Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2020

Σαν σήμερα, το 1832, ενθρονιζόταν ο Όθωνας με τον τίτλο «Βασιλιάς της Ελλάδος»






Σαν σήμερα στις 6 Φεβρουαρίου 1832 στέφεται ο Όθωνας ως πρώτος βασιλιάς του νεοελληνικού κράτους. Ο Otto Friedrich Ludwig von Wittelsbach, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, ήταν ο μοναδικός μονάρχης της Ελλάδος που έφερε τον τίτλο «Βασιλιάς της Ελλάδος» (επίσημα Βασιλεύς της Ελλάδος), δεδομένου ότι οι επόμενοι, της Δυναστείας των Γλυξβούργων, είχαν τον τίτλο «Βασιλιάς των Ελλήνων» (επίσημα Βασιλεύς των Ελλήνων).

Γεννήθηκε την 1η Ιουνίου 1815 στο Παλάτι Μιραμπέλ του Σάλτσμπουργκ.και ήταν ο δευτερότοκος γιος του φιλέλληνα βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α', που ανήκε στη δυναστεία των Βίττελσμπαχ και της βασίλισσας Θηρεσίας, κόρης του δούκα του Σαξ - Άλτενμπουργκ. Έλαβε εκπαίδευση πρίγκιπα που προοριζόταν για δευτερεύουσα θέση μέσα στο κράτος. 

Μάλιστα, ο πατέρας του ήθελε να ακολουθήσει το εκκλησιαστικό στάδιο και ανέθεσε τις σπουδές του στον φανατικό καθολικό ιερέα Oetel που αργότερα έγινε επίσκοπος του Άιχστετ. Λόγω της καχυποψίας απέναντι στον Κυβερνήτη της Ελλάδας, Ι. Καποδίστρια (θεωρούνταν ρωσόφιλος), το 1830 η Αγγλία κατά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της ανεξαρτησίας του Ελληνικού Κράτους πέτυχε συμφωνία με τις Μεγάλες Δυνάμεις («Προστάτιδες Δυνάμεις») της μεταβολής του πολιτειακού σχήματος της χώρας, την επιβολή μοναρχίας και τη μετατροπή του ελληνικού κράτους σε βασίλειο. 

Οι ίδιες όρισαν, με τη Συνθήκη του Λονδίνου (1832) τον 17χρόνο τότε Όθωνα Βασιλιά της Ελλάδας, ύστερα και από την τελική άρνηση του Λεοπόλδου της Σαξονίας, γιου του δούκα της Σαξονίας-Κόμπουρκ-Ζάαλφελτ (Sachsen-Coburg-Saalfeld), Φραγκίσκου, που είχε επιλεγεί αρχικά Βασιλιάς της Ελλάδας και κατόπιν έγινε Βασιλιάς του νεοσύστατου Βασιλείου του Βελγίου.

Το πρωτόκολλο εκλογής του Όθωνα (25 Απριλίου 1832) ως βασιλιά υπογράφηκε από τον λόρδο Υποκόμη Πάλμερστον (Αγγλία) και τους πρίγκιπες Σαρλ-Μωρίς ντε Ταλλεϋράν-Περιγκόρ (Γαλλία) και Κριστόπ φον Λίβεν (Ρωσία) και στάλθηκε για έγκριση στο βασιλιά Λουδοβίκο, ο οποίος εξέφρασε ορισμένα αιτήματα για την αποδοχή του ελληνικού θρόνου από τον γιο του Όθωνα:


  • Να επεκταθούν τα όρια του Βασιλείου μέχρι το Βόλο και την Άρτα και να προσαρτηθούν η Κρήτη και η Σάμος
  • να χορηγηθεί δάνειο 60.000.000 γαλλικά φράγκα 
  • να σταλούν στην Ελλάδα τρία συντάγματα βαυαρικού στρατού (3.500 άντρες)
  • να λειτουργήσει τριμελής αντιβασιλεία μέχρι την ενηλικίωση του Όθωνα
  • να μην θεσπιστεί Σύνταγμα πριν από την ανάληψη των καθηκόντων από τον βασιλιά, ώστε να μην υποχρεωθεί να το αναστείλει σε περίπτωση κρίσης
  • ο τίτλος του Όθωνα να είναι «Βασιλεύς της Ελλάδος».


Οι προστάτιδες Δυνάμεις απέρριψαν την πρώτη αξίωση και δέχτηκαν τους υπόλοιπους όρους, ορίζοντας ότι το αιτούμενο δάνειο θα καταβαλλόταν, υπό την εγγύησή τους, σε τρεις ισόποσες δόσεις. Δύο μήνες αργότερα (17 Ιουνίου 1832) καθορίστηκαν τα «οριστικά» σύνορα του νεοσύστατου Βασιλείου, το οποίο αποκτούσε την Ακαρνανία, την Αιτωλία και την Φθιώτιδα, με οροθετική γραμμή που ξεκινούσε από το Κομπότι (Αμβρακικός Κόλπος), περνούσε από τις κορυφές Όθρυς και Τυμφρηστός και κατέληγε στο Μαλιακό.

Στο διάγγελμα που απηύθυνε ο βασιλιάς Όθωνας προς τον ελληνικό λαό, κατά την άφιξή του στην Ελλάδα, υπογράμμιζε τα εξής:

«Έλληνες!

Προσκεκλημένος από την εμπιστοσύνη των ενδόξων και μεγαλόψυχων μεσιτών, μέσω της κραταιάς βοήθειας των οποίων αποπερατώσατε ενδόξως τον καταστροφικό πόλεμο, που διήρκησε υπέρ του δέοντος, προσκεκλημένος προσέτι και από την δική σας ελεύθερη εκλογή, ανεβαίνω στο θρόνο της Ελλάδας, για να εκπληρώσω όσες υποχρεώσεις ανέλαβα δεχόμενος το προσφερθέν μου Βασιλικό Στέμμα, τόσο προς εσάς, όσο και προς τις μεσιτεύουσες Μεγάλες Δυνάμεις.

Ανεβαίνοντας στο θρόνο της Ελλάδας, δίνω την πάνδημη βεβαίωση του να προστατεύω ευσυνείδητα την θρησκεία σας, να διατηρώ πιστώς τους νόμους, να διανέμεται η δικαιοσύνη προς ένα έκαστο και διαφυλάττω ακέραια μέσω της θείας βοήθειας εναντίον οποιουδήποτε την ανεξαρτησίας σας, τις ελευθερίες και τα δικαιώματά σας».

Επειδή ο Όθωνας ήταν ανήλικος, σχηματίστηκε επιτροπή Αντιβασιλείας: Το όργανο αυτό αποτελούσαν οι:


  • Κόμης Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσπεργκ (Armansperg), πρόεδρος
  • Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουρερ (Maurer) - επέβλεπε τα της Δημόσιας Εκπαίδευσης και τα Εκκλησιαστικά καθώς και τα της Δικαιοσύνης.
  • Υποστράτηγος Κάρολος Γουλιέλμος φον Χάιντεκ (Heideck) - επέβλεπε τα Στρατιωτικά και τα Ναυτικά

Τους τρεις παραπάνω, που αποτελούσαν την Αντιβασιλεία, επικουρούσαν ως πάρεδρα μέλη οι:


  • Κάρολος φον Άμπελ (Karl von Abel) - οικονομολόγος και νομομαθής - αναπληρωματικό μέλος του συμβουλίου και γραμματέας, επέβλεπε τα Οικονομικά.
  • Κάρολος Γκράινερ - οικονομολόγος - επέβλεπε τα της Εξωτερικής πολιτικής και επόπτευε τα της Εσωτερικής διοικήσεως

στη βιογραφία του Όθωνα στα γερμανικά το πλήρες όνομα του Γκράινερ είναι Johan Baptist von Greiner.

Στις 21 Ιουλίου 1834 ο πατέρας του Όθωνα, Λουδοβίκος Α΄ της Βαυαρίας, ανακάλεσε τον Μάουρερ και τον Άμπελ και τους αντικατέστησε με τους:


  • Έγκιντ φον Κόμπελ (Ägid Ritter von Kobell) και
  • Κάρλ Γκράινερ


Η ενηλικίωση του Όθωνα έγινε στις 1 Ιουνίου 1835 και εορτάσθηκε με κανονιοβολισμούς, στρατιωτική παρέλαση, φωταγώγηση, αγώνες και επίσημο χορό. Με όσα μέσα διέθεταν, η Αθήνα και οι κάτοικοί της τίμησαν την ημέρα. «Έγινε λαμπρή παράταξη», γράφει ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του, «από την εκκλησία ως το παλάτι στρωμένος ο δρόμος και στολισμένος».

Παρά την αντίθεση του Όθωνα, ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος επέβαλε την διατήρηση του Άρμανσμπεργκ σε θέση ευθύνης στην Ελλάδα. Στα επίσημα κείμενα αποκαλείται με τον τίτλο του αρχιγραμματέα, ενώ στην καθημερινή ζωή και στον αντιπολιτευόμενο τύπο τον επονομάζουν αρχικαγκελλάριο.

Με την ανάληψη των βασιλικών καθηκόντων από τον Όθωνα εγκαινιάστηκε μια καινούργια φάση για την εγκαθίδρυση νέων θεσμών, σύμφωνα με τους οποίους θα λειτουργούσε το κράτος. Στο τελευταίο εξάμηνο του 1835 δημιουργήθηκαν τέσσερις βασικοί θεσμοί με πρώτο το αξίωμα του αρχιγραμματέα' θεσμός με σύντομη διάρκεια, καθώς δεν κράτησε παρά μόνο όσο η θητεία του Άρμανσμπεργκ, και έπαψε να υπάρχει με την πτώση του αρχικαγκελλάριου, το Φεβρουάριο του 1837.

Ο δεύτερος θεσμός που αφορούσε το σύστημα της μικρής γαιοκτησίας, αν και εφαρμόστηκε καθυστερημένα, αποτέλεσε με τον καιρό βασικό χαρακτηριστικό του ελληνικού κοινωνικού συστήματος. Ο τρίτος, που ήταν η ίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας, διατηρήθηκε στην αρχική του μορφή και στις πρωταρχικές του λειτουργίες ως την παραχώρηση του συντάγματος, το Μάρτιο του 1844, ενώ ο τέταρτος, που προνοούσε για τη δημιουργία της ελληνικής φάλαγγας, δεν μπόρεσε να φτάσει σε πλήρη ανάπτυξη, εξαιτίας των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε το κράτος.

Η δυσαρέσκεια του λαού κατά της πολιτικής του Όθωνα, αλλά και τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων απαιτούσαν την παραχώρηση Συντάγματος. Συγκεκριμένα, η Αγγλία πίστευε ότι ο κοινοβουλευτισμός θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντα της, ενώ η Γαλλία δεν ήθελε να φαίνεται αντίθετη με την παραχώρηση ελευθεριών. Τέλος, η Ρωσία επιδίωκε κάποια αλλαγή με την οποία ο Όθωνας θα αναγκαζόταν να παραιτηθεί, καθώς είχε ελπίδες ότι θα ανέβαινε στον θρόνο Ρώσος πρίγκιπας. 

Μοχλός πίεσης των Δυνάμεων ήταν οι οικονομικές υποχρεώσεις της Ελλάδας. Έτσι, η Ρωσία απαίτησε άμεση καταβολή των τοκοχρεολυσίων των πρώτων 2 δόσεων του 1833 και την επιστροφή των προκαταβολών της 3ης δόσης. Με αυτά συμφώνησαν και οι υπόλοιπες δυνάμεις με αποτέλεσμα να μεγαλώσει η δυσφορία κατά του Όθωνα, ο οποίος αναγκάστηκε να καταφύγει σε αντιλαϊκά μέτρα (σταμάτησε την εκτέλεση έργων, ανέστειλε την καταβολή μισθών και απέλυσε πολλούς δημοσίους υπαλλήλους).

Η δυσαρέσκεια οδήγησε στη συνωμοσία μερικών πολιτικών και αξιωματικών - με αρχηγούς τον Μακρυγιάννη και τον Καλλέργη- οι οποίοι ήθελαν να επιβάλουν στον Όθωνα την παραχώρηση Συντάγματος. Ωστόσο ο Όθωνας και η κυβέρνηση δεν έλαβαν καθόλου προστατευτικά μέτρα.

Τη νύχτα της 2ης προς 3ης Σεπτεμβρίου ένα τάγμα συγκέντρωσε πολίτες και κατευθύνθηκε προς τα ανάκτορα με την κραυγή «Ζήτω το Σύνταγμα». Ο Όθωνας κάλεσε τμήμα πυροβολικού, του οποίου όμως o επικεφαλής, λοχαγός Ελευθέριος Σχοινάς (ή Σχινάς), ήταν μυημένος στο κίνημα και ενώθηκε με τους επαναστάτες. Ο Μακρυγιάννης αυτοανακηρύχθηκε φρούραρχος της πόλης και ανέλαβε την προστασία των ανακτόρων και των δημοσίων καταστημάτων. Το υπουργείο του Χρηστίδη έχει διαλυθεί και σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ανδρέα Μεταξά. Μια εξαμελής επαναστατική επιτροπή παρουσιάστηκε στον βασιλιά και τον ανάγκασε να διατάξει σύγκληση Εθνικής Συνέλευσης για την ψήφιση του Συντάγματος. Οι επαναστάτες διεκδικούσαν τα πολιτικά τους δικαιώματα και όχι την απομάκρυνση του Όθωνα. Έγιναν εκλογές τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο και οι πληρεξούσιοι συγκρότησαν τη συνταγματική Εθνική Συνέλευση του 1843.

Ο Όθωνας τελικά παραχώρησε το Σύνταγμα του 1844, αλλά η νέα κυβέρνηση ζητούσε από τον βασιλιά όχι μόνο αμνηστία αλλά και την απονομή μεταλλίου στους πρωτεργάτες της Επανάστασης. Ο βασιλιάς αρχικά δε συμφώνησε, αλλά τελικά πιέστηκε από τις Μ.Δ., υποχώρησε και έγινε δεκτός από τον λαό και τον στρατό. Η νύχτα της 3ης Σεπτεμβρίου αποτέλεσε το τέλος της απόλυτης μοναρχίας στην Ελλάδα.

Η κυβέρνηση του Ανδρέα Μεταξά είχε την αποστολή για τη σύγκληση της Εθνικής Συνέλευσης του 1843, για την προετοιμασία και ψήφιση του Συντάγματος και τη διενέργεια εκλογών. Στην Εθνοσυνέλευση έλαβαν μέρος αντιπρόσωποι («πληρεξούσιοι») και από περιοχές που έλαβαν μέρος στην Επανάσταση αλλά δεν απελευθερώθηκαν. Το Μάρτιο του 1844 αναδείχτηκε πρόεδρος ο Πανούτσος Νοταράς. Αποφασίστηκε η διατήρηση της μοναρχίας, αλλά με συνταγματικούς περιορισμούς. Αυτή τη μέση οδό προτίμησαν και οι Μεγάλες Δυνάμεις που δεν συμμετείχαν ενεργά στην επανάσταση και μπορούσαν τώρα να παίξουν τον ρόλο του μεσολαβητή. Η Ρωσία όμως ήταν αντίθετη προς την παραχώρηση Συντάγματος.

Στο νέο πολίτευμα η θέση του βασιλιά ήταν και πάλι κυρίαρχη, αφού η Εθνοσυνέλευση εξακολουθούσε να θεωρεί φορέα της συντακτικής εξουσίας τον μονάρχη. Η νέα μορφή πολιτεύματος ήταν ηγεμονική, διαδοχική, συνταγματική και κοινοβουλευτική. Ο βασιλιάς διατήρησε την εκτελεστική του εξουσία και μοιραζόταν μαζί με τη Βουλή και τη Γερουσία –της οποίας τα μέλη όριζε ο ίδιος- τη νομοθετική. Ήταν ο ανώτατος άρχοντας του κράτους: επικύρωνε νόμους, απένεμε βαθμούς στρατιωτικών, διόριζε και έπαυε δημοσίους υπαλλήλους.

Με το Σύνταγμα της 3ης Σεπτεμβρίου αναγνωρίστηκε ως επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα η ορθοδοξία, ενώ οποιαδήποτε άλλη θρησκεία ήταν ανεκτή. Επίσης η Εκκλησία της Ελλάδος είναι δογματικά ενωμένη με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολη αλλά αυτοκέφαλη και ανεξάρτητη από κάθε άλλη Εκκλησία.

Στο θέμα των αυτοχθόνων και ετεροχθόνων προέκυψε μεγάλη ένταση, αφού νωρίτερα είχε αποφασιστεί ότι μόνο Έλληνες πολίτες ήταν δεκτοί στα δημόσια επαγγέλματα. Ο καθορισμός των αυτοχθόνων απαιτούσε πολιτογράφηση των ετεροχθόνων, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό από τις δημόσιες θέσεις όλων των Ελλήνων που προέρχονταν από τις υπόδουλες ακόμη περιοχές. Αυτό προκάλεσε και την αντίδραση των ετεροχθόνων με αποτέλεσμα η απόφαση να ενταχθεί στα Ψηφίσματα και όχι στο Σύνταγμα.

Στο θέμα της διαδοχής, το Σύνταγμα προέβλεπε ότι κάθε μελλοντικός διάδοχος του Ελληνικού θρόνου θα έπρεπε να είναι ορθόδοξος, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις, αφού η Συνθήκη του Λονδίνου δεν προέβλεπε κάτι τέτοιο. Η Ρωσία όμως δεν είχε πρόβλημα, και η Αγγλία και η Γαλλία αποδέχτηκαν το τετελεσμένο γεγονός.

Πολλοί υποστήριζαν ότι η Γερουσία, που προβλεπόταν από το νέο Σύνταγμα, ήταν ένας αριστοκρατικός και επικίνδυνος θεσμός, αφού ο βασιλιάς όριζε τους ισόβιους γερουσιαστές, οι οποίοι όντας πιστοί σε αυτόν θα περιόριζαν το έργο των εκλεγμένων βουλευτών. Τελικά σχηματίστηκαν δύο αντίθετες ομάδες και επικράτησαν οι υποστηρικτές των βασιλικών απόψεων.

Το Σύνταγμα βασιζόταν σε ευρωπαϊκά συντάγματα και τις εμπειρίες μερικών πολιτικών αλλά δεν καθοριζόταν από συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία.



Μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο οι αρχηγοί των 3 κομμάτων αποσύρθηκαν από την πολιτική ζωή και άρχισε μια νέα περίοδος στην οποία άρχισε ο μετασχηματισμός της νεοελληνικής κοινωνίας με την ενίσχυση της αστικής τάξης. Επίσης, ο Όθωνας δεν κατάφερε να κάνει παιδιά και έτσι άρχισε η αναζήτηση για ένα νέο ορθόδοξο πρίγκιπα.

Επίσης το φιλελεύθερο πνεύμα που επικρατούσε στην Ιταλία εμψύχωσε τους Έλληνες, οι οποίοι πίστευαν ότι οι Ιταλοί μετά από τη νίκη τους πάνω στην Αυστρία θα προχωρούσαν στην απελευθέρωση των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής. Ο λαός περίμενε από τον Όθωνα ενεργή δράση, αλλά εκείνος δίσταζε και κατηγορήθηκε για φιλοαυστριακά αισθήματα.

Ο Τύπος στρεφόταν ανοιχτά κατά του βασιλιά και στη Βουλή ενισχύθηκε η αντιπολιτευτική παράταξη. Ο Όθωνας διέταξε τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης Μιαούλη, η οποία διενήργησε εκλογές 1859 και κέρδισε. Η αντιπολίτευση αντέδρασε για τις σκανδαλώδεις παρεμβάσεις υπέρ των κυβερνητικών υποψηφίων. Μετά από την απομάκρυνση πολλών βουλευτών και αναταραχές ο Όθωνας τελικά διέλυσε τη Βουλή και έκανε εκλογές το 1861, στις οποίες τόσο ο Όθωνας, όσο και η κυβέρνηση χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα για να επικρατήσουν οι κυβερνητικοί. Μια απόπειρα δολοφονίας της Αμαλίας μετρίασε κάπως τα πνεύματα, αλλά σε λίγο ο αντιδυναστικός αγώνας βρισκόταν και πάλι σε έξαρση.

Ο Όθωνας κάλεσε τότε την αντιπολίτευση να σχηματίσει κυβέρνηση αλλά αυτή απαίτησε:

  • να τηρείται αυστηρά το σύνταγμα,
  • οι υπουργοί να επιλέγονται αποκλειστικά από τον πρωθυπουργό,
  • να γίνουν αλλαγές στη σύνθεση της Γερουσίας,
  • να ιδρυθεί εθνοφυλακή,
  • να κατοχυρωθεί ελευθεροτυπία και
  • να γίνει διεξαγωγή ελεύθερων και τίμιων εκλογών.

Ενώ αρχικά ο Όθωνας συμφώνησε, έπειτα ανακάλεσε την εντολή και έδωσε την πρωθυπουργία και πάλι στον Μιαούλη. Τότε στο Ναύπλιο εμφανίστηκαν τα πρώτα επαναστατικά κινήματα. Το 1862 οι επαναστάτες κατέλυσαν τις αρχές και επιδίωξαν την κατάργηση του συστήματος και την αναγόρευση νέου, τη διάλυση του παρανόμου της Βουλής και τη σύγκληση Εθνοσυνέλευσης. Η κυβέρνηση πολιόρκησε το Ναύπλιο. Ο Όθωνας χορήγησε μερική αμνηστία, υπό τον όρο οι πρωτεργάτες να εγκαταλείψουν το ελληνικό έδαφος σε δύο πλοία.

Επαναστατικά κινήματα πραγματοποιήθηκαν και στη Σύρο. Οι επαναστάτες εξόπλισαν ένα εμπορικό πλοίο, αλλά ο Όθωνας έστειλε το πολεμικό Αμαλία με ικανή στρατιωτική δύναμη και συνέλαβε τους επαναστάτες. Χορήγησε αμνηστία σε όσους συμμετείχαν στην επανάσταση εκτός από τους πρωτεργάτες.

Τελικά ο Μιαούλης υπέβαλε την παραίτησή του και ο Όθωνας έκανε πρωθυπουργό τον Ιωάννη Κολοκοτρώνη. Ο Όθωνας μάλιστα έκανε κρυφά σχέδια με την Ιταλία για κοινή δράση κατά της Πύλης. Η Αγγλία μαθαίνοντας γι’ αυτά τα σχέδια έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για τη ματαίωσή τους.

Στο εσωτερικό επικρατούσαν οι αντιβασιλικές διαδηλώσεις. Τη νύχτα 10 προς 11 Οκτωβρίου εκδίδεται Ψήφισμα του Έθνους για την κατάργηση της Βασιλείας του Όθωνα ως ακολούθως:

«Τὰ δεινὰ της Πατρίδος ἔπαυσαν. Ἅπασαι αἱ ἐπαρχίαι καὶ ἡ Πρωτεύουσα συνενωθεῖσαι μετὰ τοῦ Στρατοῦ ἔθεσαν τέρμα εἰς αὐτά, ὡς κοινὴ ἔκφρασις τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ὁλοκλήρου κηρύττεται καὶ ψηφίζεται: Ἡ Βασιλεῖα τοῦ Ὄθωνος καταργεῖται. Ἡ Ἀντιβασιλεία τῆς Ἀμαλίας καταργεῖται. Προσωρινὴ Κυβέρνησις συνιστᾶται ὅπως κυβερνήσῃ τὸ Κράτος μέχρι συγκαλέσεως τῆς Ἐθνικῆς Συνελεύσεως συγκειμένης ἐκ τῶν ἑξῆς πολιτῶν: Δημητρίου Βούλγαρη, Προέδρου, Κωνσταντίνου Κανάρη, Βενιζέλου Ρούφου.»

Το βασιλικό ζεύγος θεώρησε σωστό να κάνει μια περιοδεία στις επαρχίες για να αποκατασταθεί η δημοτικότητά του. Ενώ όμως η υποδοχή έδειχνε ενθουσιώδης, στο μεταξύ ξέσπασε στην Αιτωλοακαρνανία επανάσταση που έφτασε μέχρι την Αθήνα. Το βασιλικό ζεύγος έμεινε στο πολεμικό Αμαλία, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις τους συμβούλευαν να αναχωρήσουν αμέσως. Ο Όθωνας και η Αμαλία εγκατέλειψαν την Ελλάδα στις 23 Οκτωβρίου 1862 με το αγγλικό πολεμικό Σκύλλα. Κατέφυγαν στο Μόναχο και αργότερα στη Βαμβέργη, αλλά ο Όθωνας δεν παραιτήθηκε επίσημα από τον θρόνο.

Το τελευταίο διάγγελμα του βασιλιά Όθωνα προς τον ελληνικό λαό, λίγο πριν από την αναχώρησή του από την Ελλάδα, ανέφερε τα εξής:

«Έλληνες!

Πεπεισμένος ότι μετά τα τελευταία συμβάντα, άτινα έλαβον χώραν εις διάφορα μέρη του Βασιλείου και ιδίως εις την Πρωτεύουσαν, η περαιτέρω εν Ελλάδι διαμονή μου κατά την στιγμήν ταύτην ηδύνατο να φέρη τους κατοίκους αυτής εις ταραχάς αιματηράς και δυσκόλους να καταβληθώσιν, απεφάσισα ν’ αναχωρήσω εκ του τόπου τούτου, τον οποίον ηγάπησα και εισέτι αγαπώ, και προς την ευημερίαν του οποίου από τριακονταετίας σχεδόν ούτε φροντίδων, ούτε κόπου εφείσθην.

Αποφεύγων πάσαν επίδειξιν, είχον προ οφθαλμών μόνον τα αληθή της Ελλάδος συμφέροντα και πάσαις δυνάμεσι προσεπάθησα να προαγάγω την υλικήν και ηθικήν αυτής ανάπτυξιν, επιστήσας ιδίως την προσοχήν μου εις την αμερόληπτον της δικαιοσύνης απονομήν. Οσάκις δε επρόκειτο περί των κατά του προσώπου Μου πολιτικών εγκλημάτων, έδειξα πάντοτε μεγίστην επιείκειαν και λήθην των πεπραγμένων.

Επιστρέφων εις την γήν της γεννήσεώς Μου, λυπούμαι αναλογιζόμενος τας συμφοράς, υφ’ ών επαπειλείται η προσφιλής μου Ελλάς εκ της νέας πλοκής των πραγμάτων, και παρακαλώ τον εύσπλαχνον Θεόν ν’ απονέμη πάντοτε την χάριν Του εις τας τύχας της Ελλάδος.».

Μετά από περίοδο μεσοβασιλείας, ο ελληνικός θρόνος δόθηκε στον Δανό πρίγκιπα Γεώργιο, που αναγορεύτηκε Βασιλιάς των Ελλήνων ως Γεώργιος Α΄.

Κάποιοι ιστορικοί αναφέρουν ότι ο Όθων αγάπησε την Ελλάδα όσο τίποτε άλλο, όχι όμως και τους Έλληνες. Απεβίωσε στις 26 Ιουλίου 1867 στη Βαμβέργη (Bamberg). Ο ίδιος θέλησε να θαφτεί με την παραδοσιακή ενδυμασία της Ελλάδας, τη φουστανέλα. Είναι θαμμένος μαζί με την Αμαλία στον οικογενειακό τάφο της βαυαρικής δυναστείας, στην εκκλησία Theatinerkirche, στο κέντρο του Μονάχου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου