Η ιταλική επίθεση εκδηλώθηκε τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940. Μετά από δύο εβδομάδες συγκρούσεων, οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να αποκρούσουν την ιταλική εισβολή στη μάχη της Πίνδου και στη μάχη Ελαίας-Καλαμά. Από στις 9 Νοεμβρίου, ο Ελληνικός Στρατός ξεκίνησε την αντεπίθεση του με επιτυχία και μπόρεσε να εισχωρήσει βαθιά στο ιταλοκρατούμενο αλβανικό έδαφος, σε όλο το μέτωπο.
Ως αποτέλεσμα των επιχειρήσεων, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις εισήλθαν στις πόλεις και κωμοπόλεις της περιοχής, την μία μετά την άλλη: τη Κορυτσά στις 22 Νοεμβρίου, το Πόγραδετς στις 30 Νοεμβρίου, τους Άγιους Σαράντα στις 6 Δεκεμβρίου και το Αργυρόκαστρο στις 8 Δεκεμβρίου.
Στις 13 Δεκεμβρίου, ο Πάνορμος (Πόρτο Παλέρμο), ένα παραθαλάσσιο χωριό νότια της Χειμάρρας, τέθηκε υπό τον έλεγχο των ελληνικών δυνάμεων. Δύο ημέρες αργότερα, η 3η Μεραρχία Πεζικού του Ελληνικού Στρατού επιτέθηκε εναντίον των ιταλικών στρατευμάτων στη Χειμάρρα. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις επιβραδύνθηκαν λόγω της σθεναρής αντίστασης του εχθρού, που υποστηριζόταν από πολεμικά αεροσκάφη που έπλητταν τα ελληνικά πεζοπόρα τμήματα, αλλά και εξαιτίας των δύσκολων καιρικών συνθηκών. Στις 19 Δεκεμβρίου, οι ελληνικές δυνάμεις μετά από μια σκληρή μάχη, κατέλαβαν το ύψωμα Γκιάμι, βόρεια του Πανόρμου.
Εν τω μεταξύ, την αυγή της ίδιας ημέρας, το 3/40 Σύνταγμα Ευζώνων υπό τον συνταγματάρχη Θρασύβουλο Τσακαλώτο ξεκίνησε αιφνιδιαστική επίθεση, χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού, εναντίον των ιταλικών θέσεων στο όρος Μάλι ι Τζόρετ (Αλβανικά: Mali i Xhorët), γνωστό και ως όρος Πίλιουρι, ένα στρατηγικό σημείο ανατολικά της Χειμάρρας. Οι Εύζωνοι του συντάγματος, αφού ενημερώθηκαν για την τοπογραφία της περιοχής από τους ντόπιους κατοίκους, επιτέθηκαν με αργή προώθηση και ύστερα εκτέλεσαν έφοδο εφ 'όπλου λόγχη, από διαφορετικές θέσεις ταυτόχρονα, κατά των ιταλικών αμυντικών παρατάξεων. Παρόλο που το χιόνι ήταν κοντά στο ένα μέτρο, οι καιρικές συνθήκες βοήθησαν να προωθηθούν άμεσα τα ελληνικά στρατεύματα και να υπερπηδήσουν τα συρματοπλέγματα, αιχμαλωτίζοντας μια ορεινή ιταλική πυροβολαρχία, μαζί με τον διοικητή της. Έπειτα από τρεις μέρες έντονων πολεμικών συγκρούσεων, οι άνδρες της 3ης Μεραρχίας Πεζικού κατάφεραν να αποκτήσουν τον έλεγχο του υψώματος, όπως και το διάσελο του Κούτσι (Kuç).
Η κατάληψη αυτών των θέσεων, απέκτησε πολύ μεγάλη σημασία αφού έδινε πρόσβαση στην κοιλάδα του ποταμού Σιούσιτσα (Shushicë),που κατέληγε στα περίχωρα της Αυλώνας. Επιπρόσθετα κατασχέθηκαν από τα ιταλικά στρατεύματα έξι πυροβόλα πυροβολικού, μια μονάδα πυροβολικού και μεγάλη ποσότητα προμηθειών πολέμου. Οι ελληνικές απώλειες δεν είχαν ξεπεράσει του 100 νεκρούς και αγνοούμενους, ενώ οι Ιταλοί είχαν χάσει περίπου 400 οπλίτες και πάνω από 900 αιχμαλώτους.
Στις 21 Δεκεμβρίου, οι ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν το ύψωμα της Τσιπίστας νοτιοδυτικά της Χειμάρρας. Για να αποφύγουν οι Ιταλοί την πιθανότητα περικύκλωσης, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη. Τελικά, τα ελληνικά στρατεύματα εισήλθαν στη Χειμάρρα το πρωί της 22ας Δεκεμβρίου, όπου έγιναν δεκτοί από τους ντόπιους με ενθουσιασμό.
Η κατάληψη της Χιμάρας εορτάστηκε με λαμπρότητα στην Ελλάδα και απέδειξε ότι ο ελληνικός στρατός ήταν σε θέση να συνεχίσει την προέλαση του βορειότερα, αναγκάζοντας τον ιταλικό στρατό σε συνεχή οπισθοχώρηση.
Από την άλλη πλευρά, οι Ιταλοί επικεφαλής είχαν θορυβηθεί από την ελληνική νίκη, τόσο που στις 24 Δεκεμβρίου, ο Μπενίτο Μουσολίνι, εξέφρασε γραπτώς τις ανησυχίες του στον Ιταλό στρατιωτικό διοικητή Ούγκο Καβαλλέρο. Στην επιστολή του, ο Μουσολίνι, επισημαίνει ότι πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι μία από τις αιτίες της ιταλικής ήττας, ήταν το υψηλό ηθικό των ελληνικών δυνάμεων, που οδήγησε εντέλει και στην κατάληψη της Χειμάρρας.
Η κατάληψη της Χιμάρας προκαλεί νέα ξεσπάσματα οργής του «Ντούτσε». Σε τηλεγράφημά του στον Καβαλέρο γράφει:«Σύμφωνα με έκθεση του Σώματος των Καραμπινιέρων, η συντριβή, επαναλαμβάνω η συντριβή, της Σιέννα προκλήθηκε από τη διείσδυση μικρών ελληνικών προφυλακών. Το αποτέλεσμα ήταν η εκδίωξή μας από τη Χιμάρα και την ακολούθησε η διαταγή του τριήμερου σημαιοστολισμού της Ελλάδας. Αυτό δίνει νέα ενίσχυση στο ηθικό του ελληνικού λαού και στρατού… Ολοένα και πιο επείγουσα παρουσιάζεται η ανάγκη ν’ αλλάξουμε την κατάσταση που από δω και πέρα έχει χαρακτήρα σχεδόν αποκλειστικά ψυχολογικό».
Η κατάληψη της πόλης οδήγησε στην ανύψωση του φρονήματος των ελληνικών στρατευμάτων αλλά και του ελληνικού λαού. Με απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης λόγω της σημαντικής νίκης, ορίστηκε τριήμερος σημαιοστολισμός όλων των δημοσίων κτηρίων.
Βιβλιογραφία:
Σπύρος Λιναρδάτος (1995), Ο πόλεμος του 1940-41 και η Μάχη της Κρήτης, εκδ. Προσκήνιο, σ. 54. (Πηγή συγγραφέα: Mario Cervi, Storia della guerra di Grecia, sugar editore, Milano, 1965)
Άγγελος Τερζάκης (1990). Ελληνική Εποποιία 1940–1941. Αθήνα: Γενικό Επιτελείο Στρατού. σσ. 149–150.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου