Ο ιδιοκτήτης δεν θα άντεχε μια τέτοια ήττα, γι 'αυτό χρειάστηκαν περαιτέρω ενισχύσεις στο πρόσωπο του παραγωγικού Κονγκολέζου επιθετικού Eugene Kabongo και πιο σημαντικό, στο πρόσωπο του Γάλλου Διεθνή αμυντικού Maxime Bossis. Δικαιώθηκε και η Racing επέστρεψε στη Ligue 1 με τη πρώτη προσπάθεια. Ο Lagardère ήταν αποφασισμένος να μην υποστεί ξανά μια άμεση πτώση. Εκείνο το καλοκαίρι του 1986 ο René Hauss που κατεύθυνε την ομάδα στην άνοδο, ήταν εξοπλισμένος με το είδος ποδοσφαιριστών που χρειαζόταν για να κοντράρει σοβαρά την εγχώρια και την Ευρωπαϊκή σκηνή.

Εάν ήσασταν ατζέντης ή εκπρόσωπος των καλύτερων παικτών του παγκόσμιου ποδοσφαίρου και μάθετε ότι το Παρίσι σας καλεί, το μυαλό σας θα πάει προφανώς ότι η PSG ενδιαφέρθηκε. Αν και δεν ήταν ο κορυφαίος σύλλογος στη Γαλλία όπως είναι σήμερα χάρη στην υποστήριξη του Κατάρ, η PSG ήταν αναμφισβήτητα μια ελκυστική επιλογή. Χρήματα, καλό φαγητό, πολιτισμός, τέχνη και αίγλη. Πιθανότατα θα ήθελε μεγαλύτερες δυνάμεις πειθούς για να πείσει τους κορυφαίους αθλητές να υπογράψουν συμβόλαια σε ένα σχετικά άγνωστο κλαμπ που προσπαθεί να μπει στη “μύτη” των μεγάλων αγοριών. Ωστόσο ο Lagardère ήξερε τι ήθελε και πιο σημαντικό πώς να το πάρει. Το ιστορικό του και μόνο έφτανε ως απόδειξη.



Έχοντας πειστεί από τους στόχους του πρότζεκτ ή ίσως από το μέγεθος του προσφερόμενου πακέτου αμοιβών, η Racing κατάφερε να προσελκύσουν τα αστέρια της Ουρουγουάης Ruben Paz και Enzo Francescoli, τον πλέιμεικερ της Δυτικής Γερμανίας Pierre Littbarski και έναν από τους κορυφαίους Γάλλους διεθνείς στο κουαρτέτο γνωστό ως «Le Carré Magique» (η μαγική πλατεία), ο Luis Fernandez που πάρθηκε από την αντίπαλο της και τη κάτοχο του πρωταθλήματος PSG.

Στα χαρτιά η Racing διέθετε τα όπλα για να διεκδικήσει τρόπαια. Ωστόσο η σεζόν δεν βάδισε όπως ήλπιζε και παρά τα τέρματα του Francescoli, η ομάδα τερμάτισε στη 13η θέση και πιο κοντά στις θέσεις υποβιβασμού παρά στις θέσεις Ευρώπης.

Ο Lagardere το πήρε και πάλι πάνω του και δεν ήθελε να δει ούτε την πίστη του ούτε τα χρήματά του να χάνονται. Πρώτον πήρε το τολμηρό βήμα για να μετονομάσει το σύλλογο προς τιμήν των κύριων ιδιοκτητών του. Το όνομα Matra Racing έφερε περισσότερη ομοιότητα με μια ομάδα μηχανοκίνητου αθλητισμού παρά με ένα επαγγελματικό ποδοσφαιρικό σύλλογο, αλλά η αυξημένη έκθεση στο καινούργιο όνομα ήταν τουλάχιστον ένα είδος διαφημιστικής επιστροφής για να παρουσιάσει όλες τις επενδύσεις που αντλούνται από τη γενναιότητα αυτού του πλούσιου ανθρώπου .

Πιστεύοντας ότι είχε αγοράσει το διαμέτρημα των ποδοσφαιριστών που χρειάζονται για να κατακτήσει το πρωτάθλημα, πήγε και πήρε ένα προπονητή με μεγάλη φήμη για να πάρει το καλύτερο από αυτούς. Ο Artur Jorge ήταν το “αλατοπίπερο” της Ευρώπης το 1987 αφού οδήγησε την απαρχαιωμένη Porto σε ένα απροσδόκητο θρίαμβο στο τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών επί της Bayern Munich. Πολύ εντυπωσιασμένος ο Lagardere βρήκε τον άνθρωπό του.



Ο Πορτογάλος προπονητής - πιο αναγνωρίσιμος για το χοντρό, σκοτεινό και φουσκωτό μουστάκι του - μπόρεσε να επιφέρει βελτιώσεις στην πρώτη του χρονιά όμως τερμάτισε πολύ πιο πίσω από τη πρωταθλήτρια Monaco, η οποία κατευθυνόταν από το νεαρό Arsene Wenger. Οι πάρα πολλές ισοπαλίες και μια χρόνια έλλειψη στα γκολ πλήγωσαν τη Matra Racing, αλλά σε μια βιομηχανική σύγκρουση μεταξύ του Lagardère και του Tapie, οι αξίες ήταν περισσότερο ή λιγότερο όμοιες. Η Olympique Marseille του δεύτερου πήρε την έκτη θέση αντί της ομάδας του Παρισιού λόγω της καλύτερης διαφοράς τερμάτων.

Όπως έδειξε το ρεκόρ του στο μηχανοκίνητο αθλητισμό, ο Lagardère συχνά έτρεχε και έκοβε ένα από τα αθλητικά του πρότζεκτ μετά από πολύ λίγο χρόνο, ακόμα και αν προέκυπτε επιτυχία. Η Matra Racing είχε ήδη πάρει περισσότερο χρόνο από ό, τι τα άλλα πρότζεκτ του, οπότε η υπομονή του άρχιζε να φθίνει από την αρχή της σεζόν 1988-89.



Ο Littbarski είχε ήδη φύγει εδώ και καιρό όμως οι άλλες ακριβές αγορές ήταν ακόμα στο “κατάστρωμα”. Εντάχθηκαν από τον Ολλανδό Διεθνή Sonny Silooy, το Γάλλο αμυντικό Bernard Casoni, το τερματοφύλακα Pascal Olmeta και το ταλαντούχο επιθετικό David Ginola μεταξύ άλλων.
Σε εκείνο το σημείο η επανάσταση του Bernard Tapie στο Stade Vélodrome βρισκόταν σε εξέλιξη και χρησίμευσε σε απόλυτη αντίθεση με τα ατελή επιτεύγματα της Matra Racing. Η Marseille κυριάρχησε εκείνη τη σεζόν κατακτώντας τόσο τη Ligue 1 όσο και το Coupe de France. Αντιθέτως η χρονιά της Racing κρίθηκε ως μια απόλυτη αποτυχία. Απέφυγε τον υποβιβασμό στη Ligue 2 μόνο χάρη στη διαφορά τερμάτων μπροστά από τη Strasbourg.

Μετά από οκτώ χρόνια υποστήριξης συμπεριλαμβανομένης της αλλαγής ονόματος το 1987, οι Matra και Lagardère είπαν “φτάνει”. Αφού ξόδεψαν περίπου 300 εκατομμύρια φράγκα (περίπου 46 εκατομμύρια ευρώ με τα σημερινά δεδομένα) δεν είχαν τη διάθεση να συνεχίσουν να πετάνε λεφτά για το τίποτα. Η Matra Racing έπαιζε μπροστά σε άδεια καθίσματα στο Parc des Princes, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούσαν να καλύψουν τα έξοδα για τους παίκτες και τη διαχείρηση που δεν έφεραν τίποτα παρά μια έβδομη θέση στη Ligue 1. Οι απώλειες στην τράπεζα αποδείχθηκαν τόσο καταστροφικές όσο και στον αγωνιστικό χώρο. Η επακόλουθη απόφασή τους να αποσυρθούν αμέσως δικαιολογήθηκε. Οι μετοχές της Matra αυξήθηκαν κατά 5% στην ανακοίνωση της απόσυρσής τους.

Η ομάδα επέστρεψε στο παλιό όνομα της Racing Club Paris και οι μεταγραφές αστέρων άρχισαν να εξατμίζονται. Όσοι υπέγραψαν κατά τη διάρκεια των καλών περιόδων άρχιζαν να φεύγουν για να βρουν καλύτερες καταστάσεις. Ο Francescoli για παράδειγμα, αναχώρησε για τη νότια ακτή και τη Marseille του Tapie όπου κατέκτησε το πρωτάθλημα.

Ο υποβιβασμός της Racing το 1990 έβαλε το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του μεγάλου ποδοσφαιρικού πλάνου του Lagardère. Ακόμα και μια παρουσία στον τελικό του Coupe de France δεν μπόρεσε να του δώσει λίγη χαρά (έχασε στη παράταση από τη Montpellier του Eric Cantona και Laurent Blanc). Ξεκίνησαν την επόμενη σεζόν από τις ερασιτεχνικές κατηγορίες όπου παραμένουν - κάτω από διάφορα ονόματα - από τότε.



Για να τριφτεί περισσότερο αλάτι στις πληγές του επικεφαλής της Matra, το άλλο μεγάλο ποδοσφαιρικό πρότζεκτ της Γαλλίας η Marseille συνέχισε να κερδίζει και να κερδίζει. Τα χρήματα του Tapie συγκέντρωσαν μία από τις πιο περίφημες ομάδες της σύγχρονης εποχής, γεμάτα με διάσημα ονόματα που επρόκειτο να κατακτούσαν και άλλα πρωταθλήματα Γαλλίας και εν τέλει να εκπληρώσουν το όνειρό του: να στεφθεί πρωταθλητής  Ευρώπης.

Φυσικά τα πάντα τελείωσαν με ξινό τρόπο όμως ο Tapie μάλλον θα σκέφτηκε ότι πλήρωσε ένα μικρό τίμημα για να βιώσει τα ύψη του ποδοσφαίρου με τέτοιο τρόπο που ο Jean-Luc Lagardère μόνο τα ονειρεύτηκε, παρά το γεγονός ότι δαπάνησε μεγάλο κομμάτι των χρημάτων και της φήμης του στην επιδίωξη του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου