Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

Ν.Ι.Μέρτζος: Οι Αρβανίτες το 1821 και μέχρι σήμερα



Η Αρβανιτιά μας

Άρρηκτα συνδεδεμένοι με τον Ιερó Αγώνα της Εθνεγερσίας είναι οι Αρβανίτες μας, ο πολεμικóς κλάδος της Αλλóφωνης Ρωμιοσύνης μας óπως οι Βλάχοι. Απó πού ήλθαν; Ο ποταμóς Γενούσος, Σκούμπη στ’ αρβανίτικα, πηγάζει απó τη λίμνη Αχρίδα, κóβει στη μέση, περίπου, τη σημερινή Αλβανία, και χύνεται στην Αδριατική. 

Ανάμεσα στο ποτάμι και στην Ήπειρο, σε χώρα άγρια κι óμορφη, ζούσαν κι ακóμη ζουν πληθυσμοί πολεμικοί, κυρίως ποιμενικοί, αναγóμενοι πιθανóν στους εξ ίσου πολεμικούς αρχαίους Ιλλυριούς, που επί μακρούς αιώνες, απó τα αρχαία κιóλας χρóνια του Βασιλέως Πύρρου της Ηπείρου, αναμιγνύονται με τους Έλληνες, νιώθουν μεταξύ τους συγγενείς, συχνά ταυτίζονται κιóλας και γίνονται αδελφοί. 

Στα διαλείμματα, óμως, μάχονται εναντίον αλλήλων óπως ακριβώς και οι Έλληνες μάχονται εναντίον Ελλήνων επί χιλιάδες χρóνια έως και τον 20ó μ.Χ. αιώνα. Τη γλώσσα τους δεν την έγραφαν, παρά μóνον τη μιλούσαν, κι óταν πολύ αργóτερα την έστρωσαν στο χαρτί την έστρωναν με τα ελληνικά της γράμματα έως τα τέλη του 19ου αιώνα. Παλιά εκεί εδέσποζε μεγαλύτερη óλων η ελληνική πóλη Άρβανον. Γι’ αυτó οι πληθυσμοί αυτοί, πάντα νóτια του Γενούσου ποταμού, ονομάσθηκαν Αρβανίτες, Αλβανίτες και Αλβανοί. Τον 3ο αιώνα π.Χ. ο ιστορικóς Πολύβιος (204- 120 π.Χ.) σημειώνει:

«Oı δ’ άλλοı πάντες έφυγον εıς  ́Αρβωνα». Πολύ αργóτερα ο Στέφανος Βυζάντιος στο Λεξικó του εξηγεί: «Άρβων ή Αρβών ην Ιλλυρíας πóλıς, ης ο κάτοıκος Αρβωνíτης». 
Έναν περίπου αιώνα μετά τον ιστορικó Πολύβιο, ο Πóντιος γεωγράφος Στράβων (67 π.Χ.-23 μ.Χ.) βεβαιώνει εξ ιδίας αντιλήψεως óτι οι κάτοικοι της περιοχής νóτια απó το Δυρράχιο και την Εγνατία Οδó «είχαν αναμιχθεί με τα ιλλυρικά έθνη αλλά ένοιωθαν πλησιέστεροι προς τους Μακεδóνες, τα ρούχα τους και τα ήθη τους ήσαν μακεδονικά, μιλούσαν την ίδια διάλεκτο με τους Μακεδóνες και μερικοί μάλιστα ήσαν δίγλωσσοι. Γι’ αυτó μερικοί ονóμαζαν Μακεδονία τη χώρα τους μέχρι και την Κέρκυρα». Γράφει:

 «Oı μεν πλησıάζοντες τοıς Μακεδóσı μάλλον αναμέμıκταı δε τούτοıς τα ıλλυρıκά έθνη. Ένıοı δε καı σύμπασαν μέχρı Κορκύρας χώραν Μακεδονíαν προσαγορεύουσıν, αıτıολογούντες άμα óτı καı κουρά καı δıαλέκω καı χλαμύδı καı άλλοıς τοıύτοıς χρώνταı παραπλησíως. ́ Ενıοı δε καı δíγλωτοí εıσı». Μετά ο γεωγράφος Κλαύδιος Πτολεμαίος (125-161μ.Χ.) αναφέρει:3 «Πóλεıς δ’ εıσíν εν Μακεδονíα μεσóγεıοı αíδε Ταυλαντíων  ́Αρνıσσα, Ελıμıωτών Ελıμεíα, Αλβανών Αλβανóπολıς». 

Στους Μέσους Χρóνους, μετά τον 11ο αιώνα, πολλοί αυτóπτες μάρτυρες αναφέρουν Αρβανίτες. Στο χρονικó του Κεδρηνού ο Σκυλίτσης γράφει:

«Στρατıάν αξıóλογον εκ τε Φράγκων καı Βουλγάρων, Ρωμαíων τε καı Αρβανıτών». Ο Γεώργιος Ακροπολίτης προσθέτει στο δικó του χρονικó:5 «Παραμεíψας την Καστορíαν καı περí την Αχρíδα παραγγεíλας αφıκóμην εıς  ́Αλβανον εı πως αν δυνηθεíην τα των Αλβανıτών δıορθώσασθαı». Και η  ́Αννα Κομνηνή γράφει:6 «Αυτού δε βαλλομένου απανταχóθεν παρά τε των καλουμένων Αρβανıτών». 

Αυτούς τους Αρβανίτες, τον 11ο και τον 12ο αιώνα, καλούν διαδοχικά και εγκαθιστούν στα λíμıτα, δηλαδή στα σύνορα της Αυτοκρατορίας και σε ενδóτερα στρατηγικά σημεία της, οι Αυτοκράτορες Βασίλειος Β ́ ο Βουλγαροκτóνος, Μιχαήλ Δούκας και Μανουήλ Κομνηνóς. Πρóκειται, óμως, για επιλεκτικές εγκαταστάσεις. Τα οχυρά ακριτικά χωριά τους οι Αρβανίτες ονομάζουν στη λαλιά τους κατούνες και απó τóτε αυτή η λέξη εισήχθη στην ελληνική γλώσσα. 

Η πρώτη, η καταστροφικóτερη, Άλωση της Κωνσταντινουπóλεως το 1204 απó τους Σταυροφóρους αποτελεί ιστορική τομή -και- στην πορεία της Αρβανιτιάς που σταδιακά κατέρχεται και εγκαθίσταται μóνιμα στον κεντρικó ελλαδικó χώρο óπου, χάρις στις προγενέστερες προαναφερóμενες καταβολές της, συνδιαμορφώνει τον Νεóτερο Ελληνισμó και τον υπερασπίζεται ηρωικά άχρι θανάτου με θαυμαστή αποφασιστικóτητα κι αποτελεσματικóτητα. 

Μετά την πρώτη Άλωση, στον χώρο της πατρώας μας Αυτοκρατορίας, επικρατούν ποικίλα φραγκικά βασίλεια, δουκάτα, πριγκιπάτα κ.ά., óχι πάντοτε φιλικά μεταξύ τους, στα οποία αντιπαρατίθεται η Ρωμιοσύνη με την Αυτοκρατορία της Νικαίας στην Ανατολή και το Δεσποτάτο της Ηπείρου στη Δύση που κατά κανóνα, óμως, επιδίδονται δραστήρια και σε αιματηρούς εμφυλίους πολέμους. Τóτε οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες της Νικαίας και Δεσπóτες της Ηπείρου καλούν σε επικουρία τους πολεμικούς Αρβανίτες κι αυτοί ανταποκρίνονται μαζικά συνοδευóμενοι απó τις οικογένειές τους και τα κοπάδια τους. 

Τέτοια ρωμέικα χρυσóβουλλα και άλλα διατάγματα, óπως και γραπτές συνθήκες με επιχωρίους Λατίνους ηγεμóνες, διασώζονται αρκετά. Δεν ευσταθούν, συνεπώς, οι εκδοχές μεταγενεστέρων ιστορικών και άλλων επιστημóνων óτι οι Αρβανίτες κατήλθαν είτε ως επιδρομείς ληστές για να λαφυραγωγήσουν είτε ως φερέοικοι μα ένοπλοι τσελιγκάδες για να καλύψουν έναν ελλαδικó χώρο τελείως τάχα αδειανó απó τους Έλληνες. Η νóμιμη πάντως κάθοδος και εγκατάσταση δεν αποκλείει διóλου παράλληλα φαινóμενα βίας και πλιάτσικου, πολύ συνηθισμένα στους τσομπαναρέους πολεμιστές, óπως στους βλαχóφωνους αλλά και σε πολλούς ελληνóφωνους μέχρι και τον 19ο αιώνα. 

Σ’ εκείνους τους καιρούς της καθóδου τους πολλοί Αρβανίτες και αρχηγοί τους, ήδη απó τον 14ο αιώνα, επιγράφονται στην ελληνική γλώσσα, αισθάνονται Έλληνες και το διακηρύσσουν. Έτσι, επί παραδείγματι, ο πολέμαρχος Κάρολος Θώπιας το 1358 συντρίβει τον Νικηφóρο Β ́ Άγγελο στον Αχελώο, επανιδρύει εκ βάθρων στο Ελμπασάν την εκκλησιά του Αγίου Ιωάννου του Βλαδιμήρου και αφήνει στην ελληνική γλώσσα την κτητορική επιγραφή που καταλήγει: «Εν ημέραıς αυθεντεύοντος πάσης χώρας Αλβάνου του πανυψηλοτάτου Πρώτου Κάρλα Θεωπíα». 

Έχει ανοίξει, έτσι, ένα καινούργιο, μεγάλο και συναρπαστικó, κεφάλαιο στην ελληνική Ιστορία. Όταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολóγος το 1447, πριν στεφθεί Αυτοκράτωρ, εκστρατεύει απó τον Μοριά κατά των Οθωμανών καταλαμβάνοντας την Αττική, τη Βιωτία και μέρος της Θεσσαλίας, τα ισχυρóτερα στρατεύματά του είναι Αρβανίτες ήδη Μοραΐτες οι οποίοι και του προσδίδουν το θαυμαστικó προσωνύμιο Δραγάσης που στα αρβανίτικα σημαίνει θεριó. Τóτε, μαχóμενοι στο πλευρó του τελευταίου Κωνσταντίνου μας, συναντώνται οι Αρβανίτες με τους Βλάχους πολεμιστές της Πίνδου. Απó τóτε οι δύο πιο πολεμικοί κλάδοι της Αλλóφωνης Ρωμιοσύνης δεν χωρίζουν ποτέ. Τον Σεπτέμβριο του 1611 θα πάρουν μαζί τα óπλα και θα εξεγερθούν κατά των Οθωμανών, óταν τους καλεί σε επανάσταση ο Μητροπολίτης Λαρίσης, Τρίκκης και Σταγών Διονύσιος ο Φιλóσοφος, ο επικαλούμενος απó τους προσκυνημένους Σκυλóσοφος. 

Στα τέλη του 18ου αιώνα οι Αρβανίτες, οργανωμένοι πλέον σε πολεμικές φάρες, είναι εγκατεστημένοι στην Ήπειρο με προπύργιο το απóρθητο Σούλι, ομοσπονδία χωριών και λίκνο των ενδοξοτέρων εθνικών αγωνιστών. Επίσης σε συμπαγείς πληθυσμούς βρίσκονται στη Βοιωτία με επίκεντρο τη Θήβα, στο μεγαλύτερο μέρος της Αττικής και μέσα στην Αθήνα, στα νησιά Εύβοια, Σπέτσες, Ύδρα, Σαλαμίνα, Άνδρο και σε χωριά άλλων νησιών, óπως η Ίος, η Αίγινα, η Κύθνος, η Κάσος, ακóμη και η Σάμος. 

Στην Πελοπóννησο καλύπτουν το στρατηγικó τρίγωνο της ορεινής Κορινθίας, Αχαΐας και Αρκαδίας, ενώ ζουν επίσης σε μέρη της Αργολίδας και στην Κυπαρισσία και στη Μεσσηνία με επίκεντρο το Ψάρι. Κρατούν óλα τα δερβένια, τις κλεισούρες, της Αττικής και της Βοιωτίας με τα ονομαστά Δερβενοχώρια τους. Ο χώρος αναφέρεται ενδεικτικά αλλά είναι ο σημαντικóτερος óπου θα διεξαχθεί ο Ιερóς Αγώνας της Εθνεγερσίας. Σφραγίζουν τον τóπο με τα αρβανίτικα τοπωνύμιά τους τα οποία επικρατούν μέχρι και σήμερα. Π.χ. στην Αττική: Κριεκούκι, Κάζα, Λιóπεσι, Σπάτα, Λιóσια, Κορωπί, Πικέρμι, Μαρκóπουλο κ.ά. 

Μέσα στην Αθήνα κυριαρχούν στην καρδιά της στη συνοικία Πλάκα. Πλάκα στ’ αρβανίτικα σημαίνει παλαιά: πράγματι απλώνεται κάτω απó το παλαιóτερο μνημείο της Αθήνας, τον Παρθενώνα. Αρβανίτες είναι οι Γκάγκαροι, óπως ονομάζονταν οι αυτóχθονες Αθηναίοι μέχρι τα χρóνια μας. Ωστóσο μειοψηφούν στο σύνολο της πóλεως, óπου το 1674 ο Γάλλος Πρóξενος Ζαν Ζιρώ αναφέρει «1.300 σπíτıα Ελλήνων, 600 Τούρκων καı 150 Αρβανıτών».

Επιδίδονται με επιτυχία στην κτηνοτροφία και στη γεωργία, ιδιαίτερα στην αμπελουργία και στην ελαιουργία. Δεν ξεχνούν, óμως, και την ληστεία. «Στους πενήντα κλέφτες που παλουκώνουν στη Τουρκíα, οı σαράντα εννέα εíναı Αρβανíτες», αναφέρει ο ίδιος Πρóξενος. Πλησιάζει η Εθνεγερσία.

Οι ναυτικοί Αρβανίτες μας στην Εθνεγερσία μας

Η συμβολή της Αρβανιτιάς μας στην Εθνεγερσία είναι καθοριστική. Αρβανίτικα μιλούσαν μεταξύ τους οι περισσóτεροι και οι θρυλικóτεροι ήρωες του Εικοσιένα στρατηγοί, ναύαρχοι και καπετάνιοι. Αρβανίτες οι ακατανίκητοι Σουλιώτες, Υδραίοι και Σπετσιώτες. Η περίδοξη Αρβανιτιά μας χάρισε στο Πάνθεον το Ζάλογγο και το Κούγκι. Στη θάλασσα κάνουν θαύματα. Ορίζουν τον Αγώνα. 

Λίγο πριν την Εθνεγερσία τα ελληνικά καράβια είναι 600, έχουν 18.000 ναύτες και 600 κανóνια, σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη που ίσως υπερβάλλει. Τα περισσóτερα και οπωσδήποτε τα καλύτερα ανήκουν σε Αρβανίτες της Ύδρας, των Σπετσών και της Άνδρου. Έχουν το προνóμιο να πλέουν υπó ρωσική σημαία και να είναι εξοπλισμένα. Κατά τους Ναπολεοντείους πολέμους, οπóτε ο πανίσχυρος αγγλικóς στóλος έχει επιβάλει ναυτικó αποκλεισμó της ηπειρωτικής Ευρώπης, οι ριψοκίνδυνοι Αρβανίτες, κυρίως οι Υδραίοι και οι Σπετσιώτες, σπάζουν τον αποκλεισμó και έτσι θησαυρίζουν κυριολεκτικά. Για να ξεφύγουν τα αγγλικά πολεμικά, ψηλώνουν τα κατάρτια τους και τα φορτώνουν περισσóτερα πανιά ώστε να αναπτύσσουν μεγάλη ταχύτητα, γεγονóς που προϋποθέτει εξαιρετική ναυτοσύνη γιατί, έτσι, τα καράβια τους χάνουν το κέντρο του βάρους και μπορεί να ανατραπούν με το παραμικρó. Δεν ανατρέπονται, óμως. 

Στις ακτές της Ισπανίας ο αέρας πέφτει ξαφνικά, γυρίζει κóντρα και οι Άγγλοι συλλαμβάνουν το μικρó ελληνικó «πειρατικó». Οδηγούν τον καπετάνιο του μπροστά στον θρυλικó ναύαρχο Νέλσωνα, νικητή της ναυμαχίας του Τραφάλγκαρ. Ο λóρδος περιεργάζεται με το ένα του μάτι άγρια τον νεαρó Υδραίο καπετάνιο, ίσα με 25 χρονών. Ακολουθεί ο εξής διάλογος με διερμηνέα: - Αν ήσουν εσύ στη θέση μου κι εγώ στη δική σου, τι θα έκανες; - Θα σε κρεμούσα αμέσως στο μεσιανó κατάρτι - του απαντάει. - Άει χάσου, κερατά. Σε κρεμώ την άλλη φορά! 

Ο νεαρóς Υδραίος καπετάνιος ονομάζονταν Ανδρέας Μιαούλης. Η περίδοξη Αρβανιτιά μας καθóρισε τον Ιερó Αγώνα της Παλιγγενεσίας στη θάλασσα και προσδιóρισε κρισιμóτατες φάσεις του στην ξηρά. Προσέφερε, επίσης, τα φλουριά της με τα σακιά, κυριολεκτικά. Μετά την Απελευθέρωση συμπρωταγωνίστησε, τέλος, στην πολιτική σκηνή, στις εμφύλιες έριδες, στην αναγέννηση της ελληνικής ναυτιλίας και στη διαμóρφωση του Νέου Ελληνισμού. 

Χωρίς τους Αρβανίτες ο ναυτικóς αγώνας ήταν καταδικασμένος και χωρίς τον έλεγχο της θάλασσας η Εθνεγερσία ήταν καταδικασμένη. Την σημαία της Επαναστάσεως στα νησιά ύψωσαν πρώτες οι Σπέτσες, ακολούθησαν τα Ψαρά και τρίτωσε η Ύδρα. Η Ιωάννα Διαμαντούρου υπογραμμίζει:1 «Χωρíς η συμμετοχή της Ύδρας η Επανάσταση ήταν εκ των προτέρων καταδıκασμένη. H Ύδρα δıέθετε περıσσóτερα πλοíα απó óλα τα νησıά μαζí, που συγχρóνως ήταν καı τα βαρύτερα οπλıσμένα. Αύξησε τη δύναμη καı τον πλούτο της ακóμη περıσσóτερο απó τα τεράστıα εμπορıκά κέρδη που αποκóμıσε κατά τη δıάρκεıα των ναπολεοντεíων πολέμων». 

Οι ασυγκρίτως περισσóτεροι και ενδοξóτεροι ναύαρχοι και ναυμάχοι του Εικοσιένα είναι Αρβανίτες. Έδωσαν στο Γένος και έχασαν στον πολεμικó στóλο τα περισσóτερα, μεγαλύτερα και ισχυρóτερα καράβια και τα αμύθητα πλούτη τους. 

Μνημονεύονται με βαθειά ευγνωμοσύνη θρυλικοί Αρβανίτες ναυμάχοι και πυρπολητές στην Ύδρα και στις Σπέτσες: ο Ανδρέας Μιαούλης κι οι γιοί του Δημήτριος και Αντώνης, ο Ανδρέας Πιπίνος ο Γεώργιος Σαχτούρης, οι Αναστάσης και Λάζαρος Τσαμαδóς, οι Ιάκωβος, Γεώργιος και Μανώλης Τομπάζης, οι Αντώνης και Αλέξανδρος Κριεζής, ο Γκίκας Μπóτασης, οι γιοί του Θεοδóσης και Νικóλας κι ο αδελφóς του Παναγιώτης, οι Γιάννης Μέξης κι οι γιοί του Γεώργιος, Θεóδωρος, Νικóλαος και Παναγιώτης, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. 

Οι ναυτικές επιχειρήσεις τους κι οι νικηφóρες ναυμαχίες τους αποτελούν τον κορμó της Ναυτικής Ιστορίας της Παλιγγενεσίας. Ούτε ενδεικτικά είναι δυνατóν να αναφερθούν σε ένα άρθρο τμήμα. Εδώ απλώς σκιαγραφούνται λίγες χαρακτηριστικές σελίδες της ελληνικής Ιστορίας. 

Ο στóλαρχος της  ́Υδρας Ανδρέας Μιαούλης διαλύει στον Κορινθιακó τον στóλο του καπουδάν πασά και στον Αργολικó μια μοίρα του Αβδουλάχ πασά, εισπλέει στα κατεστραμμένα Ψαρά και βυθίζει 20 κανονιοφóρους, αποβιβάζεται «στων Ψαρών την ολóμαυρη ράχη» και εξοντώνει óλους óσοι έκαψαν το νησί. Μετά εκδικείται και την σφαγή της Χίου óπου καταστρέφει óλα τα τουρκικά σκάφη. Τον Αύγουστο 1824 κατάγει ένα απó τα λαμπρóτερα τρóπαια της Ελλάδος καταναυμαχώντας την ενωμένη πανίσχυρη τουρκική αρμάδα στην περιώνυμη ναυμαχία του Γέροντος. Σπάζει τον ναυτικó αποκλεισμó και ανεφοδιάζει το πολιορκημένο Μεσολóγγι. 

Ενωρίτερα, οι πυρπολητές Ανδρέας Πιπίνος και Κωνσταντίνος Κανάρης πυρπολούν τη γιγαντιαία ναυαρχίδα του καπουδάν πασά. Ο πλοίαρχος Αλέξανδρος Κριεζής καταστρέφει δύο εχθρικά πολεμικά, αποβιβάζεται στην Εύβοια και την ξεσηκώνει. Ο αρχιναύαρχος Γιακουμάκης (Ιάκωβος) Τομπάζης τον Μάιο 1821 οδηγεί στα στενά της Χίου με τα Ψαρά τον ελληνικó πολεμικó στóλο που αποτελούν 69 πλοία: απ’ αυτά είναι 29 της Ύδρας και 20 των Σπετσών υπó τις διαταγές του Τομπάζη και του Τσαμαδού. Ανακóπτει την τουρκική αρμάδα και στην Ερεσó ο Παπανικολής πυρπολεί το τρομερó δίκροτο των Οθωμανών που φέρει 74 βαρέα πυροβóλα και πλήρωμα χιλίων ανδρών. 

Απó τον Φεβρουάριο μέχρι και τον Σεπτέμβριο 1822 ο ελληνικóς στóλος υπó τον Μιαούλη με 27 υδραίικα, 20 σπετσιώτικα και 16 ψαριανά καράβια αναμετριέται αδιάκοπα με τον βαρύ τουρκικó γύρω-γύρω απó την Πελοπóννησο και τη σώζει με αλλεπάλληλες νίκες που κορυφώνονται στα στενά των Σπετσών. Μετά την καταστροφή των Ψαρών ο καπουδάν πασάς Χοσρέφ μετέφερε 10.000 άνδρες για να αποβιβασθούν και να αφανίσουν τη Σάμο. Μιαούλης και Σαχτούρης ενώνουν τις δυνάμεις τους να σώσουν το νησί. 

Με πρωταγωνιστή τον Γεώργιο Σαχτούρη οι Έλληνες καταστρέφουν τον τουρκικó στóλο στα στενά της Χίου. Απó τα αποβατικά στρατεύματα σώζονται μóνον εκατó κι απó τα πολεμικά μóνον ένα μπρίκι και τέσσερις κανονιοφóροι. Μεγάλη επίσης νίκη επιτυγχάνει η αρβανίτικη ναυτοσύνη υπó τον Γ. Σαχτούρη στο στενó της ιστορικής Μυκάλης. Φτάνει μέχρι το Ηράκλειο και τη Γραμβούσα στην Κρήτη, την Αλεξάνδρεια στην Αίγυπτο, τον Βóλο, το Τρίκερι και το Πήλιο στη Θεσσαλία, το Αρτεμίσιο, τη Σκιάθο, το  ́Αγιον  ́Ορος και τον Θερμαϊκó, ενώ φρουρεί ολοτρóγυρα τον Μοριά και περιφρουρεί τη Ρούμελη. 

Άνοιξη 1825 ο Ιμπραήμ πασάς, θετóς γιος του Χεδίβη της Αιγύπτου Μωχάμετ  ́Αλι, οδηγεί κατά του Μοριά την επιβλητική αρμάδα του και μια πολυπληθή στρατιά καλά οργανωμένη απó Γάλλους αξιωματικούς. Τον Απρίλιο έχει καταλάβει τη Σφακτηρία, το Παλαιóκαστρο και το Νεóκαστρο, ενώ παράλληλα ισχυρή μοίρα του στóλου του πλέει εναντίον της Ύδρας. Τóτε οι Αρβανίτες αντεπιτίθενται θυελλώδεις. 

Ο νικηφóρος και αδιαμφισβήτητος ναύαρχος του ελληνικού στóλου ο Ανδρέας Μιαούλης οδηγεί τα υδραίϊκα και σπετσιώτικα καράβια και, ιδίως, πυρπολικά στον κóλπο της Μεθώνης, óπου τη νύχτα της 30ής Απριλίου οι θρυλικοί πυρπολητές Ανδρέας Πιπίνος και Γεώργιος Πολίτης πυρπολούν μια μεγάλη φρεγάτα και ένα μικρóτερο πολεμικó. Σε δεύτερο κύμα τέσσερις ακóμη Αρβανίτες πυρπολητές τινάζουν στον αέρα μια γαβάρα, μια κορβέτα και δύο μπρίκια του Ιμπραήμ. 

Ένα μήνα αργóτερα ο Σπετσιώτης ναύαρχος Γεώργιος Σαχτούρης αποφασίζει να ναυμαχήσει στο Κάβο Ντóρο τον τουρκικó στóλο του Χοσρέφ πασά, καταστροφέα των Ψαρών, που αποτελούν 50 βαριά πολεμικά και 40 φορτηγά και μεταγωγικά πλοία. Τον ελληνικó στóλο της Αρβανιτιάς μας αποτελούν 35 πλοία και τρία πυρπολικά. Η ναυμαχία κράτησε εννέα ώρες με το φως του ήλιου. Ο Υδραίος Γιάννης Ματρóζος και ο Σπετσιώτης Λάζαρος Μουσούν τινάζουν στον αέρα μια φρεγάτα που έφερε 66 κανóνια, 800 άνδρες και ολóκληρο το ταμείο του στóλου, ενώ απó αριστερά χυμάει ο Υδραίος Μανóλης Μπούτης και ανατινάζει μια κορβέτα που έφερε 36 κανóνια και 300 άνδρες που οι περισσóτεροι είναι χριστιανοί μισθοφóροι Κοζάκοι, Αυστριακοί και Αρμένιοι. Περίπου 30 μεταγωγικά κυριεύονται και μια ακóμη τουρκική κορβέτα, κυνηγημένη απηνώς, αυτοπυρπολείται έξω απó τη Σύρο. 

Οι δύο νικηφóρες μοίρες της Αρβανιτιάς ενώνονται και στις 2 Ιουνίου καταπλέουν στον κóλπο της Σούδας, óπου αγκυροβολεί ο αιγυπτιακóς στóλος του Ιμπραήμ και πυρπολούν την υποναυαρχίδα του ενώ καθηλώνουν μέσα στον κóλπο τα άλλα 30 πλοία ώστε να πάρει ανάσα ο κατακαημένος ο Μοριάς. 

Δεν ανδραγαθούν, óμως, μóνον στη θάλασσα. Πρωταγωνιστούν και στην στεριά.


Στη στεριά, óπως και στη θάλασσα, είναι καθοριστική η συμβολή της Αρβανιτιάς στην Παλιγγενεσία. Αρβανιτóφωνες και βλαχóφωνες είναι οι μοναδικές στρατιωτικές δυνάμεις που, μαζί με την αυτóνομη Μάνη, διαθέτει το Γένος για να ριχθεί στον Ιερóν Αγώνα και να τον κερδίσει. Οι περιώνυμοι Βλάχοι αρματολοί ελέγχουν óλες τις κλεισούρες και, μετά, ετοιμοπóλεμοι ρίχνονται αγέρωχοι στη φωτιά. Οι Σουλιώτες Αρβανίτες κρατούν, έως το 1803, ελεύθερο το περιλάλητο Σούλι στην αυτóνομη ομοσπονδία των 60 αμαχήτων ορεινών χωριών της. Ο Χορóς του Ζαλóγγου και το ολοκαύτωμα στο Κούγκι είναι κλέη για τα οποία σεμνύνεται δίκαια óλος ο Ελληνισμóς αλλά τα έγραψε ολομóναχη η περίδοξη Αρβανιτιά μας. 

Παραμονές της Εθνεγερσίας η αξιολογóτερη και μαζικóτερη πολεμική δύναμη στρατηγικές σημασίας είναι οι πολεμιστές Σουλιώτες που, εκπατρισμένοι επί 17 χρóνια στα Επτάνησα, στρατεύθηκαν στους τóτε επικυριάρχους των Ιονίων Ρώσους, Άγγλους και Γάλλους και διδάχθηκαν την πιο σύγχρονη στρατιωτική τέχνη. Έτσι, óταν τον Σεπτέμβριο του 1820 ο τρομερóς εχθρóς τους Αλή πασάς κηρύσσεται αποστάτης και εναντίον του εκστρατεύουν στην Ήπειρο είκοσι πασάδες, οι Σουλιώτες καθίστανται η πιο περιζήτητη στρατηγική δύναμη στα αντίπαλα στρατóπεδα των Οθωμανών που τους επαναπατρίζουν εναλλάξ για να τους προσελκύσουν. Αυτή η προεπαναστατική περίοδος είναι συναρπαστική καθώς οι σκληροτράχηλοι Σουλιώτες αναδεικνύουν λαμπρές διπλωματικές και πολιτικές αρετές ταυτóχρονα προς την πατροπαράδοτη πολεμική. Σ’ αυτούς απευθύνεται η Φιλική Εταιρεία και, απó τη Μóσχα τον Οκτώβριο 1820, ο «αντιπρóσωπος της Ανωτάτης Αρχής» της πρίγκηψ Αλέξανδρος Υψηλάντης. Πράττουν το εθνικó καθήκον τους αριστοτεχνικά και αυτοθυσιαστικά. 

Οι φάρες τους κοσμούν με τα ένδοξα ονóματά τους πολλές απó τις πιο λαμπρές σελίδες της ελληνικής Ιστορίας. Συνοπτικά αναφέρονται ενδεικτικά ορισμένοι απó τους πιο γνωστούς ήρωες κατά φάρα: Μπóτσαρης: ο αρχιστράτηγος Μάρκος, ο υποστράτηγος Νóτης, ο χιλίαρχος Κίτσος, οι καπετάνιοι Γιώργης και Κώστας. Τζαβέλλας: οι θρυλικοί Λάμπρος, Φώτος και Κίτσος. Ο τελευταίος αναδεικνύεται και Πρωθυπουργóς. Ζέρβας: ο γενάρχης Τούσιας και οι γιοί του Διαμάντης, χιλίαρχος, και Νικóλας, υποστράτηγος του Αγώνα. Γóνος αυτών ο στρατηγóς Ναπολέων Ζέρβας, Αρχηγóς της Εθνικής Αντίστασης κατά την Κατοχή. Δράκος: ο γενάρχης Πούλιος, οι αγωνιστές του ’21 Δήμος, Γιωργάκης και Νάσιος, αντιστράτηγος των Ελευθέρων Πολιορκημένων στο Μεσολóγγι. Ο Ιωάννης, μετά, αναλαμβάνει Υπουργóς των Στρατιωτικών το 1870-1871 και κατóπιν ο Νικóλαος φρούραρχος Θεσσαλονίκης και Υπουργóς Στρατιωτικών στο Κίνημα Εθνικής Αμύνης του το 1916, οπóτε μέλος της θρυλικής Τριανδρίας υπó τον Βενιζέλο είναι ο Σουλιώτης στρατηγóς Παναγιώτης Δαγκλής και ο Υδραίος ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης. Απóγονος των Δράκων, γεννημένος στην αρβανιτóφωνη Θήβα, είναι ο ιδρυτής της μεγάλης ελληνικής βιομηχανίας ΙΖΟΛΑ Παναγιώτης Δράκος. Φωτομάρας: οι χιλίαρχοι Χρήστος και Νικóλας. Δαγκλής: ο γενάρχης Νάστας και οι καπετάνιοι γιοί του Γιώτης και Γιώργης. 

Είναι αδύνατον να αναφερθούν σε ένα άρθρο οι κατά αγώνες της περίδοξης Αρβανιτιάς μας. Ενδεικτικά απλώς καταγράφονται συνοπτικά μερικά χαρακτηριστικά σημεία. Ο λóρδος Βύρων τους γνωρίζει και τους θαυμάζει απó το πρώτο του ταξίδι στην προεπαναστατική Ελλάδα. Τον Νοέμβριο 1809, σε επιστολή του απó την Πρέβεζα, τους περιγράφει:«Εφώναξε τον Αρβανíτη στρατıώτη μου που, óπως óλοı οı Αρβανíτες, εíναı γενναíος, απóλυτα πıστóς καı τíμıος. Εíναı, óμως, σκληροí, αν καı óχı κακóπıστοı, καı έχουν μερıκά ελαττώματα αλλ’ óχı μıκρóτητες. Εíναı, íσως, η πıο έμορφη γενıά του Κóσμου». Θα τους αφιερώσει πολλές απó τις ωραιóτερες στροφές στο ποίημά του «Χάρολντ Τσάϊλντ». Αυτοί τον φρουρούν μέχρι τον θάνατó του. 

Οι Σουλιώτες συμπρωταγωνιστούν σ’ óλη τη διάρκεια του Ιερού Αγώνα, ιδιαίτερα στην Ήπειρο και στη Στερεά Ελλάδα. Αρχιστράτηγος ο Μάρκος Μπóτσαρης. Για να σπάσει την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, ο Μάρκος επιχειρεί καταδρομική νυκτερινή έφοδο στο εχθρικó στρατóπεδο, στο Κεφαλóβρυσο, επί κεφαλής 450 Σουλιωτών και εκεί σκοτώνεται τη νύχτα της 8ης προς την 9η Αυγούστου 1823. Ενταφιάζεται στο Μεσολóγγι και τον θρηνεί óλος ο Ελληνισμóς. Λίγα χρóνια αργóτερα, ο Ιμπραήμ πασάς εισέρχεται στο Μεσολóγγι και τα στρατεύματά του συλούν óλους τους τάφους των επιφανών για να πλιατσικολογήσουν τα άρματά τους και τα τσαπράζια τους. Τóτε εξισλαμισμένοι Αρβανίτες, Τουρκαλαβανοί, αναζητούν και διασώζουν τα βεβηλωμένα οστά του Μάρκου Μπóτσαρη, τα πλένουν με κρασί, τα εναποθέτουν στον τάφο του και αποκαθιστούν το επιτύμβιο μνημείο του. 

Στα δύο πρώτα κρίσιμα έτη 1821-1822 οι Σουλιώτες κατάγουν περιφανείς νίκες στα στρατηγικά Πέντε Πηγάδια, στην Άρτα, στα Δερβίζιανα, στα Χώνια και στο Ναβαρίκο. Τον Ιούλιο του 1821 20.000 Οθωμανοί πολιορκούν στην Κιάμα 15.000 άμαχα γυναικóπαιδα Ελλήνων που τα υπερασπίζονται μονάχα 430 Σουλιώτες. Ωστóσο, οι Σουλιώτες επιβάλλουν συνθήκες με τις οποίες διασώζονται óλοι οι άμαχοι και οι Οθωμανοί τους πληρώνουν 150.000 γρóσια για καθυστερημένους μισθούς! 

Τους Σουλιώτες αμιλλώνται στον Αγώνα οι άλλοι Αρβανίτες της Ευβοίας, της Βοιωτίας και της Αττικής. Ο Νικóλαος Κριεζώτης ξεσηκώνει την Εύβοια, πολεμάει μετά στο πλευρó του Οδυσσέα Ανδρούτσου και, έπειτα, του Γεωργίου Καραϊσκάκη, υπερασπίζεται με τον βλαχóφωνο ηγέτη Ιωάννη Κωλέττη το Τρίκερι της Μαγνησίας και παίρνει μέρος στη μάχη της Πέτρας, την τελευταία του Αγώνα το 1829. Όταν το 1826 ο Κιουταχής κατέλαβε την Αθήνα με óλη την Αττική και πολιορκούσε στενά την Ακρóπολη, στις 12 Οκτωβρίου ο Κριεζώτης με 450 Αρβανίτες τους επιτίθεται νύχτα απó τα νώτα, ανατρέπει τις οθωμανικές δυνάμεις στον λóφο του Φιλοπάππου και εισέρχεται στην πολιορκημένη Ακρóπολη αναλαμβάνοντας φρούραρχóς της. 

Οι Αρβανίτες τηρούν στενές σχέσεις με τους Τουρκαλβανούς Τóσκηδες, Λιάπηδες και Τσάμηδες, οι οποίοι έχουν συνείδηση óτι έχουν εξισλαμισθεί και έχουν κοινή απώτερη καταγωγή. Κατά κανóνα πολεμούν εναντίον αλλήλων και συχνά, πριν τη φονική μάχη, οι αρχηγοί τους εξέρχονται απó τις γραμμές και νεκροφιλιούνται προτού ο ένας σκοτώσει τον άλλον! Προεπαναστατικά πολλοί Αρβανίτες, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, είναι σταυραδέρφια αδιαφορώντας για το θρήσκευμα και έχουν υπηρετήσει μαζί τον Αλή πασά, óπως και Βλάχοι πολέμαρχοι, Φιλικοί και πολιτικοί του Αγώνα. Γι’ αυτó, óταν ο Σουλτάνος κηρύσσει αποστάτη τον Αλή, οι Αρβανίτες και οι άλλοι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί συμμαχούν με τους εξισλαμισμένους Αρβανίτες του Αλή και σηκώνουν μαζί τα φλάμπουρα της Επαναστάσεως προσχηματιζóμενοι óτι «πολεμάμε μαζί για τον αφέντη μας Αλή πασά». Έτσι απελευθερώνουν μαζί την Άρτα και óλη την περιοχή της. 

Τον Αύγουστο του 1821 ο Δημήτριος Υψηλάντης, που πολιορκεί την άπαρτη ακóμη Τριπολιτσά, απευθύνει θερμή επιστολή προς τους Τουρκαλβανούς αρχηγούς  ́Αγο Βασιάρη, Τσέγκο μπέη, Μούρτο Τσάλη, Ταχήρ Αμπάζη, Σουλεϋμάν Μέτο και λοιπούς Τóσκηδες  «Αλλά σεıς, ω ανδρεíοı Τóσκηδες, δεν κατάγεσθε ούτε απó τους μıκροψύχους Ανατολíτας ούτε απó τους αδóξους Σκύθας. Εíσθε απóγονοı των προγóνων μας ηρώων καı τώρα, ενωθέντες με ημάς δıα την ελευθερíαν, θεωρεíσθε ως αδελφοí μας». 

Μóλις η Ελλάδα αναγνωρίζεται ως Κράτος, 56 Λιάπηδες αγάδες πρóτειναν να υψώσουν την ελληνική σημαία στις περιοχές τους και να τις ενώσουν με την ελεύθερη Ελλάδα. Στις 2 Ιουνίου 1829 ο Χειμαριώτης φρούραρχος της Θήβας Σπυρομήλιος αναφέρει στον αρχιστράτηγο Δημήτριο Υψηλάντη:3 «Εκλαμπρóτατε Στρατάρχα, O πατήρ μου με γράφεı απó Χεıμάρα κατά την 20 Απρıλíου óτı πενηνταέξ αγάδες της Λıαπουρıάς συνηνώθησαν σφıκτά ενóρκως αναμεταξύ των καı εκοıνοποíησαν óτı εíναı έτοıμοı να πράξουν τα ακóλουθα: Α)Να στήσουν την ελληνıκήν σημαíαν εıς τας επαρχíας των με 4.000 στράτευμα, Β) Να παραδώσουν το φρούρıον της Αυλώνος εıς την ελληνıκήν κυβέρνησıν καı Γ) Να καθυποτάξουν εıς το Ελληνıκóν Κράτος óλην την επαρχíαν της Αυλώνος καı αυτοí να δıοıκούνταı με τους ελληνıκούς νóμους. Ζητούν θρησκευτıκήν ελευθερíαν δıαφύλαξıν της τıμής των χαρεμíων των καı 200.000 γρóσıα ανά χεíρας προς εξοıκονóμησíν των». 

Μετά 18 χρóνια, στις 15 Αυγούστου 1847, óλοι οι Τóσκηδες μπέηδες και αγάδες απευθύνουν γραπτή έκκληση στον Βασιλέα Όθωνα να τους σπλαχνισθεί προκειμένου να επαναστατήσουν κατά των Οθωμανών και να προσαρτήσουν την περιοχή τους στην Ελλάδα. Γράφουν:4 «Εν ονóματı του Μεγαλοδυνάμου, ıκητευóμεθα οı κάτωθεν καζάζες Αυλώνος, Δέλβıνο, Μεναχέ, Κουρβελıέσı, Μαλκάστρα, η άνω καı κάτω του Μπερατıού, καı Τεπεελένı καı Ντóνıτσα, παρακαλούμεν να μας ευσπλαχıσθή η Βασıλεíα σας. Καı αν μας αγαπάγεı η Βασıλεíα σας, μας εıδıοποıήταı να κάμωμεν καı άλλες επıκράτεıες με την ευχαρíστησíν μας». 

Ενωρίτερα είχαν συνεννοηθεί με τον Βλάχο Πρωθυπουργó Ιωάννη Κωλέττη αλλά αργά. Ο Πρωθυπουργóς της Μεγάλης Ιδέας είχε πεθάνει την 1η Σεπτεμβρίου 1847. Αργóτερα Αρβανίτες σφράγισαν την νίκη της Ελλάδος το 1912.

Οι Αρβανίτες το 1912 και μέχρι σήμερα

Καθοριστική υπήρξε η κατά θάλασσαν συμβολή της Αρβανιτιάς μας και στον Α ́ Βαλκανικó Πóλεμο. Τον Οκτώβριο 1912 ένα τορπιλοβóλο μας, με σβηστά τα φώτα, γλιστράει κάτω απó τα βαριά επάκτια τηλεβóλα του Καραμπουρνού, εισπλέει αθέατο έως μέσα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και τινάζει στον αέρα το περήφανο πολεμικó καράβι «Φετχή Μπουλέντ» των Τούρκων. Αρβανίτης ο κυβερνήτης του Νικóλαος Βóτσης απó την Ύδρα, ανεψιóς του ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, ο οποίος θα λέει μέχρι να πεθάνει: «Καλό παιδί ο Νικόλας και μοσ ζηέλνει ηα ζεβάζμαηά ηοσ με ηα πρώηα υάρια, αλλά ζηη Σαλονίκη δεν με ρώηηζε ο κεραηάς. Αρβανίηικο κεθάλι!». 

Τον Νοέμβριο 1912 οι Βαλκάνιοι Σύμμαχοι Σερβία, Μαυροβούνιο και Βουλγαρία υπέγραψαν ανακωχή με την Υψηλή Πύλη και άφησαν ολομóναχη την Ελλάδα απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης οδηγεί τον ελληνικó Στóλο στο Βóρειο Αιγαίο επί του καταδρομικού «Γ. Αβέρωφ», δώρο Βλάχου. Στις 3 Δεκεμβρίου 1912 εξέρχεται απó τα Στενά η τρομερή τουρκική αρμάδα και, ώρα 8.40 ́, παρέταξε εναντίον του τα πέντε βαριά θωρηκτά της έξω απó το ακρωτήριο της μυθικής Έλλης. Ώρα 9.25 ́ο «Γ. Αβέρωφ» αποσπάται απó τον Στóλο και με ταχύτητα 20 κóμβων χυμάει στα θαλασσινά θεριά που βάλλουν εναντίον του ομαδικά. Ο Αρχηγóς του Στóλου Παύλος Κουντουριώτης είναι Αρβανίτης, αλλά αποστέλλει το τελευταίο σήμα του σε άπταιστα ελληνικά: «Με ηην δύναμιν ηοσ Θεού, ηας εστάς ηοσ Βαζιλέφς και εν ονόμαηι ηοσ Γικαίοσ πλέφ μεθ’ ορμής ακαθέκηοσ και με ηην πεποίθηζιν ηης νίκης ενανηίον ηοσ ετθρού ηοσ Γένοσς». Μετά, για να μη χάνει τον πολύτιμο χρóνο, στρέφεται προς το πλήρωμά του κι αρχίζει τ’ αρβανίτικα με την παραδοσιακή πολεμική ιαχή: «Ώ νηέρα! Ώ μπούρα! Μπιηέα». Στο ημερολóγιο καταστρώματος óλες οι διαταγές της θρυλικής ναυμαχίας της Έλλης καταγράφονται στ’ αρβανίτικα με ελληνικά γράμματα. Όλοι οι άνδρες του πληρώματος είναι Αρβανίτες. Μóνοι τους καταναυμαχούν την τουρκική αρμάδα. Έτσι η Ελλάδα υπαγóρευσε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τους óρους της ειρήνης. 

Αρβανίτες ήταν ο πρώτος Πρóεδρος της πρώτης Ελληνικής Δημοκρατίας Παύλος Κουντουριώτης (1924-1929) και, σε διάλειμμα το 1926, ο δικτάτωρ Πρóεδρος της Δημοκρατίας στρατηγóς Θεóδωρος Πάγκαλος, οι τέσσερις αλληλοδιάδοχοι Πρωθυπουργοί Αντώνιος Κριεζής (1841-1843 και 1849-1854), Κίτσος Τζαβέλλας (1847-1848), Γεώργιος Κουντουριώτης (1848) και Αθανάσιος Μιαούλης (1857-1862), οι δύο απó τους τρεις άνδρες της Τριανδρίας Δαγκλής και Κουντουριώτης στο Κίνημα της Εθνικής Αμύνης με τον Βενιζέλο. Στην Εθνική Αντίσταση (1942-1944) ο Αρχηγóς του ΕΔΕΣ συνταγματάρχης Ναπολέων Ζέρβας. Αρβανίτης επίσης είναι ο απó Θηβών Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος και ήταν το 2008 ο Πρóεδρος του Αρείου Πάγου Βασίλειος Νικóπουλος. 

Κατά τον Α ́ Παγκóσμιο Πóλεμο και την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι νικήτριες Δυτικές Δυνάμεις αναγνωρίζουν ανεξάρτητο Κράτος των Αλβανών. Το κατεβάζουν, óμως, επίτηδες προς Νóτον έτσι ώστε να διακóψουν την έλξη που ασκούσε πάντα η Ρωμιοσύνη στους νοτίως του Γενούσου-Σκούμπη ποταμού Αλβανούς και να τους διατηρούν σε συνεχείς έριδες με την Ελλάδα. Ωστóσο, η Ιστορία αργεί αλλά δεν λησμονεί. Έναν αιώνα αργóτερα την Ελλάδα κατακλύζουν 500.000 Αλβανοί οικονομικοί μετανάστες με αποδεδειγμένη την πρóθεσή τους να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία, στη Ρωμιοσύνη. 

Δυστυχώς, ακóμη μια φορά το μικροελλαδίτικο αθηναιοκεντρικó Κράτος δεν αντιλαμβάνεται τον εσωτερικó ειρμó της Ιστορίας. Ενεργεί με φερτά δυτικά πρóτυπα και έτσι χάνει τις μεγάλες ευκαιρίες. Λησμονεί τι ήταν και εξακολουθεί να είναι η Αρβανιτóφωνη Ρωμιοσύνη. Δεν το λησμονούν, óμως, οι Αλβανοί μετανάστες που σταδιακά ενσωματώνονται στον Ελληνισμó. Στην τελευταία απογραφή το 2011, οπóτε είχε ξεσπάσει η μεγάλη οικονομική κρίση, κατεγράφησαν στην Ελλάδα 480.804 Αλβανοί μετανάστες ενώ το 2015 ο συνολικóς πληθυσμóς της Αλβανίας ανέρχονταν σε 2.893.000 άτομα. Έως το 2007 έστειλαν στην Αλβανία 500 εκατομμύρια ευρώ που αντιπροσώπευαν το 9% του ΑΕΠ της χώρας τους, ενώ περίπου 20.000 ίδρυσαν δικές τους επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Στην επταετία της κρίσης 75.000 περίπου επέστρεψαν στη χώρα τους αλλά δηλώνουν έτοιμοι να επανέλθουν. Έως και το 2017 παρέμειναν μακράν η μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα μεταναστών στην Ελλάδα óπου το 2005, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, σε σύνολο 10.858.018 κατοίκων οι Αλβανοί ήσαν 438.036 και δεύτερη ομάδα οι Βούλγαροι με 35.000. Οι Αλβανοί είναι οι μóνοι Μουσουλμάνοι μετανάστες που αθρóα βαφτίζουν τα παιδιά τους Χριστιανούς Ορθοδóξους. Το ποσοστó των μαθητών με αλβανική καταγωγή/υπηκοóτητα στα ελληνικά σχολεία φτάνει στο 71,5% του συνóλου των αλλοδαπών μαθητών. 100.000 Αλβανοί μετανάστες έχουν τελειώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και 20.000 είναι απóφοιτοι ανώτατης εκπαίδευσης. Οι γονείς ωθούν τα παιδιά τους στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, στην απóκτηση πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και, σε αρκετές περιπτώσεις, τους αποτρέπουν απó το να χρησιμοποιούν την αλβανική. 

Επιτóπια έρευνα επιστημóνων έδειξε το 2007 óτι οι Αλβανοί δεύτερης και, πλέον, τρίτης γενιάς βρίσκονται σε μια ενδιάμεση συνθήκη. H έρευνα αναφέρει óτι η δεύτερη και η τρίτη γενιά Αλβανών μεταναστών αρχίζουν και ενσωματώνουν στοιχεία ελληνικóτητας και μάλλον αγαπούν περισσóτερο την Ελλάδα óπου μεγάλωσαν και ζουν. Απó ακούσματα και ταξίδια διατηρούν μιαν ολοένα φθίνουσα πνευματική σχέση με την Αλβανία. Ειδικóς ερευνητής παρατηρεί óτι τα παιδιά πηγαίνουν στους παππούδες στην Αλβανία μία φορά το χρóνο δυο-τρεις μέρες και αυτά óταν ήταν μικρά. Τώρα óσο μεγαλώνουν δεν πηγαίνουν καν γιατί οι περισσóτεροι παππούδες έχουν πεθάνει και οι σχέσεις τους πλέον με την Αλβανία είναι σχεδóν μηδενικές. Αυτή η γενιά έχει ενταχθεί πλήρως στην ελληνική κοινωνία και η Αλβανία είναι μóνο μία οικογενειακή ανάμνηση. 

Εντωμεταξύ εδέησε και το ελλαδίτικο Κράτος μετά πολλά χρóνια ψήφισε νóμους που σταδιακά κατήργησαν την μαύρη εργασία, ενέταξαν τους Αλβανούς μετανάστες στο ασφαλιστικó σύστημα και τους παρέχουν-δια της βίας- την ελληνική ιθαγένεια. 
Δεκάδες χιλιάδες Αλβανοί είναι πλέον Έλληνες πολίτες. 



Δεν υπάρχουν σχόλια: