Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2020

Ο Ρωσοϊαπωνικός Πόλεμος 1904 - 1905: Ο πόλεμος που έφερε την Ιαπωνία στο διεθνές προσκήνιο



Με αφορμή την χθεσινή μέρα, 11/2 στην διάρκεια της οποία γιορτάζεται η επίσημη μέρα ίδρυσης της Ιαπωνίας το 660 π.Χ., σκέφτηκα να περιγράψω το χρονικό του πολέμου που έφερε την χώρα των σαμουράι, των νίντζα και του ανατέλλοντος ηλίου στο διεθνές προσκήνιο της διεθνούς πολιτικής, αυτό του ρωσσοιαπωνικού πολέμου.

Ο ρωσσοιαπωνικός πόλεμος ήταν ο πρώτος πόλεμος του 20ου αιώνα και μάλιστα, ο πρώτος πόλεμος στον οποίο μη ευρωπαικός ή ευρωπαιογενής στρατός νίκησε στρατό λευκών σε μακροχρόνιο πόλεμο. Ο λόγος αυτής της διαμάχης μεταξύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας των Ρομάνοφ και της Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας του Μεϊτζί ήταν επιθυμία των δύο αυτοκρατοριών για κυριαρχία στην Κορέα και την Μαντζουρία.

Τόσο η Ρωσία, όσο και η Ιαπωνία έστειλαν στρατεύματα στην Κίνα, για να καταπνίξουν την εξέγερση των Μπόξερ, ένα εθνικιστικό κίνημα που στρεφόταν κατά των ευρωπαϊκών δυνάμεων και της Ιαπωνίας. Παράλληλα όμως, οι Ρώσοι έστειλαν ισχυρές δυνάμεις στην Μαντζουρία για την προστασία του υπό κατασκευήν σιδηροδρόμου της. Τα εκεί στρατεύματα των Τσινγκ και των Μπόξερ εκδιώχθηκαν και ο ρωσικός στρατός εγκαταστάθηκε στην περιοχή. Από την άλλη πλευρά, η αποτελεσματικότητα και η σύνεση των ιαπωνικών στρατευμάτων, απέσπασε το σεβασμό της διεθνούς κοινότητας.

Το 1895 η Ιαπωνία Μεΐτζι νίκησε εύκολα την Κίνα των Τσινγκ, με σκοπό την προσάρτηση της κορεατικής χερσονήσου. Οι Ιάπωνες έλαβαν γενναία πολεμική αποζημίωση, καθώς και εδαφικά οφέλη. Το μεγαλύτερο κέρδος ήταν η η Χερσόνησος Λιάοτουνγκ, στην άκρη της οποίας βρίσκεται το Πορτ Άρθουρ, σημαντικό λιμάνι που έλεγχε την προσπέλαση στη βόρεια ακτή της Κίνας. Λίγο μετά τη λήξη του πολέμου όμως, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ρωσία ανάγκασαν την Ιαπωνία να απομακρυνθεί. Έτσι, η Ρωσία κατέλαβε για λογαριασμό της τη χερσόνησο, ενώ οι Ιάπωνες ένιωσαν βαθιά ταπείνωση.

Το 1902 υπογράφτηκε στο Λονδίνο η Αγγλοϊαπωνική συμμαχία. Σύμφωνα με αυτή, αν ένας από τους δύο εταίρους εμπλεκόταν με μία μόνο δύναμη, ο άλλος θα τηρούσε ουδετερότητα. Αν όμως δύο η περισσότερες χώρες συμμαχούσαν ενάντια στη Μεγάλη Βρετανία ή την Ιαπωνία, ο άλλος όφειλε να εμπλακεί στον πόλεμο.

Για τους Βρετανούς, η συμφωνία αυτή προστάτευε τα συμφέροντά τους στην κοιλάδα του Γιανγκτσέ, ενώ έστελνε και σαφές μήνυμα στους Ρώσους, που μετά την εξέγερση των Μπόξερ ενίσχυαν τα στρατεύματά τους στη Μαντζουρία, δήθεν για την προστασία του σιδηροδρόμου μεταξύ Πορτ Άρθουρ και Χαρμπίν.

Από την άλλη μεριά, για τους Ιάπωνες, η συμμαχία ισοδυναμούσε με παρώθηση σε πόλεμο με τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Πίστευαν ότι η βρετανική προστασία, θα απέτρεπε τη Γαλλία και τη Γερμανία απ' το να συμμαχήσουν με τη Ρωσία. Ύστερα από δέκα χρόνια εντατικών στρατιωτικών προπαρασκευών, η Ιαπωνία αισθανόταν ίση απέναντι σε οποιαδήποτε δύναμη. Εξάλλου, μα νίκη σε βάρος της Ρωσίας, θα αποτελούσε αντίδοτο για το λαό της χώρας.

Η αυτοκρατορική Ρωσία δεν ανησυχούσε ιδιαιτέρως για την αναγκαιότητα του πολέμου. Και μόνο με το να ρίξουμε τους μανδύες μας επάνω τους, θα το βάλουν στα πόδια, ισχυρίστηκε ένας Ρώσος στρατιωτικός. Μια εύκολη νίκη στην Άπω Ανατολή όχι μόνο θα εδραίωνε το ρωσικό έλεγχο στη Μαντζουρία, αλλά θα συνέβαλλε και στη λύση των εσωτερικών προβλημάτων της χώρας.

Οι ηγέτες της Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας ήταν σαφώς διχασμένοι ως προς την προοπτική ενός πολέμου με τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Ο τότε πρωθυπουργός Κατσούρα Ταρό ζητούσε δράση, υποστηριζόμενος από τον προκάτοχό του, Γιαμαγκάτα Αριτόμο. Αντιθέτως, ο Ιτό Χιρομπούμι, πολιτικός αντίπαλος του Αριτόμο, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις και για κάποιο διάστημα επικράτησε.

Οι συζητήσεις για ειρηνική διευθέτηση των διαφορών συνεχίστηκαν επί μήνες. Ο Νικόλαος Β' μιλώντας κατ' ιδίαν για τους Ιάπωνες διπλωμάτες, τους αποκάλεσε πιθήκους, μια περιφρόνηση που συμμερίζονταν οι περισσότεροι από τους στενούς συμβούλους του τσάρου. Τον Ιανουάριο του 1904, ο Κατσούρα Ταρό, εξοργισμένος από τη θρασύτητα που επεδείκνυαν οι Ρώσοι, έστειλε ένα τελεσίγραφο, στο οποίο ζητούσε αμοιβαίο σεβασμό των εδαφικών κτήσεων της Τσινγκ Κίνας.

 Η Ιαπωνία θα αποδεχόταν ότι η Ρωσία είχε το δικαίωμα να προστατεύσει το σιδηρόδρομό της στη Μαντζουρία, αλλά δεν ήταν διατεθειμένη να παραιτηθεί των στρατιωτικών και οικονομικών της συμφερόντων στην Κορέα. Η απάντηση της Ρωσίας ήταν η ενίσχυση των στρατευμάτων της, κατά μήκος των κορεατικών συνόρων στη Μαντζουρία.

Ο Πόλεμος

Οι Ιάπωνες δεν περίμεναν την κήρυξη πολέμου για να χτυπήσουν: ενώ ο ρωσικός στόλος ήταν αγκυροβολημένος στο Πορτ Άρθουρ, μια μοίρα αντιτορπιλικών, υπό την κάλυψη του σκότους, εξαπέλυσε επίθεση. Αρκετά ρωσικά πλοία έπαθαν σημαντικές ζημιές και στη σύγχυση που ακολούθησε, δύο ρωσικά θωρηκτά έφραξαν το μισό στόμιο του λιμανιού Η αιφνιδιαστική αυτή επίθεση, σε συνδυασμό με την αναποφάσιστη ρωσική ναυτική ηγεσία, εξασφάλισε στην Ιαπωνία τον έλεγχο των θαλασσών, κατά τη διάρκεια του πολέμου. Έτσι, ιαπωνικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν δίχως αντίσταση, στο Τσεμούλπο (σημερινή Ιντσόν).


Οι ιαπωνικές δυνάμεις διέσχισαν ανενόχλητες το ποτάμι, κάτι που δείχνει πως οι Ρώσοι σκόπευαν να καθυστερήσουν τη σύγκρουση, ώστε να περιμένουν ενισχύσεις και να επιλέξουν οι ίδιοι άλλο πεδίο μάχης. Οι ιαπωνικές δυνάμεις επιτέθηκαν σε μια ρωσική οχύρωση στις 30 Απριλίου και την επομένη η νίκη ήταν δική τους. 

Οι Ρώσοι είχαν υπερδιπλάσιες απώλειες από τους Ιάπωνες. Η μάχη αυτή ανέτρεψε την άποψη των Ρώσων ότι οι Ιάπωνες ήταν εύκολος αντίπαλος και πως ο πόλεμος θα ήταν σύντομος και νικηφόρος.

Ένας δεύτερος ιαπωνικός στρατός, υπό τον Νόγκι Μαρεσούκε, αποβιβάστηκε στη χερσόνησο Λιαοτούνγκ και βάδισε νότια, ώστε να πολιορκήσει την οχυρωμένη πόλη του Πορτ Άρθουρ. Η πολιορκία άρχισε τον Αύγουστο και στις μάχες που επακολούθησαν, ο ρωσικός στρατός, μολονότι μεγάλος και καλά εξοπλισμένος, δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει επί ίσοις τους καλύτερα εκπαιδευμένους και φανατισμένους Ιάπωνες.

Οι Ρώσοι στρατιώτες υπερασπίστηκαν τις θέσεις τους επί πέντε μήνες με μεγάλη γενναιότητα, αλλά δίχως την προοπτική ενισχύσεων, η φρουρά είχε ελάχιστες πιθανότητες έναντι των επιτιθεμένων. Τελικά η πόλη παραδόθηκε στις 2 Ιανουαρίου 1905

Στις 6 Μαΐου, ιαπωνικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στη χερσόνησο Λιαοτούνγκ, στη νότια Μαντζουρία, και βάδισαν βορειοδυτικά. Αντιμετώπισαν τις κατώτερες αριθμητικά δυνάμεις των Ρώσων στις 25 Μαΐου και με αρκετές απώλειες απέσπασαν τη νίκη την επομένη.

Με την έλευση του χειμώνα, οι δυο στρατοί σταμάτησαν τις εχθροπραξίες. Ωστόσο οι Ρώσοι επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στις δυνάμεις του Ογιάμα Ιβάο και η μάχη κράτησε από τις 25 Ιανουαρίου ως τις 29 του ίδιου μήνα. Οι ρωσικές απώλειες έφτασαν τους 20.000 άνδρες , ενώ οι Ιάπωνες 9.000. Παρόλα αυτά, καμιά από τις δυο πλευρές δε θεωρείται νικήτρια της μάχης.

Ο Ιβάο οδήγησε το στρατό του στην πόλη-κλειδί Μούκντεν. Στις 20 Φεβρουαρίου, οι Ιάπωνες και Ρώσοι συγκρούστηκαν μέσα σε βαθύ χιόνι και χαμηλές θερμοκρασίες. Οι δυο στρατοί ήταν σχεδόν ισάριθμοι και υποστηρίζονταν από πυροβολικό. Η μάχη κράτησε μέχρι της 10 Μαρτίου και τέλειωσε με νίκη των Ιαπώνων, που όμως είχαν περισσότερες απώλειες (70.000 νεκροί και τραυματίες). Ωστόσο, χάρη στη νίκη αυτή, συνετρίβη το ρωσικό φρόνημα για αντίσταση.

Τα μάτια όλων πλέον, ήταν στραμμένα στο ρωσικό Βαλτικό Στόλο, ο οποίος είχε αποπλεύσει υπό τον Ζινόβυ Ροζεστβένσκι τον Οκτώβριο του προηγούμενου χρόνου και έφτασε στα νερά της Άπω Ανατολής το Μάιο του 1905. Αν και ο στόλος κατέφθασε καθυστερημένα για να κερδηθεί ο πόλεμος, εντούτοις οι Ρώσοι έτρεφαν την ελπίδα πως θα μπορούσε να αποκαταστήσει το στρατιωτικό γόητρο της χώρας και να τους επιτρέψει μια ικανοποιητική διευθέτηση με διαπραγματεύσεις.

Όσο οι Ιάπωνες πολιορκούσαν το Πορτ Άρθουρ, ο Τσάρος διέταξε την αποστολή του μεγαλύτερου μέρους του στόλου της Βαλτικής, που μετονομάστηκε σε «Δεύτερη Μοίρα Ειρηνικού», στην Άπω Ανατολή, ώστε μαζί με τα υπολείμματα της «Πρώτης Μοίρας Ειρηνικού» (ουσιαστικά του στόλου της Άπω Ανατολής), να νικήσει τους Ιάπωνες σε μια αποφασιστική ναυμαχία. Το στόλο της Βαλτικής, που βρισκόταν σε κακή κατάσταση τόσο από πλευράς πλοίων, όσο και από πλευράς πληρωμάτων, θα διοικούσε ο εξαίρετος ναύαρχος Ραζεστβένσκυ. Ο στόλος αυτός απέπλευσε στις 15 Οκτωβρίου 1904 και για να μην τελεί σε κατάσταση ομηρίας από τους Βρετανούς, εξαιτίας της χρήσης της διώρυγας του Σουέζ, αναγκάστηκε να τον μοιράσει σε δυο μέρη. 

Τα παλαιότερα πλοία διήλθαν τη διώρυγα, αλλά τα πλέον σύγχρονα και αξιόπιστα έκαναν τον περίπλου της Αφρικής πριν φθάσουν στην Τσουσίμα. Επί δρομολογίου, ο ρωσικός στόλος απέδειξε την τραγική του κατάσταση όταν σε γυμνάσια πυρών κατά ρυμουλκούμενου στόχου, κανένα πλοίο δεν μπόρεσε να τον πετύχει και μάλιστα το πλοίο έδρας διοικητού κτύπησε το πλοίο που ρυμουλκούσε το στόχο! Την ίδια τύχη είχαν οι τορπιλικές προσβολές, ενώ από λάθος εκτίμηση ένα βράδυ, παραλίγο να οδηγηθεί η Ρωσία σε πόλεμο με τη Μεγάλη Βρετανία, αφού κτύπησε ένα στολίσκο βρετανικών αλιευτικών, τα οποία μπέρδεψε με ιαπωνικά πολεμικά πλοία!

Ο Ραζεστβένσκυ κατάφερε σε κάθε περίπτωση το ακατόρθωτο, δηλαδή να πλεύσει με αυτό το ναυτικό συνονθύλευμα που του είχε διατεθεί, μέχρι την Άπω Ανατολή, με ανεφοδιασμούς σε κάρβουνα εν πλω, διανύοντας 18.000 μίλια. Πριν την τελική αναμέτρηση με τους Ιάπωνες και αφού είχε συνενώσει τα δυο τμήματα του στόλου του, υποχρεώθηκε να «ενισχυθεί» από κάποια πλοία του ναυάρχου Νεμπογκατώφ, τα οποία είχε απορρίψει πριν ξεκινήσει το ταξίδι του, γιατί ήταν τόσο παλιά και αναξιόπιστα, που μάλλον θα δυσχέραιναν τις επιχειρήσεις. Μάλιστα ο Ρώσος ναύαρχος τα είχε χαρακτηρίσει «αυτοβυθιζόμενα»!

Με δεδομένο ότι το Πορτ Άρθουρ είχε πέσει, ο ρωσικός στόλος θα κατευθυνόταν στο Βλαδιβοστόκ, μέσω των στενών της Τσουσίμα, μια επιλογή που είχε εύκολα μαντέψει ο αντίπαλός του και ετοιμαζόταν να διεξάγει εκεί την αποφασιστική του ναυμαχία. Έτσι στις 27 Μαΐου συναντήθηκαν οι δυο στόλοι, με την ακόλουθη σύνθεση: Ο Ραζεστβένσκυ διέθετε 8 θωρηκτά, 3 παράκτια θωρηκτά, 8 καταδρομικά και 9 αντιτορπιλικά και ο Τόγκο μόνο 4 θωρηκτά, αλλά 27 καταδρομικά, 21 αντιτορπιλικά και μεγάλο αριθμό τορπιλακάτων. Το πρωί, στις 6:30, ο Τόγκο έστειλε το ακόλουθο λιτό σήμα στο Τόκιο: «Ο εχθρός εντοπίστηκε. Ο στόλος μας προχωρά για να επιτεθεί και να τον καταστρέψει».

Η ναυμαχία ξεκίνησε αρκετά αργότερα, όταν το μεσημέρι περί τις 2:45 ο Τόγκο επιτέθηκε, εφαρμόζοντας την περίφημη τακτική «‘Τ’ του Νέλσονα», δηλαδή όταν πέρασε με όλα τα πλοία του κάθετα από το σχηματισμό μάχης των Ρώσων, αποκτώντας το πλεονέκτημα να μπορεί να βάλλει εναντίον τους με δυο πυροβόλα και να δέχεται πυρά μόνο από τα πρωραία ρωσικά πυροβόλα. Κατά την κίνηση, το πρώτο πλοίο που κτυπήθηκε ήταν η ιαπωνική ναυαρχίδα, το θωρηκτό «Μικάσα», το οποίο όμως δεν έπαθε σοβαρή βλάβη. Οι Ιάπωνες εκτός από καλύτεροι πυροβολητές χρησιμοποιούσαν και εκρηκτικά βλήματα, σε αντίθεση με τους Ρώσους που χρησιμοποιούσαν κρουστικά. Μετά τη βύθιση του πρώτου ρωσικού θωρηκτού, «Μποροντίνο», κτυπήθηκε και η ρωσική ναυαρχίδα «Πρίγκιπας Σουβόρωφ» και ο ναύαρχος Ραζεστβένσκυ ετέθη εκτός μάχης, με το ναύαρχο Νεμπογκατώφ να τον αντικαθιστά. Πριν νυχτώσει οι Ιάπωνες με απόλυτη επιτυχία βύθισαν τα θωρηκτά «Οσλυάμπυα», «Αυτοκράτωρ Αλέξανδρος Γ΄» και το «Πρίγκιπας Σουβόρωφ».

Τη νύκτα, ο Τόγκο ξεκούρασε τα θωρηκτά του και εξαπέλυσε την επίθεση 21 αντιτορπιλικών και 37 τορπιλακάτων από τις 8:00 έως τις 11:00. Όταν σε κάποια φάση φάνηκε να ξεφεύγουν οι Ρώσοι και να απομακρύνονται ανενόχλητοι, άναψαν τους προβολείς τους, θεωρώντας ότι κινδυνεύουν και εντοπίστηκαν εκ νέου. Το πρωί βρήκε βυθισμένο το θωρηκτό «Ναβαρίνο» και σε κατάσταση διάλυσης το θωρηκτό «Σισόυ Βελίκι» και τα καταδρομικά «Ναύαρχος Νακίμωφ» και «Βλαδίμηρος Μονομάχος», με ιαπωνικές απώλειες μόνο τριών τορπιλακάτων.

Το ερχόμενο πρωί εμφανίστηκαν τα ιαπωνικά θωρηκτά και καταδρομικά για να ολοκληρώσουν το έργο της καταστροφής του ρωσικού στόλου. Πέντε αντιτορπιλικά και το καταδρομικό «Σβετλάνα» βυθίστηκαν εύκολα και ο Ρώσος ναύαρχος Νεμπογκατώφ παρέδωσε τον υπόλοιπο στόλο, ήτοι 4 θωρηκτά και 1 αντιτορπιλικό. Το παράκτιο θωρηκτό «Ναύαρχος Ουσακώφ» και το καταδρομικό «Ντιμίτρι Ντανσκόι» αρνήθηκαν να παραδοθούν και τελικά βυθίστηκαν. Το καταδρομικό «Ιζουμρούντ» προσάραξε σε μια σιβηρική ακτή, τρία καταδρομικά παραδόθηκαν στη Μανίλα των Φιλιππίνων σε Αμερικάνους και το καταδρομικό «Αλμάζ» κατάφερε να φτάσει στο Βλαδιβοστόκ, μαζί με δυο αντιτορπιλικά. Η εικόνα της απόλυτης ρωσικής καταστροφής συμπληρώνεται αν προσθέσουμε τους 4.380 νεκρούς και 5.920 αιχμαλώτους, με αντίστοιχες ιαπωνικές απώλειες 117 νεκρών και 583 τραυματιών.



Ξεκινώντας από κάποια τακτικά συμπεράσματα, η εκπαίδευση και το ηθικό ήταν βασικοί παράγοντες της ιαπωνικής επιτυχίας. Επίσης, συγκριτικό πλεονέκτημα αποτελούσε η ευελιξία των ιαπωνικών πλοίων που μπορούσαν να αναπτύξουν ταχύτητα 16 κόμβων έναντι των ρωσικών που λόγω της στριδώνας στα ύφαλα των πλοίων μετά από το τεράστιο ταξίδι τους, περιοριζόντουσαν σε ταχύτητα μόλις 9 κόμβων. Η χρήση ανώτερης τακτικής, πυροβόλων μεγαλύτερου διαμετρήματος και εκρηκτικών βλημάτων ήταν επίσης καταλυτική.

Η άμεση συνέπεια της ναυμαχίας ήταν η νίκη στον ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο, η διάλυση της ρωσικής ναυτικής ισχύος και η αναγνώριση της Ιαπωνίας ως μιας παγκόσμιας δύναμης με ισχυρότατο ναυτικό. Οι πολιτικές συνέπειες στη Ρωσία ήταν το ξέσπασμα της στάσης του 1905, προπομπού της Οκτωβριανής επανάστασης του 1917 και η μηδενική ανοχή σε άλλη «ταπείνωση», που έπαιξε ρόλο στη λανθασμένη διαχείριση κρίσης που οδήγησε στο ξέσπασμα του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Στην Ιαπωνία, αντίστοιχα, καλλιεργήθηκε το αίσθημα της ανωτερότητας έναντι των Ευρωπαίων και του αήττητου, κάτι που βοήθησε αργότερα στην απόφαση της χώρας να πολεμήσει κατά άλλων δυτικών ναυτικών δυνάμεων στο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και ιδιαίτερα κατά των Η.Π.Α.

Πηγές:

Λήμμα Ρωσοιαπωνικός πόλεμος
Ελληνικό Ινστιτούτο Ναυτικής Ιστορίας (ΕΛ.Ι.Ν.ΙΣ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου