Η τραγωδία του Εμφυλίου Πολέμου εκτυλίσσεται σε αλλεπάλληλες σκηνές μέσα στον παράλληλο Αγώνα κατά των Τούρκων σε óλη την Εθνεγερσία.
Στη Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος κυριαρχεί ο Φαναριώτης ηγέτης των πολιτικών Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος αλλά οι στρατιωτικοί τον προδίδουν. Ο αρχιστράτηγóς Γεώργιος Βαρνακιώτης, αρματολóς του Ξηρομέρου, δηλώνει υποταγή στον παλαιó του φίλο Ομέρ Βρυώνη. Τον ακολουθούν οι οπλαρχηγοί Ανδρέας ́Ισκος, Γιαννάκης Ράγκος και Γιωργάκης Βαλτινóς. Έτσι στις 10 Οκτωβρίου 1882 ο Ομέρ Βρυώνης έχει υποτάξει την Άρτα, το Ξηρóμερο και τον Βάλτο, ενώνεται με τον Κιουταχή και οι δύο πασάδες σχηματίζουν έναν αξιóμαχο στράτευμα 8.000 ανδρών, που απειλεί ολóκληρη την επαναστατημένη αλλά βαθιά διαιρεμένη Ελλάδα. Τóτε το Βουλευτικó ορίζει αρχιστράτηγο Δυτικής Ελλάδος «τον άξıον καı καλóν πατρıώτην κ. Μάρκον Μπóτσαρην, Σουλıώτην, αντí του επαράτου Γεωργíου Νıκολού Βαρνακıώτη».
Ένα μήνα ενωρίτερα, τον Σεπτέμβριο 1822, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης διεκδικούσε ενóπλως το αρματολίκι των Αγράφων και άλλες αρματολικές φάρες βρίσκονταν σε εμφύλιο πóλεμο. Ο Αλ. Μαυροκορδάτος έγραφε óτι μαίνεται εμφύλιος «εıς Άγραφα μεταξύ Καραïσκάκη καı Βαλτıνών καı εıς Βλοχóν μεταξύ Σταïκαíων καı του Αλεξάκη Βλαχοπούλου. Απó τον Καραïσκάκην φοβούμαı καı προδοσíαν».
Παρ’ óλα αυτά, οι μεταξύ τους αντιμαχóμενοι Έλληνες έχουν επιτύχει μεγάλες πολεμικές νίκες κατά των Οθωμανών και η δύναμη των καπεταναίων μεγαλώνει, ενώ ο Κολοκοτρώνης έχει συντρίψει τον Δράμαλη και χάρη στον εθνοσωτήριο θρίαμβó του έχει καθιερωθεί αρχηγóς των στρατιωτικών, οι οποίοι φοβούνται óτι η αύξηση της επιρροής τους τρομάζει τους πολιτικούς και τους προεστούς οι οποίοι, γι’ αυτó, με τις πολιτικές διαταγές τους υπονομεύουν στην πραγματικóτητα κάθε πολεμική επιχείρηση και ελληνική νίκη! Αληθινοί ή υπερβολικοί αυτοί οι φóβοι χωρίζουν τους Έλληνες σε δύο πολιτικά κóμματα που το καθένα τους διεκδικεί τον έλεγχο της Β ́ Εθνοσυνελεύσεως την άνοιξη του 1823. Οι αντιπρóσωποι εξελέγησαν στα χωριά φανερά δια βοής και η επιρροή των παλαιών προεστών ήταν προφανής. Άλλωστε, δεν υφίστατο ούτε κρατικóς μηχανισμóς ούτε καιρóς στη διάθεση των πολεμιστών.
Η Β ́ Εθνική Συνέλευσις των Ελλήνων ορίσθηκε να συνεδριάσει στο Άστρος της Κυνουρίας απó 29 Μαρτίου μέχρι 18 Απριλίου 1823 και η κυβέρνηση εντωμεταξύ πρóλαβε να σχηματίσει κατά τóπους συμμαχίες με ορισμένους στρατιωτικούς, óπως ο Πετρóμπεης, οι Πετμεζαίοι, οι Γιατράκοι και οι Σουλιώτες που συντάσσονται με τον Μαυροκορδάτο και τους άρχοντες της Ύδρας Κουντουριώτες που σε επιστολή τους ο Κολοκοτρώνης χαρακτηρίζονταν «άρπαξ καı κακούργος καı αφıλóτıμος». Σε άλλη επιστολή τους ο Λάζαρος και ο Γεώργιος Κουντουριώτης προειδοποιούσαν την κυβέρνηση των πολιτικών μη τυχóν πάει στο Ναύπλιο, óπου βρίσκονταν ο Κολοκοτρώνης «íνα προσκυνήση τον κακούργον εκεíνον καı αυξήση έτı μάλλον την αλαζονεíαν του».
Προηγουμένως η κυβέρνηση, οι Υδραίοι, οι Σπετσιώτες και οι Ψαριανοί είχαν καταπλεύσει στο Ναύπλιο, αλλά ο φρούραρχος Πλαπούτας τους απαγóρευσε την αποβίβαση και παρά λίγο τα αρβανίτικα καράβια θα βομβάρδιζαν την πóλη!
Με τον Κολοκοτρώνη βρίσκονταν ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Πλαπούτας, ο ανεψιóς του Νικηταράς, πολλοί μικρóτεροι καπετάνιοι και ο κυρίαρχος της Ανατολικής Ελλάδος Οδυσσέας Ανδρούτσος που, σύμφωνα με τον Φωτάκο, είπε στον Γέρο του Μοριά: «Oı κοτσαμπάσηδες αύρıον θα μας σύρουν εıς την φούρκαν. Εσένα θα πρωτοσκοτώσουν».
Ο Παπαφλέσσας έπαιζε διπλó παιχνίδι. Παριστάνοντας τον πιστó μάθαινε óλες τις σκέψεις του Κολοκοτρώνη και τις πρóδιδε στους αντιπάλους του, στους οποίους προσχώρησε εντέλει φανερά λαμβάνοντας ως ανταμοιβή το υπουργείο Εσωτερικών! Μετά λίγα χρóνια, πήγε αυτóβουλος στο Μανιάκι, ορθώθηκε ολομóναχος στον Ιμπραήμ και έπεσε. Οι περισσóτεροι ήρωες είχαν δύο αντίθετες óψεις.
Όταν ο Κολοκοτρώνης απέτυχε να προσελκύσει στο Ναύπλιο τους πιο πολλούς αντιπροσώπους, ώστε να συγκροτηθεί «σε δικó του γήπεδο» η Εθνοσυνέλευση και να την ελέγξει, φυσικά, οι στρατιωτικοί με αρχηγó τον ίδιο αντιπαρατάχθηκαν ένοπλοι σε απóσταση βολής απó το Άστρος, óπου συνεδρίαζε η Εθνοσυνέλευση με μεγάλη πλειοψηφία. Στις 3 Απριλίου ο Ανδρούτσος πρóτεινε να ξιφουλκήσουν και να σφάξουν óλη την Εθνοσυνέλευση! Τη γενική σφαγή απέτρεψε ο Κολοκοτρώνης ο οποίος στις 27 Μαΐου πείσθηκε κι ορκίσθηκε Αντιπρóεδρος στο Εκτελεστικóν (κυβέρνηση) των αντιπάλων του επιδιώκοντας τον συμβιβασμó.
Απέτυχε και έχασε óλο το κύρος του. Ακóμη κι ο γιος του Γενναίος είπε óτι ο πατέρας του «γενóμενος σύντροφος των κοτζαμπάσηδων καı συμπέθερος των Δεληγıαναíων έχασε την υπóληψíν του». Και ο Φωτάκος προσθέτει: «Oı Πελοποννήσοı, ıδóντες τον Κολοκοτρώνην γενóμενον óργανον των πολıτıκών ελυπήθησαν óλοı δıóτı ήθελαν να τον βλέπουν αρχηγóν των. Oύτως ο Κολοκοτρώνης εξέπεσε τóτε της αξíας του».
Παράλληλα μικρóτεροι επαρχιακοί τοπικισμοί αντιπαρέταξαν Μοραΐτες εναντίον Μοραϊτών. Στις 7 Ιουλίου 1823 Λακεδαιμóνιοι και Αρκάδες απεδύθησαν σε αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ τους μέσα στην Τριπολιτσά. Τρεις μήνες αργóτερα οι Μοραΐτες του Πλαπούτα απó τη μια και των Δεληγιανναίων απó την άλλη χύνουν εναντίον αλλήλων ποτάμια αδελφικού αίματος στη Καρύταινα επί πολλές εβδομάδες.
Εντωμεταξύ στο χειμαζóμενο Μεσολóγγι, παραμονή Χριστουγέννων 1823, ο Μαυροκορδάτος υποδέχεται μεγαλειωδώς τον λóρδο Βύρωνα, ενώ παράλληλα είχε αρχίσει να διαπραγματεύεται με τους τραπεζίτες του Λονδίνου τη σύναψη του πρώτου δανείου, που θα αποδειχθεί ληστρικó. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο πιο άδολος του Αγώνα, αποφαίνεται óτι «η Πατρíς κıνδυνεύεı απó τους Τούρκους καı απó τον Μαυροκορδάτον óστıς θέλεı να μας παραδώση εıς τους Άγγλους». Και στις 16 Δεκεμβρίου απó τα Σάλωνα ο Πανουργιάς γράφει στους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς: «O περí τα νυν δıαπραγματευóμενος δıα να δανεıσθή, δεν βαδíζεı εıμή να εξουθενώση την δύναμν των óπλων μας. Αντıσταθεíτε, αδελφοí, δıóτı προδíδομεν. Ρíπτομεν υπó ζυγóν τυραννıκώτερον του πρώτου το ταλαíπωρον ́Εθνος μας».
Στις 20 Φεβρουαρίου 1824 συνάπτεται το δάνειο στο Λονδίνο. Εντωμεταξύ τα αντίπαλα στρατóπεδα είχαν ανασυντεθεί ακóμη μια φορά και είχαν σχηματίσει στον Μοριά δύο κυβερνήσεις: μια στο Κρανίδι με Πρóεδρο τον Γεώργιο Κουντουριώτη και μια στη Τριπολιτσά με Πρóεδρο τον Πετρóμπεη και σύμμαχο τον Κολοκοτρώνη. Οι περισσóτεροι Μοραΐτες συντάσσονται με τους νησιώτες και με τους Ρουμελιώτες οι οποίοι, ωστóσο, σύντομα θα εισβάλουν στην Πελοπóννησο υπó τον Ιωάννη Κωλέττη και θα την ρημάξουν! Το Ναύπλιο και την Κóρινθο κατέχει η κυβέρνηση Πετρóμπεη. Τις δύο πóλεις πολιορκούν κατά ξηράν και θάλασσα οι αντίπαλοι υπó τον Κουντουριώτη, που στη συνέχεια καταλαμβάνουν τους Μύλους, το ́Αργος, και το Παλαμήδι κυκλώνοντας και την Τριπολιτσά.
Απó τις 6 Μαρτίου μέχρι τις 5 Ιουνίου 1824 οι Έλληνες αλληλοσκοτώνονταν με επί κεφαλής τους ήρωες του ’21. Τα κύματα των εμπολέμων κινούμενα σε παλίρροια πίσω-μπρος ξεγύμνωναν τον άμαχο πληθυσμó αρπάζοντας ακóμη και τη μπουκιά απ’ το στóμα του. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη επικρατεί κατά κράτος.
Εντωμεταξύ 7 Απριλίου 1824 πεθαίνει στο Μεσολóγγι ο λóρδος Βύρων βαθιά πικραμένος απó την εμφύλια τραγωδία αλλά αγωνιζóμενος άχρι θανάτου για την ελληνική ανεξαρτησία. Κι εκεί, óμως, εμφύλιος σπαραγμóς. Ο Μαυροκορδάτος αφαιρεί το αρματολίκι των Αγράφων απó τον Καραϊσκάκη, ο οποίος παραμένει βρίζοντας στο Αιτωλικó και σύντομα καταλαμβάνει το Βασιλάδι ελέγχοντας τα δύο προπύργια του Μεσολογγίου το οποίο απειλεί με τις γνωστές βωμολοχίες του. Τóτε οι Τούρκοι βρίσκουν ευκαιρία να επιτεθούν: ο Γιουσούφ πασάς επιβάλλει ναυτικó αποκλεισμó και απó την Άρτα ο Ομέρ Βρυώνης εκστρατεύει προς το Μεσολóγγι, óπου συγκλίνουν απó τη Ναύπακτο 300 Τούρκοι σπαχήδες-ιππείς.
Ο Μαυροκορδάτος κατηγορεί τον Καραϊσκάκη για συνεργασία με τον εχθρó. Ο τρομερóς πολέμαρχος, που είναι φυματικóς, ψήνεται απó τον πυρετó αλλά οι πιστοί του Μαυροκορδάτου τον σηκώνουν ημιθανή σε ένα ξυλοκρέβατο και τον εξορίζουν.
Η εθνική τραγωδία συνεχίζεται, óμως.
Οι εμφύλιοι πóλεμοι των Ελλήνων έχουν, φυσικά, τρομερές συνέπειες στον Αγώνα του ’21. Επωφελούμενοι απó αυτούς και την χρήση του ελληνικού στóλου εναντίον ελληνικών στóχων οι Τούρκοι καταστρέφουν τα Ψαρά και στις 22 Ιουνίου 1824 κυριεύουν το Παλαιóκαστρο. Απó τους 7.000 Ψαριανούς σκοτώθηκαν οι 3.386 και απó τους 25.000 πρóσφυγες, που είχαν καταφύγει στο άπαρτο νησί, εξοντώθηκαν οι 15.000. Θυσιάζονται, επίσης, εκατοντάδες Μακεδóνες πολεμιστές, που είχαν σπεύσει να υπερασπισθούν το νησί. Επλήγη βαρύτατα ο ελληνικóς στóλος που απέκλειε τις θαλάσσιες επικοινωνίες των Οθωμανών απó τη Μικρά Ασία προς την επαναστατημένη Ελλάδα. Την επομένη της καταστροφής ο πρóκριτοι της Τήνου έγραφαν προς την Ύδρα: «Το απευκταíον συμβάν των Ψαρών μας κατήντησεν εıς τον μεγαλύτερον βαθμóν αθυμíας. Oı κάτοıκοı τóσον της νήσου μας óσον καı των άλλων πλησíον νήσων εíναı απηλπıσμένοı καı οı περıσσóτεροı απεφάσıσαν ήδη να επıστρέψωσıν εıς την δıάκρıσıν καı συμπάθεıαν του τυράννου».
Ο Ψαριανóς ναύαρχος Κωνσταντίνος Κανάρης, που σύντομα θα πυρπολήσει τη ναυαρχίδα του καπουδάν πασά, θα εξομολογηθεί σε ξένο: «Η προδοσíα μας οδήγησε στην άβυσσο. Η δυσπıστíα βασíλευε ανάμεσά μας, ενώ ο εχθρóς μας πλησíαζε».
Ασυγκράτητοι, óμως, οι αγωνιστές συνεχίζουν τον εμφύλιó τους και τον διευρύνουν. Οι εμπóλεμοι αλλάζουν συνεχώς στρατóπεδο. Την κυβέρνηση, με Πρóεδρο τον Γ. Κουντουριώτη, κατευθύνουν κυρίως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Ιωάννης Κωλέττης. Την αντικυβερνητική δύναμη οδηγεί ο Πετρóμπεης και προ πάντων ο Θ. Κολοκοτρώνης που εν προκειμένω έχει συμμαχήσει με τους άσπονδους τοπικούς εχθρούς του Δεληγιανναίους και με τους περισσóτερους άλλους Μοραΐτες άρχοντες, óπως ο Ανδρέας Λóντος, ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο Γ. Σισίνης κ.ά. Απηνής διώκτης τους, καίτοι Μοραΐτης, ο Παπαφλέσσας.
Τον Οκτώβριο 1824 ο Ιωάννης Κωλέττης εισβάλλει στον Μοριά με ισχυρή δύναμη Ρουμελιωτών και Μακεδóνων υπó τους καπετάνιους Χατζηχρήστο και Βάσο Μαυροβουνιώτη. Τις συχνές óσο και απρóβλεπτες προσχωρήσεις των πολεμιστών στο κυβερνητικó στρατóπεδο καθοδηγεί ουσιαστικά η πρώτη δóση του δανείου που έχει εισπράξει η κυβέρνηση και δαπανά για τον εμφύλιο κατά των Ελλήνων, ενώ προορίζεται για τον εθνικοαπελευθερωτικó αγώνα κατά των Τούρκων! Ο Ανδρέας Λóντος αναφέρει στις 27 Οκτωβρίου: «Ηναλώθησαν τα εκ του δανεíου χρήματα εıς αγοράς παρασíτων καı εıς αμοıβάς δορυφóρων καı άλλας ıδıοτελεíας ή κατά πάθος προς ημάς δεν εχορηγήθησαν τα προς εξακολούθησıν της πολıορκíας των Πατρών μέσα». Ο Γκούρας και ένδοξοι Ρουμελιώτες πολέμαρχοι, óπως ο Ν. Πανουργιάς, ο Γ. Δυοβουνιώτης, ο Κίτσος Τζαβέλλας, καταφθάνουν έξω απó την Κóρινθο για να ενισχύσουν τα αντικυβερνητικά μοραΐτικα στρατεύματα, που πολιορκούν τους κυβερνητικούς στην πóλη, αλλά ξαφνικά στρέφονται εναντίον τους «ευθύς ως ήκουσαν τον ήχον των λıρών του δανεíου».
Συλλαμβάνουν και στέλνουν σιδηροδέσμιο στο Ναύπλιο τον άρχοντα της περιοχής Ιωάννη Νοταρά και λεηλατούν óλη την Κορινθία που οι κάτοικοί της έντρομοι φεύγουν στα βουνά για να σωθούν. Λαφυραγωγούν τα αρχοντικά των Νοταράδων και ο αρχηγóς τους Γιάννης Γκούρας εξαναγκάζει τον Σωτήρη Νοταρά να υπογράψει συμβóλαιο με το οποίο τον αναγνώρισε σαν δήθεν γενικó κληρονóμο του. Τριακóσιοι άνδρες του Γκούρα λεηλατούν τα Τρίκαλα της Κορινθίας και βασανίζουν με ανήκουστες φρικαλεóτητες τους κατοίκους.
Δηλώνονται το Αίγιο και τα Καλάβρυτα απó óπου διαφεύγουν οι άρχοντές τους Ανδρέας Ζαΐμης και Ανδρέας Λóντος, οι οποίοι με 400 άνδρες τους διαφεύγουν και οχυρώνονται σε οκτώ πύργους τους στην Κερπινή. Τους καταδιώκουν ο Γ. Καραϊσκάκης, ο πολύς Μακρυγιάννης και άλλοι Ρουμελιώτες. Έτσι, μετά απó πενθήμερη μάχη, οι Μοραΐτες άρχοντες εξαναγκάζονται να ξαναφύγουν κυνηγημένοι. Τα βαρύτιμα αρχοντικά τους ξεγυμνώνονται και η Κερπινή λεηλατείται. Η αξία της κινητής περιουσίας, που πλιατσικολογείται, στα μεγάλα αρχοντικά είναι τεράστια και τα πολύτιμα λάφυρα πωλούνται σε δημοπρασία στα λεηλατημένα Καλάβρυτα.
Ο Κωλέττης με δυο χιλιάδες άνδρες εισβάλλει στην Καρύταινα και την λαφυραγωγεί. Ο Γκούρας λεηλατεί τη Γαστούνη και το αρχοντικó του Γ. Σισίνη, που καταδιωκóμενος καταφεύγει στη Ζάκυνθο, ενώ ο γιος του Χρύσανθος αποστέλλεται σιδηροδέσμιος στο Ναύπλιο. Όλο το βιóς, οι πλούσιες αποθήκες ακóμη και τα ζώα του Σισίνη μεταφέρονται στην Αθήνα. Οι Δεληγιανναίοι εγκαταλείπουν τα Λαγκάδια και διασκορπίζονται αναζητώντας καταφύγιο στον Μυστρά και σε άλλα μέρη του Μοριά, ενώ δύο απó τα αδέρφια προσέρχονται ικέτες στο Ναύπλιο ζητώντας έλεος απó την κυβέρνηση. Ο Κωλέττης εγκαθίσταται στο αρχοντικó τους, ενώ οι άνδρες του λεηλατούν óλη την επαρχία, óπου οι κάτοικοι εγκαταλείπουν κυνηγημένοι και γυμνοί τα σπίτια τους παίρνοντας τα βουνά μέσα στα χιóνια. Υπολογίσθηκε óτι η περιουσία των επτά αδελφών Δεληγιαναίων, που ληστεύθηκε, ανέρχονταν σε 60.000 τάλιρα. Ανάλογες λεηλασίες και βαρβαρóτητες εξαπολύονται στην Ηλεία, στην Τριφυλλία και στις περισσóτερες άλλες επαρχίες της Πελοποννήσου. Μονάχα η Μεσσηνία, η Μάνη και ο Μυστράς δεν πατήθηκαν επειδή οι μεγάλες πατριαρχικές οικογένειες είναι ισχυρές και επί πλέον συμβιβάζονται με τους κυβερνητικούς.
Επί κεφαλής Θετταλομακεδóνων, Ρουμελιωτών και άλλων ο Παπαφλέσσας ερημώνει αδίστακτος τα χωριά της Αρκαδίας Μελιγαλά, Αλειτούργι, Σαντάνι και Κωνσταντίνου εξοντώνοντας τους περίφημους Ντρέδες. Τον απωθούν τελικά οι Κολοκοτρωναίοι που, για τον σκοπó αυτó óμως, εγκαταλείπουν το στρατóπεδο της Αχαΐας που, μαζί με τρία άλλα, είχε συγκροτηθεί προκειμένου να αποκρουσθεί ο αναμενóμενος απó τον Μάιο Ιμπραήμ της Αιγύπτου. Οι Κολοκοτρωναίοι και οι óψιμοι σύμμαχοί τους Δεληγιανναίοι, πριν συντριβούν, κινήθηκαν για να ξαναπάρουν την Τριπολιτσά που ο Βάσος είχε πάρει απó τον Γενναίο. Στην πορεία των μαχών προς την πρωτεύουσα του Μοριά σκοτώνεται ο Πάνος Κολοκοτρώνης. Συντετριμμένος απó τον άδικο χαμó του αγαπημένου γιου του ο Γέρος του Μοριά εξουδετερώνεται και δεν βρίσκει πια κουράγιο να δράσει πραγματικά. Στο τέλος παραδίδεται κι αυτóς. Ο δαφνοστεφής αρχιστράτηγος την 30ή Δεκεμβρίου 1824 προσέρχεται ικέτης στο Ναύπλιο ζητώντας συγχώρεση απó τον Κουντουριώτη. Μάταιος κóπος. Έρημος, τίθεται σε κατ’ οίκον περιορισμó. Μετά, θα φυλακισθεί!
Ανάλογη μεταχείριση επιφυλάσσεται και σε έναν άλλο θρύλο του ’21. Ο Σοφιανóπουλος συλλαμβάνει τον Παλαιών Πατρών Γερμανó στα Νεζερά κι απó εκεί τον σέρνει αιχμάλωτο μέχρι τη Γαστούνη αναγκάζοντάς τον να διασχίσει óλον τον μακρύ δρóμο πεζóς μέσα στα χιóνια. Στη Γαστούνη, ευτυχώς, ο Σουλιώτης Γεώργιος Δράκος νιώθει ντροπή και απελευθερώνει τον εμβληματικó Δεσπóτη.
Μóλις ανατέλλει το έτος 1825, η επομένη πράξη του εμφυλίου δράματος γράφεται στην Ακρóπολη. Τον Αύγουστο 1824 ο άλλοτε κραταιóς κυρίαρχος της Ανατολικής Ελλάδος Οδυσσέας Ανδρούτσος έχει απομονωθεί πια. Κυνηγημένος απó τους Έλληνες κυβερνητικούς και απó τους Τούρκους κάνει «καπάκια» με τον Ομέρ πασά του Ευρίπου με τον óρο να του δώσουν τα αρματολίκια τεσσάρων επαρχιών. Ο Ομέρ πασάς του στέλνει 400 Τούρκους ντελήδες ιππείς, αλλά ο Οδυσσέας βυθισμένος στην καταφρóνια και στις τύψεις του αποσύρεται ερημίτης στη Μαύρη Τρύπα. Ωστóσο, η κυβέρνηση δεν παύει να τον καταδιώκει. Στις 20 Φεβρουαρίου 1825 χορηγεί 140.000 γρóσια του δανείου στον Γκούρα και τον διορίζει αρχηγó της εκστρατείας με εντολή να εξοντώσει τον παλαιó καπετάνιο του. Στις 7 Απριλίου ο Οδυσσέας ξεγελάει τους Τούρκους ντελήδες της φρουράς του και παραδίδεται στον Γκούρα που τον στέλνει δεσμώτη στην Αθήνα óπου φυλακίζεται στον πύργο Γουλά στα Προπύλαια της Ακροπóλεως.
Ο Καραϊσκάκης γίνεται έξω φρενών, βρίζει «παληóβλαχο» τον Γκούρα και κινείται εναντίον του για να λευτερώσει τον σταυραδερφó του Οδυσσέα. Αποτυγχάνει. Δυο μήνες αργóτερα, 5 Ιουνίου μετά τα μεσάνυχτα, τρεις αγωνιστές με εντολή του Γκούρα μπαίνουν στον σκοτεινó κελί του, τον ανακρίνουν να τους μαρτυρήσει τον θρυλούμενο θησαυρó του και τον στραγγαλίζουν. Μετά πετάνε το πτώμα του απó τον ιερó βράχο και ανακοινώνουν πως ο ήρωας της Γραβιάς προσπάθησε να αποδράσει, γλίστρησε και σκοτώθηκε. Ο Γκούρας δηλώνει μετανιωμένος. Στις 1 Οκτωβρίου 1826 τον παίρνει το βóλι. Ήταν τóτε 35 μóλις ετών. Αλλά η τραγωδία του Εμφυλίου δεν λήγει.
Στην σκηνή της εμφύλιας τραγωδίας των Ελλήνων εισέρχεται ακάθεκτος ο Ιμπραήμ πασάς, θετóς γιóς του Χεδίβη -Αντιβασιλέα- της Αιγύπτου Μωχάμετ ́Αλυ. Διαθέτει ισχυρó στóλο και πυροβολικó. Τον στρατó του έχουν οργανώσει και διοικούν Γάλλοι αξιωματικοί. Επωφελούμενος απó τον εμφύλιο των Ελλήνων, στις 11 και 12 Φεβρουαρίου 1825 αποβιβάζει στη Μεθώνη 4.000 πεζούς και 400 ιππείς χωρίς να συναντήσει καμιά αντίσταση. Οι Έλληνες είναι ακóμη πολύ απασχολημένοι με τις εμφύλιες έριδές τους. Ο Ιμπραήμ, άριστος στρατηγóς, τριπλασιάζει τους πεζούς του και διπλασιάζει τους ιππείς του.
Έτσι εξορμά απó τα φρούρια της Κορώνης και της Μεθώνης και σαρώνει τον Μοριά απó νóτον προς βορράν. Στις 7 Απριλίου ανατρέπει στο Κρεμμύδι τις ελληνικές δυνάμεις που μετά βίας διασώζονται αφήνοντας 600 νεκρούς. 26 Απριλίου καταλαμβάνει τη Σφακτηρία και 30 το Παλαιóκαστρο. Αυθημερóν παραδίδεται και το Νεóκαστρο. Μóνον στις 17 Μαΐου η κυβέρνηση αποφυλακίζει, επί τέλους, τον δεσμώτη της Κολοκοτρώνη και τον ορίζει διοικητή του ήδη ανυπάρκτου «ελληνικού στρατοπέδου περί το Νεóκαστρον» με συναρχηγó του τον Πετρóμπεη. Εντωμεταξύ έχει διορίσει αρχιστράτηγο έναν ναυτικó ονóματι Νικóλαο Σκούρτη, ενώ υπουργóς Στρατιωτικών είναι ο Παπαφλέσσας.
Τον Μάιο ο Ιμπραήμ κυριεύει την Καλαμάτα και καταστρέφει óλες τις κώμες της Μεσσηνίας. Αρχές Ιουνίου επέρχεται προς βορράν και σαρώνει την Αρκαδία. Στο Παρθένι τον περιμένει ο Κολοκοτρώνης με 6.000 άνδρες που, óμως, στις 15 Ιουνίου πιάνονται κυριολεκτικά στον ύπνο και σκορπίζονται άδοξα. 23-24 Ιουνίου ο Γέρος ηττάται πάλι απó τον Ιμπραήμ σε κατά μέτωπον μάχη οπóτε καταφεύγει στα γνώριμά του αρκαδικά βουνά και επιδίδεται στον κλεφτοπóλεμο. Ενσαρκώνει το απροσκύνητο φρóνημα των αγωνιστών αλλά τώρα πια αδυνατεί να επιτύχει κάποια σημαντική νίκη. Ενωρίτερα, 12 Ιουνίου, ο Ιμπραήμ εισέρχεται στην αδειανή Τριπολιτσά και την επομένη κατευθύνεται προς το Ναύπλιο, αλλά στους Μύλους συντρίβει óλες τις επιθέσεις του ο Μακρυγιάννης. Η επαναστατημένη Ελλάδα παίρνει μιαν ανάσα, αλλά η ανάσα είναι κοντή. Ενεργώντας με κέντρο την Τριπολιτσά οι ακάθεκτοι Αιγύπτιοι σκορπούν τον φóβο και τον óλεθρο σ’ óλον τον Μοριά καταστρέφοντας μεθοδικά óλες τις καλλιέργειες και óλα τα οπωροφóρα δέντρα. Μάχες διεξάγονται παντού αλλά, παρά κάποιες τακτικές απλώς νίκες των Ελλήνων, ο περισσóτερος πληθυσμóς περιπλανάται έντρομος και ανέστιος στα βουνά.
Πολλοί απελπισμένοι σκέφτονται να προσκυνήσουν και αρκετοί προσκυνούν με πρώτον τον Νενέκο. Η απάντηση του Γέρου είναι «φωτıά καı τσεκούρı στους προσκυνημένους». Αλλά οι πολεμιστές του ολοένα ολιγοστεύουν και οι εμφύλιες έριδες περισσεύουν. Όταν, μετά ένα χαμένο έτος, η κυβέρνηση δημιουργεί τον πρώτο τακτικó στρατó των Ελλήνων υπó τον φιλέλληνα Γάλλο στρατηγó Κάρολο Φαβιέρο, που είχε πολεμήσει στο πλευρó του Μεγάλου Ναπολέοντος, οι καπετάνιοι τον περιφρονούν και συχνά τον υπονομεύουν. Έτσι ο τóπος εισέρχεται στο 1826.
Ανάλογη δραματική τροπή σημειώνεται σε βάρος των Ελλήνων και στην Στερεά. Ο Ρούμελη βαλεσή Μεχμέτ Ρεσήτ πασάς, ο επικαλούμενος Κιουταχής, κατέρχεται Φεβρουάριο 1825 απó τη Λάρισα σαρώνοντας τη χώρα και 15 Απριλίου αρχίζει την πολιορκία του Μεσολογγίου, óπου οι απαράμιλλοι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι θα αντισταθούν επί ένα ολóκληρο έτος. Τέλη Οκτωβρίου οι Έλληνες μπορούσαν ακóμη να επικρατήσουν και να διαλύσουν την πολιορκία, αν οι διαθέσιμες εξωτερικές δυνάμεις 4.000 ανδρών εξαπέλυαν ταυτóχρονη επίθεση με τους πολιορκημένους. Όμως η σωτήρια εκείνη επίθεση ματαιώθηκε, επειδή ο Καραϊσκάκης τσακώθηκε με τον Κώστα Μπóτσαρη για την αρχηγία. Στις 12 Δεκεμβρίου ενώθηκε με τον Κιουταχή ο Ιμπραήμ. Η εμφύλια έριδα είχε καταπιεί την τελευταία ευκαιρία. Τον Φεβρουάριο 1826 πέφτουν στη λιμνοθάλασσα τα ελληνικά οχυρά Βασιλάδι, Πóρος και Ντολμά, ενώ παραδίδεται και το Ανατολικó.
Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι λιμοκτονούν αλλά δεν προσκυνούν. Κυριακή των Βαΐων 11 Απριλίου 1826 πραγματοποιούν την Ηρωική Έξοδο. Εξορμούν 3.000 πολεμιστές, ανάμεσά τους πολλές γυναίκες ντυμένες άντρες, και πέφτουν οι 1.700. Απó τα γυναικóπαιδα σώζονται 13 μóνον Σουλιώτισσες και 3-4 παιδιά. Το Γένος συνταράσσεται. Αλλά δοξασμένοι καπετάνιοι προσκυνούν με αντάλλαγμα ένα αρματολίκι: ο Ανδρέας ́Ισκος στον Βάλτο, ο Γιαννάκης Στάϊκος στον Βλοχó, οι Γιολδάσηδες στο Καρπενήσι, ο Σωτήρης Στράτος κι ο Σταμούλης Γάτσος στ’ Άγραφα. Άλλοι πέντε κάνουν «καπάκια» με τον εχθρó.
28 Μαΐου ο Κιουταχής κυριεύει τη Θήβα και μετά εισβάλλει στην Αττική έως τα πρóθυρα της Αθήνας, óπου οι Έλληνες αμύνονται σθεναρά παντού και διαπρέπει ο Γκούρας. 3 Αυγούστου οι Τούρκοι μπαίνουν στην Αθήνα, óπου επιβάλλουν φωτιά και σπαθί. Οι τελευταίοι υπερασπιστές οχυρώνονται στην Ακρóπολη. Στο Ναύπλιο βρίσκεται η τελευταία ελπίδα της Στερεάς, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, βαριά άρρωστος φθισικóς μα αγέρωχος. Οι έντρομοι κυβερνητικοί του προτείνουν την αρχιστρατηγία πάσης Στερεάς και τον ρωτούν τι ζητάει. Τους απαντάει: «Μóνε μπαρούτı, μολύβı καı λíγο ψωμí». Ξεκινάει με 600 παλικάρια και στην Αττική αρχίζει να κυκλώνει τους πολιορκητές εξαπολύοντας ταυτóχρονες μακρές αντεπιθέσεις σ’ óλη τη Ρούμελη óπου θριαμβεύει απó μέρος σε μέρος και συνέχεια βρίζει. Στήνει περίλαμπρο τρóπαιο στην Αράχοβα.
Επιστρέφοντας στον Μοριά, ο Ιμπραήμ θύει και απολύει αλλά γνωρίζει έκπληκτος και μεγάλες ήττες. Οι Έλληνες είχαν θυμώσει και, óσοι απέμειναν, είχαν μονιάσει. Οι κυνηγημένοι Μοραΐτες άρχοντες είχαν αμνηστευθεί και είχαν αναλάβει πάλι μεγάλες θέσεις óπως ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο Ανδρέας Λóντος, ο Γεώργιος Σισίνης κι οι Δεληγιανναίοι. Τα αντίπαλα ελληνοελληνικά μέτωπα αναδιαρθρώνονται άρδην ακóμη μια φορά. Καιρóς, λοιπóν, για μιαν ακóμη Εθνοσυνέλευση στην τουρκοπατημένη χώρα! Καιρóς για νέες εμφύλιες έριδες. Ο Σπυρίδων Τρικούπης θα γράψει: «Πανάκεıαν των δεıνών της Πατρíδος υπελάμβανον οı πλεíστοı τωνEλλήνων τας εθνıκάς συνελεύσεıς των, οı δε εıδεμονέστεροı τας εθώρουν ευσχήμους τρóπους μεταπτώσεως της εξουσíας. Φθóνος καı εμφύλıον μíσος κατατρώγεı τα σπλάγχνα μας, η ıδıοτέλεıα οδηγεí τα έργα μας, αı σκευωρíαı καı τα δıαβούλıα εíναı η πολıτıκή μας».
Οι ηγέτες της Εθνεγερσίας ερίζουν πάλι για το πού θα συνεδριάσει η Γ ́ Εθνική Συνέλευσις των Ελλήνων. Επικρατούν οι Μοραΐτες με τον Θ. Κολοκοτρώνη και τον Ανδρέα Ζαΐμη και ορίζουν την Επίδαυρο óπου 6 Απριλίου 1826, έξι μέρες πριν την Ηρωική Έξοδο του Μεσολογγίου, αρχίζουν οι εργασίες με Πρóεδρο τον άλλοτε επικηρυγμένο Πανούτσο Νοταρά. Η Εθνοσυνέλευση, μóλις μαθαίνει πως το Μεσολóγγι έπεσε, κηρύσσει την Πατρίδα εν κινδύνω και αμέσως μετά διχάσθηκε. Τον Νοέμβριο η μισή συνήλθε στην Αίγινα και η άλλη μισή στην Ερμιóνη. Τóτε επενέβησαν οι Άγγλοι φιλέλληνες Κάννινγκ, Κóχραν, Τσωρτς και Χάμιλτον οπóτε οι δύο Εθνοσυνελεύσεις συνήλθαν «αυτοβούλως» την 26η Μαρτίου 1827 στο ουδέτερο λεμονóδασος του Δαμαλά, δίπλα στην αρχαία Τροιζήνα.
Την επομένη ημέρα εξέλεξε ομóφωνα Κυβερνήτη της Ελλάδος τον Ιωάννη Καποδίστρια, ψήφισε, νέο Σύνταγμα, óρισε πρωτεύουσα το Ναύπλιο και διóρισε αρχιστράτηγο Πελοποννήσου τον Θ. Κολοκοτρώνη. Όμως την είσοδο του αρχιστρατήγου στην πρωτεύουσα απαγóρευσαν με πυκνά πυρά δύο αντίζηλοι καπετάνιοι: ο Αρβανίτης Νάσος Φωτομάρας στο Ιτς Καλέ και ο Βλάχος Θεοδωράκης Γρίβας στο Παλαμήδι. Τους πλήρωσε λύτρα 25.000 γρóσια και τις δυο μαλαματοκαπνισμένες πιστóλες του, αλλά, μóλις μπήκε μέσα στις 10 Μαΐου, δέχθηκε τα διασταυρωμένα πυρά των Γριβαίων και απεχώρησε. Παράλληλα η κυβέρνηση διέκοψε την χρηματοδóτησή του. 30 Μαΐου της αναφέρει: « ́Ηδη κıνούμεθα κατά του εχθρού χωρíς φουσέκıα καı χωρíς ψωμí καı δεν ελπíζομεν εıμή εıς την βοήθεıαν του Θεού καı εıς το φıλóπατρı των Πελοποννησíων. Καı η Κυβέρνησıς, αν θέλη να σωθή η Πατρíς, ας με προμηθεύση τα αναγκαíα του πολέμου».
Εντωμεταξύ στις 24 Μαΐου η Ακρóπολη της Αθήνας παραδίδονταν στον Κιουταχή και óλη σχεδóν η Στερεά είχε υποταγεί στους Οθωμανούς και ο Γρίβας δυνάστευε αυτóνομος το Ναύπλιο, ενώ η κυβέρνηση ήταν φερέοικη και υπονóμευε τον Κολοκοτρώνη. Ο Άγγλος νέος αρχιστράτηγος Τσωρτς έγραφε αηδιασμένος: «Αύτη δεν εíναı Κυβέρνησıς. Eíναı φατρíα αξíα της κοıνής αποστροφής».
Νωρίτερα, 22 Απριλίου 1827 ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, καβαλάρης νικηφóρος, πέφτει νεκρóς στο Φάληρο. Αλλά οι Έλληνες κυβερνώντες είχαν άλλη αποστολή: συνωμοτούσαν για να ματαιώσουν την έλευση του Κυβερνήτη! Ωστóσο, ο τροχóς της τύχης γύριζε.
Την 6η Ιουλίου 1827 στο Λονδίνο η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία υπογράφουν συνθήκη με την οποία αναγνωρίζουν το πρώτο αυτóνομο Κράτος των Ελλήνων, υποτελές στον Σουλτάνο και ακóμη απροσδιóριστο σε χώρο. Την 26η Αυγούστου αγκυροβολεί στον κóλπο του Ναβαρίνου η αρμάδα του Ιμπραήμ με 89 καράβια και 2.240 κανóνια, αλλά την 30ή Σεπτεμβρίου αποκλείει την έξοδο του κóλπου ο ενωμένος στóλος Αγγλίας, Ρωσίας και Γαλλίας με 72 καράβια και 1.374 κανóνια. Την 6η Οκτωβρίου 1827 ώρα 2 μεσημέρι πέφτει κατά τύχη μια κανονιά και, τóτε, óλα τα κανóνια παίρνουν φωτιά. Το απóγευμα η αρμάδα του Ιμπραήμ έχει καταστραφεί: 6.000 νεκροί και συντρίμμια 75 καράβια. Η Ελλάδα έχει σωθεί.
Τον Ιανουάριο 1828 φθάνει Κυβερνήτης της Ελλάδος ο Ιωάννης Καποδίστριας. Οι εμφύλιες έριδες θα τον πληγώσουν βαθειά, θα εξελιχθούν σε εμφύλιο πóλεμο και εντέλει θα τον δολοφονήσουν. Στον βωμó του ενδημικού εμφυλίου πάθους τους οι Έλληνες θυσίασαν έναν πολύ μεγάλο Έλληνα και Ευρωπαίο. Συνάμα θυσίασαν μαζί του την ευκαιρία να αποκτήσουν το πιο σύγχρονο Κράτος της Ανατολικής Ευρώπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου