Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

15 Φεβρουαρίου 1113: Επικυρώθηκε από τον Πάπα η ίδρυση του Ιπποτικού τάγματος του Αγίου Ιωάννη




Ήταν 15 Φεβρουαρίου 1113, όταν ο Πάπας Πασχάλης Β΄ εκδίδει παπική βούλα με την οποία επικυρώνει την ίδρυση του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη. Το τάγμα του Αγίου Ιωάννη ή οι Ιωαννίτες Ιππότες ή  Ordo Hospitalis Sancti Johannis Hierosolymitani (Τάγμα του Ξενώνα του Αγίου Ιωάννη του Ιεροσολυμίτη) ή όπως είναι σήμερα γνωστό ώς Supremus Ordo Militaris Hospitalis Sancti Ioannis Hierosolymitani Rhodius et Melitensis (Κυρίαρχο Στρατιωτικό Τάγμα του Νοσοκομείου του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, της Ρόδου και της Μάλτας), ξεκίνησε την δράση του τον 11ο αιώνα με την εγκατάσταση Αμαλφιτανών εμπόρων στην Ιερουσαλήμ και στην μετέπειτα ίδρυση ξενοδοχείων-νοσοκομείων στους Αγίους Τόπους. 

Όπως και οι Ναΐτες, ανέλαβε μετά την Α΄ Σταυροφορία και στρατιωτικό πέραν του ιατρικού του ρόλου, με πρώτη ευθύνη την περίθαλψη των αρρώστων προσκυνητών στα νοσοκομεία του Τάγματος κι έπειτα τον πόλεμο κατά των Σαρακηνών.

Το 600μ.Χ. ο αβάς Πρόβος διατάχθηκε από τον Πάπα Γρηγόριο τον Α' να χτίσει ένα νοσοκομείο στην Ιερουσαλήμ για να φροντίζει τους Χριστιανούς προσκυνητές των Αγίων Τόπων.Το 800μ.Χ. ο αυτοκράτορας Καρλομάγνος επεξέτεινε το νοσοκομείο του Πρόβου και πρόσθεσε μία βιβλιοθήκη σε αυτό. Περίπου 200 χρόνια αργότερα ο χαλίφης Άλ Χακίμ κατέστρεψε το νοσοκομείο μαζί με άλλα 3.000 κτίρια της Ιερουσαλήμ. Το 1023 έμποροι από το Αμάλφι και το Σαλέρνο πήραν άδεια από τον χαλίφη Αλ-Ζαχίρ της Αιγύπτου να ξαναχτίσουν το νοσοκομείο στην Ιερουσαλήμ. Το νέο νοσοκομείο χτίστηκε στο σημείο που βρισκόταν το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή και διακονούσαν σ' αυτό Βενεδικτίνοι μοναχοί.

Το μοναστικό τάγμα ιδρύθηκε αμέσως μετά την Α' Σταυροφορία και την ίδρυση των Σταυροφορικών κρατών από τον αδελφό Γεράρδο (γνωστό ως ο "Ευλογημένος"), του οποίου ο ιδρυτικός ρόλος επικυρώθηκε με Παπική Βούλα του Πάπα Πασχάλη Β' το 1113. Στον Γεράρδο δόθηκαν περιοχές και οικονομική βοήθεια για το τάγμα του στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Ο Γεράρδος έγινε πρώτος του μάγιστρος, ενώ ο πάπας διευκρίνισε πως με το θάνατο του τελευταίου τα μέλη του τάγματος θα επέλεγαν από μόνα τους το διάδοχό του. 

Ο διάδοχος του Γεράρδου, Ραϋμόνδος ντε Πουί της Προβηγκίας, εγκατέστησε το πρώτο σημαντικό νοσοκομείο των Ιπποτών του Νοσοκομείου κοντά στον Ναό της Αναστάσεως της Ιερουσαλήμ. Αρχικά, το Τάγμα περιέθαλπε προσκυνητές, αλλά σύντομα ανέλαβε και την αποστολή να τους παρέχει ένοπλη προστασία και συνοδεία και επί Ραϋμόνδου εξελίχθηκε σε υπολογίσιμη στρατιωτική δύναμη χωρίς να χάσει τον φιλανθρωπικό χαρακτήρα του.

 Οι Ιωαννίτες και οι Ναΐτες (Ιππότες του Ναού, οι οποίοι συστάθηκαν το 1119), έγιναν τα πιο ισχυρά χριστιανικά τάγματα της περιοχής και κατάφεραν να διακριθούν σε αρκετές μάχες εναντίον των Μουσουλμάνων. Χαρακτηριστικός του τάγματος ήταν ο μαύρος μανδύας με τον άσπρο σταυρό, σε αντίθεση με τον άσπρο μανδύα και τον κόκκινο σταυρό των Ιπποτών του Ναού. Έμβλημά τους ήταν το γεράκι.

Στα μέσα του 12ου αιώνα το τάγμα χωρίστηκε σε ένα πολεμικό τμήμα και ένα τμήμα που ασχολούνταν με την περίθαλψη των ασθενών και των τραυματισμένων. Ήταν, παράλληλα, και ένα θρησκευτικό τάγμα, στο οποίο είχαν δοθεί προνόμια από την παπική Έδρα. Για παράδειγμα, το τάγμα δεν αναγνώριζε κανενός είδους εξουσία πέρα (φυσικά) από την παπική, δεν πλήρωνε τον φόρο της δεκάτης και του επιτρεπόταν να διατηρεί δικά του θρησκευτικά κτίρια. 

Πολλά από τα πιο σημαντικά αμυντικά έργα (κάστρα κυρίως) των Αγίων Τόπων κτίστηκαν από τους Ιωαννίτες και τους Ιππότες του Ναού. Στην ακμή του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ οι Ιωαννίτες είχαν 7 οχυρά και 140 διάφορα άλλα κτήματα στην ευρύτερη περιοχή. Τα δύο μεγαλύτερα από αυτά, οι βάσεις της δύναμης τους στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ και στο Πριγκιπάτο της Αντιόχειας, ήταν το Κρακ των Ιπποτών και το Μαργκάτ.

Ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσσα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ανέλαβε την προστασία του τάγματος σε ένα καταστατικό προνομίων που εξέδωσε το 1185. Οι Ιωαννίτες προέρχονταν από όλη την Ευρώπη αλλά κυρίως από την Γαλλία όπως και οι Ναΐτες. Οι Ιωαννίτες είχαν το ισχυρότερο ιππικό, δραστηριοποιούνταν σε όλη την Ευρώπη και δεν δίστασαν να αναμιχθούν στη διοίκηση του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ.

Στους Αγίους Τόπους το Τάγμα ακολούθησε την τύχη των Λατινικών Κρατών της Ανατολής και τη σταδιακή τους υποχώρηση προς τις ακτές της Μεσογείου. Το 1187 ο Σαλαντίν κατέλαβε οριστικά την Ιερουσαλήμ και οι Ιωαννίτες μετεγκαταστάθηκαν στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας. Στις 28 Μαΐου 1291 οι Σταυροφόροι έχασαν την Άκρα έπειτα από αιματηρή μάχη στη διάρκεια της οποίας ο Μεγάλος Μάγιστρος Ζαν ντε Βιλιέ τραυματίστηκε σοβαρά. Οι Ναΐτες και οι Ιωαννίτες, με τις τελευταίες φραγκικές δυνάμεις, υποχρεώθηκαν τότε να εγκαταλείψουν τους Αγίους Τόπους. Οι Ιωαννίτες εγκαταστάθηκαν τό 1291 στο νησί της Κύπρου.

Μετά την αποχώρηση του Τάγματος από τους Αγίους Τόπους, η οργάνωσή του αποκρυσταλλώθηκε ως εξής :

  • επί κεφαλής ήταν ο ισόβια εκλεγμένος από τους ιππότες μέγας μάγιστρος, εγκατεστημένος στην Ρόδο ή στην Μάλτα και περιστοιχισμένος από το Ανώτατο Συμβούλιο, το οποίο ασκούσε αποφασιστική επιρροή.
  • το Τάγμα όλο διαιρούνταν σε οκτώ Γλώσσες (έθνη) : Αραγονίας, Ωβέρνης, Καστίλλης, Αγγλίας, Γαλλίας, Γερμανίας, Ιταλίας και Προβηγκίας.. Κάθε Γλώσσα εξέλεγε ως αρχηγό των ιπποτών της που βρίσκονταν στην έδρα του Τάγματος -Ρόδο ή Μάλτα- έναν βαΐλο.
  • οι κτήσεις κάθε Γλώσσας στην Ευρώπη υποδιαιρούνταν σε Ηγουμενίες ή Μεγάλες Ηγουμενίες επί κεφαλής των οποίων ήταν ο πριόρης ή ο μέγας πριόρης (prieur ή grand prieur).
  • βασική διοικητική και οικονομική μονάδα των ιπποτών ήταν η Κομενταρία. Ο διοικητής της (κομεντόρης) διοριζόταν από τον πριόρη κατ’ εξουσιοδότησιν του μεγάλου μαγίστρου. Ήταν μια μεγάλη περιοχή με πύργο, εκκλησία, χωρικούς καλλιεργητές, ήταν δηλαδή ένα τιμάριο. Ορισμένες δίνονταν σαν προσωπικά τιμάρια σε αξιωματούχους του Τάγματος για διακεκριμένες υπηρεσίες.
Από το 1205, οπότε έχουμε την πρώτη μνεία στους κανονισμούς του Τάγματος για στρατιωτική οργάνωση, τα μέλη του διακρίνονταν σε αδελφούς ιππότες, αδελφούς νοσηλευτές και αδελφούς ιερείς. Βασικό κριτήριο, ειδικά για τους ιππότες (οι οποίοι προορίζονταν για τα ανώτατα αξιώματα του Τάγματος), ήταν η αριστοκρατική καταγωγή.

Στην Κύπρο βασίλευε ο κατ' όνομα πλέον βασιλιάς της Ιερουσαλήμ Ερρίκος Β΄ των Λουζινιάν, του οποίου την δυσπιστία κίνησαν οι Ιππότες αναμειγνυόμενοι στις δυναστικές υποθέσεις του νησιού.

Οι Ιωαννίτες αντιλήφθηκαν σύντομα ότι το νησί ήταν απροστάτευτο και εκτεθειμένο στις αλλεπάλληλες επιδρομές Αράβων κουρσάρων. Καθώς η κεντρική διοίκηση του Τάγματος είχε αρνηθεί την μετεγκατάσταση στην Ιταλία, ώστε να παραμένει πλησιέστερα στους Αγίους Τόπους, η επανάκτηση των οποίων είχε τεθεί ως στόχος για την Χριστιανοσύνη, έγινε εμφανής η ανάγκη εξοπλισμού ενός στόλου ικανού να υπερασπιστεί το νησί, αλλά και να επιτεθεί από θαλάσσης. 

Στους Αγίους Τόπους το Τάγμα όπλιζε μερικά πλοία τα οποία έδιναν τη δυνατότητα στα μέλη του Τάγματος να μετακινούνται, αλλά και να βοηθούν στις μετακινήσεις τους τους προσκυνητές. Ένας αριθμός από αυτά βρισκόταν στην Κύπρο, καθώς είχε μεταφέρει πρόσφυγες και τους αδερφούς από την Παλαιστίνη, μαζί με άλλα τα οποία προέρχονταν από την Ευρώπη ως τμήμα των υποχρεώσεων των κατά τόπους διοικήσεων προς την κεντρική αρχή του Τάγματος.

«Σύντομα ξεκίνησαν να βγαίνουν από τα διάφορα λιμάνια του νησιού αρκετά μικρά πλοία διαφόρων μεγεθών, τα οποία επέστρεφαν συχνά με αξιόλογα λάφυρα, που προέρχονταν από τους άπιστους κουρσάρους» καταγράφει ο ιστορικός του Τάγματος Τζάκομο Μπόζιο (1594-1602).

 Εγκατεστημένοι σε ένα νησί οι Ιππότες, δεν είχαν άλλον τρόπο να συνεχίσουν τον πόλεμο παρά να βγαίνουν στην θάλασσα, και οι ναυμαχίες τους παρείχαν τη δυνατότητα να αποκομίζουν μεγαλύτερα κέρδη σε βάρος του εχθρού. Ενόσω μουσουλμάνοι κουρσάροι περιδιάβαιναν τις θάλασσες για να απαγάγουν προσκυνητές, η δικαιολογία αυτή αποτελούσε εξαιρετική ευκαιρία για τους Ιωαννίτες ώστε να επιδοθούν στο κούρσος. Οι δύο αυτές νέες δραστηριότητες του Τάγματος, η ναυσιπλοΐα και το κούρσος, πρόσφεραν τη δυνατότητα απόκτησης νέας ισχύος.

Ο πάπας Κλήμης Ε΄ επέτρεψε το 1306 στον νέο μεγάλο μάγιστρο Φουλκ ντε Βιλαρέ (1305–1319) να οπλίσει στόλο χωρίς την προηγούμενη έγκριση του Ερρίκου Β΄, βασιλιά της Κύπρου. Το Τάγμα διέθετε τότε δύο γαλέρες, μία φούστα, ένα γαλιόνι και δύο δρόμωνες. 

Σε αυτή την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, οι πολύ απότομες και δυσπρόσιτες από την στεριά ακτές, και η ύπαρξη πολυάριθμων νησιών, παρείχαν πολλά κρησφύγετα για κάθε μορφής δραστηριότητα. Εκείνη την περίοδο το νησί της Ρόδου αποτελούσε σίγουρο ορμητήριο για όλες τις δραστηριότητες αυτές.

Η αυξανόμενη ένταση των σχέσεων μεταξύ Ιωαννιτών και βασιλείου της Κύπρου οδήγησε το 1307 τους Ιππότες στην απόφαση να καταλάβουν το νησί της Ρόδου, το οποίο ανήκε στην Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο μέγας μάγιστρος Γκιγιόμ ντε Βιγιαρέτ άρχισε το 1307 να καταστρώνει το σχέδιο και το 1309 ο ανεψιός και διάδοχός του Φούλκ ντε Βιγιαρέτ το εξετέλεσε με τη συνεργασία του διάσημου Γενοβέζου κουρσάρου Βινιόλο ντι Βινιόλι (Vignolo di Vignoli) που είχε κτήσεις και συμφέροντα στη περιοχή, και με την άδεια του Γάλλου βασιλιά και του πάπα. 

Σταδιακά τα επόμενα χρόνια οι Ιππότες θα κατακτήσουν και τα άλλα κοντινά νησιά, Κω, Λέρο, Κάλυμνο, Νίσυρο, Χάλκη, Τήλο, Σύμη και Καστελλόριζο. Κατέλαβαν επίσης και το μικρασιατικό λιμάνι της Αλικαρνασσού -το οποίο οχύρωσαν χρησιμοποιώντας κομμάτια από το (μερικώς) κατεστραμμένο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού- και μέχρι το 1402 κατείχαν και την Σμύρνη. Το 1311 αναβίωσαν τους δεσμούς με τις καταβολές τους, ιδρύοντας το πρώτο νοσοκομείο της νήσου της Ρόδου.

Στις 2 Μαΐου 1312 τα πλούτη του Τάγματος αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο με τη μεταβίβαση σε αυτό με την παπική βούλα "ad providam" της περιουσίας των αφανισμένων Ναϊτών (με εξαίρεση τις κτήσεις τους σε Ισπανία και Πορτογαλία). Το Τάγμα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ μετέτρεψε τη στρατιωτική του δράση σε κούρσο, το οποίο την εποχή εκείνη ελάχιστη διαφορά είχε από την πειρατεία. Δείγμα του πλουτισμού του Τάγματος, σε συνδυασμό με τη κατοχύρωση της ανεξαρτησίας του, είναι το γεγονός ότι το Τάγμα ξεκίνησε να κόβει δικό του νόμισμα με τις μορφές των Μεγάλων Μαγίστρων.

Στη Ρόδο οι Ιωαννίτες, γνωστοί πλέον ως "Ιππότες της Ρόδου" κατέληξαν να γίνουν μια αξιόμαχη στρατιωτική δύναμη, μαχόμενοι κυρίως ενάντια σε Τούρκους πειρατές.

Όμως, ενόσω οι Ιωαννίτες είχαν τον ναυτικό έλεγχο του Αιγαίου, η οθωμανική δυναστεία κατακτούσε σταδιακά τα παραθαλάσσια τμήματα της Ασίας. Το 1396 μια σταυροφορία με την υποστήριξη του Τάγματος τερματίστηκε οικτρά στην Νικόπολη. Μετά την αποτυχία αυτή κάθε ελπίδα ανακατάληψης των Αγίων Τόπων χάθηκε οριστικά και αμετάκλητα.

Το 1440 και το 1444 το νησί της Ρόδου πολιορκήθηκε από τον Σουλτάνο της Αιγύπτου, όμως οι ιππότες απώθησαν τις δύο επιθέσεις των επίδοξων κατακτητών.

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, ήταν φανερό ότι η Ρόδος θα αποτελούσε έναν από τους προσεχείς στόχους των Οθωμανών. Το 1454 τουρκικός στόλος λεηλάτησε τα παράλια του νησιού και το 1467 πολυάριθμα στρατεύματα που αποβιβάστηκαν από τριάντα γαλέρες, αποκρούστηκαν. Ήδη από όλη την Ευρώπη έφταναν Ιππότες για την αναμενόμενη μεγάλη πολιορκία.

Στις 23 Μαΐου 1480 στόλος ογδόντα τουλάχιστον πλοίων εμφανίστηκε προ της Ρόδου. Αρχιστράτηγος ήταν ο μεγάλος βεζίρης του Μωάμεθ Β΄, ο Μεζίχ πασάς, Χριστιανός εξωμότης.

Ο μέγας μάγιστρος Πιερ ντ'Ωμπυσόν ηγήθηκε επί δύο μήνες της αντίστασης, απέκρουσε τις προτάσεις παράδοσης του Μεζίχ πασά και απώθησε τρεις φορές τις επιθέσεις των Οθωμανών. Η μόνη βοήθεια που έλαβε από την Ευρώπη ήταν η οικονομική του Λουδοβίκου ΙΑ΄ η οποία επέτρεψε στον αδερφό του μεγάλου μαγίστρου Αντουάν ντ'Ωμπυσόν να έρθει στην Ρόδο από την Γαλλία με 500 ιππότες και 2.000 άλλους ενόπλους. Στην άμυνα της Ρόδου βοήθησαν και οι Έλληνες κάτοικοι καθώς κι αυτοί των γύρω νησιών. Οι Τούρκοι τελικά αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία.

Ο Ωμπυσόν, έγραψε επανειλημμένα προς όλους τους Χριστιανούς ηγεμόνες προτρέποντας σε σταυροφορία, δεδομένου μάλιστα ότι οι Ιππότες είχαν για ένα διάστημα στα χέρια τους τον ανταπαιτητή του Οθωμανικού θρόνου Τζεμ καθώς και άλλους συμμάχους στην Ανατολή, αλλά μάταια.

Ούτε ο Μωάμεθ Β΄ ούτε οι διάδοχοί του έπαψαν να έχουν βλέψεις στην Ρόδο, να ετοιμάζονται και να παρενοχλούν διαρκώς τα Δωδεκάνησα. Και οι Ιππότες όμως οργάνωναν ακατάπαυστα την άμυνά τους. Το 1521 σουλτάνος των Οσμανιδών έγινε ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής και μέγας μάγιστρος των Ιπποτών εξελέγη ο Φιλίπ Βιλιέ ντε λ' Ιλ-Αντάμ. Η Ρόδος ήταν ένα εμπόδιο στις επικοινωνίες της Κωνσταντινούπολης με τις νέες επαρχίες της Αίγυπτο και Συρία, και ο σουλτάνος αποφάσισε να το απαλείψει.

Στόλος τριακοσίων πλοίων και στρατός 100.000 ανδρών (κατ' άλλους 200.000) διευθύνθηκαν προς την Ρόδο και στις 28 Ιουλίου 1522 ο Σουλεϊμάν αποβιβάστηκε στο νησί. Οι δυνάμεις των πολιορκημένων ήταν 600 ιππότες και 4.500 στρατιώτες. Ο Ιλ-Αντάμ διέταξε να πυρποληθούν τα χωριά, να κατεδαφιστούν τα κτίρια που βρίσκονταν έξω από τα τείχη και να συγκεντρωθούν οι χωρικοί στην πόλη. Την 1η Αυγούστου άρχισε η επίθεση στην θέση της γερμανικής Γλώσσας, που αποκρούστηκε. Όλος ο μήνας πέρασε με κατασκευές υπονόμων από τους Οθωμανούς, τους οποίους εξουδετέρωνε με ανθυπονόμους ο μηχανικός Γαβριήλ Μαρτινέγκο από την Κρήτη.

Όλον τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο οι πολιορκούμενοι απέκρουαν τις επιθέσεις των Τούρκων οι οποίοι υπέστησαν μεγάλες απώλειες ειδικά στην επίθεση της 24ης Σεπτεμβρίου, όταν στην άμυνα πήραν μέρος πολίτες, χωρικοί και γυναίκες. Τέλη Οκτωβρίου αποκαλύφθηκε προδοσία του μεγάλου πριόρη της Γλώσσας της Καστίλλης Αντρέας ντ’ Αμαράλ, ο οποίος καθαιρέθηκε τελετουργικά και εκτελέστηκε. Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο αλλά ενώ ο αριθμός των αμυνομένων ελαττωνόταν συνεχώς, νέες δυνάμεις αναπλήρωναν τις απώλειες του σουλτάνου.

Τελικά στις 22 Δεκεμβρίου, μετά από πεντάμηνη πολιορκία, ο μέγας μάγιστρος αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει με ευνοϊκούς για τους Ιππότες και τους κατοίκους όρους. Την 1η Ιανουαρίου 1523 οι Ιωαννίτες, συνοδευόμενοι από 4.000 κατοίκους της Ρόδου εγκατέλειψαν το νησί μετά από διακόσια χρόνια κυριαρχίας.

Στα διακόσια αυτά χρόνια οι Ιωαννίτες πολιτεύθηκαν με μετριοπάθεια και φέρθηκαν με σύνεση στον ελληνικό πληθυσμό της Δωδεκανήσου. Σχεδόν πλήρης ήταν η θρησκευτική ελευθερία των Ορθοδόξων Ελλήνων και εκεί οφείλεται η συμπαράστασή τους στους Ιππότες, ιδίως κατά την τελευταία πολιορκία.

Ο στόλος των Ιπποτών έπλευσε στη Μεσσήνη της Σικελίας και στους Ιππότες δόθηκε ως προσωρινή κατοικία το Βιτέρμπο. Συνεπώς, ο Μάγιστρος του τάγματος είχε πολλά προβλήματα να αντιμετωπίσει για να αποτρέψει τη διάλυση του τάγματος. Στα προβλήματα ήρθε να προστεθεί ο πόλεμος μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, ο οποίος έσπειρε τη διχόνοια στο τάγμα καθώς τα περισσότερα μέλη του ήταν Γάλλοι και Ισπανοί.

Τελικά, μετά από συνολικά 7 χρόνια μετακίνησης, το 1530, και μετά από πολλές διαπραγματεύσεις κατά τις οποίες ο μάγιστρος του Τάγματος αποδείχθηκε εξαίρετος διπλωμάτης, τους παραχωρήθηκε από τον Πάπα και τον Βασιλιά της Ισπανίας, Κάρολο Κουίντο (ο οποίος ήταν βασιλιάς και της Σικελίας) η Μάλτα μαζί με το Γκόζο και το Βορειοαφρικανικό λιμάνι της Τρίπολης. Για τις παραπάνω κτήσεις οι Ιωαννίτες κατέβαλλαν στον αντιβασιλιά της Σικελίας ετήσιο φόρο κάθε 2α Νοεμβρίου (την ημέρα του Ψυχοσαββάτου), ένα μαλτέζικο γεράκι.

Μετά από αυτή την ήττα, οι Ιωαννίτες άρχισαν να εγκαταλείπουν σταδιακά τις παλιές τακτικές του ιππικού, αναλογιζόμενοι την υπεροχή του εχθρού τους στην ξηρά και αντιλαμβανόμενοι ότι ήταν πιο ευάλωτος στη θάλασσα. Η Μάλτα αποτελούσε σημαντικό προπύργιο της Ευρώπης, έχοντας τεράστια στρατηγική σημασία δεδομένης της κατάστασης στη Μεσόγειο. 

Παράλληλα η Μάλτα αποτελούσε για αιώνες το σταυροδρόμι του δουλεμπορίου στη Δυτική Ευρώπη, αφού οι αιχμαλωτισμένοι Μουσουλμάνοι(αλλά και όποιος Αφρικανός έπεφτε στα χέρια των Ιωαννιτών) πωλούνταν ως δούλοι. Οι Ιωαννίτες συνέχισαν τη δράση τους εναντίον των Μουσουλμάνων, και παρά το μικρό αριθμό αριθμό πλοίων που διέθεταν κατάφεραν να προξενήσουν απώλειες στους Οθωμανούς, οι οποίοι δυσαρεστήθηκαν βλέποντας το τάγμα ξανά σε δράση.



Το 1565 ο Σουλεϊμάν έστειλε δύναμη 40.000 περίπου ανδρών να πολιορκήσει δύναμη 700 Ιπποτών και 8.000 στρατιωτών και να καταλάβει τη Μάλτα.[25] Στην αρχή, η μάχη εξελισσόταν όπως η μάχη της Ρόδου : οι περισσότερες πόλεις καταστράφηκαν και σχεδόν οι μισοί ιππότες σκοτώθηκαν. Στις 18 Αυγούστου η κατάσταση των πολιορκημένων ήταν πλέον απελπιστική και, καθώς ο αριθμός τους λιγόστευε καθημερινά, γινόταν όλο και πιο δύσκολο να επανδρώνουν τη μακριά γραμμή οχυρώσεων. Παρόλα αυτά, όταν το συμβούλιο του μάγιστρου Ζαν ντε λα Βαλέτ πρότεινε την εγκατάλειψη του Μπίργκου και της Σενγκλέα και την απόσυρση στο οχυρό Σαντ Άντζελο, αυτός αρνήθηκε.

Ο αντιβασιλιάς της Σικελίας δεν είχε στείλει βοήθεια. Πιθανώς οι διαταγές που έδωσε ο Φίλιππος Β' της Ισπανίας δεν ήταν αρκετά σαφείς κι έτσι την ευθύνη του αν θα έπρεπε να σταλεί βοήθεια ή όχι θα έπρεπε να την επωμιστεί ο αντιβασιλιάς. Μία λάθος κίνηση θα έφερνε την ήττα, κάτι που σημαίνει ότι η Σικελία και η Νάπολη θα ήταν εκτεθειμένες. Ο γιος όμως του αντιβασιλιά πολεμούσε στο πλευρό του Μάγιστρου οπότε ο ίδιος δεν μπορούσε να αδιαφορήσει για την έκβαση της μάχης. Οποιαδήποτε κι αν ήταν τα αίτια της καθυστέρησής του, ο αντιβασιλιάς δίσταζε και δεν επενέβη παρά μόνο όταν η μάχη είχε πλέον κριθεί από τον αγώνα των αβοήθητων Ιπποτών, πιεζόμενος από τους αγανακτισμένους αξιωματικούς του.

Στις 23 Αυγούστου εκδηλώθηκε άλλη μία μεγάλη επίθεση, η τελευταία σοβαρή προσπάθεια, όπως αποδείχθηκε, των πολιορκητών. Η επίθεση απωθήθηκε με μεγάλη δυσκολία από τους Ιωαννίτες, ενώ στην άμυνα πήραν μέρος ακόμη και οι τραυματίες. Από εδώ και πέρα όμως ήταν η σειρά των Οθωμανών να βρεθούν σε απελπιστική θέση. Με εξαίρεση το οχυρό Σαντ Έλμο, όλες οι οχυρώσεις των Ιπποτών είχαν μείνει άθικτες.

 Η φρουρά, δουλεύοντας μέρα και νύχτα, επισκεύαζε τα ρήγματα και η κατάληψη της Μάλτας έμοιαζε όλο και πιο αδύνατη, ενώ τους πολύ θερμούς καλοκαιρινούς μήνες διάφορες αρρώστιες έκαναν την εμφάνισή τους στο στρατόπεδο των πολιορκητών. Τα πυρομαχικά και οι τροφές τους τελείωναν, ενώ το ηθικό τους έπεφτε κατακόρυφα από τις αποτυχίες και τις μεγάλες απώλειες.

Επίσης, ο θάνατος στις 23 Ιουνίου του Οθωμανού ναυάρχου Τουργκούτ Ρεΐς, που ήταν ικανότατος διοικητής, αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα στο ήδη πεσμένο ηθικό των πολιορκητών, ενώ οι Οθωμανοί διοικητές Πιγιαλέ πασάς και Λαλά Μουσταφά πασάς δεν έδειχναν ιδιαίτερο ζήλο. Είχαν στη διάθεσή τους ένα τεράστιο στόλο τον οποίο κατάφεραν να χρησιμοποιήσουν επιτυχώς μόνο μία φορά. Παραμελούσαν τις επικοινωνίες τους με την αφρικανική ακτή και δεν έκαναν καμία προσπάθεια να σταματήσουν τις σικελικές ενισχύσεις.

Την 1η Σεπτεμβρίου οι Οθωμανοί έκαναν την τελευταία τους προσπάθεια η οποία ήταν σχετικά αδύναμη επίθεση, εξ αιτίας του χαμηλού ηθικού. Τα παραπάνω γεγονότα ενθάρρυναν τους Ιππότες οι οποίοι έβλεπαν επιτέλους πιθανότητες νίκης. Οι μπερδεμένοι και αναποφάσιστοι Τούρκοι διοικητές πληροφορήθηκαν την άφιξη σικελικών ενισχύσεων και μη ξέροντας πως επρόκειτο για μία μικρή δύναμη, έλυσαν την πολιορκία και αποχώρησαν από τη Μάλτα στις 8 Σεπτεμβρίου. Η πολιορκία της Μάλτας υπήρξε ενδεχομένως η τελευταία φορά στην ιστορία που δύναμη ιπποτών κέρδισε μια αποφασιστική μάχη.

Όταν οι Οθωμανοί έφυγαν, οι Ιωαννίτες είχαν 600 άνδρες ικανούς να φέρουν όπλα. Η πιο βάσιμη εκτίμηση τοποθετεί τον αριθμό των πολιορκητών γύρω στους 40.000 άνδρες από τους οποίους μόνο οι 15.000 επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη. Η πολιορκία της Μάλτας απαθανατίστηκε από αρκετούς καλλιτέχνες της εποχής. Μετά την πολιορκία, μια νέα πόλη έπρεπε να κτιστεί, η οποία ονομάστηκε Humilissima Civitas Valletta (H Tαπεινοτάτη Πόλη Βαλέτα), προς τιμή του μαγίστρου Ντε λα Βαλέτ ο οποίος άντεξε την πολιορκία. Είναι η σημερινή πρωτεύουσα της Μάλτας. Το 1607 δόθηκε στον μεγάλο μάγιστρο των Ιωαννιτών ο τίτλος του πρίγκιπα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, παρόλο που οι κτήσεις του τάγματος ήταν πάντα νότια της αυτοκρατορίας. Το 1630 το αξίωμα του μεγάλου μαγίστρου εξισώθηκε εκκλησιαστικά με αυτό του καρδιναλίου και του απονεμήθηκε η διάκριση της Εξοχοτάτης Υψηλότητος.

Μετά την αποφασιστική νίκη των χριστιανικών δυνάμεων εναντίον του Οθωμανικού στόλου στη ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571, στην οποία το Τάγμα έλαβε μέρος με τρία πλοία, οι Ιππότες ανέλαβαν την προστασία των χριστιανικών πλοίων από τους Βερβερίνους πειρατές και την απελευθέρωση των Χριστιανών σκλάβων που οι τελευταίοι είχαν συλλάβει.

Το Τάγμα έχασε πολλές από τις κτήσεις του στην Ευρώπη με την επέκταση του Προτεσταντισμού και την εμφάνιση άλλων αιρέσεων, αλλά επέζησε στη Μάλτα. Οι κτήσεις της Αγγλικής Γλώσσας δημεύθηκαν το 1540 από τον Ερρίκο τον Η' γεγονός που τερμάτισε την δράση της.

Ακολουθώντας την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση, τα περισσότερα Γερμανικά "παρακλάδια" του τάγματος ενστερνίστηκαν την Προτεσταντική θεολογία, αλλά διατήρησαν την ονομασία τους. Το 1577 η Ηγουμενία του Βρανδεμβούργου μετεστράφη στον Λουθηρανισμό, αλλά συνέχισε να καταβάλλει τις οικονομικές του εισφορές στο τάγμα.

Οι Ιππότες της Μάλτας είχαν ισχυρή παρουσία στις τάξεις του Αυτοκρατορικού Ρωσικού Ναυτικού και του προεπαναστατικού Γαλλικού Ναυτικού. Όταν ο Ντε Πουανσί (διακεκριμένος Ιωαννίτης Ιππότης) διορίσθηκε κυβερνήτης του Αγίου Χριστοφόρου το 1639 έντυσε την ακολουθία του με τα εμβλήματα και τους θυρεούς του τάγματος. Η παρουσία των Ιωαννιτών στην Καραϊβική ισχυροποιήθηκε με τις ενέργειες του, μέχρι το θάνατο του το 1660. Ο ίδιος επίσης αγόρασε το νησί Σαιν Κρουά ως προσωπικό κτήμα, και το μεταβίβασε στους Ιππότες. Το 1665 το Σαιν Κρουά αγοράστηκε από την Γαλλική Εταιρεία Δυτικών Ινδιών, οπότε τερματίστηκε η παρουσία του τάγματος στην Καραϊβική.

Το 1789, η Γαλλική Επανάσταση, με τον έντονο αντικληρικισμό και αντιαριστοκρατισμό που τη διέκρινε, κατήργησε το Τάγμα στην Γαλλία και ανάγκασε πολλούς Γάλλους ιππότες να εγκαταλείψουν τη Γαλλία. Κατά συνέπεια πολλές από τις "παραδοσιακές" πηγές εισοδήματος του Τάγματος χάθηκαν για πάντα.

Το Μεσογειακό οχυρό των Ιπποτών στην Μάλτα καταλήφθηκε από τον Ναπολέοντα Α΄ Βοναπάρτη το 1798 κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Αίγυπτο. Ο Ναπολέων ζήτησε από τον μεγάλο μάγιστρο Φέρντιναντ φον Χόμπες τσου Μπολχάιμ να επιτρέψει την είσοδο των πλοίων του στο λιμάνι και τον ανεφοδιασμό τους. Ο Μπολχάιμ απάντησε ότι μόνο δύο ξένα πλοία επιτρεπόταν να βρίσκονται την ίδια ώρα στο λιμάνι. Έτσι όμως η διαδικασία του ανεφοδιασμού θα καθυστερούσε πολύ και, επειδή ο Ναπολέων επειγόταν να αντιμετωπίσει τον Νέλσωνα, διέταξε βομβαρδισμό.

Οι Γάλλοι στρατιώτες αποβιβάστηκαν σε επτά σημεία της Μάλτας στις 11 Ιουνίου και μετά από αρκετές ώρες σκληρών συγκρούσεων κατέλαβαν μεγάλο μέρος του νησιού. Ο μέγας μάγιστρος στην Βαλέττα αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει, υποστηρίζοντας ότι το παπικό καταστατικό του Τάγματος απαγόρευε στους Ιωαννίτες να μάχονται ενάντια σε άλλους Χριστιανούς, και εγκατέλειψε την Μάλτα στις 18 Ιουνίου. Το 1799, και υπό την πίεση του Αυστριακού Στέμματος, παραιτήθηκε του αξιώματος του.

Οι Ιππότες της Μάλτας διασκορπίστηκαν, αλλά το Τάγμα συνέχισε να υφίσταται σε μικρότερη κλίμακα και να διαπραγματεύεται με τις κυβερνήσεις της Ευρώπης για την αναβίωση της ισχύος του. Ο Ρώσος αυτοκράτορας Παύλος ο Α' πρόσφερε καταφύγιο στους περισσότερους Ιππότες στην Αγία Πετρούπολη, μια πράξη που αποτέλεσε αφετηρία για την Ρωσική παράδοση των Ιπποτών του Ξενώνα καθώς και για την αναγνώριση του Τάγματος ανάμεσα στα υπόλοιπα Ρωσικά τάγματα.

 Οι εγκατεστημένοι στην Αγία Πετρούπολη ιππότες, εξέλεξαν τον Τσάρο Παύλο ως Μέγα Μάγιστρο μετά την παραίτηση -ενδεχομένως καθαίρεση- του φον Χόμπες. Ως μάγιστρος ο Παύλος δημιούργησε, πέρα από την Ρωμαιοκαθολική Ηγουμενία, την "Μεγάλη Ρωσική Ηγουμενία", η οποία αριθμούσε 118 ταξιαρχίες/περιφέρειες με "τάξεις" ανοιχτές σε όλους τους Χριστιανούς, επισκιάζοντας το υπόλοιπο τάγμα. Η εκλογή του Παύλου παρ'όλα αυτά ποτέ δεν επικυρώθηκε από το Βατικανό και συνεπώς παρέμεινε "de facto" και όχι "de jure" Μέγας Μάγιστρος του Τάγματος.

Στην αρχή του 19ου αιώνα, το τάγμα είχε πλέον αποδυναμωθεί σοβαρά λόγω της απώλειας των κτήσεων σε όλη την Ευρώπη. Μόλις το 10% του εισοδήματος του τάγματος προερχόταν πλέον από πηγές εντός της Ευρώπης, με το υπόλοιπο 90% να προέρχεται από το "Μεγάλη Ρωσική Ηγουμενία" μέχρι το 1810. Αυτό αντικατοπτριζόταν στο γεγονός ότι από το 1805 ως το 1879 το τάγμα διοικούνταν από τοποτηρητές και όχι από μεγάλους μαγίστρους.

Το Τάγμα σήμερα έχει δύο έδρες: το Palazzo Malta στην οδό Via dei Condotti 68 (όπου κατοικεί ο Μέγας Μάγιστρος και εδρεύει η κυβέρνηση) και τη Villa Malta στον Αβεντίνο λόφο, όπου βρίσκεται η πρεσβεία του Τάγματος στο Βατικανό και η πρεσβεία στην Ιταλία. Ωστόσο, σε αντίθεση με την Αγία Έδρα, που έχει κυριαρχία επί του Βατικανού, το Κυρίαρχο Τάγμα της Μάλτας δεν έχει καμία εδαφική κυριαρχία από τότε που έχασε το νησί της Μάλτας το 1798, με εξαίρεση τα προαναφερόμενα ακίνητα στην Ιταλία. 

Ο ΟΗΕ δεν αναγνωρίζει το Τάγμα ως κράτος-μέλος αλλά ως παρατηρητή στη Γενική Συνέλευση. Δεν του έχει αναγνωριστεί και δοθεί κάποιος τηλεπικοινωνιακός κωδικός ούτε καν κωδικός στο Διαδίκτυο (όπως .com ή.uk), ενώ το Βατικανό έχει τον δικό του (.va).

Το Τάγμα της Μάλτας έχει διπλωματικές σχέσεις με 103 κράτη, πολλά από τα οποία δεν έχουν ως κυρίαρχη θρησκεία τη Ρωμαιοκαθολική, όπως επίσης και από άλλες 5 χώρες, καθώς επίσης και από διεθνείς οργανισμούς, όπως η ΕΕ και ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός. Το γεγονός ότι διεκδικεί κυριαρχία διαφαίνεται και από το γεγονός ότι εκδίδει διαβατήρια, άδειες οδηγήσεως, πινακίδες κυκλοφορίας αυτοκινήτων γραμματόσημα και κέρματα.

Το Κυρίαρχο Στρατιωτικό Τάγμα του Ξενώνα του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, της Ρόδου και της Μάλτας (Ιταλικά: Sovrano Militare Ordine Ospedaliero di San Giovanni di Gerusalemme di Rodi e di Malta, Λατινικά: Supremus Ordo Militaris Melitensis), αναφερόμενο συχνά και ως Τάγμα της Μάλτας ή απλά Ιππότες της Μάλτας, είναι τάγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με έδρα τη Ρώμη. Η επίσημη γλώσσα των μελών του είναι τα ιταλικά. Το ρητό του είναι το λατινικό «Tuitio Fidei et Obsequium Pauperum» (Άμυνα της πίστης και βοήθεια προς τους φτωχούς). Έχει εκτός από σημαία, και εθνικό ύμνο, τον «Ave Crux Alba» (Χαίρε Λευκέ Σταυρέ).

Κυβερνήτης βάσει Συντάγματος είναι ο Μέγας Μάγιστρος, του οποίου η θητεία είναι ισόβια. Τον Φεβρουάριο του 2008 πέθανε ο Άντριου Μπερτιέ και το Μάρτιο εξελέγη στη θέση αυτή ο αδελφός Μάθιου Φέστινγκ, ο οποίος εξαναγκάστηκε σε παραίτηση τον Ιανουάριο του 2017. Με ειδική Επιτροπή καθορίζεται η διαχείριση των οικονομικών της κρατικής οντότητας. Το Τάγμα υπόκειται στη διεθνή νομοθεσία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: