Η Κρητική επανάσταση που ξέσπασε το 1866 ξανα έφερε στο προσκήνιο, επιτακτικά, την περίοδο εκείνη το φλέγον ζήτημα του Ανατολικού, δηλαδή, τι πρόκειται να γίνει με το μέλλων της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ειδικότερα, η επανάσταση αυτή παρολίγον να γίνει η αιτία κια η αφορμή για την πρωτη ανοιχτή ένοπλη αντιπαράθεση μεταξύ του νεότευκτου ελληνικού κράτους και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι λόγοι ήταν ότι: Ο διακαής πόθος των Κρητών για την απελευθέρωσή τους από τον τουρκικό ζυγό και την ενσωμάτωση της Κρήτης με το ελληνικό κυρίαρχο κράτος, το οποίο απείχε πλέον μόλις μερικά ναυτικά μίλια μετά την ενσωμάτωση των Ιονίων νήσων, που είχε πραγματοποιηθεί τρία χρόνια πριν.
Η εκ μέρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μερική αθέτηση των όρων του μεταρρυθμιστικού Χαττ-ι Χουμαγιούν, ή άλλως «Ισλαχάτ Φερμάν», περί ισονομίας των θρησκευτικών μειονοτήτων, που είχε θεσπιστεί δέκα χρόνια πριν (1856), με την επιβολή νέων βαρύτερων φόρων και το λεγόμενο «μοναστηριακό ζήτημα», το οποίο αποτελούσε τον απόηχο ομοίου μεγάλου ζητήματος, που είχε ξεσπάσει την ίδια εποχή στη Ρουμανία και αφορούσε την ιδιαίτερη υψηλή φορολόγηση των μοναστηριακών περιουσιών, με συνέπεια κλήρος και λαός να εξεγερθούν.
Να σημειωθεί ότι οι συνθήκες για την έναρξη της επανάστασης ήταν δυσμενείς, κυρίως λόγω της πολιτικής κατάστασης τόσο στο εσωτερικό της Ελλάδας όσο και στην Ευρώπη. Στο εσωτερικό της Ελλάδας επικρατούσε διχασμένη πολιτική ατμόσφαιρα, με την κυβέρνηση Μπενιζέλου Ρούφου σαφώς αντίθετη, ενώ περισσότερο αποφασιστικός ήταν ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, οπαδός της ρωσικής πολιτικής. Από τις Μεγάλες Δυνάμεις μόνο η Ρωσία, που είχε ταπεινωθεί με τη Συνθήκη των Παρισίων (το 1856), έδειξε να ευνοεί και να υποκινεί μέσω του πρόξενού της στα Χανιά, Σπυρίδωνα Δενδρινού, και του υποπρόξενου Ιωάννη Μητσοτάκη στο Ηράκλειο.
Οι σποραδικές συγκρούσεις συνεχίζονταν και οι εκκλήσεις του Οθωμανού σουλτάνου δεν έφερναν κάποιο αποτέλεσμα. Το 1866 δημιουργήθηκαν ένοπλα τμήματα. Η έναρξη της επανάστασης κηρύχθηκε επίσημα στις 21 Αυγούστου 1866. Το ελληνικό κράτος εξέφρασε τη συμπάθειά του προς την εξέγερση, όπως και ορισμένες άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Φιλελληνική κίνηση αναπτύχθηκε και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, που εκδηλώθηκε, μεταξύ άλλων, με την αποστολή χρημάτων και όπλων για την ενίσχυση της Κρητικής Επανάστασης. Τη διαχείριση των χρηματικών ποσών που προέρχονταν από αμερικανικούς εράνους προκειμένου να διατεθούν για την αγορά τροφίμων και ενδυμάτων και αποστέλλονταν με αμερικανικά κυρίως πλοία στην Κρήτη, είχε αναλάβει ο Αμερικανός φιλέλληνας Σάμιουελ Γκρίντλεϊ Χάουι, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα. Οι επαναστάτες κατάφεραν αρχικά να θέσουν υπό έλεγχο την κρητική ύπαιθρο.
Ο τουρκικός ζυγός στο νησί της Κρήτης μετρούσε ήδη διακόσια πενήντα χρόνια όταν-μετά από συνεχιζόμενους ξεσηκωμούς-Κρήτες επαναστάτες άρχισαν να συγκεντρώνονται στο Αρκάδι από τις 3 Μαρτίου του 1866 για να φθάσουν το Μάϊος να αριθμούν τους 1500 πολεμιστές από όλη την Κρήτη που συγκεντρώθηκαν για να εξελέξουν πληρεξουσίους για τις διάφορες επαρχίες της Κρήτης. Η μονή Αρκαδίου από την πρώτη στιγμή της Επανάστασης υπήρξε το επίκεντρο των αγώνων λόγω της σπουδαίας στρατηγικής της σημασίας. Οι Τούρκοι ζήτησαν από τον ηγούμενο Γαβριήλ Μαρινάκη να διώξει την Επαναστατική Επιτροπή από το μοναστήρι με την απειλή ότι θα το καταστρέψουν αλλά ο ηγούμενος αρνήθηκε. Στις 24 Σεπτεμβρίου αφίχθηκε ο συνταγματάρχης του Ε.Σ. Π. Κορωναίος με λίγους εθελοντές και ανακηρύχθηκε αρχηγός. Ο Κορωναίος έκρινε ότι η τοποθεσία δεν ήταν κατάλληλη για άμυνα, όμως ο Ηγούμενος της Μονής Γαβριήλ δεν ήθελε να την εγκαταλείψει. Έτσι προχώρησε σε αμυντικές προπαρασκευές, εγκατέστησε ως φρούραρχο τον ανθυπολοχαγό Ι. Δημακόπουλο και μετέβη στις επαρχίες προς στρατολόγηση πολεμιστών.
Ο τουρκικός στρατός, αποτελούμενος από 15.000 τακτικό στρατό και υποστηριζόμενος από τριάντα κανόνια, υπό τον Μουσταφά Ναϊλή Πασά, εξεστράτευσε εναντίον της Μονής. Παράλληλα ζήτησε από τον ηγούμενο Γαβριήλ να παραδοθεί. Η απάντηση ήταν αρνητική. Στο μοναστήρι υπήρχαν 964 ψυχές, 325 άνδρες και οι υπόλοιποι γυναικόπαιδα[3].
Η επίθεση ξεκίνησε στις 8 Νοεμβρίου. Στις μάχες διακρίθηκαν οι: Δημακόπουλος, Αδάμ Παπαδάκης, Σπύρος Ολύμπιος, Κούβος, Δενιανάκης, Γαληνάκης. Τη δεύτερη όμως ημέρα η εξωτερική γραμμή άμυνας διασπάται, σκοτώνεται ο Ηγούμενος Γαβριήλ και οι Τούρκοι εισέρχονται στον περίβολο της Μονής. Εξαντλημένοι και με βέβαιη την αιχμαλωσία και όλα τα συνακόλουθα, ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης από το χωριό Άδελε του Ρεθύμνου κλείνεται μαζί με άλλους πολεμιστές και γυναικόπαιδα στην πυριτιδαποθήκη. Η πυροδότηση των βαρελιών με το μπαρούτι προκάλεσε την καταστροφή της Μονής και το θάνατο πολλών Ελλήνων αλλά και πολλών Τούρκων εισβολέων. Ο κρότος λέγεται ότι ακούστηκε μέχρι το Ηράκλειο. Μετά την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης ο Ι. Δημακόπουλος συνέχισε να μάχεται κατά των Τουρκαλβανών στον περίβολο της Μονής. Ο ίδιος την 9η Νοεμβρίου αποφάσισε να παραδοθεί στον τακτικό τουρκικό στρατό όταν έλαβε εγγυήσεις για την ζωή των τελευταίων υπερασπιστών που μάχονταν μέσα από τα ερείπια. Ωστόσο, την επομένη εκτελέστηκε με αποκεφαλισμό τόσο αυτός όσο και οι περισσότεροι αιχμάλωτοι.
Από όλες τις θυσίες που πρόσφερε η Κρήτη μεσουρανεί το Αρκάδι. Η μονή Αρκαδίου ύψωσε το αίτημα της κρητικής ελευθερίας και ξεσήκωσε τα φιλελληνικά αισθήματα της Ευρώπης, αλλάζοντας τη νοοτροπία και την τακτική των ευρωπαϊκών δυνάμεων απέναντι στο Κρητικό ζήτημα.
Μετά την καταστροφή του, το 1866, το Μοναστήρι του Αρκαδίου ανοικοδομήθηκε πλήρως και αναστηλώθηκε στην πρότερή του μορφή. Μόνο ένα μισοκαμένο τέμπλο στα αριστερά της Αγίας Τράπεζας και μια μπάλα κανονιού σφηνωμένη στο αιωνόβιο κυπαρίσσι στα δεξιά στης εκκλησίας μαρτυρούν το αίμα που χύθηκε πριν περίπου 150 χρόνια.
Η UNESCO έχει χαρακτηρίσει το Αρκάδι Ευρωπαϊκό Μνημείο Ελευθερίας.
Βιβλιογραφία:
Μανούσακας, M.I. (1966). «Άγνωστα κεφάλαια της παλαιοτέρας ιστορίας του Αρκαδίου». Νέα Εστία 80: σσ. 1503-1518.
Νικ. Β. Τωμαδάκη, «Ο Φρούραρχος Αρκαδίου Ιωάννης Δημακόπουλος». Λόγος κατά τα αποκαλυπτήρια αναμνηστικής πλακός στο Δημαρχείο Τριπόλεως εις μνήμην Ιω. Δημακόπουλου, 15/11/1970. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών Πελοποννησιακά, τομ. 8, 1971.
Τιμ. Β. Βενέρη, Το Αρκάδι δια των Αιώνων, Αθήνα 1938.
Διον. Μαραγκουδάκη, Το ιερόν και ηρωϊκόν της Κρήτης Αρκάδι, χ.τ. 1996.
Κονδυλάκης Ιωάννης, Η ολοκαύτωσις του Αρκαδίου, Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Φέξη, 1904
Παπαδάκης Kωστής, H αρκαδική εποποιία στη ρομαντική ποίηση του IΘ’ αιώνα. «O Περίπλους του Aρκαδιού»· ένα άγνωστο ποίημα του κρητολάτρη ποιητή Γεωργίου Παράσχου, Κρητολογικά Γράμματα - τόμ. 12, (1996), σελ. 187-199
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου