Δημήτρης Βαρσάνης
Στη σύγχρονη εποχή του Calcio, ο λίμπερο είναι μια ξεπερασμένη θέση. Αυτός ο ξεπερασμένος αμυντικός ρόλος, γνωστός και ως “σκούπα”, ενορχηστρώθηκε έξυπνα από τους ακόλουθους Ιταλούς θρύλους: τον Armando Picchi, τον Gaetano Scirea, τον Franco Baresi και τον Alessandro Nesta.
Ωστόσο, οι λάτρεις του Calcio σπάνια συζητούν τον υποτιμημένο Gianluca Signorini, ένα νεκρό φαινόμενο της Genoa που αναμόρφωσε τη θέση του λίμπερο μεταξύ της δεκαετίας του '80 και του '90. Ο Signorini γεννήθηκε στην Πίζα, μια πόλη της Τοσκάνης που αναγνωρίστηκε για το εικονικό καμπαναριό. Για τους Τοσκάνι (τοσκάνους), ελάχιστα γνώριζαν ότι η περιοχή τους θα γινόταν μάρτυρας της γέννησης του μελλοντικού μοντέρνου λίμπερο του Calcio.
Ο Signorini άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο με το τοπικό του κλαμπ Pisa Sporting - το οποίο τώρα έχει οριστεί ως AC Pisa - το 1978. Η περίοδος του στους Nerazzurri δεν κράτησε πολύ, αφού ο Ιταλός έλαβε ελάχιστο χρόνο συμμετοχής. Για να παίξει ποδόσφαιρο σε τακτική βάση, ο Πιζανός γύρισε όλη την Τοσκάνη μεταξύ του 1979 και του 1983, αγωνιζόμενος για τις Pietrasanta, Prato και Livorno, με τη τελευταία να είναι η πιο μισητή αντίπαλος της Pisa.
Ενώ το πρώην προϊόν της Pisa αγωνιζόταν για πέντε χρόνια σε ομάδες της Τοσκάνης, κέρδισε πολύτιμη εμπειρία στη Serie C. Ξεκινώντας ως ημι-επαγγελματίας ποδοσφαιριστής στην τρίτη κατηγορία της Ιταλίας, αυτό ενθάρρυνε τον Τοσκανό να προσεγγίσει τη ζωή και τον αθλητισμό με επιμελή τρόπο, δουλεύοντας ατελείωτα μέχρι να φτάσει στο επίπεδο της ελίτ.
Το 1983 μετά από 65 εμφανίσεις για τη Livorno, ο Signorini ταξίδεψε 222 χιλιόμετρα για να μεταβεί στο Τέρνι, μια πόλη που βρίσκεται στην περιοχή της Ούμπρια. Εκεί έκανε το ντεμπούτο του για την Ternana Calcio, αγωνιζόμενος 29 φορές για τους Rossoverdi. Μετά από μία μόνο χρονιά στα Fere (τέρατα), ο Signorini ακολούθησε τη σταδιοδρομία του κάτω από το Νότο της Ιταλίας, αυτή τη φορά πηγαίνοντας στη Καμπανία και στη Cavese η οποία απέχει μόλις 10 χιλιόμετρα από το Salerno. Ο Ιταλός έπαιξε με τους Aquilotti (μικρούς αετούς) για όλη τη σεζόν του 1984/85 στη Serie C1, βοηθώντας τους να αποφύγουν τον υποβιβασμό.
Η ανάπτυξη κάτω από το Sacchi
Μετά από ένα χρόνο στη Νότια Ιταλία, η επόμενη ποδοσφαιρική πρόκληση του Signorini προέκυψε στην Parma, εξασφαλίζοντας μια θέση στην ομάδα του Arrigo Sacchi τη σεζόν 1985/86. Με τον Sacchi στο τιμόνι, οι αμυντικές δεξιότητες του Signorini κατέστησαν καθοριστικής σημασίας, βοηθώντας τον σύλλογο της Emilia-Romagna να τερματίσει στην κορυφή της Serie C1 και να πάρει την άνοδο. Την επόμενη σεζόν, το αστέρι της Parma παρέμεινε για να κάνει το ντεμπούτο του στη Serie Β.
Σε αυτό το σημείο με την Parma να τερματίζει τη σεζόν 1986/1987 στην έβδομη θέση της Serie B και με την καλύτερη άμυνα στο πρωτάθλημα, η ικανότητα του Signorini να σφίξει την αμυντική γραμμή, να κόβει τις πάσες και να χτίζει επιθέσεις από πίσω εκτιμήθηκε πραγματικά από τον Sacchi. Όχι μόνο ο σύλλογος από την Εμίλια τα πήγε καλά στο πρωτάθλημα, αλλά διέψευσε και τα προγνωστικά στο Coppa Italia, παίρνοντας δύο μνημειώδεις νίκες επί της Milan και το αφεντικό τους να λαμβάνει το ενδιαφέρον και από τον ιδιοκτήτη των Rossoneri Silvio Berlusconi. Ενώ οι Rossoneri ανακοίνωσαν τον Sacchi ως νέο προπονητή για την σεζόν 1987/88, ο Ιταλός τεχνικός συμβούλευσε στον 28χρονο Franco Baresi να παρακολουθήσει και να μάθει τον τρόπο με τον οποίο ο Signorini έπαιζε στο ρόλο του λίμπερο.
Μετά το πετυχημένο πέρασμα του στη Parma το ταλέντο του Signorini προσέλκυσε τη Roma να υπογράψει τον αμυντικό το 1987. Το όνειρο του Πιζανού να φτάσει στη κορυφαία κατηγορία του calcio έγινε πραγματικότητα πραγματοποιώντας το ντεμπούτο του στη Serie A στα 27 του χρόνια. Υπό την αιγίδα του προπονητή Nils Liedholm - ένας μύθος της Milan - η σεζόν 1987/88 στη Serie A ήταν πολυαναμενόμενη από τους οπαδούς λόγω της μεγάλης ποικιλίας ποδοσφαιριστών παγκόσμιας κλάσης που διέθετε η ομάδα. Όντας συμπαίκτες με τους Rudi Voller, Giuseppe Giannini και Roberto Pruzzo ήταν το μακροπρόθεσμο όνειρο του Signorini, για να μην αναφέρουμε ότι θα αμύνονταν απέναντι στους Diego Maradona, Ruud Gullit και Marco van Basten.
Κατά τη διάρκεια της μονοετούς διάρκειας του στη Roma ο Signorini έγινε βασικό μέλος της αμυντικής γραμμής, δημιουργώντας τρομερές συνεργασίες με τον Antonio Tempestilli και τον Fulvio Collovati. Η αποφασιστική δουλειά του Πιζανού στην άμυνα διαδραμάτισε αναπόσπαστο ρόλο σε εκείνη τη ταλαντούχα ομάδα, οδηγώντας τους Ρωμαίους στη τρίτη θέση της βαθμολογίας πίσω από τη δεύτερη Napoli και τη πρωταθλήτρια Milan.
Ενισχύοντας τη Γενοβέζικη επανάσταση
Το 1988, η Genoa χρειαζόταν μια επανάσταση μετά από χρόνια που εξασθενούσε στις κατώτερες κατηγορίες της Ιταλίας. Με τους Γενοβέζους ανυποψίαστους για το τι θα μπορούσε να συμβεί, ο παλαιότερος σύλλογος στο ιταλικό ποδόσφαιρο προσέλαβε ένα Σικελό προπονητή με το όνομα Francesco Scoglio. Έπειτα ο Scoglio ως πρώτη κίνηση του πήρε το Signorini από τη Roma για τη σεζόν 1988/89 στη Serie B, μια κρίσιμη μεταγραφή που οι tifosi του κλαμπ δημιούργησαν μια βαθιά σχέση. Στην αρχή της σεζόν δόθηκε στο Signorini η τιμή να γίνει αρχηγός της Genoa μόλις στο πρώτο του χρόνο με τους Rossoblu. Εν τέλει θα φορούσε το περιβραχιόνιο του αρχηγού για επτά συνεχόμενες χρονιές.
Η σεζόν 1988/89 στη Serie B αποδείχτηκε ένα αρχικό κομμάτι για βραχυπρόθεσμη επιτυχία. Με το Scoglio γνωστό ως “Il Professore” (καθηγητής) για το πτυχίο παιδαγωγικής του - ένα πεδίο που σχετίζεται με τη θεωρία και τις στρατηγικές διδασκαλίας - αυτό έγινε ένας θεμελιώδης τρόπος για το πώς ο Σικελός χρησιμοποιούσε την εφαρμογή τακτικής στα ποδοσφαιρικά παιχνίδια. Η συστηματική και ευσυνείδητη προσέγγιση του Ιταλού προπονητή συνείσφερε στη Genoa να θριαμβεύσει το 1989 κερδίζοντας τον τίτλο της Serie B, με αποτέλεσμα να επιστρέψει στην κορυφαία κατηγορία της Ιταλίας. Πίσω από την επιτυχία της ομάδας της Λιγουρίας, ο Signorini - ο οποίος άφησε τη Roma και τον ταλαντούχο ανταγωνισμό στη Serie A - αγωνίστηκε με θάρρος για να αρνηθεί σε κάθε αντίπαλο να επιτεθεί.
Αφού ανέβασε τη Genoa στην Serie A μόλις στην πρώτη του χρονιά στο σύλλογο, ο Signorini έγινε αμέσως αγαπημένος των οπαδών. Για πρώτη φορά στην καριέρα του, ο κεντρικός αμυντικός ανέπτυξε μια ιδιαίτερη ταύτιση με τους οπαδούς και το προπονητικό προσωπικό του συλλόγου.
Κατά τη διάρκεια της παρθενικής χρονιάς της Genoa στη Serie A, η κάτοχος των εννέα Scudetti κατέλαβε την 11η θέση, τερματίζοντας δύο βαθμούς πάνω από τη ζώνη υποβιβασμού. Για άλλη μια φορά, ο Signorini υπερέβη τον εαυτό του καθιστώντας την ομάδα του ως δύσκολη αντίπαλο να χάσει. Εκείνα ήταν τα χρόνια που ο κεντρικός αμυντικός τελειοποίησε τον σύγχρονο ρόλο του λίμπερο, απομακρύνοντας κάθε επιτιθέμενο κίνδυνο στη μικρή περιοχή της Genoa και συμμετέχοντας στο άλλο μισό του γηπέδου για να πάρει μέρος σε αντεπιθέσεις.
Τη σεζόν 1990/91 στη Serie A ο Signorini διένυσε την καλύτερη στιγμή στη κορυφαία κατηγορία της Ιταλίας, απογοητεύοντας τους πιο ταλαντούχους μέσους και επιθετικούς με τις αμυντικές ικανότητές του. Με το νέο προπονητή Osvaldo Bagnoli να βασίζεται στις μεθόδους του Scoglio και να συλλέγει την ιδανική ισορροπία μεταξύ της άμυνας και της επίθεσης, κατέυθυνε τη Genoa στη τέταρτη θέση και στο κύπελλο UEFA.
Η ομάδα του 1991/92, γνωστή ως "ομάδα ονείρων" λόγω της πορείας τους Κύπελλο UEFA, ήταν η ισχυρότερη ομάδα της Genoa μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκείνη η ομάδα διέθετε την ακόλουθη σειρά ταλέντων: Christian Panucci, Tomas Skuhravy, Branco, Carlos Aguilera και φυσικά, Signorini. Η ευρωπαϊκή τους πορεία περιελάμβανε συγκρούσεις με την Real Oviedo, τη Dynamo Bucharest, τη Steaua Bucharest, το Liverpool και τον Ajax. Ο ολλανδικός σύλλογος έμελλε να αφήσει έξω τους Ιταλούς στα ημιτελικά.
Κατά τη διάρκεια του ευρωπαϊκού ταξιδιού της Genoa, ο Signorini κρίθηκε απαραίτητος στην άμυνα, παράγοντας αρκετές σωτήριες στιγμές. Ένα από τα χαρακτηριστικά του ήταν η ικανότητά του να διαβάζει τις φάσεις και να φτάνει πρώτος στις κεφαλιές ύστερα από τις σέντρες στη μικρή περιοχή. Η πιο σημαντική στιγμή του έγινε στο δεύτερο αγώνα κόντρα στη Liverpool, όπου έδιωξε με μια εμφατική κεφαλιά πάνω στη γραμμή με το τερματοφύλακα να είναι εκτός εστίας.
Η επιστροφή στη Pisa
Τρεις χρονιές μετά την ευρωπαϊκή περιπέτεια, η Genoa πήρε μια κατεύθυνση προς τα κάτω, με συνέπεια να τερματίσει στο κάτω μισό του βαθμολογικού πίνακα της Serie A. Στην σεζόν 1994/95 - η τελευταία του Signorini με τον σύλλογο - κατέρρευσε στη 14η θέσης, πηγαίνοντας σε έναν αγώνα επιβίωσης με την Padova, η οποία τερμάτισε επίσης με 40 πόντους. Στο πιο χείριστο σενάριο, η Genoa ηττήθηκε με 4-5 στα πέναλτι και υποβιβάστηκε στη Serie B. Η απώλεια βασικών ποδοσφαιριστών όπως ο Aguilera, ο Panucci και ο Branco δημιούργησαν τρύπες στην άμυνα που αποδείχτηκαν πάρα πολύ μεγάλος για τον Signorini να τις καλύψει μόνος. Η καριέρα του στη Γένοβα ολοκληρώθηκε στις 207 εμφανίσεις. Άφησε πίσω του μια κληρονομιά που οι Γενοβέζοι δεν θα ξεχάσουν ποτέ.
Το 1995 ο Signorini επέστρεψε για να αποκαταστήσει την υπερηφάνεια στο κλαμπ της πόλης του, αφού η Pisa έπεσε μέχρι το Εθνικό Πρωτάθλημα Ερασιτέχνων - πέμπτη κατηγορία - λόγω οικονομικών ζητημάτων. Χάραξε άμεσο αντίκτυπο στην πρώτη του σεζόν, κατευθυνοντας την ομάδα πίσω στη Serie C2. Την επόμενη σεζόν, η Pisa κατέληξε στην έκτη θέση, με τον Signorini να παίρνει και το ρόλο του υπηρεσιακού προπονητή το 1998.
Το 1999 ο Signorini εγκατέλειψε την Pisa για να ενταχθεί στη Livorno ώστε να διαχειριστεί τον τομέα ακαδημιών της. Σε ηλικία 39 ετών, γράφτηκε επίσης για να πραγματοποιήσει μια σειρά μαθημάτων στο Coverciano για να προωθήσει τις φιλοδοξίες του να γίνει επαγγελματίας προπονητής. Δυστυχώς, οι φιλοδοξίες του κόπηκαν απότομα καθώς σύντομα ανακάλυψε ότι υπέφερε από τη πλευρική μυοτροφική σκλήρυνση (ALS), γνωστή και ως νόσος του Lou Gehrig. Αυτή είναι μια σοβαρή ασθένεια που παραλύει σιγά-σιγά τους μύες και σε καθιστά ακίνητο κάτι που ο σωματικά δυνατός πρώην λίμπερο δεν το περίμενε.
Σε μια συναισθηματική βραδιά στο Stadio Luigi Ferraris στις 24 Μαΐου του 2001, η Genoa οργάνωσε ένα φιλανθρωπικό αγώνα προς τιμήν του capitano τους για την άντληση κεφαλαίων για την έρευνα ALS. Με την κόρη του να τον σπρώχνει σε μια αναπηρική καρέκλα γύρω από το γήπεδο, ο Signorini προσπάθησε να συγκρατήσει τα δάκρυα του. Ήταν συγκλονισμένος καθώς οι οπαδοί της Genoa φώναζαν: "Il Grande Capitano." Όλοι όσοι παρακολουθούσαν την εκδήλωση γέμισαν δάκρυα, κοίταζαν σοκαριστικά τον τρόπο με τον οποίο ο ταλαντούχος αθλητής είχε καταρρεύσει σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Όμως υπήρχε ένα πράγμα που αυτή η φοβερή ασθένεια δεν μπορούσε να διώξει από το πρώην είδωλο της Genoa, και αυτό ήταν το μεταδοτικό χαμόγελο που κουβαλούσε πάντα στον αγωνιστικό χώρο και στις κάμερες. Ήταν οδυνηρό για έναν αβοήθητο Signorini, ο οποίος δεν μπορούσε να κινηθεί και να τραγουδήσει με τους αγαπημένους του υποστηρικτές της Genoa, ειδικά τη Gradinata Nord.
"Θα ήθελα να σηκωθώ και να τρέξω μαζί σας, αλλά δεν μπορώ. Θα ήθελα να φωνάξω μαζί σας τραγούδια χαράς, αλλά δεν μπορώ », η κόρη του Signorini Benedetta διαβάζει την επιστολή του πατέρα της κατά την τελευταία επίσκεψη στο Stadio Luigi Ferraris.
Αυτή ήταν η τελευταία φορά που ο Signorini εμφανίστηκε στο κοινό πριν πεθάνει στη γενέτειρά του στη Πίζα στις έξι Νοεμβρίου του 2002 αφήνοντας την οικογένειά του και τον ποδοσφαιρικό κόσμο στην ηλικία των 42 ετών. Ο Signorini μπορεί να έφυγε όμως η ποδοσφαιρική του κληρονομιά παραμένει άθικτη στο Calcio μέχρι σήμερα. Η φανέλα με το νούμερο “6” αποσύρθηκε στη Genoa προς τιμήν του, ενώ το στάδιο της Pisa Arena Garibaldi έχει μια κερκίδα με το όνομα του Signorini.
Χρειάστηκαν σχεδόν 10 χρόνια για να κάνει ο Signorini το ντεμπούτο του στη Serie A, καθώς θυσίασε το χρόνο του στις χαμηλότερες κατηγορίες του Ιταλικού ποδοσφαίρου. Όμως αυτό έχτισε τον χαρακτήρα του εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου: το να είναι ένας πραγματικός Gentleman και ένας υπομονετικός αθλητής.
Ο Πιζανός ίσως να μην είχε εκπροσωπήσει ποτέ την Εθνική Ιταλίας, αλλά θα είναι πάντα γνωστός ως ο capitano της Genoa και ένας από τους πιο ταλαντούχους λίμπερο του Calcio.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου