Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2020

17 Φεβρουαρίου 1914: Σχηματίστηκε η πρώτη κυβέρνηση της Βορείου Ηπείρου



Στις 17 Φεβρουαρίου 1914 στο Αργυρόκαστρο, δημιουργήθηκε, ύστερα από πρωτοβουλία της ομώνυμης Προσωρινής Κυβέρνησης που συγκροτήθηκε από εκπροσώπους των Βορειοηπειρωτών, η Αυτόνομος Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου. Προσωρινός πρόεδρος ορίστηκε ο Γεώργιος Χρηστάκης-Ζωγράφος. Κύρια επιδίωξή της ήταν η αυτονομία της περιοχής και η προστασία βασικών δικαιωμάτων του ελληνικού πληθυσμού, έστω και εντός του αλβανικού κράτους, στο οποίο επιδικάστηκε αργότερα.

Τον Μάρτιο του 1913, ο Ελληνικός Στρατός, σε εμπόλεμη κατάσταση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και στα πλαίσια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, προκαλεί ρήγμα στις τουρκικές αμυντικές γραμμές στην Ήπειρο στη μάχη του Μπιζανίου και στη συνέχεια καταλαμβάνει την πόλη των Ιωαννίνων προτού κατευθυνθεί βορειότερα. Λίγους μήνες νωρίτερα, στις 5 Νοεμβρίου 1912, η πόλη της Χειμάρρας, στις ακτές του Ιονίου Πελάγους, είχε περάσει υπό ελληνικό έλεγχο αφότου ο Χειμαρριώτης ταγματάρχης της χωροφυλακής, Σπύρος Σπυρομήλιος, αποβιβάστηκε και την κατέλαβε ύστερα από σύντομη μάχη. 

Με το τέλος του πολέμου, οι ελληνικές δυνάμεις είχαν υπό τον έλεγχό τους το μεγαλύτερο τμήμα της ιστορικής περιοχής της Ηπείρου, δηλαδή μέχρι τη γραμμή που εκτείνεται βορειοδυτικά στα Κεραύνια όρη, βόρεια της Χειμάρρας, μέχρι και τις Λίμνες Πρέσπες, βορειοανατολικά.

Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, το αλβανικό εθνικό κίνημα ξεκίνησε να εκδηλώνει τάσεις «αφύπνισης». Συγκεκριμένα, στις 28 Νοεμβρίου 1912, ο πολιτικός Ισμαήλ Κεμάλ ανακήρυξε την ανεξαρτησία της Αλβανίας στον Αυλώνα (αλβανικά: Vlorë), ενώ σχηματίστηκε Προσωρινή Κυβέρνηση. Όμως ο Ισμαήλ Κεμάλ δεν θα καταφέρει να επιβληθεί παρά μόνο στην περιοχή του Αυλώνα. Παράλληλα, στο Δυρράχιο (αλβανικά: Durrës), ο Οθωμανός στρατηγός αλβανικής καταγωγής, Εσάντ Πασά Τοπτανί δημιούργησε μια «Κεντρική Αλβανική Γερουσία», με τους ηγέτες των διάφορων φατριών της Αλβανίας να υποστηρίζουν την ιδέα μιας οθωμανικής διακυβέρνησης της περιοχής. Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο τμήμα της εδαφικής έκτασης όπου σχηματίστηκε, αργότερα, το αλβανικό κράτος, βρισκόταν υπό ελληνική (στα νότια) και υπό σερβική (στα βόρεια) κατοχή.

Όπως γίνεται κατανοητό από τα παραπάνω, η διευθέτηση των περιοχών που είχαν περάσει υπο ελληνικό έλεγχο, χάρη στον ταγματάρχη χωροφυλακής, Σπύρο Σπυρομήλιο, θα εξαρτιόταν από το αν και με ποια σύνορα θα ιδρυθεί αλβανικό κράτος. 

Έτσι, μετά τη λήξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, η ιδέα ενός ανεξάρτητου Αλβανικού Κράτους υποστηρίχτηκε ιδιαίτερα από την Αυστροουγγαρία και το Βασίλειο της Ιταλίας, αλλά και από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις (Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ρωσική Αυτοκρατορία). 

Όμως οι δύο πρώτες χώρες προσπαθούσαν στην πραγματικότητα να αποκτήσουν τον έλεγχο της Αλβανίας, καθώς αυτή, σύμφωνα με τα λόγια του Υπουργού Εξωτερικών Υποθέσεων της Ιταλίας Τομάσο Τιτόνι, θα έδινε σε αυτόν που θα την κατείχε «μια αδιαμφισβήτητη ισχύ στην Αδριατική». Η προσάρτηση της Σκόδρας από την Σερβία και το ενδεχόμενο τα ελληνικά σύνορα να απέχουν μόλις μερικά χιλιόμετρα από τον Αυλώνα, ήταν λογικό λοιπόν να ανησυχήσουν ιδιαίτερα αυτές τις δυνάμεις.

Τον Σεπτέμβριο του 1913, συγκροτήθηκε μια διεθνής επιτροπή, από αντιπροσώπους όλων των Μεγάλων Δυνάμεων, προκειμένου να καθοριστούν τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Υπό την αιγίδα των Μεγάλων Δυνάμεων, αυτή η επιτροπή δεν άργησε να χωριστεί σε δύο διαφορετικά στρατόπεδα, από τη μια μεριά Ιταλούς και Αυστροούγγρους διπλωμάτες, και από την άλλη τους διπλωμάτες της Τριπλής Συμμαχίας (Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ρωσία). Οι πρώτοι θεωρούσαν τους κατοίκους της περιοχής ως Αλβανούς, ενώ οι δεύτεροι αντέταξαν το επιχείρημα πως αν σε ορισμένα χωριά οι παλιές γενιές είναι αλβανόφωνες, το σύνολο της νέας γενιάς είναι ελληνικό στην παιδεία, στα φρονήματά του και στις ιδέες του. Τελικώς, ήταν η ιταλο-αυστροουγγρική άποψη που υπερίσχυσε.

Aπέναντι σε αυτή την προοπτική η ελληνική διπλωματία προσπαθούσε να εξασφαλίσει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα. Ήταν γνωστό πως οι δυνατότητες επιτυχίας ήταν μικρές και για αυτό το βορειοηπειρωτικό ζήτημα χρησιμοποιήθηκε ως διαπραγματευτικό μέσο για την εξασφάλιση των νησιών του Αιγαίου τα οποία εποφθαλμιούσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Οπότε, παρά τις επίσημες διαμαρτυρίες της Αθήνας, το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας της 17 Δεκεμβρίου 1913 επιδίκασε το σύνολο της Βόρειας Ηπείρου στο Πριγκιπάτο της Αλβανίας. Μετά την υπογραφή του σχετικού κειμένου, οι εκπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων παρέδωσαν στην Ελληνική Κυβέρνηση τελεσίγραφο το οποίο απαιτούσε από την Ελλάδα να εκκενώσει στρατιωτικά την περιοχή. 

Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος αποδέχτηκε τότε αυτή την απαίτηση, με την ελπίδα να κερδίσει την εύνοια των Μεγάλων Δυνάμεων, καθώς και την υποστήριξή τους στο ζήτημα της εξουσίας επί των Βορείων Νήσων του Αιγαίου Πελάγους.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η επιδίκαση της Βόρειας Ηπείρου στην Αλβανία, αποδείχτηκε ιδιαίτερα μη δημοφιλής εντός της χριστιανικής κοινότητας της περιοχής. Οι υποστηρικτές της Ένωσης (δηλαδή της προσάρτησης της περιοχής στο Βασίλειο της Ελλάδας) αισθάνθηκαν προδομένοι από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, καθώς αυτός αρνήθηκε ακόμη να τους στηρίξει στρατιωτικά.

Επιπλέον, η σταδιακή υποχώρηση του ελληνικού στρατού από την περιοχή, θα έδινε τη δυνατότητα στις αλβανικές δυνάμεις να πάρουν υπό τον έλεγχό τους την Βόρεια Ήπειρο. Προκειμένου κάτι τέτοιο να αποφευχθεί, οι Ηπειρώτες που ήταν υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα, αποφάσισαν να εγκαθιδρύσουν δικό τους κράτος και να οργανώσουν τη δική τους προσωρινή κυβέρνηση.



Ο Γεώργιος Χρηστάκης - Ζωγράφος, πολιτικός με καταγωγή από το Κεστοράτιο και πρώην Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, πήρε τότε την πρωτοβουλία και διεξήγαγε συνομιλίες με εκπροσώπους των τοπικών πληθυσμών κατά τη διάρκεια μίας «Πανηπειρωτικής Διάσκεψης» στο Αργυρόκαστρο. Αμέσως μετά, στις 17 Φεβρουαρίου 1914, ανακηρύχτηκε η Αυτόνομος Δημοκρατία της Βόρειου Ηπείρου και σχηματίστηκε προσωρινή κυβέρνηση με σκοπό να αναλάβει την υπεράσπιση των συμφερόντων του νεοσύστατου κράτους.

Ο Γεώργιος Χρηστάκης - Ζωγράφος αναδείχτηκε πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης. Στον λόγο του της 2ας Μαρτίου (επίσημη ημερομηνία ανεξαρτησίας της Βόρειας Ηπείρου), ανέφερε ότι τα εθνικά φρονήματα των Ηπειρωτών αγνοήθηκαν παντελώς και πως οι Μεγάλες Δυνάμεις όχι μόνο απέρριψαν το ενδεχόμενο μερικής αυτονομίας εντός του Πριγκιπάτου της Αλβανίας, αλλά, επιπλέον, αρνήθηκαν να δώσουν στον πληθυσμό της περιοχής εγγυήσεις για τα βασικότερα των δικαιωμάτων του. Παρόλα αυτά, ο Έλληνας πολιτικός κατέληξε λέγοντας πως οι Ηπειρώτες αρνούνται να αποδεχτούν τη μοίρα που τους επέβαλαν οι Δυνάμεις:

Το πάτριον ημών έδαφος κείται σήμερον λεία, δυνάμει αδίκου και ακύρου βουλήσεως πάντων των ισχυρών της γης. Αλλ’ ακλόνητον έμεινε το ημέτερον δίκαιον, το δίκαιον του Ηπειρωτικού λαού, να ρυθμίση τα της ιδίας του τύχης, διοργανούμενως πολιτικώς και ενόπλως, φρουρήση την ανεξαρτησίαν αυτού. Εναντίον του απαραγράπτου τούτου δικαιώματος εκάστου λαού, ανίσχυρος είναι κατά τας αρχάς του θείου και ανθρωπίνου δικαίου, η θέλησις των Μεγάλων Δυνάμεων να δημιουργήση υπέρ της Αλβανίας έγκυρον και σεβαστόν τίτλον κυριαρχίας επί της χώρας ημών και υποχρεώση ημάς. Ουδέν επίσης κέκτηται η Ελλάς δικαίωμα όπως εξακολουθεί κατέχουσα το ημέτερον έδαφος αποκλειστικώς ίνα παραδώσι αυτό εναντίον της ημετέρας βουλήσεως εις ξένον δυνάστην.

Ελευθέρα ήδη παντός δεσμού, μη δυνάμενη δε να συμβιώση, και δη υπό τοιούτους όρους, μετά της Αλβανίας, κηρύσσει η Βόρειος Ήπειρος την ανεξαρτησίαν της και προσκαλεί τους πολίτας της, όπως υποβαλλόμενοι εις πάσαν θυσίαν προασπίσωσι την ακεραιότητα του εδάφους και τας ελευθερίας της κατά πάσης προσβολής.

Το νεοσύστατο Κράτος δεν άργησε να υιοθετήσει εθνικά σύμβολα. Συγκεκριμένα, η σημαία που επέλεξε θύμιζε έντονα την ελληνική: αποτελούνταν από ένα λευκό σταυρό σε γαλάζιο φόντο, πάνω στον οποίο βρισκόταν ένας, μελανού χρώματος, δικέφαλος αετός του Βυζαντίου[19].

Κατά τις μέρες που ακολούθησαν την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, ο Αλέξανδρος Καραπάνος, ανιψιός του Ζωγράφου και μελλοντικός βουλευτής Άρτας, ορίστηκε Υπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων της Δημοκρατίας. 

Ο συνταγματάρχης Δημήτριος Δούλης, με καταγωγή από τη Νίβιτσα, παραιτήθηκε από το αξίωμά του στον Ελληνικό Στρατό προκειμένου να αναλάβει Υπουργός Στρατιωτικών της Προσωρινής Κυβέρνησης. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, κατάφερε να συστήσει στράτευμα 5.000 εθελοντών. 

Ο τοπικός επίσκοπος, Βασίλειος, ανέλαβε το Υπουργείο Θρησκείας και Δικαιοσύνης. Τριάντα περίπου Έλληνες στρατιωτικοί ηπειρώτικης καταγωγής, καθώς και απλοί οπλίτες λιποτάκτησαν από τον ελληνικό στρατό, για να ενταχθούν στους επαναστάτες. 

Σύντομα οργανώθηκαν ένοπλα τμήματα, όπως ο Ιερός Λόχος του Σπύρου Σπυρομήλιου, ο οποίος ιδρύθηκε στην περιοχή της Χειμάρρας με στόχο την άμυνα απέναντι σε οποιαδήποτε επιβουλή κατά των εδαφών που έλεγχε η Αυτόνομη Ήπειρος. Οι πρώτες περιοχές που συντάχθηκαν με την Ηπειρώτικη Κυβέρνηση, εκτός από το Αργυρόκαστρο, ήταν αυτές της Χειμάρρας, των Αγίων Σαράντα και της Πρεμετής.



Η εξέγερση στην Βόρειο Ήπειρο δεν προέρχονταν ούτε υποστηρίζονταν από την ελληνική κυβέρνηση, συναισθηματικά μόνο συμπαραστέκονταν στους Βορειοηπειρώτες. Η θέση του πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελευθέριου Βενιζέλου ήταν ιδιαίτερα δύσκολη στο θέμα, καθώς έπρεπε να εγκαταλείψει τους ελληνικούς πληθυσμούς στις διαθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων χωρίς να εξασφαλίσει καμία εγγύηση για την ασφάλειά τους.

Φοβούμενη να δυσαρεστήσει τις Μεγάλες Δυνάμεις, η Ελληνική Κυβέρνηση φαινόταν απρόθυμη να προσφέρει τη στήριξή της στους εξεγερμένους. Η απομάκρυνση των ελληνικών δυνάμεων από την περιοχή, η οποία είχε ξεκινήσει τον Μάρτιο, συνεχίστηκε με αργό ρυθμό μέχρι και τις 28 Απριλίου, ημερομηνία κατά την οποία δεν υπήρχε πλέον κανένας ξένος στρατιώτης στην περιοχή. 

Επισήμως, η Αθήνα αποθάρρυνε τους Ηπειρώτες από οποιασδήποτε μορφής αντίσταση, ενώ διαβεβαιώνε τον τοπικό πληθυσμό πως οι Μεγάλες Δυνάμεις, καθώς και η Επιτροπή Διεθνούς Ελέγχου (μια οργάνωση η οποία είχε δημιουργηθεί από τις Δυνάμεις, ώστε να εξασφαλιστεί η ειρήνη και η ασφάλεια στην περιοχή) ήταν έτοιμες να υπερασπιστούν τα δικαιώματά του. Μετά την ανακήρυξη στο Αργυρόκαστρο, ο Γεώργιος Χρηστάκης - Ζωγράφος έστειλε πάραυτα μήνυμα στους τοπικούς εκπροσώπους της Κορυτσάς, ώστε να συμπαρασταθούν κι αυτοί στο κίνημα.

Όμως, ο Έλληνας στρατιωτικός διοικητής της πόλης, συνταγματάρχης Αλέξανδρος Κοντούλης, ακολουθώντας πιστά τις διαταγές των ανωτέρων του, κήρυξε στρατιωτικό νόμο, απειλώντας με θάνατο οποιονδήποτε τολμούσε να υψώσει τη σημαία της Βόρειας Ηπείρου. Έτσι, όταν ο τοπικός μητροπολίτης Βελάς και Κονίτσης, ο μελλοντικός Σπυρίδων Α΄ των Αθηνών, διακήρυξε την ανεξαρτησία στην Ερσέκα της Κολόνιας, ο Κοντούλης τον συνέλαβε άμεσα και στη συνέχεια τον απέλασε από την περιοχή.

Στις 1 Μαρτίου 1914, ο Συνταγματάρχης Κοντούλης, κατόπιν εντολής παραδίδει την Κορυτσά, την Μοσχόπολη και λίγες μέρες αργότερα το Λεσκοβίκι, στην νεοσυσταθείσα αλβανική χωροφυλακή η οποία αποτελείτο κυρίως από παλιούς λιποτάκτες του Οθωμανικού Στρατού, που βρίσκονταν υπό τις διαταγές Ολλανδών ή Αυστριακών διοικητών. 

Επακολούθησαν σοβαρές ταραχές και ένοπλες συγκρούσεις, μεταξύ αλβανικών και βορειοηπειρωτικών δυνάμεων, οι οποίες γενικεύτηκαν σε πολλές περιοχές. Οι Βορειοηπειρώτες, που είχαν οργανώσει τοπικές ένοπλες ομάδες, με την ονομασία «Ιεροί Λόχοι», κατέλαβαν την Ερσέκα και μέχρι το Μάιο του ίδιου έτους προήλασαν στο Φρασάρι και την Κορυτσά.

Για ένα διάστημα ξέσπασαν συγκρούσεις στην περιοχή της Κορυτσάς και για λίγες μέρες η πόλη πέρασε στα χέρια των αυτονομιστών, όμως μετά από ενισχύσεις της αλβανικής πλευράς η εξέγερση καταπνίγηκε. Ακολούθησαν φυλακίσεις και εξορίες πολλών Κορυτσαίων, όπως του τοπικού μητροπολίτη Γερμανού.

Στις 9 Μαρτίου, το ελληνικό ναυτικό οργάνωσε θαλάσσιο αποκλεισμό του λιμανιού των Αγίων Σαράντα, που ήταν μία από τις πρώτες πόλεις που εντάχθηκαν στο αυτονομιστικό κίνημα. Το ίδιο χρονικό διάστημα, σημειώνονται, παράλληλα, διάφορες μικροσυμπλοκές μεταξύ μονάδων του ελληνικού στρατού και Ηπειρωτών Επαναστατών, με απώλειες εκατέρωθεν.

Ενώ οι ελληνικές δυνάμεις αποσύρονταν από την περιοχή, ένοπλες συγκρούσεις ξέσπασαν μεταξύ των αλβανικών δυνάμεων και των Ηπειρωτών αυτονομιστών. Στις περιοχές της Χειμάρρας, των Αγίων Σαράντα, του Αργυρόκαστρου και του Δέλβινου, η επανάσταση ξεκίνησε από τις επόμενες μέρες κιόλας της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας, με τις αυτονομιστικές δυνάμεις να καταφέρνουν να θέσουν υπό έλεγχο την αλβανική χωροφυλακή της περιοχής, καθώς και τις αλβανικές ομάδες ατάκτων που λυμαίνονταν σε αυτή. 

Όμως, έχοντας γνώση του ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν προτίθονταν να δεχτούν την προσάρτηση της Βόρειας Ηπείρου από την Ελλάδα, ο Γεώργιος Χρηστάκης - Ζωγράφος πρότεινε τρεις διπλωματικές λύσεις, ώστε να δοθεί μία λύση στη σύγκρουση:


  • την πλήρη αυτονομία της Ηπείρου, υπό την εξουσία, κατ' όνομα, ενός Αλβανού ηγεμόνα,
  • μια καντονιακή και διοικητική αυτονομία, με βάση το ελβετικό μοντέλο,
  • τον άμεσο έλεγχο και την άμεση διοίκηση από τις Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης.

Λίγες ημέρες αργότερα, και συγκεκριμένα στις 11 Μαρτίου, έλαβαν χώρα διαπραγματεύσεις για την προσωρινή λήξη της σύγκρουσης από τον Ολλανδό συνταγματάρχη Τόμσον στην Κέρκυρα. Η αλβανική εξουσία φάνηκε έτοιμη να αποδεχτεί την ύπαρξη μιας αυτόνομης κυβέρνησης με περιορισμένες εξουσίες, αλλά ο Ηπειρώτης εκπρόσωπος Αλέξανδρος Καραπάνος απαίτησε να λάβει ένα καταστατικό πλήρους αυτονομίας, κάτι που αρνήθηκαν οι απεσταλμένοι της κυβέρνησης του Δυρραχίου. Ως αποτέλεσμα, οι διαπραγματεύσεις οδηγήθηκαν σε ναυάγιο. Το ίδιο χρονικό διάστημα, ηπειρώτικες ομάδες ατάκτων εισήλθαν στην Ερσέκα προτού κατευθυνθούν στο Φράσαρι και την Κορυτσά.

Εκείνη τη στιγμή, σχεδόν το σύνολο των εδαφών που απαιτούσαν οι εξεγερμένοι (εκτός από την Κορυτσά) βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της αυτονομιστικής κυβέρνησης. Στις 22 Μαρτίου, ένας ιερός λόχος προερχόμενος από την Βίγλιστα έφτασε στα περίχωρα της Κορυτσάς και εντάχθηκε στις τοπικές ομάδες επαναστατών προτού ξεκινήσουν βίαιες οδομαχίες εντός της πόλης. Ύστερα από αρκετές ημέρες, οι δυνάμεις των αυτονομιστών κατάφεραν να πάρουν τον έλεγχο της πόλης, αλλά αλβανικές ενισχύσεις έκαναν την εμφάνισή τους μπροστά στην πόλη στις 27 Μαρτίου και η Κορυτσά επέστρεψε υπό τον έλεγχο της αλβανικής χωροφυλακής.

Το ίδιο διάστημα, η Διεθνής Ελεγκτική Επιτροπή αποφάσισε να επέμβει στη διαμάχη με στόχο την αποκλιμάκωσης της βίας και τη λήξη της ένοπλης σύγκρουσης. Στις 6 Μαΐου, η Επιτροπή ήρθε σε επαφή με τον Γεώργιο Χρηστάκη-Ζωγράφο ώστε να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις από νέα βάση. Ο Ηπειρώτης πολιτικός αποδέχτηκε την πρόταση και τελικά αποφασίστηκε ανακωχή την επομένη. Παράλληλα, όταν ξεκίνησε η περίοδος της κατάπαυσης του πυρός, οι βορειοηπειρωτικές δυνάμεις είχαν ήδη καταλάβει τα υψώματα γύρω από την Κορυτσά, ενώ η παράδοση της αλβανικής φρουράς της πόλης ήταν πλέον θέμα χρόνου.

Νέες διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν τότε στην Κέρκυρα. Στις 17 Μαΐου 1914, οι Αλβανοί και Ηπειρώτες εκπρόσωποι υπέγραψαν συμφωνία γνωστή ως Πρωτόκολλο της Κέρκυρας. Σύμφωνα με αυτό το σύμφωνο, οι επαρχίες της Κορυτσάς και του Αργυρόκαστρου, οι οποίες αποτελούσαν την Βόρεια Ήπειρο, θα λάμβαναν πλήρη αυτονομία (ως «corpus separatum») υπό την εξουσία, κατ' όνομα, του Πρίγκιπα Γουλιέλμου του Βιντ. 

Η αλβανική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να ονομάσει και να μεταθέσει τους κυβερνήτες και τους ανώτατους αξιωματούχους, αλλά λαμβάνοντας υπόψη, όσο αυτό ήταν δυνατό, την επιθυμίες των κατοίκων της περιοχής. Άλλοι όροι της συμφωνίας προέβλεπαν την ποσοστιαία ένταξη Ηπειρωτών στην τοπική χωροφυλακή και τον περιορισμό της στρατολογίας στα άτομα που προέρχονταν από την περιοχή. 

Στα ορθόδοξα σχολεία, η ελληνική γλώσσα υποχρεούνταν να είναι η μοναδική που χρησιμοποιείτο, με εξαίρεση τα πρώτα τρία χρόνια σπουδών, όπου τα αλβανικά ήταν υποχρεωτικά. Στις δημόσιες υπηρεσίες, ωστόσο, οι δύο γλώσσες ήταν ισοδύναμες, συμπεριλαμβανομένου του τομέα της δικαιοσύνης και των εκλογικών συμβουλίων. Τέλος, τα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στην πόλη της Χειμάρρας από τους Οθωμανούς, έπρεπε να ανανεωθούν, ενώ ένας ξένος θα τοποθετούνταν στη θέση του «αρχηγού» (δηλαδή του κυβερνήτη) για διάστημα δέκα ετών.

Το Πρωτόκολλο τελικά επικυρώθηκε από τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αθήνα στις 18 Ιουνίου και από την αλβανική κυβέρνηση στις 23 Ιουνίου. Από την άλλη πλευρά, σε συνδιάσκεψη των Ηπειρωτών εκπροσώπων (Πανηπειρωτική) που συγκλήθηκε στο Δέλβινο, επίσης επικυρώθηκαν οι όροι του, παρά τις ενστάσεις των Χειμαρριωτών εκπροσώπων, οι οποίοι θεώρησαν ως μοναδική βιώσιμη λύση για την Βόρεια Ήπειρο την ένωση με την Ελλάδα. Παράλληλα, στις 8 Ιουλίου, οι πόλεις του Τεπελενίου και της Κορυτσάς πέρασαν, τότε, υπό τον έλεγχο της αυτόνομης κυβέρνησης.

Λίγο μετά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Αλβανία γνώρισε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας και χάους. Η χώρα χωρίστηκε, τότε, σε μεγάλο αριθμό τοπικών κυβερνήσεων, οι οποίες έρχονταν αντιμέτωπες μεταξύ τους. Λόγω αυτή της κατάστασης, το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας καθιστούσε αδύνατη την ειρήνευση στην Ήπειρο και οι σποραδικές ένοπλες συγκρούσεις συνέχισαν να υφίστανται. 

Ο Πρίγκιπας Γουλιέλμος του Βιντ και η οικογένειά του επέλεξαν να εγκαταλείψουν τη χώρα στις 3 Σεπτεμβρίου. Τις επόμενες ημέρες, μια ηπειρωτική μονάδα οργάνωσε, δίχως τη συγκατάθεση της αυτόνομης κυβέρνησης, επίθεση ενάντια στην αλβανική φρουρά που βρισκόταν στο Μπεράτ. Κατάφερε τότε να καταλάβει το φρούριο για λίγες ημέρες, ενώ οι αλβανικές δυνάμεις που είχαν παραμείνει πιστές στον Εσάντ Πασά οργάνωσαν, ως αντίποινα, στρατιωτικές επιχειρήσεις μικρής κλίμακας.

Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου ανησυχούσε ιδιαιτέρως για την κατάσταση στην Αλβανία: φοβόταν, πράγματι, ότι η αστάθεια της χώρας θα κατέληγε σε μεγαλύτερη ένοπλη σύγκρουση. Εθνικές σφαγές, που άγγιξαν διαδοχικά Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, υποχρέωσαν αρκετούς Ηπειρώτες να αναζητήσουν καταφύγιο στο Ελληνικό Βασίλειο. 

Αφού πρώτα έλαβε τη σχετική έγκριση των Μεγάλων Δυνάμεων, που της επεσήμαναν, ωστόσο, τον προσωρινό χαρακτήρα της παρέμβασής της, η Αθήνα απέστειλε τα στρατεύματά της στην Βόρεια Ήπειρο στις 27 Οκτωβρίου 1914. Λίγες ημέρες αργότερα, η Ιταλία εκμεταλλεύτηκε την τροπή των γεγονότων για να παρέμβει με τη σειρά της στα αλβανικά εδάφη και να καταλάβει την πόλη του Αυλώνα και την νήσο Σάσων, οι οποίες βρίσκονταν στη στρατηγική ζώνη του Καναλιού του Οτράντο.

Ικανοποιημένοι από την επιστροφή του ελληνικού στρατού και θεωρώντας ότι είχαν καταφέρει να θέσουν σε ισχύ την πολυπόθητη ένωση με την Ελλάδα, οι εκπρόσωποι της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βόρειας Ηπείρου έπαυσαν τότε τους θεσμούς και τα κρατικά όργανα που είχαν θεσμοθετήσει. Ο πρώην αρχηγός των αυτονομιστών, Γεώργιος Χρηστάκης-Ζωγράφος, έγινε, άλλωστε, Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας λίγο καιρό αργότερα.

Ωστόσο, δεν ήταν όλοι οι κάτοικοι της περιοχής που χάρηκαν για την επιστροφή των Ελλήνων. Στην περιφέρεια της Κορυτσάς, Αλβανοί πατριώτες οργάνωσαν αγώνα με απώτερο σκοπό την επιστροφή των εδαφών τους εντός των αλβανικών συνόρων. Εντούτοις, μεταξύ αυτών των εξεγερμένων, ορισμένοι ήσαν Μουσουλμάνοι (όπως ο λήσταρχος Σαλίχ Μπούντκα), άλλοι, όμως, ανέφεραν ότι προέρχονταν από την αλβανική ορθοδοξία (όπως ο Τεμιστόκλι Γκερμένι).

Ενώ ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν στα Βαλκάνια, η Ελλάδα, η Ιταλία και οι δυνάμεις της Αντάντ αποφάσισαν ότι η τύχη της Βόρειας Ηπείρου θα κρινόταν με τη λήξη της σύγκρουσης. Ωστόσο, τον Αύγουστο του 1915, ο Ελευθέριος Βενιζέλος διακήρυξε, εμπρός στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, ότι «μόνο κολοσσιαία λάθη» θα μπορούσαν πλέον να κρατήσουν την περιοχή μακριά από την υπόλοιπη Ελλάδα.

Μετά την αποπομπή του Πρωθυπουργού τον Δεκέμβριο του 1915, ο Βασιλιάς των Ελλήνων, Κωνσταντίνος Α΄ και η νέα του κυβέρνηση έδειχναν αποφασισμένοι να εκμεταλλευτούν την παγκόσμια κατάσταση για να εντάξουν τυπικά την περιοχή στο Ελληνικό Κράτος. Στους πρώτους μήνες του έτους 1916, ο πληθυσμός της Βόρειας Ηπείρου συμμετείχε έτσι στις Ελληνικές Κοινοβουλευτικές Εκλογές και έστειλε 16 εκπροσώπους στο Κοινοβούλιο, στην Αθήνα. Πιο συγκεκριμένα, τον Μάρτιο, η ένωση της περιοχής με το Βασίλειο ανακηρύχτηκε επισήμως και η έκτασή της χωρίστηκε σε δύο νομούς: το Αργυρόκαστρο και την Κορυτσά.

Η ψύχρανση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ της Ελλάδας και των δυνάμεων της Αντάντ σε συνδυασμό με το ξέσπασμα του Εθνικού Διχασμού στο Ελληνικό Βασίλειο προκάλεσαν νέες ανατροπές στην Βόρεια Ήπειρο. Τον Σεπτέμβριο του 1916, η Γαλλία και η Ιταλία αποφάσισαν να καταλάβουν με στρατό την περιοχή και να εκδιώξουν τις ελληνικές φιλοβασιλικές δυνάμεις. Η Ρώμη κατέλαβε με αυτόν τον τρόπο τον νομό του Αργυρόκαστρου και δεν άργησε να εκδιώξει όσους θεωρούσε υποστηρικτές του ελληνισμού. 

Ο Ορθόδοξος Μητροπολίτης Βασίλειος Δρυϊνουπόλεως (με έδρα το Αργυρόκαστρο) αποπέμφθηκε, έτσι, από την επισκοπή του, ενώ 90 Έλληνες προεστοί της περιοχής της Χειμάρρας (μεταξύ τους ο δήμαρχος της πόλης) εκτοπίστηκαν στην νήσο Φαβινιάνα ή στην Λιβύη.

Από την πλευρά της, η Γαλλία επιθυμούσε, αρχικά, για κάποιο καιρό, να αντικαταστήσει, στην περιφέρεια της Κορυτσάς, τους Έλληνες φιλοβασιλικούς κρατικούς λειτουργούς με βενιζελικούς, αλλά, καθώς η αναρχία εντατικοποιούνταν στην περιοχή, αναγκάστηκε να επιβάλει έναν πιο άμεσο τύπο κυριαρχίας. 

Με πρωτοβουλία του στρατηγού Μωρίς Σαράιγ και του εκπροσώπου του, του συνταγματάρχη Ντεκουάν, η πόλη και τα περίχωρά της έλαβαν τους δικούς τους αυτόνομους θεσμούς και αποτέλεσαν την «Δημοκρατία της Κορυτσάς». Εντός αυτής της νέας πολιτικής οντότητας, οι Μουσουλμάνοι, οι οποίοι αποτελούσαν και την πλειοψηφία του πληθυσμού (με 122.315 κατοίκους), εκπροσωπούνταν ισότιμα με τους Έλληνες (82.245 κάτοικοι). Η αλβανική έγινε η μοναδική επίσημη γλώσσα και τα ελληνικά σχολεία έκλεισαν.

Η ανατροπή του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ και η επίσημη είσοδος στον πόλεμο της Ελλάδας στο πλευρό των Συμμάχων της Αντάντ τον Ιούνιο του 1917 έδωσαν, ωστόσο, την ευκαιρία στην Αθήνα να ξαναπάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων στην Ήπειρο. Επιστρέφοντας στην εξουσία, ο Βενιζέλος έλαβε, πράγματι, τη σταδιακή αποχώρηση των ιταλικών δυνάμεων από το νότιο τμήμα της περιοχής (επισήμως ελληνική από το 1913). 

Όμως, παρά τις διαμαρτυρίες του Έλληνα Πρωθυπουργού, η Ρώμη συνέχισε την κατοχή της περιφέρειας του Αργυρόκαστρου (επισήμως αλβανική από το 1913). Όσο για την «Δημοκρατία τη Κορυτσάς», η αυτονομία της περιορίστηκε σημαντικά από τους Γάλλους στις 27 Σεπτεμβρίου 1917, πριν την τελική της δίαλυση, στις 16 Φεβρουαρίου 1918.

Όταν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έλαβε τέλος, τον Νοέμβριο του 1918, η Βόρεια Ήπειρος βρισκόταν στις εδαφικές ορέξεις τουλάχιστον τεσσάρων χωρών. Εκτός από την Αλβανία, στην οποία η περιοχή είχε παραχωρηθεί πριν από τον πόλεμο, υπήρχε καταρχάς η Ελλάδα, η οποία είχε ως κύριο διαπραγματευτικό επιχείρημα τις εθνικές της σχέσεις με τον τοπικό πληθυσμό για να αιτιολογήσει τις αξιώσεις της. 

Υπήρχε, επίσης, η Ιταλία, η οποία επιθυμούσε να εγκατασταθεί σε ένα τμήμα των εδαφών ώστε να ελέγχει καλύτερα την Αδριατική Θάλασσα. Τέλος, σε κατά πολύ μικρότερο βαθμό, υπήρχε η Γαλλία, ή πιο συγκεκριμένα ο γαλλικός στρατός, ο οποίος στόχευε να εκμεταλλευτεί τη στρατιωτική του παρουσία στην Κορυτσά ώστε να επεκταθεί η γαλλική επιρροή στα Βαλκάνια.

Όπως ήταν φυσικό, αυτές οι αλληλοσυγκρουόμενες εδαφικές διεκδικήσεις προκάλεσαν εντάσεις μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Προκάλεσαν, επίσης, την αγανάκτηση των Αλβανών πατριωτών, οι οποίοι ήταν ήδη σοκαρισμένοι από τη στρατιωτική παρουσία Σέρβων-Κροατών-Σλοβένων στα Βόρεια της χώρας τους (περιοχή της Σκόδρας). Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο το ζήτημα της Βόρειας Ηπείρου ήταν ένα από τα ακανθώδη ζητήματα που συζητήθηκαν στην Ειρηνευτική Σύνοδο του Παρισιού το 1919.

Πριν όμως ξεκινήσει η Ειρηνευτική Σύνοδος τις εργασίες της, ο Έλληνας Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος είχε καταστήσει γνωστές τις απαιτήσεις της χώρας του στους Συμμάχους σε ένα υπόμνημα που τους κοινοποίησε στις 30 Δεκεμβρίου 1918. Μεταξύ των εδαφών που ο πολιτικός απαιτούσε, η Βόρεια Ήπειρος, όπου κατοικούσαν 151.000 Ορθόδοξοι, κατείχε σημαντική θέση. Ο Βενιζέλος φαινόταν, ωστόσο, έτοιμος να εγκαταλείψει ένα τμήμα της περιοχής, όπως η ζώνη του Τεπελενίου, ώστε να διατηρήσει το βασικότερο. 

Επίσης, με σκοπό να μην του αντιπαρατεθεί το επιχείρημα ότι οι Έλληνες της Αλβανίας ομιλούσαν την αλβανική περισσότερο από την ελληνική γλώσσα, υπενθύμισε ότι το επιχείρημα της γλώσσας για την προσάρτηση μιας περιοχής ήταν γερμανικής έμπνευσης. Αυτή ήταν μια, σχεδόν, άμεση αναφορά στο ζήτημα της Αλσατίας-Λωρραίνης: γαλλική λόγω της προτίμησής της για τους Γάλλους και γερμανική για τους Γερμανούς από γλωσσική άποψη. Ο Βενιζέλος τόνισε ότι οπλαρχηγοί του ελληνικού πολέμου ανεξαρτησίας ή μέλη της κυβερνήσεώς του, όπως ο Στρατηγός Δαγκλής ή ο Ναύαρχος Κουντουριώτης, είχαν κι αυτοί την αλβανική ως μητρική τους γλώσσα, όμως αισθάνονταν πλήρως Έλληνες.

Στη διάρκεια της Συνόδου, μια ειδική επιτροπή, γνωστή ως «ελληνικών υποθέσεων», προεδρευόταν από τον Ζυλ Καμπόν. Εκεί, η Ιταλία εξέφρασε την αντίθεσή της στις θέσεις του Βενιζέλου, κυρίως επί του ζητήματος της Βόρειας Ηπείρου. Η Γαλλία στήριξε πλήρως τον Έλληνα Πρωθυπουργό, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής υιοθέτησαν ουδέτερη στάση. Ο Βενιζέλος έκανε χρήση μίας θέσης την οποία είχε εμπνευστεί από τον πρόεδρο Γουίλσον: την αυτοδιάθεση των λαών. 

Υπενθύμισε ότι το 1914, μία αυτονομιστική κυβέρνηση είχε εγκατασταθεί στην περιοχή, εκφράζοντας τη διάθεσή της, έτσι, να γίνει ελληνική. Προσέθεσε επίσης μία οικονομικής φύσεως θέση: ότι σύμφωνα με τον ίδιο, η Βόρεια Ήπειρος ήταν περισσότερο στραμμένη προς την Ελλάδα όσον αφορά την οικονομία της παρά στην Αλβανία.

Στις 29 Ιουλίου 1919, μία μυστική συμφωνία τελικά υπεγράφη μεταξύ του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Ιταλού Υπουργού Εξωτερικών Υποθέσεων Τομάσο Τιτόνι. Επίλυσε τα ζητήματα μεταξύ των δύο χωρών και παραχώρησε την Βόρεια Ήπειρο στην Ελλάδα. 

Ως αντάλλαγμα, η τελευταία υποσχέθηκε να στηρίξει της ιταλικές διεκδικήσεις επί της υπόλοιπης Αλβανίας. Στις 14 Ιανουαρίου 1920, η διάσκεψη της Συνόδου, υπό την προεδρία του Ζορζ Κλεμανσώ, καταβαράθρωσε τη συμφωνία Τιτόνι-Βενιζέλου, καθιστώντας σαφές ότι η εφαρμογή της αναστελλόταν έως τη λήξη της ένοπλης σύρραξης μεταξύ της Ιταλίας και της Γιουγκοσλαβίας.

Χωρίς να καταφέρουν να εισακουστούν απέναντι στους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων και με μειονέκτημα την διχόνοια που υπήρχε μεταξύ των ηγετών τους, οι Αλβανοί εκπρόσωποι επεχείρησαν να πετύχουν κάποιο συμβιβασμό με τους Συμμάχους. Όμως, στην ίδια τους τη χώρα, η στάση αυτή προκάλεσε την αγανάκτηση των εθνικιστών, οι οποίοι είχαν ήδη ξεσηκωθεί μετά την αποκάλυψη των όρων της Συνθήκης του Λονδίνου του 1915 που προέβλεπε τη διάσπαση της Αλβανίας προς όφελος των γειτόνων της. 

Από τις 21 Ιανουαρίου έως τις 9 Φεβρουαρίου 1920, μία εθνική σύνοδος πραγματοποιήθηκε στη Λούσνια, στο κεντρικό τμήμα της χώρας. Εκεί, πενήντα έξι εκπρόσωποι, εκ των οποίων ορισμένοι προέρχονταν από την Κορυτσά και τον Αυλώνα, έθεσαν τις βάσεις για μια νέα εθνική κυβέρνηση.

Στις 29 Ιανουαρίου, η σύνοδος απεύθυνε στη Σύνοδο Ειρήνης και στη Ρώμη επίσημη επιστολή διαμαρτυρίας απέναντι στη στάση των Δυνάμεων. Οι Αλβανοί εκπρόσωποι κατάγγειλαν τα σχέδια διάσπασης της χώρας τους και απέρριψαν με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο κάθε περίπτωση ιταλικού προτεκτοράτου στην Αλβανία. 

Ενημέρωσαν, επίσης, τις Δυνάμεις για την αποφασιστικότητα του λαού τους να αντισταθεί με τα όπλα απέναντι σε κάθε προσπάθεια επιβολής ξένης κυριαρχίας στη χώρα κι αυτό μέχρι την πλήρη ανεξαρτησία της Αλβανίας. Τέλος, απέστειλαν νέους εκπροσώπους στο Παρίσι, υπό τη ηγεσία του Χριστιανού Ορθοδόξου Παντελί Ευαγγέλι, ώστε να προστατευθούν τα αλβανικά συμφέροντα.

Τον Μάρτιο του 1920, οι γαλλικές δυνάμεις ξεκίνησαν να αποχωρούν από την Δημοκρατία της Κορυτσάς. Άμεσα, ο Ελληνικός Στρατός ξεκίνησε προσπάθεια αντικατάστασής τους ώστε να εμποδιστεί η κυριαρχία των Αλβανών στην Ήπειρο. Ωστόσο, το ελληνικό σχέδιο αποκαλύφθηκε στους Αλβανούς από τον Γάλλο στρατάρχη Ραϊνάρ Λεσπινάς. Η προσωρινή κυβέρνηση απέστειλε τότε 7.000 οπλισμένους άνδρες στην περιοχή ώστε να εμποδιστούν οι Έλληνες να διαβούν τα σύνορα. Υπήρξε ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, με το ελληνικό σχέδιο άμαχης κατάληψης της πόλης, ως αποτέλεσμα, να αποτυγχάνει. Φήμες κυκλοφόρησαν, τότε, σύμφωνα με τις οποίες οι Μουσουλμάνοι, φοβούμενοι την επερχόμενη είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων στην πόλη, απείλησαν να σφάξουν τον ελληνικό της πληθυσμό. 

Για να αποφευχθεί ένα ενδεχόμενο λουτρό αίματος, οι Έλληνες συμφώνησαν με την άποψη των γαλλικών και αγγλικών κυβερνήσεων και αποφάσισαν να μην καταλάβουν την πόλη μετά την αποχώρηση των Γάλλων. Ένα προσωρινό πρωτόκολλο υπεγράφη, τότε, μεταξύ των δύο δυνάμεων στο χωριό Καπτσίτσα (Kapshticë). Η Αθήνα αποδέχτηκε την υφιστάμενη κατάσταση και αναγνώρισε ότι ήταν στην Ειρηνευτική Σύνοδο να λάβει κάποια απόφαση για την τύχη της Βόρειας Ηπείρου. Έλαβε, ακόμη, την άδεια να καταλάβει στρατιωτικά είκοσι έξι χωριά ευρισκόμενα στα νοτιοανατολικά της Κορυτσάς. Ως αντάλλαγμα, οι Αλβανοί κατέλαβαν το υπόλοιπο της περιοχής, όμως υποσχέθηκαν την προστασία της ελληνικής μειονότητας, των σχολείων της, καθώς και της ελευθερίας έκφρασής της.

Στις 17 Μαΐου 1920, η Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών αναγνώρισε τα δικαιώματα της Ελλάδας επί της Βόρειας Ηπείρου, στα πλαίσια της συμφωνίας Τιτόνι-Βενιζέλου. Για την Αθήνα, επρόκειτο για μια σημαντική διπλωματική νίκη. Ωστόσο, η κατάσταση απείχε πολύ από το να χαρακτηριστεί ως λήξασα υπόθεση. Στις 29 Μαΐου, οι αλβανικές δυνάμεις κατάφεραν, πράγματι, να εκδιώξουν τον ιταλικό στρατό από τον Αυλώνα. 

Λίγες εβδομάδες αργότερα, η Ρώμη δέχτηκε να αναγνωρίσει την αλβανική ανεξαρτησία και να εγκαταλείψει το σύνολο των αλβανικών εδαφών, ώστε να διατηρήσει στην κατοχή της τη στρατηγικής σημασίας νήσο Σάσων. Στη συνέχεια, η Ιταλική Κυβέρνηση προχώρησε σε καταγγελία της συμφωνίας που είχε υπογραφεί με την Ελλάδα και υποστήριξε τις αλβανικές διεκδικήσεις ενώπιον της Συνόδου Ειρήνης. Εμπρός στην εχθρότητα της Ρώμης, η Σύνοδος μετέθεσε το ηπειρωτικό ζήτημα στην Σύνοδο των Πρέσβεων.

Με προεδρεύοντα τον Πολ Καμπόν, η Σύνοδος των Πρέσβεων παραχώρησε, τελικώς, τις περιοχές της Κορυτσάς και του Αργυρόκαστρου στην Αλβανία στις 9 Νοεμβρίου 1920. Απογοητευμένη από αυτή την απόφαση, ευρισκόμενη, όμως, εν μέσω δαπανηρής πολεμικής σύγκρουσης με την Τουρκία, η Ελλάδα αποχώρισε από τα 26 ελληνόφωνα χωριά που είχε καταλάβει, ενώ, ταυτόχρονα, αναγνώρισε την κυριαρχία των Τιράνων επί της Βόρειας Ηπείρου.

Από τις 2 Οκτωβρίου 1921, η Αλβανική Κυβέρνηση του Ιλίας Μπέι Βριόνι ενέκρινε το Σύμφωνο Προστασίας των Εθνικών Μειονοτήτων της Κοινωνίας των Εθνών. Ωστόσο, με την ένωση της Βόρειας Ηπείρου με την Αλβανία, η τελευταία δεν αναγνώρισε τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας παρά μόνο σε περιορισμένες εδαφικές ζώνες: ορισμένα τμήματα των περιοχών του Αργυρόκαστρου και των Αγίων Σαράντα, καθώς και τρία χωριά περιμετρικά της Χειμάρρας. 

Σε αντίθεση με το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, που καθιστούσε την Βόρεια Ήπειρο αυτόνομη περιοχή, η αναγνώριση της ελληνικής ηπειρωτικής μειονότητας από την κυβέρνηση δεν οδήγησε σε καμία αναγνώριση τοπικής αυτονομίας. Έτσι, τα ελληνικά σχολεία της περιοχής παρέμειναν κλειστά από το καθεστώς ως το 1935.

Πηγές:

Ιστορία του ελληνικού έθνους, Τόμος ΙΔ', Εκδοτική Αθηνών
Η Βόρεια Ήπειρος στη δεκαετία 1912-1922. Ίδρυμα Μείζωνος Ελληνισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου