Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Δραγάσης Παλαιολόγος στις 8 Φεβρουαρίου του 1405 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν το όγδοο από τα δέκα παιδιά του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου και της Ελένης Δραγάση, κόρης του Σέρβου ηγεμόνα Κονσταντίν Ντράγκας Ντεγιάνοβιτς. Υπεραγαπούσε τη μητέρα του και πρόσθεσε το επώνυμό της (Δραγάση) δίπλα στο δικό του, όταν ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο. Ήταν ο νεότερος αδελφός του Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου Αυτοκράτορα των Ρωμαίων και του Θεόδωρου Β´ Παλαιολόγου, δεσπότη του Μυστρά.
Συχνά αναφέρεται ως πορφυρογέννητος· ελάχιστα είναι γνωστά για την παιδική του ηλικία. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της νεότητάς του στην Κωνσταντινούπολη υπό την επίβλεψη των γονιών του. Επίσης για τη φυσική του εμφάνιση δεν είναι τίποτα γνωστό. Σε νεαρή ηλικία εκπαιδεύτηκε στο κυνήγι, την ιππασία και την πολεμική τέχνη.
Τον Νοέμβριο του 1423 ο αδελφός του Ιωάννης Η´ ταξίδεψε στη Βενετία και την Ουγγαρία για αναζήτηση βοήθειας και όρισε τον Κωνσταντίνο ως αντιβασιλέα στην Κωνσταντινούπολη· έτσι ο Κωνσταντίνος είχε την πρώτη του επαφή με θέση εξουσίας. Του δόθηκε επίσης ο τίτλος του δεσπότη και του παραχωρήθηκε μία περιοχή που εκτεινόταν κατά μήκος των δυτικών ακτών της Μαύρης Θάλασσας, από την πόλη Μεσημβρία στον βορρά μέχρι τον Δέρκο στο νότο.
Από το 1423 σημειώθηκαν κάποιες πρώτες κινήσεις τοποθέτησης του Κωνσταντίνου ως δεσπότη του Μυστρά, διότι ο αδελφός του Θεόδωρος Β´ ήθελε να αποσυρθεί, με σκοπό να μονάσει. Γι' αυτό το λόγο επισκέφθηκε μαζί με τον αδελφό του και Αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ την Πελοπόννησο στις 26 Δεκεμβρίου 1427. Τελικά ο Θεόδωρος Β΄ μεταπείστηκε να παραμείνει. Πείστηκε όμως να παραχωρήσει ο ίδιος στον αδελφό του Κωνσταντίνο ικανό μέρος εδαφών, όπως το λιμάνι της Βοστίτσας, αρκετές κωμοπόλεις και φρούρια στη Λακωνία, την Καλαμάτα και τη Μεσσηνία. Αρχικά η βάση του ήταν η Γλαρέντζα.
Ο Κωνσταντίνος βοήθησε τον αδελφό του Ιωάννη Η΄ να εδραιώσει τον βυζαντινό έλεγχο στην Πελοπόννησο, εκστρατεύοντας εναντίον των Λατίνων πριγκίπων, που εξακολουθούσαν να κατέχουν τμήματά της. Εκτός από τις ενετικές κτήσεις στη Μεθώνη Μεσσηνίας, την Κορώνη και το Ναύπλιο, ολόκληρη η χερσόνησος τέθηκε υπό βυζαντινό έλεγχο: τον Ιούλιο του 1428 οι τρεις αδελφοί, ο Ιωάννης Η΄, ο Θεόδωρος Β΄ και ο Κωνσταντίνος, ενώθηκαν για να καταλάβουν την Πάτρα, τελικά οι πολιορκούμενοι δέχθηκαν να καταβάλουν ετήσιο φόρο υποτέλειας. Αργότερα ο Κωνσταντίνος συμμετείχε και στη δεύτερη απόπειρα πολιορκίας της Πάτρας, τον Μάρτιο του 1429, κατά την οποία γλίτωσε το θάνατο ή την αιχμαλωσία, αλλά τελικά κατέλαβε την πόλη. Έτσι, σε ηλικία μόλις 24 ετών διοίκησε με τα αδέλφια του το Δεσποτάτο του Μυστρά.
Ο Κωνσταντίνος διακρίθηκε για την αποφασιστικότητα και τις διοικητικές του ικανότητες. Τον Μάρτιο του 1432 συμφώνησε με τον νεότερο αδελφό του Θωμά Παλαιολόγο (επίσης δεσπότη από το 1430) να ανταλλάξουν τις περιοχές τους και ο Κωνσταντίνος εγκαταστάθηκε στα Καλάβρυτα, πρώην έδρα του Θωμά. Για να αντισταθμίσει τη βενετική επιρροή προσέγγισε την κοινότητα της Ραγούζα, που και αυτή ενδιαφερόταν να αποκτήσει εμπορικά προνόμια, αλλά τελικά δεν συμφώνησαν. Το 1436 ο Κωνσταντίνος με τον αδελφό του Θεόδωρο Β´ πήγαν στην Κωνσταντινούπολη για να συζητήσουν με τον μεγαλύτερο αδελφό τους Ιωάννη Η´ για το ποιος θα τον αντικαταστήσει όσο θα λείπει στη Σύνοδο της Φλωρεντίας για την ένωση των εκκλησιών. Τελικά επιλέχθηκε να διοριστεί ως συναυτοκράτορας ο Κωνσταντίνος, επειδή αν και νεότερος του Θεοδώρου ήδη θεωρούνταν πιο άξιος ως διάδοχος του θρόνου. Ο Κωνσταντίνος μετέβη στην πρωτεύουσα, επιβιβαζόμενος στην Κάρυστο της Ευβοίας σε ένα από τα πλοία, που έστειλε ο Πάπας Ευγένιος Δ΄ από την Κρήτη με προορισμό την Κωνσταντινούπολη.
Οι ευθύνες του Κωνσταντίνου ως αντιβασιλέα έληξαν την 1η Φεβρουαρίου του 1440, όταν επέστρεψε ο αδελφός του από την Ιταλία. Καθυστέρησε όμως να επιστρέψει στο Μυστρά, επειδή σκεπτόταν να ξαναπαντρευτεί. Τελικά μετά από μεσολάβηση του πιστού συνεργάτη του Γεώργιου Σφραντζή νυμφεύθηκε την Αικατερίνη Γατελούζου στις 27 Ιουλίου 1441 στη Μυτιλήνη και γύρισε στο Μυστρά τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Τον Ιούλιο του 1442 αναχώρησε εκ νέου εσπευσμένα από το Μυστρά, για να βοηθήσει τον αδελφό του στην Κωνσταντινούπολη, που την πολιορκούσαν προδοτικά ο αδελφός του Δημήτριος Παλαιολόγος με τους Οθωμανούς. Περνώντας από τη Λέσβο για να πάρει τη γυναίκα του, εγκλωβίστηκε από τον οθωμανικό στόλο στη Λήμνο.
Πολιορκήθηκε για 27 μέρες στο Παλαιόκαστρο (Μύρινα) όπου από την ταραχή της πέθανε η έγκυος Αικατερίνη. Αν και οι Βενετοί έστειλαν στόλο για να τον πάρουν, τελικά κατόρθωσε να σπάσει την πολιορκία και να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη το Νοέμβριο του ίδιου έτους. Τον Ιούνιο του 1443 ο αδελφός του Θεόδωρος από τον Μυστρά τού πρότεινε να του δώσει το δεσποτάτο και να πάρει τη Σηλυβρία. Τελικά τον Οκτώβριο του 1443 ο Κωνσταντίνος ανέλαβε δεσπότης του Μυστρά, που τότε ήταν το κέντρο της τέχνης και του πολιτισμού, που ανταγωνιζόταν την Κωνσταντινούπολη.
Ως φιλενωτικός είχε και την εκτίμηση της Ρώμης. Αφιερώθηκε με ζήλο στη διοικητική και στρατιωτική αναδιοργάνωση του δεσποτάτου, με απώτερο σκοπό την ενίσχυση της άμυνας της Πελοποννήσου έναντι της οθωμανικής απειλής. Μετά από πρόταση του περίφημου διδασκάλου του, Γεωργίου Γεμιστού τού λεγόμενου Πλήθωνα, οικοδόμησε τα τείχη του Εξαμιλίου στον Ισθμό της Κορίνθου.
Το καλοκαίρι του 1444 ο Κωνσταντίνος εισέβαλε στο λατινικό Δουκάτο των Αθηνών. Γρήγορα κατέκτησε τη Θήβα και την Αθήνα, αναγκάζοντας τον Φλωρεντινό δούκα Νέριο Β΄ Ατσαγιόλι, υποτελή του Οθωμανού σουλτάνου, να του αποδώσει φόρο υποτέλειας. Έτσι, επέκτεινε το δεσποτάτο του κατακτώντας τη Βοιωτία και τη Φωκίδα. Ο στρατηγός του Ιωάννης Καντακουζηνός κατέλαβε το Λιδωρίκι, που οι κάτοικοί του με χαρά μετονόμασαν "Καντακουζηνούπολη". Το 1445 o Κωνσταντίνος εξόρμησε με στράτευμα λίγων Ελλήνων, αρκετών Αρβανιτών και 300 Φράγκων που του έστειλε ο σύμμαχός του Φίλιππος Γ΄ της Βουργουνδίας και έφτασε νικηφόρα ώς την Πίνδο, όπου Βλάχοι κι Αλβανοί τον υποδέχτηκαν σαν ελευθερωτή. Νέες ελπίδες δημιουργήθηκαν στον ελληνισμό της Πελοποννήσου.
Όμως το Νοέμβρη του 1446 ο Μουράτ Β΄ οργάνωσε μία μεγάλη εκστρατεία εναντίον του με 50.000-60.000 στρατό. Ο Κωνσταντίνος δεν είχε ούτε τους μισούς κι έστειλε για διαπραγματεύσεις το Γεώργιο Χαλκοκονδύλη, αλλά ο Μουράτ τον συνέλαβε και τον έβαλε φυλακή. Ο Κωνσταντίνος με την υποστήριξη του αδελφού του Θωμά Παλαιολόγου απέρριψε τους ταπεινωτικούς όρους που του ζήτησε ο Μουράτ κι ετοιμάστηκε για μάχη. Με το νέο του πυροβολικό ο σουλτάνος στις 10 Δεκεμβρίου κατέστρεψε το φρούριο στο Εξαμίλιο, την Κόρινθο, τη Σικυώνα(Κιάτο) και τα περίχωρα της Πάτρας (όχι όμως και την ακρόπολή της που την υπερασπίτηκαν οι ντόπιοι), σκοτώνοντας τους έλληνες κι αρβανίτες υπερασπιστές τους. Ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να ζητήσει ειρήνη και να γίνει φόρου υποτελής στον Σουλτάνο.
Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Η΄ τον Οκτώβριο του 1448, οι δυνητικοί διάδοχοι του θρόνου της Κωνσταντινούπολης ήταν ο Κωνσταντίνος και τα μικρότερα αδέλφια του Δημήτριος και Θωμάς, όμως ο Κωνσταντίνος ήταν ο πιο ευνοημένος του τελευταίου Αυτοκράτορα, ο οποίος και το είχε δηλώσει λίγο πριν αποβιώσει. Αυτό επιθυμούσε και η μητέρα του Ελένη Δραγάτση. Η Αυτοκράτειρα έστειλε τον Αλέξιο Φιλανθρωπηνό Λάσκαρι, τον Μανουήλ Παλαιολόγο Ίαγρο και τον Θωμά Παλαιολόγο για να αναγγείλουν δημόσια και να στέψουν το νέο Αυτοκράτορα. Έτσι στέφθηκε αυτοκράτορας στον Μυστρά (6 Ιανουαρίου 1449) Εκκλησιαστική τελετή στέψης στην Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη δεν έγινε ποτέ, διότι ο Κωνσταντίνος δεν απέρριπτε την ένωση και κάτι τέτοιο θα προκαλούσε την εξέγερση των ανθενωτικών. Αρχικά απευθύνθηκε στον Βενετό διοικητή των Χανίων για να του παραχωρήσει πλοίο για να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, αλλά τελικά έφτασε στις 12 Μαρτίου 1449 με καταλανικό πλοίο.
Η βασιλεία του διήρκεσε τέσσερα χρόνια, τέσσερις μήνες και εικοσιτέσερις ημέρες. Μεταξύ των πρώτων ενεργειών του ήταν η δρομολόγηση ανακωχής με τους Τούρκους και ο προσεταιρισμός της ανθενωτικής παράταξης. Στους πρώτους μήνες της διακυβέρνησής του ζήτησε να αυξηθούν οι φόροι στα εισαγόμενα από τους Βενετούς προϊόντα και εκείνοι αναζήτησαν συμμαχία στον Μωάμεθ Β΄.
Οι σύγχρονες πηγές των γεγονότων της Άλωσης διαφέρουν ως προς την μαρτυρία τους σχετικά με την τύχη του Αυτοκράτορα. Μερικές δεν κάνουν καμία αναφορά στο θάνατό του, άλλες καταγράφουν απλώς ότι σκοτώθηκε μαχόμενος. Λίγες υποστηρίζουν ότι διέφυγε. Ο στενός του φίλος και συνεργάτης Γεώργιος Σφραντζής, ο μόνος ιστορικός της Άλωσης που την έζησε ως αυτόπτης μάρτυρας, περιγράφοντας τις τελευταίες στιγμές του Κωνσταντίνου που μάχονταν στην πύλη του Αγίου Ρωμανού γράφει:
"ο βασιλεύς ούν απαγορεύσας εαυτόν, ιστάμενος βαστάζων σπάθην κι ασπίδα είπε λόγον λύπης άξιον: Ουκ εστι τις των χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου απ' εμού;" ήν γαρ μονώτατος απολειφθείς. Τότε εις των Τούρκων δους αυτώ κατά πρόσωπον και πλήξας, έπεσε κατα γης ού γαρ ήδεισαν οτι ο βασιλεύς εστί, αλλ' ως κοινόν στρατιώτης τούτον θανατώσαντες αφήκαν"
Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος της Χίου αναφέρει, πως ο Κωνσταντίνος ζήτησε από τους αξιωματικούς του να τον σκοτώσουν και επειδή όλοι αρνούνταν ανακατεύτηκε μέσα στο γενικό μακελειό και σκοτώθηκε ποδοπατούμενος. Ο Βενετός Νικολό Μπάρμπαρο επαναλαμβάνει την ικεσία του Κωνσταντίνου για να τον θανατώσουν, αλλά αναφέρει πως το σώμα του εθέαθη μεταξύ των πτωμάτων και πως φημολογείτο πως κρεμάστηκε. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος αναφέρει, πως έπεσε μαχόμενος στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, ενώ το κεφάλι του αποκόπηκε και δωρήθηκε στον Μωάμεθ Β΄. Αυτό επανέλαβαν οι Δούκας και Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, ενώ ο Βενετός Ιάκωβος Τεντάλι λέει, πως ίσως χάθηκε το κεφάλι του.
Ο Κωνσταντίνος Μιχαήλοβιτς της Οστρόβιτσα στα απομνημονεύματά του αναφέρει, πως αφού σκοτώθηκε σε ρήγμα του τείχους, το κεφάλι του αποκόπηκε από έναν γενίτσαρο ονόματι Σαριέλλη, που το δώρησε στον σουλτάνο. Για τους Τούρκους χρονογράφους και ιστορικούς ο τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας πανικόβλητος, τράπηκε σε φυγή, αλλά μετά από συμπλοκή τελικά αποκεφαλίστηκε.
Ο Βενετός Νικόλαος Σαγκουντίνο αναφέρει, πως ο Ιουστινιάνης, διαπιστώνοντας το μάταιο της άμυνάς του, ζήτησε να διαφύγει ο Κωνσταντίνος με ασφάλεια, αλλά εκείνος αρνήθηκε, θέλοντας να πεθάνει μαζί με την Αυτοκρατορία του. Γενικά ομοφώνως οι πηγές αναφέρουν, πως σκοτώθηκε και το πτώμα του, που βρέθηκε, αποκεφαλίστηκε. Τρεις μόνο πηγές αναφέρουν, πως διέφυγε από την πόλη: ο Σαμίλε ή Σαμουήλ, Έλληνας επίσκοπος, ο Αρμένιος ποιητής Αβραάμ Αγκύρας και ο Νίκολα ντελα Τούτσια.
Ο Αινείας Σύλβιος, κατοπινός Πάπας Πίος Β΄ αναφέρει, πως εγκατέλειψε τη θέση του από δειλία, μα τελικά σκοτώθηκε. Ίσως αναπαράγει ψευδή πληροφορία από τους Σέρβους, που την άντλησαν από τους Τούρκους, στο πλευρό των οποίων πολεμούσαν. Για τον τόπο θανάτου του αναφέρεται το ρήγμα του τείχους, κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, ή η Χρυσή Πύλη. Όπως επισημαίνει και ο Ντόναλντ Νίκολ, «η αφθονία αλληλοσυγκρουόμενων μαρτυριών καθιστά αδύνατον το να βεβαιωθεί κανείς σχετικά με τον τόπο και τον τρόπο θανάτου του Κωνσταντίνου».
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος θεωρείται από κάποιους εθνομάρτυρας και αποκαλείται συχνά και ανεπίσημα ως «εθνικός ήρωας» αν και δεν έχει ανακηρυχθεί άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η πρώτη του σύζυγος ήταν η Μανταλένα Τόκκο, ανιψιά του Καρόλου Α΄ Τόκκου δεσπότη της Ηπείρου, η οποία, μετά το γάμο τους την 1η Ιουλίου 1428 σε μια τελετή κοντά στην Πάτρα, έγινε ορθόδοξη και άλλαξε το όνομά της σε Θεοδώρα. Για προίκα έλαβε όσα φρούρια ανήκαν στο θείο της Κάρολο Α΄ στην Πελοπόννησο. Αυτή πέθανε στο Σανταμέρι της Αχαΐας τον Νοέμβριο του 1429. Ενταφιάστηκε στην Γλαρέντζα, αλλά αργότερα το λείψανό της μεταφέρθηκε στη μονή του Ζωοδότη Χριστού στην Σπάρτη.
Η δεύτερη σύζυγός του ήταν η Κατερίνα Γκαττιλούζιο, κόρη του Ντορίνο Α΄ Γκαττιλούζιο αυθέντη της Λέσβου, την οποία νυμφεύθηκε στην πόλη της Μυτιλήνης τον Αύγουστο του 1441, αλλά την άφησε στον πατέρα της και αναχώρησε για τον Μυστρά. Η Κατερίνα ήταν έγκυος όταν αρρώστησε και πέθανε τον Αύγουστο του 1442 κατά την πολιορκία της Λήμνου από τους Οθωμανούς. Τάφηκε στο Παλαιόκαστρο(Μύρινα) της Λήμνου.
Η αναζήτηση συζύγου με σκοπό τη διαιώνιση της Παλαιολόγειας δυναστείας είχε απασχολήσει τον Κωνσταντίνο ΙΑ´, από τότε που ήταν στον Μυστρά. Είχε στείλει απεσταλμένο στον βασιλιά Αλφόνσο Ε´ της Αραγωνίας με σκοπό τη σύναψη συμμαχίας μέσω γάμου. Μία πρόταση αφορούσε το γάμο με τη Βεατρίκη, κόρη του Πέδρο, αδελφού του Αλφόνσου Ε´. Επίσης γι' αυτό το σκοπό πήγε απεσταλμένος στο βασίλειο της Γεωργίας και την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας.
Ο Σφραντζής επίσης είχε την ιδέα να νυμφευθεί ο Κωνσταντίνος τη θετή μητέρα του Μωέμεθ Β´ και χήρα του Μουράτ Β΄, τη Μαρία ή Μάρα Μπράνκοβιτς, κόρη του Σέρβου δεσπότη Γεωργίου Μπράνκοβιτς, ο οποίος και βολιδοσκοπήθηκε. Όμως η ίδια η Μαρία δεν ήθελε. Τελικά ο Κωνσταντίνος πέθανε χήρος και χωρίς απογόνους.
Από τις Σλαβικές εκδοχές του Ημερολογίου του Νέστορα Ισκεντέρ, διαδόθηκε ο θρύλος, πως ο Κωνσταντινος άφησε μια χήρα Αυτοκράτειρα και έναν γιο ή κόρες. Ο ίδιος θρύλος επαναλαμβάνεται σε επιστολή προς τον Πάπα Νικόλαο Ε´ από τον Αινεία Σύλβιο, ο οποίος αναφέρει πως ο Μωάμεθ Β´ ζήτησε να του φέρουν τη σύζυγο και τις κόρες του τελευταίου Ρωμαίου Αυτοκράτορα με σκοπό να τις ατιμάσει και να τις δολοφονήσει.
Επίσης πως ο γιος διέφυγε στο Πέραν (Γαλατά). Ο Γάλλος Ματιέ ντε Κουσσύ αναπαράγει την ίδια πληροφορία περί της συζύγου του Αυτοκράτορα και ο Μεγάλος Λογοθέτης Ιέρακας επίσης, δια του οποίου περνά στο Ελληνικό χρονικό των Σουλτάνων και στον Μαρτίνο Κρούσιο. Για άλλους ιστορικούς είχε λογοδοθεί με την Άννα Παλαιολογίνα, κόρη του Μεγάλου Δούκα Λουκά Νοταρά, όμως αυτή ζούσε στην Ιταλία πριν το 1453. Για Τούρκους χρονογράφους είχε αρραβωνιστεί μια κόρη του βασιλιά της Γαλλίας, κάτι που επίσης δεν ισχύει.
Ο Θεόδωρος Σπανδωνής ή Σπαντουνίνο αναφέρει, πως το πτώμα του αναζητήθηκε από τον Μωάμεθ Β΄ και όταν βρήκε τη σορό, τον θρήνησε και τον έθαψε, αλλά κατά τον Σπανδωνή δεν υπάρχει πουθενά ο τάφος του στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μακάριος Μελισσηνός αναφέρει, πως τάφηκε στην Αγία Σοφία, κάτι που απορρίπτεται ως μυθώδες. Ο Εβλιγιά Τσελεμπί αναφέρει ως τόπο ταφής του τη μονή της Περιβλέπτου, αλλά εκεί έχει ταφεί ένας προγενέστερος Αυτοκράτορας. Τούρκος ιστορικός του 19ου αιώνα λέει, πως τάφηκε στο Μπαλουκλί, στη μονή της Ζωοδόχου Πηγής.
Ο Πατριάρχης Κωνστάντιος του Σινά αναφέρει πως Τούρκοι ιμάμηδες και χριστιανοί επισκεπτόταν το τέμενος Γκιουλ Καμί, τον πρώην ναό της Αγίας Θεοδοσίας, ως τόπο ταφής του Κωνσταντίνου. Τέλος Τούρκοι διέδιδαν, πως ετάφη στο Βέφα Μεϊντάν, αλλά μάλλον εκεί ήταν θαμμένος κάποιος δερβίσης ή Τούρκος στρατιώτης, που εκτελέστηκε από τον Σουλτάνο, επειδή σκότωσε τον Αυτοκράτορα και δεν τον συνέλαβε ζωντανό.
Τέλος άλλη παράδοση αναφέρει, πως ετάφη στον ναό των Αγίων Αποστόλων, αλλά το σώμα του μεταφέρθηκε αργότερα στο Γκιουλ Τζαμί. Πιθανώς ετάφη σε έναν κοινό τάφο μαζί με τους ένοπλους συντρόφους τους και τους εχθρούς του.
Ο θρύλος πως τελικά δεν πέθανε και πως θα επιστρέψει, καλλιεργήθηκε από τα πρώτα χρόνια της Άλωσης: στο ποίημα Άλωση της Πόλης του ψευδο-Γεωργιλλά, ο Μωάμεθ έψαξε να βρει το πτώμα του νεκρού Παλαιολόγου, χωρίς να το εντοπίσει. Στο Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης ικετεύονται οι Κρήτες στρατιώτες να του κόψουν το κεφάλι και να το μεταφέρουν στην Κρήτη για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων.
Τον 19ο αιώνα ένας Ιταλός πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη συγκέντρωσε μια ιδιωτική συλλογή όπλων και πανοπλιών, που την εξέθεσε αργότερα στο Τορίνο. Ανάμεσα στα αντικείμενα ήταν και ένα ξίφος σκαλισμένο με Χριστιανικές φιγούρες και με ελληνιστί αφιέρωση σε έναν Αυτοκράτορα ονόματι Κωνσταντίνο. Το 1857 ο Γάλλος Βικτόρ Λανγκλουά το εξέτασε και αποφάνθηκε, πως ήταν το ξίφος του Κωνσταντίνου, προερχόμενο από τον τάφο του Μωάμεθ Β´.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, πεντάπρακτη τραγωδία του Ιωάννη Ζαμπέλιου, είναι το μοναδικό έργο που διασώζεται και γράφτηκε το πρώτο τρίτο του 19ου αιώνα. Η υπόθεση αφορά τις τελευταίες ώρες του τελευταίου Ρωμαίου αυτοκράτορα. Αν και χαρακτηρίζεται από τον συγγραφέα του έργο εθνικής υποθέσεως, δεν θεωρεί τον Κωνσταντίνο Έλληνα Αυτοκράτορα, αλλά απόγονο των Αυγούστων.
Ο Ζαμπέλιος θέλει να εξάρει τα στοιχεία του ηρωισμού και της τραγικότητας στην προσωπικότητα του Παλαιολόγου, αποσιωπώντας τον φιλενωτισμό του και προβάλλοντας 15 φορές στο έργο του την αφοσίωση του Αυτοκράτορα στην Ορθόδοξη πίστη. Η προσωπικότητα του Κωνσταντίνου σε αυτό το έργο είναι πιο πολύ στρατευμένη στην πατριωτική ιδέα και ελάχιστα αντανακλά την ιστορική προσωπικότητα του Κωνσταντίνου. Το πατριωτικό θέμα του έργου και η μεγάλη θεατρική του επιτυχία, αποτελούν το κίνητρο για τη συγγραφή ενός ακόμα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ο οποίος εκδίδεται το 1847. Είναι έργο του Κωνσταντίνου Τιμολέοντος Βούλγαρη. Εδώ ο πρωταγωνιστής είναι ένας Χριστιανός Αυτοκράτορας, που υποστηρίζει την πίστη του.
Η μορφή του τελευταίου Ρωμαίου Αυτοκράτορα εμφανίζεται σε διάφορα ποιήματα του Γεωργίου Βιζυηνού, όπως το Ο τελευταίος Παλαιολόγος (1883) και το Προς τον βασιλέα των Ελλήνων, που απευθύνεται προς τον Βασιλιά Γεώργιο Α´. Σε αυτό ο Παλαιολόγος έχει ξυπνήσει, ενοχλημένος από την Βουλγαρική απειλή και περιμένει τον Γεώργιο Α΄ να του παραδώσει την ρομφαία του. Ένα ακόμη έργο αφιερωμένο στην προσωπικότητα τού τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα είναι το μυθιστόρημα του Κώστα Κυριαζή υπό τον τίτλο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (2 τόμοι, έτος 1952).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου