Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2020

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Ο πολεμιστής που απελευθέρωσε ένα Έθνος



Σαν σήμερα, στις 4 Φεβρουαρίου 1843, περνάει στο πάνθεο των Ηρώων ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Έλληνας αρχιστράτηγος και ηγετική μορφή της Επανάστασης του 1821, οπλαρχηγός, πληρεξούσιος, Σύμβουλος της Επικράτειας. Απέκτησε το προσωνύμιο Γέρος του Μοριά. Μετά θάνατον τιμήθηκε από την Ελληνική πολιτεία με τον βαθμό του Στρατάρχη.

Το επώνυμο της οικογένειάς του αρχικά ήταν Τζεργίνης, όπως αναφέρει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, και στη Μεσσηνία υπήρχαν 60 οικογένειες με το ίδιο επώνυμο. Στην συνέχεια ο Δήμος Τζεργίνης που έζησε την εποχή της Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο (1685-1715), ονομάστηκε Μπότσικας (εκ του οικισμού Καλύβια [μαντριά] Κότσικα > Μπότσικα > Τουρκολέκας Αρκαδίας). 

Ο γιος του Δήμου, Γιάννης, ήταν ο πρώτος της γενιάς του που υιοθέτησε το όνομα Κολοκοτρώνης. Κατά την οικογενειακή παράδοση, ο Γιάννης ονομάστηκε αρχικά «Μπιθεγκούρας» (από προσωνύμιο που του αποδόθηκε από κάποιον Αρβανίτη, στα αρβανίτικα σημαίνει: αυτός που έχει δυνατά οπίσθια) και έμεινε στον ίδιο το όνομα «Κολοκοτρώνης», που είναι η ακριβής μετάφραση του αρχικού προσωνυμίου.

Ο Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στο Ραμοβούνι της Μεσσηνίας στις 3 Απριλίου 1770 , προερχόμενος από το Λιμποβίσι Καρύταινας (με απώτερη καταγωγή από το Ρουπάκι Μεσσηνίας [Κότσικας>Ρουπάκι] που δεν υπάρχει πιά) και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Αλωνίσταινα της Αρκαδίας που ήταν τόπος καταγωγής της μητέρας του, Ζαμπίας Κωτσάκη. Το όνομα Θεόδωρος ήταν καινούργιο στη γενιά του. Του το έδωσαν προς τιμήν του Ρώσου αξιωματικού Θεόδωρου Ορλώφ (Фёдор Григорьевич Орлов) ο οποίος κατά τη διάρκεια του της Ορλωφικής επανάστασης είχε γίνει πολύ αγαπητός, εξιστορώντας συνεχώς στους πληθυσμούς την αρχαία ελληνική δόξα. 

Τον βάφτισε ο Ιωάννης Παλαμήδης από τη Στεμνίτσα, πατέρας του Ρήγα Παλαμήδη. Ο πατέρας του Θεόδωρου, Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πήρε μέρος στην ένοπλη εξέγερση των Ορλοφικών η οποία υποκινήθηκε από την Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας το 1770 και σκοτώθηκε μαζί με δύο αδελφούς και τον φημισμένο Παναγιώταρο στον πύργο της Καστάνιτσας από τους Τούρκους.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ήταν πρωτότοκος γιος του περίφημου Αρματολού Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, που είχε πρωτοστατήσει στο ξεκαθάρισμα της Πελοποννήσου από την μάστιγα των Τουρκαλβανών Αρβανιτών. Έμεινε ορφανός από πολύ μικρός, σε ηλικία 10 ετών, όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε μαζί με δύο αδελφούς και τον φημισμένο Παναγιώταρο στον πύργο της Καστάνιτσας από τους Τούρκους, μετά από προδοσία Τούρκου φίλου του. Από τους Κολοκοτρωναίους διέφυγαν σώοι, ο δεκαετής Θεόδωρος, η μάνα του Ζαμπία (Ζαμπέτα) Κοτσάκη, η αδελφή του, ο νεογέννητος αδελφός του Νικόλαος και ο αδελφός του πατέρα του Αναγνώστης. Τα αδέλφια (του Θεόδωρου): Γιάννης και Χρήστος σκλαβώθηκαν και εξαγοράσθηκαν αργότερα. Οι διαφυγόντες Κολοκοτρωναίοι κατέφυγαν στο χωριό Μηλιά της Μάνης και παρέμειναν επί τρία χρόνια. Κατόπιν ο Αναγνώστης ρίζωσε στον Άκοβο της Φαλαισίας όπου έχτισε σπίτι και συμπεθέρεψε με τον ντόπιο Γεωργάκη Μεταξά, άνθρωπο του ντουφεκιού. Πήγαν στη Μηλιά τα αδέλφια της μάνας του (Κωτσακαίοι) και μετέφεραν προφυλαχτά την ορφανεμένη οικογένεια του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη στην Αλωνίσταινα όπου την φιλοξένησαν επί 2 περίπου χρόνια (1783-1785). Κατόπιν πληροφορήθηκαν οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς ποιοί ήσαν και αναγκάσθηκαν να φύγουν και να πάνε στον Άκοβο (1785).

Η μάνα του Κολοκοτρώνη ξενοϋφαινε, πήγαινε και έκοβε ξύλα και ο μικρός Θόδωρος τα κουβαλούσε στην Τρίπολη και τα πουλούσε. Όταν ο μικρός Θόδωρος ήταν 13 ετών, μια μέρα που είχε βρέξει πολύ, έμπαινε με το γαϊδουράκι του φορτωμένο ξύλα, στη Τρίπολη. Το ζώο γλίστρησε, παραπάτησε σε μια λακούβα με νερά και πιτσίλισαν τα ρούχα μερικών Τούρκων που περνούσαν. Ένας από αυτούς αγριεμένος του έδωσε δύο χαστούκια. Ο Κολοκοτρώνης τον κοίταξε με βουρκωμένα μάτια και ορκίστηκε μέσα του να το γυρίσει πίσω το χαστούκι. Και το γύρισε με το χέρι του και με το χέρι όλων των Ελλήνων στο πρόσωπο του Σουλτάνου και της αυτοκρατορίας του. Από την ημέρα που έφαγε το χαστούκι δεν ξαναπήγε στην Τρίπολη. Μπήκε για πρώτη φορά από τότε το ’21, στρατηγός των Ελλήνων, πορθητής και εκδικητής.

Ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν μετρίου αναστήματος, είχε φαρδείς ώμους, κεφάλι μεγάλο, χοντρό λαιμό, μάτια βαθουλωτά και σπινθηροβόλα, καμπυλωτή μύτη με μουστάκι παχύ, μαλλιά πυκνά και μακριά, φωνή βροντώδη, σχεδόν αγράμματος, μόλις κατόρθωνε να συλλαβίζει, παρ΄ όλα αυτά γνώριζε αρκετά καλά την Ιστορία του Γένους του και ήταν ο μόνος από τους αγωνιστές που φορούσε κόκκινη φουστανέλα και περικεφαλαία στο κεφάλι. Πιθανότατα για να διακρίνεται στις μάχες. Ήταν αυτοδίδακτος, λιγόλογος, έξυπνος, γενναίος, φρόνιμος. 

Το 1790, σε ηλικία 20 ετών, νυμφεύθηκε την Αικατερίνη Καρούζου, κόρη προεστού του Λεονταρίου. Από τον γάμο τους γεννήθηκαν 3 αγόρια (ο Πάνος, που σκοτώθηκε το 1825, ο Γιάννης ο Γενναίος και ο Κωνσταντίνος) και 3 κορίτσια, τα οποία φρόντισε να παντρέψει νωρίς, σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής. Είχε ήδη αποκτήσει την δική του κλέφτικη ομάδα, που γρήγορα έγινε τρόμος των Τούρκων και "κακό σπυρί" των Κοτζαμπάσηδων της Πελοποννήσου. Χτυπούσε κι αμέσως κρυβόταν στα "απάτητα", προκαλώντας το τρελό μίσος των εχθρών του. Δυο χρόνια έμεινε Κλέφτης, κατά την διάρκεια των οποίων διακρίθηκε για την ανδρεία του και ονομάστηκε πρωτοπαλίκαρο του καπετάν Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη. Τις πρώτες σημαντικές μάχες τις έδωσε στο πλευρό του Ανδρούτσου (πατέρα του Οδυσσέα), τον οποίο μάλιστα βοήθησε να διαφύγει στην Στερεά Ελλάδα, όταν σε κάποια φάση το 1792 κινδύνεψε η ζωή του. Κατόπιν, χρίστηκε "τέσσερις πέντε χρόνους Αρματολός", έχοντας στην επίβλεψή του το Λεοντάρι και την Καρύταινα.

Οι Τούρκοι, που στο μεταξύ είχαν βάλει σκοπό να αφανίσουν τους αντάρτες των βουνών, ορκίστηκαν να "χαλάσουν" τους Κολοκοτρωναίους. Προς τούτο προσέγγισαν τους Κοτζαμπάσηδες (που έβλεπαν με φθόνο την ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος, γιατί μια τυχόν επιτυχία του θα διακινδύνευε τα προνόμιά τους) και κατάφεραν να εξαγοράσουν αρκετούς.

Το 1802 ο Βοεβόδας (διοικητής) της Πάτρας έστειλε φιρμάνι στους προεστούς και τους Κοτζαμπάσηδες να δολοφονήσουν τον Κολοκοτρώνη και τον αγωνιστή πατριώτη Νικόλαο Πετιμεζά. Τον τελευταίο ήδη τον είχε "στριμώξει" ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, γιός του προεστού των Καλαβρύτων, ενώ ο ισχυρός πρόκριτος της Γορτυνίας, Ιωάννης Δεληγιάννης, όρκισε δυο προεστούς να δολοφονήσουν τον πρώτο. Μετά από καταγγελία του Δεληγιάννη, τον Σεπτέμβριο του 1803, ότι ο Κολοκοτρώνης είναι Αρματολός, οι Τούρκοι αρμάτωσαν 400 άνδρες τους και τον Μάρτιο του 1804 προσπάθησαν να αποκλείσουν τους Κολοκοτρωναίους σε κάποιο χωριό. Μετά από μάχη δύο ημερών αυτοί κατάφεραν να διαφύγουν κάνοντας έξοδο. Τόπο δεν είχαν να σταθούν. 

Έτσι κατέφυγαν στην Τσακωνία ζητώντας βοήθεια από τους εκεί προεστούς, αλλά αυτοί απάντησαν πως "για τα τομάρια σας έχουμε μόνο βόλια!" Ακολούθησε μακελειό. Οι Κολοκοτρωναίοι κατέσφαξαν τους προεστούς και όσους είχαν ταχθεί με το μέρος τους. Κάποιοι που κατάφεραν να σωθούν διέφυγαν στην Τρίπολη, καταγγέλλοντας τα συμβάντα στον Τούρκο διοικητή. Αυτός προθυμοποιήθηκε να συγκεντρώσει ένα ισχυρό σώμα εκστρατείας και να ριχτεί στο κυνήγι των επαναστατών.

Το 1805 ο Κολοκοτρώνης αναγκάστηκε να καταφύγει στην Ζάκυνθο, όπως και πολλοί Ρουμελιώτες, Σουλιώτες και συμπατριώτες του Πελοποννήσιοι. Κάποια στιγμή οι Έλληνες πατριώτες θεώρησαν σκόπιμο να απευθύνουν έκκληση βοηθείας προς τον τσάρο Αλέξανδρο, αλλά η Αγία Πετρούπολη απέφυγε να δεσμευτεί και αντιπρότεινε την κατάταξή τους στον Ρωσικό Στρατό με σκοπό να μεταφερθούν στην Ιταλία και να πολεμήσουν εναντίον του Ναπολέοντα. Κάποιοι πείστηκαν και πήγαν πράγματι στην Νάπολη. Ο Κολοκοτρώνης φυσικά αρνήθηκε.

Απογοητευμένος, το 1806 επέστρεψε στην Πελοπόννησο, ακριβώς στην κρισιμότερη περίοδο των τουρκικών βιαιοτήτων κατά των επαναστατημένων πατριωτών, ιδίως των Κλεφτών και των Κολοκοτρωναίων (τον Ιανουάριο εκείνης της χρονιάς είχε βγει διάταγμα δίωξής του). Η πίεση του Σουλτάνου είχε εξαναγκάσει τον Οικουμενικό Πατριάρχη να αφορίσει τους αγωνιστές, προσδίδοντας στην προδοτική στάση των προεστών μιαν επίφαση νομιμότητας και εθνικοφροσύνης. Πολλοί Κολοκοτρωναίοι βρήκαν τότε τραγικό θάνατο, αλλά και παλιοί σύντροφοι του βουνού, όπως ο Πετιμεζάς και ο Ζαχαριάς. Συγκεντρωμένοι γύρω από τον Θεόδωρο, οι 150 περίπου εναπομείναντες Κολοκοτρωναίοι ορκίστηκαν "καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο" και χωρίστηκαν σε ομάδες διαφυγής. Ο Θεόδωρος απέμεινε με 19 συγγενείς του κι έναν ονόματι καπετάν Γιώργη. Ήταν οι μόνοι που τελικά σώθηκαν. 

Μετά από δραματική καταδίωξη από τους Τούρκους και τους Κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου, πέρασαν από την Λακωνία στα ρωσοκρατούμενα Κύθηρα, με ενδιάμεση στάση στην Ελαφόνησο λόγω κακοκαιρίας. Από εκεί έφτασε στην Ζάκυνθο, όπου ήρθε σε επαφή με τον στρατηγό του Ρωσικού Στρατού Παπαδόπουλο. Για άλλη μια φορά αρνήθηκε να ενταχθεί στις τσαρικές δυνάμεις, υποστηρίζοντας πως σκοπός του ήταν η επιστροφή στον Μοριά για να εκδικηθεί τον χαμό των συγγενών και φίλων του.

Το καλοκαίρι του 1807 παρευρέθη στην σύσκεψη, που έλαβε χώρα στην Λευκάδα υπό τον Ιωάννη Καποδίστρια προκειμένου να αποφασιστεί η στάση ων Ελλήνων έναντι της απειλής των Ιονίων νησιών από τον Αλή πασά. Την ίδια χρονιά, όταν η ναυτική ρωσική μοίρα υπό τον ναύαρχο Σενιάβιν αναχώρησε από την Κέρκυρα με σκοπό την υποκίνηση εξέγερσης των νησιών του Αιγαίου εναντίον των Τούρκων, ο Κολοκοτρώνης για διάστημα 10 μηνών δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή μεταξύ Σκιάθου και Αγίου Όρους με το πλοίο του Γεωργίου Αλεξανδρή. Την άνοιξη του 1808, ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του Τουρκαλβανού πατρικού φίλου του, Αλή Φαρμάκη, να συνδράμει στον αγώνα εναντίον του διοικητή της Πελοποννήσου, Βελή πασά. Κατόπιν επέστρεψε στην Ζάκυνθο και κατατάχθηκε στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα, που με παρακίνηση και επίβλεψη των Άγγλων είχε οργανωθεί για την αντιμετώπιση των Γάλλων. Κατόρθωσε να φτάσει μέχρι τον βαθμό του ταγματάρχη (για τον λόγο αυτό συχνά απεικονίζεται με την χαρακτηριστική περικεφαλαία των Άγγλων αξιωματικών με τον λευκό σταυρό), υπηρετώντας στο σώμα μέχρι την διάλυσή του (1817). Στο διάστημα αυτό απεκόμισε σημαντική πείρα στις πολεμικές επιχειρήσεις, καταλήγοντας ταυτόχρονα στο συμπέρασμα πως η Ελλάδα θα έπρεπε μόνη να κερδίσει την ελευθερία της, δίχως να υπολογίζει στην βοήθεια καμιάς ξένης δύναμης.

Την 1η Δεκεμβρίου 1818 πραγματοποιήθηκε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου της Ζακύνθου η σεμνή τελετή μύησης του Κολοκοτρώνη στην Φιλική Εταιρία. Κατόπιν ο Κολοκοτρώνης συναντήθηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια στην Κέρκυρα και συνομίλησε μαζί του για θέματα της επανάστασης. 

Ο Καποδίστριας αναφέρει στα «Απομνημονεύματα» του

«...Συνομιλών με τους άνδρας τούτους, τους τόσο δυστυχείς, όσον και σεβαστούς, μετεχειρίσθην την γλώσσαν ην μοι είχεν ορίσει ο Αυτοκράτωρ, γλώσσαν άλλως τε, υπό τας τότε συνθήκας, σύμφωνον και προς τας ιδικός μου πεποιθήσεις. Προσεπάθησα να αποδείξω εις αυτούς ότι ο Αυτοκράτωρ της Ρωσίας ουδόλως ήτο διατεθειμένος να προκαλέση πόλεμον κατά των Τούρκων ή να περιπλέξη τας σχέσεις του μετά της Αγγλίας. Ότι παν, ό,τι ήτο κατορθωτόν να γίνει υπέρ αυτών άνευ κινδύνου προκλήσεως πολέμου, θα εγίνετο, αλλά προς τούτο έπρεπε αυτοί να οπλισθούν με υπομονήν και καρτερίαν προσπαθούντες εν τω μεταξύ να αναθρέψουν κα λώς και εθνικώς τα τέκνα των, επαφιέμενοι δε, προς τα λοιπά, εις τον χρόνον και την θείαν Πρόνοιαν».

Ο μελλοντικός κυβερνήτης της Ελλάδας γνώριζε για αυτήν πολύ πριν ο Εμμανουήλ Ξάνθος τον επισκεφθεί στην Πετρούπολη για να τού προσφέρει την ηγεσία της Φιλικής Εταιρίας. Στα τέλη του 1820 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ειδοποίησε τον Κολοκοτρώνη να βρίσκεται σε ετοιμότητα. Η αποφασιστική μέρα ήταν η 25η Μαρτίου.

Στις 6 Ιανουαρίου 1821 η κινητοποίηση στην Μάνη έγινε εντονότερη, αλλά ακόμη οι διαφορές που κατέτρωγαν τα "μεγάλα τζάκια" δεν είχαν ξεπεραστεί. Ο Κολοκοτρώνης φρόντισε να μονιάσει τις οικογένειες και κατάφερε να συσπειρώσει γύρω του ονομαστές προσωπικότητες, όπως ο Μούρτζινος, ο Νικηταράς, ο Παπαφλέσσας, ο Ανανγωσταράς, ο Παπαφλέσσας, οι Καπετανάκηδες και οι Κουμουνδούροι. Στις 22 Μαρτίου αυτός και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης τέθηκαν επικεφαλής ομάδας 2.000 ενόπλων και επιτέθηκαν στην τουρκική φρουρά της Καλαμάτας. Την επόμενη μέρα η απελευθερωμένη πόλη ύψωνε την σημαία της επανάστασης. Στις 24 Μαρτίου ο Κολοκοτρώνης και ο Παπαφλέσσας έφτασαν στην Σκάλα Αρκαδίας, όπου προσπάθησαν να εμψυχώσουν τους ντόπιους, αναφερόμενοι στην ηρωική καταγωγή των Ελλήνων και στο θέλημα του Θεού για μια ελεύθερη Ελλάδα. Υποσχέθηκαν μάλιστα ότι μέσα στις επόμενες μέρες οι ίδιοι θα ενίσχυαν τις προσπάθειές τους με 10.000 μαχητές! Ακόμη και οι πλέον διστακτικοί τότε εντάχθηκαν στο πλευρό τους και πήραν τα άρματα.

Η άμεση αντίδραση των Τούρκων ήταν να ενισχύσουν τα κάστρα στα παράλια της Πελοποννήσου, ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα ενίσχυσης των επαναστατών με απόβαση ξένου στρατού (πιθανόν της Ρωσίας) ή άλλων Ελλήνων από την Ρούμελη και τα νησιά. Οι οπλαρχηγοί υποστήριξαν την άποψη να χτυπήσουν αυτά τα φρούρια (π.χ. της Πάτρας, του Νεοκάστρου, της Μεθώνης, της Κορώνης και του Ναυπλίου), αλλά ο Κολοκοτρώνης πρότεινε την άλωση της Τρίπολης ως ενδεδειγμένη επόμενη κίνηση. Τα παράκτια κάστρα, εξήγησε, βρίσκονταν σε τοποθεσίες δύσβατες και διέθεταν ισχυρές οχυρώσεις, ώστε η ελληνική πλευρά θα αναγκαζόταν να χύσει πολύ αίμα σε αλλεπάλληλες μετωπικές εφόδους -και πάλι η κατάληψή τους ήταν αμφίβολη. Αντίθετα, η "Τριπολιτσά" ήταν το σημαντικότερο διοικητικό κέντρο του εχθρού και ορμητήριό του. Η πτώση της θα ήταν σωστή συμφορά για τους Τούρκους, ακόμη και για λόγους ψυχολογικούς. Όλοι συμφώνησαν και ο Κολοκοτρώνης όρισε την διάταξη του στρατοπέδου των πολιορκητών, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην οχύρωσή του, φοβούμενος επέμβαση των Τούρκων από άλλα μέρη της χώρας για βοήθεια.

Πράγματι, ο Χουρσίτ πασάς, που την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Ήπειρο για την καταστολή της εξέγερσης του Αλή πασά εναντίον της Πύλης, απέσπασε μια σημαντική δύναμη και την έστειλε στην Πελοπόννησο με επικεφαλής τον Μουσταφά πασά. Αυτός κατέκαψε την Βοστίτσα Αχαΐας, προχώρησε προς την Ακροκόρινθο και διέλυσε τους Έλληνες πολιορκητές του κάστρου και μέσω του Άργους κατευθύνθηκε προς Τρίπολη. Μπήκε στην πόλη στις 6 Μαΐου, αναγκάζοντας τον Κολοκοτρώνη να οχυρωθεί στο Βαλτέτσι, από όπου αντιμετώπισε επιτυχώς όλες τις προσπάθειες εξόδου των έγκλειστων Τούρκων. Μετά από πολιορκία 6 μηνών, η Τρίπολη έπεσε στις 23 Σεπτεμβρίου. Οι επαναστάτες προέβησαν σε πράξεις αντεκδίκησης κατά του άμαχου τουρκικού πληθυσμού, αλλά ο Κολοκοτρώνης μπόρεσε να τους συγκρατήσει σώζοντας κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή τους Αλβανούς υπερασπιστές από καθολική σφαγή. Φάνηκε τότε το ηθικό μεγαλείο του ηγέτη.

Μετά από αυτήν την πρώτη σημαντική νίκη οι έριδες μεταξύ προκρίτων και στρατιωτικών, που από τα πρώτα κιόλας βήματα της επανάστασης δοκίμαζαν την τύχη της, αναζωπυρώθηκαν. Στις αρχές Ιουνίου έφτασε στην Πελοπόννησο ο Δημήτριος Υψηλάντης με σκοπό την πολιτική οργάνωση του αγώνα. Οι πρόκριτοι αντέδρασαν προς τις απόψεις του, εξαιτίας κυρίως του περιορισμού των προνομίων τους που αυτές συνεπάγονταν, ενώ ο Κολοκοτρώνης με τους περισσότερους στρατιωτικούς τις αποδέχθηκαν. Ο ίδιος μεσολάβησε επιτυχώς στο να αποτραπεί μια ολέθρια για την επανάσταση σύγκρουση μεταξύ προκρίτων και Υψηλάντη, αλλά δεν κατάφερε να αποτινάξει από πάνω του τον φθόνο που έτρεφαν για αυτόν τον ίδιο. Όταν πρότεινε την επανάληψη της πολιορκίας της Πάτρας, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Ανδρέας Ζαΐμης δεν τον υποστήριξαν. Τελικά το Πολεμικό Συμβούλιο ενέκρινε την εισήγησή του, αλλά στην κρίσιμη φάση δεν τον υποστήριξε με ενισχύσεις, αφήνοντάς τον με 600 περίπου άνδρες. Έτσι, στις 23 Ιουνίου 1822 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την προσπάθεια και να αποσυρθεί στην Γαστούνη. Έπρεπε να αναδιοργανώσει τις δυνάμεις του για να αντιμετωπισθεί ο νέος κίνδυνος από την άφιξη του Δράμαλη.

Στις αρχές Ιουλίου 1822, μετά από επιτυχή πορεία στην Ρούμελη, ο Δράμαλης καθηλώθηκε στην Κόρινθο. Ύστερα από πρόταση του Κολοκοτρώνη στο συμβούλιο των οπλαρχηγών της 10ης Ιουλίου στον Αχλαδόκαμπο, Οι Έλληνες είχαν καταλάβει τα βασικά περάσματα στην Αργολίδα, ακινητοποιώντας ουσιαστικά τις ισχυρές δυνάμεις του εχθρού. Η προσπάθεια του Δράμαλη να προελάσει προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου ναυάγησε στα Δερβενάκια στις 26 Ιουλίου 1822, όπου η στρατιά του αποδεκατίστηκε. Σε επίπεδο στρατηγικής, η ελληνική νίκη οφειλόταν καθαρά στην αξία κρίση του Κολοκοτρώνη, που πλέον ονομάστηκε αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου.

Κατόπιν ο Κολοκοτρώνης έστρεψε την προσοχή του σε άλλα σημεία του αγώνα, καθώς οι εσωτερικές αντιθέσεις των Ελλήνων έπαιρναν ανησυχητικές διαστάσεις. Προκειμένου να αποφευχθεί εμφύλιος πόλεμος, αποδέχθηκε την θέση του αντιπροέδρου του εκτελεστικού σώματος με πρόεδρο τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και γενικό γραμματέα τον αντίπαλό του, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Τελικά το κακό δεν αποφεύχθηκε. Οι Κοτζαμπάσηδες και οι νησιώτες, ιδίως οι Υδραίοι, βρέθηκαν απέναντί του. Στις 13 Νοεμβρίου 1824 οι πολιτικοί αντίπαλοι του Κολοκοτρώνη οργάνωσαν την δολοφονία του γιου του, Πάνου, συζύγου της κόρης της Μπουμπουλίνας. Ο Θεόδωρος φυλακίζεται από τους συμπατριώτες του στην Ύδρα.

Προκειμένου να αντιμετωπίσει την επανάσταση, ο σουλτάνος της Κωνσταντινούπολης ζήτησε βοήθεια από τον πασά της Αιγύπτου, Μεχμέτ Αλί. Αυτός ανταποκρίθηκε στέλνοντας ισχυρές δυνάμεις με επικεφαλής τον γιο του, Ιμπραήμ πασά. Τον Φεβρουάριο του 1825 τα αιγυπτιακά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην Μεθώνη και κατευθύνθηκαν προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου. Στις 18 Μαΐου η ελληνική κυβέρνηση, που για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ είχε διορίσει αρχιστράτηγο τον Υδραίο ναυτικό Κυριάκο Σκούρτη, ύστερα από τις επιτυχίες του εχθρού υποχρεώθηκε να χορηγήσει αμνηστία στον Κολοκοτρώνη και να αναθέσει σε αυτόν και στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη την αρχηγία των ελληνικών δυνάμεων. Σε συνεργασία με τον Δημήτριο Υψηλάντη, τον Μακρυγιάννη και άλλους καπεταναίους, συγκεντρώθηκαν 6.000 άνδρες και με τον Κολοκοτρώνη στην αρχηγία προσπάθησαν μάταια να αναχαιτίσουν τον υπέρτερο σε αριθμό και οπλισμό εισβολέα. Μέχρι το φθινόπωρο οι ελεύθερες περιοχές της Πελοποννήσου ήταν ελάχιστες και το ηθικό των Ελλήνων καταρρακωμένο. 

Η επανάσταση σώθηκε τότε χάρη στο ψυχικό σθένος του Κολοκοτρώνη. Όταν ο Ιμπραήμ κάλεσε του Μεσσήνιους σε "προσκύνημα", αυτός του απάντησε: " Πέτρα απάνω στην πέτρα να μη μείνει, εμείς δεν προσκυνούμε. Μόνον ένας Έλληνας να μείνει εμείς θα πολεμούμε και μην ελπίζεις πώς την γην μας θα την κάμεις δικήν σου". Μέχρι την λήξη του αγώνα ο Κολοκοτρώνης συνέχισε τον κλεφτοπόλεμο με τον Ιμπραήμ, ο οποίος ηττήθηκε τελικά στην ναυμαχία του Ναβαρίνου (8 Οκτωβρίου 1827) από τις Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης.

Ο Κολοκοτρώνης, παρά το ότι είχε λάβει στοιχειώδη μόνο παιδεία, διέθετε βαθύ πολιτικό ένστικτο και κριτική σκέψη. Πολλές αποφάσεις της Τρίτης Εθνοσυνέλευσης του 1826 - 1827 (αρχικά στην Ερμιόνη και κατόπιν στην Τροιζήνα) είχαν την δική του σφραγίδα. Στήριξε την εκλογή του Καποδίστρια και συνέχισε να είναι με το μέρος του ακόμη και στις δυσκολότερες στιγμές του, όταν η αντιπολίτευση είχε στρέψει εναντίον του τα πιο φαρμακερά της βέλη. 

Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, οι Κολοκοτρώνης, Ανδρέας Μεταξάς, Ιωάννης Κωλέττης, Ανδρέας Ζαΐμης και Δημήτρης Μπουντούρης ορίστηκαν από την Εθνική Συνέλευση ως κυβερνητική ομάδα της χώρας μέχρι την άφιξη του Όθωνα. Αλλά ο Κολοκοτρώνης παραιτήθηκε σχεδόν αμέσως λόγω διαφωνιών του με τον Κωλέττη.

Παρά τον αρχικό του ενθουσιασμό για την άφιξη του Όθωνα, σύντομα απογοητεύτηκε από την άστοχη διακυβέρνηση της Αντιβασιλείας (ο Όθων ανήλθε στον θρόνο ανήλικος), δηλαδή των Βαυαρών αριστοκρατών της Αυλής του, ώστε άρχισε εναντίον τους σκληρή κριτική. Ως αποτέλεσμα της στάσης του ήταν η καταδίκη του σε θάνατο με βασικό κατηγορητήριο την συμμετοχή δήθεν σε συνωμοσία κατά της Αντιβασιλείας. Η αλήθεια ήταν πως ο Κολοκοτρώνης είχε απευθύνει επιστολή ανησυχίας στον υπουργό των Εξωτερικών της Ρωσίας, Νέσελροντ. Τελικά, τον Σεπτέμβριο του 1833 συνελήφθησαν για τον ίδιο λόγο, εκτός από τον ίδιο, οι Δημήτριος Πλαπούτας, Θεόδωρος Γρίβας και άλλοι πατριώτες, αλλά στην τελική φάση μόνο ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας θεωρήθηκαν προδότες. Τους έκλεισαν επί σειρά μηνών στις φυλακές Ιτς Καλέ του Ναυπλίου, σε αυστηρή απομόνωση, και όταν πραγματοποιήθηκε η δίκη -μια παρωδία με χρήση δεκάδων ψευδομαρτύρων- κανέναν στοιχείο ενοχής τους δεν βρέθηκε. Παρ' όλα αυτά, στις 25 Μαΐου 1834 καταδικάστηκαν σε θάνατο, όμως ο πρόεδρος του δικαστηρίου, Αναστάσιος Πολυζωίδης, και ο δικαστής Γεώργιος Τερτσέτης αρνήθηκαν να υπογράψουν την απόφαση. Υπό την πίεση της αγανάκτησης του ελληνικού λαού και την ευαισθησία του Όθωνα η ποινή και των δύο μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη.


Όταν ο νεαρός βασιλιάς ενηλικιώθηκε απένειμε χάρη στον κλονισμένο ηγέτη της επανάστασης, τον ονόμασε αντιστράτηγο και τον διόρισε Σύμβουλο της Επικρατείας. Ο περίφημος Γέρος του Μοριά έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του στην Αθήνα, στο ιδιόκτητο σπίτι του στη γωνία των σημερινών οδών Κολοκοτρώνη και Λέκκα. Αυτήν την περίοδο υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα απομνημονεύματα του, που εκδόθηκαν το 1846 με τίτλο "Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836", και αποτελούν μια από τις σημαντικότερες πηγές της ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης του '21, γιατί εκθέτουν τα γεγονότα χωρίς εμπάθειες και υστεροβουλίες. 

Πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1843, μετά το γλέντι για τον γάμο του μικρού του γιου. Η πατρίδα αναμφίβολα χρωστά ευγνωμοσύνη σε αυτόν τον μεγάλο άνδρα, του οποίου η δράση υπήρξε ευλογία για τα ελληνικά όπλα και ο εμψυχωτικός ρόλος του στις δύσκολες στιγμές του αγώνα καταλυτικός.

Πηγές:

1) Λήμμα Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

2) Μηνιαίο περιοδικό Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία τεύχος 24, Μάρτιος - Απρίλιος 2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου