Στο πλαίσιο της 71ης επετείου από τη βύθιση του Υποβρυχίου ΚΑΤΣΩΝΗΣ, ο Αρχηγός Στόλου Αντιναύαρχος Παναγιώτης Λίτσας ΠΝ, παρέστη την Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014 ως εκπρόσωπος του Αρχηγού ΓΕΝ, σε εκδήλωση στην παραλία Ελευσίνας και κατέθεσε στεφάνι στο μνημείο του Αντιπλοιάρχου Βασιλείου Λάσκου ΠΝ, Κυβερνήτη του ιστορικού Υποβρυχίου.
Στις 20:45 της 5ης Σεπτεμβρίου 1943, τρεις ημέρες πριν την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το ΚΑΤΣΩΝΗΣ απέπλευσε από την βάση υποβρυχίων της Βηρυτού αφενός για να αποβιβάσει τον συνταγματάρχη Φραδέλο για μυστική αποστολή στην Εύβοια, αφετέρου για να εγκαταστήσει στην συνέχεια επιθετική πολεμική περιπολία στο βορειοδυτικό Αιγαίο. Κατευθυνόμενος ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ προς το στενό Κάσου – Κρήτης συνάντησε άσχημες καιρικές συνθήκες και μια σειρά βλαβών οι οποίες, αν και εν μέρει επιδιορθώθηκαν εκτός του αριστερού ηλεκτρικού κινητήρα, επηρέασαν την πορεία του έτσι ώστε να περάσει με καθυστέρηση 24 ωρών, το βράδυ της 10ης Σεπτεμβρίου, το στενό της Ικαρίας. Φτάνοντας το πρωί της 12ης Σεπτεμβρίου στις νοτιοανατολικές ακτές της Εύβοιας παρέμεινε όλη την ημέρα εν καταδύσει κατοπτεύοντας την ακτή και προσδιορίζοντας το ακριβές σημείο που θα αποβιβάζονταν ο συνταγματάρχης. Στις 21:00 της ίδιας ημέρας ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ αναδύθηκε και με τον ένα του μόνο κινητήρα πλησίασε στην ακτή και αποβίβασε με ελαστική βάρκα τον συνταγματάρχη Φραδέλο στην στεριά.
Κατευθυνόμενος στην συνέχεια ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ προς την Σκύρο συνάντησε δυο μικρά ιστιοφόρα τα οποία ανάγκασε, με προειδοποιητικούς πολυβολισμούς και βολές του πυροβόλου, να σταματήσουν. Από τα πληρώματα των πλοίων πληροφορήθηκε ότι αφενός στον όρμο της Σκιάθου ελλιμενίζονταν ένα γερμανικό ναρκαλιευτικό, αφετέρου ότι από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης αναμένετο να αποπλεύσει εντός των ημερών το από τον γερμανικό στρατό επιταγμένο γαλλικό πλοίο SINFRA (4.470 ΚΟΧ). Αφήνοντας τα ιστιοφόρα ελεύθερα το ΚΑΤΣΩΝΗΣ, αφού πέρασε το στενό Σκοπέλου – Χεληδρομίου, συνέχισε την πορεία του προς τα βόρεια του πορθμού της Σκιάθου, κατευθυνόμενος στην περιοχή που περίμενε να περάσει το SINFRA. Στις 04:30 της 14ης Σεπτεμβρίου, και αφού το υποβρύχιο είχε παραλλάξει το βόρειο ακρωτήριο της Σκιάθου, έλαβε σήμα το οποίο διάταξε τον ΚΑΤΣΩΝΗ να κατευθυνθεί προς την Ικαρία, με σκοπό την εγκατάσταση περιπολίας, έτσι ώστε να επέμβει σε περίπτωση αποστολής γερμανικών ενισχύσεων προς την Σάμο. Ο κυβερνήτης του υποβρυχίου, Βασίλης Λάσκος, αποφάσισε να παραμείνει εν καταδύσει κατά την διάρκεια της ημέρας στην περιοχή, περιμένοντας το SINFRA, και να κατευθυνθεί προς την Iκαρία την νύχτα βρισκόμενος εν αναδύσει.
Ο κυβερνήτης του υποβρυχίου Βασίλης Λάσκος |
Στις 20:00 διατάχθηκε ανάδυση. Η ομοχειρία του πυροβόλου πήρε θέση και έπλευσε εν επιφανεία, και με τις δύο του μηχανές, εναντίον του εχθρικού στόχου. Βρισκόμενο το υποβρύχιο σε απόσταση 2.000 μέτρων από τον εχθρικό στόχο, διέκρινε ότι αυτός αιφνίδια εξέπεμψε σήμα αναγνώρισης. Κατανοώντας ο Λάσκος ότι επρόκειτο περί εχθρικού πολεμικού πλοίου, έδωσε αμέσως διαταγή ταχείας κατάδυσης η οποία εξετελέσθη φέρνοντας τον ΚΑΤΣΩΝΗ σε περισκοπικό βάθος και έτοιμο να επιτεθεί «δια τορπιλικής προσβολής». Φοβούμενος ο Λάσκος ότι υπήρχε κίνδυνος να εισέλθει ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ στο παραπλήσιο ναρκοπέδιο ζήτησε εσπευσμένα πληροφορίες για την αποτύπωση του στον χάρτη. Παραμένοντας σε περισκοπικό βάθος ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ διαπίστωσε ότι το εχθρικό πλοίο εξέπεμπε με ηχοεντοπιστική συσκευή. Το εχθρικό πλοίο - το οποίο ήταν το γερμανικό ανθυποβρυχιακό UJ-2101 (πρώην ελληνικό Β.Π. ναρκαλιευτικό-ναρκοθετικό ΣΤΡΥΜΩΝ) με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Friedrich Vollheim - φθάνοντας πάνω από τον ΚΑΤΣΩΝΗ, εξαπέλυσε τρεις δέσμες βομβών βάθους, με μικρά χρονικά διαστήματα ρίψης αναμεταξύ τους.
Επιπρόσθετα, το Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014 το Υποβρύχιο ΠΡΩΤΕΑΣ κατέπλευσε στη Σκόπελο κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων στη μνήμη του Ανθυπασπιστή Νικόλαου Καπαδούκα και εν συνεχεία κατέπλευσε στη Σκιάθο, όπου την επομένη ημέρα κατατέθηκε στεφάνι στο μνημείο πεσόντων του Υποβρυχίου ΚΑΤΣΩΝΗΣ από τον Διοικητή Υποβρυχίων, ο οποίος συμμετείχε στις εν λόγω εκδηλώσεις ως εκπρόσωπος του Αρχηγού ΓΕΝ.
Επίσης, Το Σάββατο 13 και την Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014, κορυφώθηκαν στη νήσο Σπέτσες οι εκδηλώσεις για την επέτειο της ομώνυμης ναυμαχίας.
Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων κατέπλευσε στο νησί η Πυραυλάκατος ΔΑΝΙΟΛΟΣ, ενώ η Μπάντα του Πολεμικού Ναυτικού πραγματοποίησε συναυλία στο λιμάνι του νησιού, το Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου.
Στις εκδηλώσεις παρέστη ο Αρχηγός Στόλου Αντιναύαρχος Παναγιώτης Λίτσας ΠΝ ως εκπρόσωπος του Αρχηγού ΓΕΝ, όπου κατέθεσε στεφάνι στο μνημείο πεσόντων, ενώ έρριψε έτερο στον περιβάλλοντα θαλάσσιο χώρο του λιμένα της Ντάπιας.
Η Ναυμαχία των Σπετσών ή της Ναυπλίας που έγινε από τις 8 έως 13 Σεπτεμβρίου 1822 ήταν μια σημαντική σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ο γέροντας άρχοντας των Σπετσών Χατζηγιάννης Μέξης αποφάσισε να οργανώσει την άμυνα του νησιού για να το υπερασπίσει. Στην απόφασή του αυτή τον ακολούθησαν ο γιός του Νικόλαος, οι γαμβροί του Ιωάννης Γ. Κούτσης, Δημήτριος Λάμπρου (ή Λεωνίδας) και Νικόλαος Λαζάρου, καθώς και 53 ακόμη Σπετσιώτες. Έτσι κάτω από τις διαταγές του Μέξη κατασκευάσθηκαν τρία κανονιοστάσια με πιο ισχυρό εκείνο στην είσοδο του Παλιού Λιμανιού.
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1822 ο οθωμανικός στόλος, προερχόμενος από τη Μονεμβασιά, κίνησε προς ανεφοδιασμό του Παλαμηδίου στο Ναύπλιο, το οποίο πολιορκούσαν από στεριάς δυνάμεις του Δημητρίου Υψηλάντου και από θαλάσσης δυνάμεις της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας. Οι δυνάμεις των Οθωμανών, που αποτελούνταν από 94 πλοία υπό τον ναύαρχο Μεχμέτ Αλί Πασά, φθάνοντας στον κόλπο της Ναυπλιάς βρέθηκαν αντιμέτωπες με τον στόλο των νησιών της Ελλάδος υπό τον ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη, που αποτελούταν από 50 πλοία περίπου. Ο ναύαρχος του ελληνικού στόλου έδωσε διαταγή να κινηθεί ο στόλος προς το εσωτερικό του Αργολικού Κόλπου παρά της ακτής της Πελοποννήσου, για να εγκλωβίσει εκεί τους πολυάριθμους και καλύτερα εξοπλισμένους Τούρκους, αλλά το σχέδιό του θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταστροφή.
Προκειμένου, όμως, να αφήσουν τις Σπέτσες και την Ύδρα ανυπεράσπιστες στο έλεος των Οθωμανών, οι Σπετσιώτες πλοίαρχοι Ι. Τσούρπας, Δημήτριος Λάμπρου (ή Λεωνίδας) και Ιωάννης Γ. Κούτσης, καθώς και ο Υδραίος Αντώνιος Κριεζής, αγνόησαν το σήμα του Ανδρέα Μιαούλη και αντί να τον ακολουθήσουν, επετέθηκαν εναντίον του οθωμανικού στόλου, αιφνιδιάζοντας τόσο τον εχθρό όσο και τους συμμάχους τους. Η σφοδρότητα της ναυμαχίας έκανε το έδαφος να σείεται στην Ύδρα, από όπου όσοι παρακολουθούσαν τα γεγονότα έβλεπαν τόσο καπνό που νόμιζαν ότι οι Σπέτσες καίγονται.
Στην πλέον κρίσιμη φάση της ναυμαχίας, με τις προτροπές «του ευπατρίδου πρεσβύτου Χατζηγιάννη Μέξη επικαλουμένου [...] πατρίδαν, θρησκείαν και τιμήν», εφορμά με το πυρπολικό του κατά της οθωμανικής ναυαρχίδας ο ηρωϊκός πυρπολητής Κοσμάς Μπαρμπάτσης (1792–1887). Σύμφωνα με τον ιστορικό Αναστάσιο Ορλάνδο, η προσπάθεια του Κοσμά Μπαρμπάτση να πυρπολήσει την οθωμανική ναυαρχίδα ήταν καθοριστική για την έκβαση της ναυμαχίας, διότι η ναυαρχίδα μαζί με τον υπόλοιπο οθωμανικό στόλο υποχώρησαν αμέσως και τράπηκαν σε φυγή προς την Κρήτη και από εκεί (τον Οκτώβριο) γύρισαν στην Κωνσταντινούπολη.
Η υποχώρηση του οθωμανικού στόλου σήμανε την ματαίωση των σχεδίων του για την καταστροφή των δύο ελληνικών ναυτικών βάσεων στις Σπέτσες και την Ύδρα και κατέστησε δυνατό τον πολυπόθητο ανεφοδιασμό του Ναυπλίου που μέχρι τότε ήταν αποκλεισμένο από τη θάλασσα. Έτσι, λίγο αργότερα, το Ναύπλιο πέρασε στα χέρια των Ελλήνων αγωνιστών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου