Τα συμπεράσματα που προέκυψαν απο δύο αντίγραφα αρχαιοελληνικών, πήλινων κυψελών που βρέθηκαν σε ανασκαφές δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο εργασίας της Κατερίνας Καλογήρου (Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή ΑΠΘ) και του Αλέξανδρου Παπαχριστοφόρου (Εργαστήριο Φυσιολογίας Ζώων, Τομέας Ζωολογίας, Τμήμα Βιολογίας, ΑΠΘ και Τμήμα Γεωπονικών Επιστημών, Βιοτεχνολογίας και Επιστήμης Τροφίμων, Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου), θα παρουσιάσουν οι δύο επιστήμονες στο Διεθνές Συμπόσιο με θέμα «Η Μελισσοκομία στη Μεσόγειο από την αρχαιότητα έως και σήμερα: ιστορικά ευρήματα και επίκαιρα θέματα», το οποίο θα πραγματοποιηθεί στη Σύρο, στις 9-11 Οκτωβρίου 2014.
Σύμφωνα με την κοινή τους ανακοίνωση που έχει τίτλο «Δημιουργία αντιγράφων δύο τύπων αρχαιοελληνικών, πήλινων κυψελών και έλεγχος της ομοιόστασης των μελισσιών τους»: «Η πρώτη κυψέλη, οριζόντιου τύπου, βρέθηκε σε ανασκαφές στη Βάρη της Αττικής και χρονολογείται στον 5ο π.Χ. αιώνα. Είναι οριζόντια, κυλινδρική, με πεπλατυσμένη πρόσοψη σε σχέση με τη διάμετρο του πυθμένα. Φέρει πήλινο κάλυμμα που ανοίγει από μπροστά και επιτρέπει την επιθεώρηση και τον τρύγο του μελιού από την επιφάνεια της εισόδου. Το μήκος κυμαίνεται στα 0,42 μ., η διάμετρος του χείλους και του καλύμματος στα 0,35 μ.
Η δεύτερη κυψέλη είναι κάθετη, με μορφή καλαθιού, φέρει βάση μικρότερης διαμέτρου και πεπλατυσμένο το πάνω μέρος όπου βρίσκεται τοποθετημένο το πήλινο καπάκι για επιθεώρηση και τρύγο. Η είσοδος των μελισσών βρίσκεται στο κάτω πλευρικό μέρος, κοντά στη βάση. Οι κυψέλες αυτού του τύπου χρονολογούνται στα τέλη του 3ου π.Χ. αιώνα, με γνωστότερη όλων, την κυψέλη Ορεστάδα που ανακαλύφθηκε σε ανασκαφές στα Ίσθμια. Το ύψος της κυψέλης είναι 0,30 μ., η διάμετρος του χείλους 0,34 μ., ενώ αυτή της βάσης 0,23 μ. Η πλευρά της τετράγωνης εισόδου είναι μόλις 0,05 μ.
Μετά την κατασκευή των αντιγράφων θελήσαμε να ελέγξουμε την ανάπτυξη και την συμπεριφορά μελισσιών που εγκαταστήσαμε εντός της κυψέλης (σε βάθος χρόνου) και να συγκρίνουμε διάφορα μετρήσιμα μεγέθη με τα μελίσσια σε σύγχρονες κυψέλες εμπορίου. Για το λόγο αυτό, 2 μελίσσια με πληθυσμό αποτελούμενα από περίπου 10.000 μέλισσες το καθένα τοποθετήθηκαν στις πήλινες κυψέλες. Ως μάρτυρας, χρησιμοποιήθηκε ισοδύναμο ένα μελίσσι σε συνηθισμένη, ξύλινη κυψέλη τύπου Langstroth. Ο παράγοντας που ελέγχθηκε πρώτος ήταν η θερμοκρασία στην περιοχή του γόνου (κεντρικά) και σε κηρήθρες με εργάτριες χωρίς γόνο (περιφερειακά), με τη χρήση του συστήματος καταγραφής BARIONET (ακρίβεια ± 0,1C). Επίσης, τοποθετήθηκαν αισθητήρες καταγραφής της σχετικής υγρασίας στο χώρο ανάμεσα στην τελευταία και την προτελευταία κηρήθρα (περιφερειακά).
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η θερμοκρασία του γόνου παρέμενε σταθερή και χωρίς διαφορά ανάμεσα στις τρεις κυψέλες ενώ η περιφερειακή θερμοκρασία ήταν ελαφρώς ψηλότερη στις πήλινες κυψέλες. Η σχετική υγρασία δεν διέφερε ανάμεσα στην κάθετη πήλινη κυψέλη και την ξύλινη κυψέλη αλλά ήταν ελαφρώς αυξημένη στην οριζόντια πήλινη κυψέλη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου