Δημήτρης Βαρσάνης
Σε μια χώρα όπου το ποδόσφαιρο είναι μια από τις πιο εορταστικές και παθιασμένες εκδηλώσεις, η Πορτογαλία έχει βγάλει μερικούς από τους πιο ταλαντούχους παίκτες στην ιστορία του αθλήματος.
Αυτοί κυμαίνονται από τον Eusébio έως τον τρέχων κάτοχο της χρυσής μπάλας Cristiano Ronaldo και οι γραμμές παραγωγής της Πορτογαλίας δεν σταματούν ποτέ να παρέχουν μια ευκαιρία. Μια τέτοια εποχή παραγωγής ήταν στα τέλη της δεκαετίας του '80 και στις αρχές της δεκαετίας του '90, όταν μια ομάδα γεμάτο από λαμπρούς, νέους ποδοσφαιριστές κυριαρχούσε τον κόσμο και θα συνέχιζε να το κάνει για την επόμενη δεκαπενταετία.
Αυτή ήταν η χρυσή γενιά της Πορτογαλίας όταν τα θρυλικά ονόματα του Luis Figo, του Rui Costa και του Fernando Couto καθοδηγούσαν τη χώρα προς τη δόξα. Ενώ και οι τρεις τους πρόκειται να έκαναν μεγάλη επιτυχία μακριά από την πατρίδα τους, ο João Pinto - ένας άνδρας που συχνά θεωρούνταν εξίσου προικισμένος με αυτούς - έγραψε το όνομα του στην πατρίδα του με τους καλύτερους.
Μαζί, αυτό το γκρουπ παικτών κατέκτησε δύο διαδοχικά FIFA World Youth Championship, γνωστό σήμερα και ως FIFA Under-20 World Cup. Ο πρώτος τους τίτλο ήταν το 1989 στη χώρα της Μέσης Ανατολής στη Σαουδική Αραβία. Ο João Pinto ήταν ένα από τα νεότερα μέλη της ομάδα - μόλις 17 - όμως είχε μια σημαντική επιρροή στη φάση των ομίλων. Ξεκίνησε και στα τρία παιχνίδια του ομίλου τους και ακόμη έβαλε το νικητήριο τέρμα στη δεύτερη αναμέτρηση τους εναντίον της Νιγηρίας, ένα γκολ που τελικά σφράγισε τη πρόκριση στην επόμενη φάση.
Το ταλέντο του ήταν εμφανές στο κοινό καθώς το είχε αφήσει άφωνο με τον εύκολο έλεγχο της μπάλας, τις πάσες και την ορατότητα του. Η Πορτογαλία ξεπέρασε τη Νοτιοαμερικάνικη πρόκληση της Κολομβίας και της Βραζιλίας στα προημιτελικά και στα ημιτελικά αντίστοιχα, πριν κερδίσει ξανά τη Νιγηρία στο τελικό του τουρνουά. Ο Pinto συντέλεσε έναν σημαντικό ρόλο και στους τρεις αγώνες νοκ-άουτ και παρότι δεν σκόραρε, μπήκε σε πολλές λίστες σκάουτερ.
Γεννημένος στο Πόρτο το καλοκαίρι του 1971 ο Pinto είχε πάντα ένα όνειρο του να αναδειχθεί ακριβώς όπως οι ήρωες του, ο Fernando Gomes και ο Paulo Futre που έγραψαν με χρυσά γράμματα την ιστορία τους στην FC Porto. Όμως θα έπρεπε να λάβει μια μακρά διαδρομή για να το φτάσει έως την κορυφή, μιας και ο ίδιος είχε απορρίψει μια ευκαιρία να πάει στις μικρές ομάδες της ακαδημίας της. Επίμονος παρ 'όλα αυτά εντάχθηκε στον άλλο σύλλογο του Πόρτο, τη Boavista σε μια προσπάθεια του να πετύχει στη μεγάλη σκηνή. Εδώ ήρθε η πρώτη φορά που διακρίθηκε.
Το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Νέων το 1989 ήταν ένα μεγάλο σκαλοπάτι στην καριέρα του 17χρονου και στο τέλος της σεζόν 1989-1990, ύστερα από μόλις 19 εμφανίσεις με την πρώτη ομάδα της Boavista εμφανίστηκε η Atletico Madrid. Θα έπρεπε να ήταν η μεταγραφή που θα προωθούσε τον Pinto στο υψηλό επίπεδο και είχε όλα τα κίνητρα που θα μπορούσε ενδεχομένως να ζητήσει. Το είδωλό του στη παιδική του ηλικία Paulo Futre ήταν στο σύλλογο της Μαδρίτης, μετά την αποχώρησή του από τη Porto ως Πρωταθλητής Ευρώπης το 1987 και ο πολυδάπανος ιδιοκτήτης τότε του κλαμπ Jesús Gil τον έφερε για να βοηθήσει την ομάδα να υπερέχει.
Όμως όλες οι ελπίδες και τα όνειρά του συνετρίβησαν στην πρωτεύουσα, μιας και υποβιβάστηκε αμέσως στην Β' ομάδα του συλλόγου και απογοητευτικά δεν έπαιξε ποτέ στη πρώτη ομάδα. Η δυστυχία του στη Μαδρίτη τελείωσε το επόμενο καλοκαίρι όταν ξαναήρθε η Boavista. Το «Golden Boy» (όπως ήταν πλέον γνωστός στα Πορτογαλικά μέσα ενημέρωσης) ήταν ξανά σπίτι του όμως όχι πριν προλάβει να αποκομίσει άλλη μια Διεθνής διάκριση.
Ερχόμενη στο τουρνουά ως πρωταθλήτρια, η Πορτογαλία είχε επίσης την ώθηση του να είναι η οικοδέσποινα του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Νέων το 1991. Επικράτησε και στα τρία παιχνίδια του ομίλου της με τον Pinto να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο και να βάζει το πρώτο γκολ του αγώνα. Όλα θα πάνε κατ'ευχήν κερδίζοντας κάθε αγώνα μέσα σε μια διαρκώς παθιασμένη υποστήριξή και μια μεγάλη προσέλευση σε αριθμούς. Η Βραζιλία νικήθηκε στα πέναλτι στον τελικό και η Πορτογαλία στέφθηκε Παγκόσμια Πρωταθλήτρια Νέων για δεύτερη συνεχόμενη φορά.
Μετά τη καυστική περίοδο του Pinto στη Μαδρίτη, αναζωογόνησε την καριέρα του στη χώρα του με τη Boavista και ύστερα από μερικές εντυπωσιακές εμφανίσεις (συμπεριλαμβανομένου ενός ζωτικού ρόλου στο τελικό του κυπέλλου Πορτογαλίας όπου νίκησε την τοπική αντίπαλο της Porto) ήταν κάτω από το ραντάρ των δύο μεγαλύτερων ομάδων της χώρας: η Benfica και η Sporting CP.
Η Sporting φάνηκε να είχε προγραμματίσει τα πάντα και η μεταγραφή του στα "λιοντάρια" φαινόταν αναπόφευκτη. Όμως πριν πέσει η υπογραφή, ο πρόεδρος της Benfica Jorge de Brito έκανε μια καθυστερημένη ώθηση για τον παίκτη και τον έκλεψε κάτω από τη μύτη του αντιπάλου της. Ο Pinto τώρα ήταν ένας αετός.
Πριν οριστεί το όνειρό του στην πρωτεύουσα για να τον στείλει στο Ευρωπαϊκό Star System υπέστη άλλο ένα πλήγμα. Αυτή τη φορά ωστόσο απειλήθηκε η καριέρα του. Σε ένα ταξίδι στη Σκωτία για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου με την πρώτη ομάδα προσεβλήθη από πνευμοθώρακα (ένας σοβαρός τραυματισμός στο στήθος που προκαλεί πόνο και στιγμιαία απώλεια αναπνοής), συμπτώματα που θα μπορούσαν επηρεάσουν την μακροπρόθεσμη υγεία του ποδοσφαιριστή. Ο ίδιος θυμάται: «Από όλους τους τραυματισμούς που υπέστη, αυτός ήταν ο μόνος που έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή μου".
Τα προβλήματα υγείας του τελικά λύθηκαν και πραγματοποίησε αρκετές εμφανίσεις για την πρώτη ομάδα της Benfica όμως δεν κατάφερε να φτάσει στη γη της επαγγελίας με το πρωτάθλημα. Η παρηγοριά ήρθε με το κύπελλο Πορτογαλίας. Στο τέλος μιας ενοχλητικής πρώτης σεζόν, ο ίδιος παρέμεινε ανθεκτικός και ήταν πρόθυμος να δώσει το καλύτερο του εαυτό για την επόμενη χρονιά. Με επιπλέον προπονήσεις στο προπονητικό κέντρο του συλλόγου κατά τη διάρκεια της εβδομάδας και ένα αθάνατο κίνητρο να ανταποκριθεί επιτέλους στις προσδοκίες, ο Pinto κατάφερε τελικά να καυχηθεί τη φήμη που κουβαλούσε.
Στις 14 Μαΐου του 1994 η πρωτοπόρος Benfica πήγε στην Sporting που κυνηγούσε το τίτλο. Ένα ανταγωνιστικό παιχνίδι στα χαρτιά, αυτό ήταν βέβαιο ότι θα είναι το αποφασιστικό για το πρωτάθλημα με την Porto και τη Sporting να είναι κοντά της. Εκείνο το απόγευμα ανήκε στον João Pinto, καθώς έδειξε την αδιαμφισβήτητη ικανότητά του με ένα λαμπρό χατ-τρικ σε μια εντυπωσιακή εκτός έδρας νίκη με 6-3 στο Estádio José Alvalade.
Η Benfica ξεπέρασε στενά τη Porto εκείνη την χρονιά στο πρωτάθλημα όμως δεν έθεσε τους "δράκους" μακριά της. Στην πραγματικότητα κυριάρχησαν στην εγχώρια σκηνή για τις ακόλουθες λίγες χρονιές, ενώ οι αντίπαλοι τους ταλαιπωρούνταν εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου. Κατάφερε μόνο να προσθέσει άλλο ένα πορτογαλικό κύπελλο τη δεκαετία μετά τη κατάκτηση του πρωταθλήματος με τον João Pinto να σκοράρει δύο φορές στο 3-1 επί της Sporting για άλλη μια φορά.
Ακόμα άλλαζε και συχνά πυκνά προπονητές στο τιμόνι της με τους Toni, Graeme Souness, Jupp Heynckes και αρκετούς άλλους να είναι επιφορτισμένοι στην ομάδα κατά τη διάρκεια της περιόδου του Pinto. Όμως αυτό επιδείνωσε μόνο τη κατάσταση του. Ήταν ένα συνεπές όνομα στο φύλλο αγώνα και σκόραρε πάνω από 60 φορές, όπως πραγματοποίησε επίσης και σχεδόν 300 εμφανίσεις για τον σύλλογο. Η αποτυχία του συλλόγου να πετύχει εντός αγωνιστικού χώρου όμως προκάλεσε προβλήματα έξω από αυτό και άλλαξε την πορεία της καριέρας του Pinto.
Η Benfica μαράζωνε με οικονομικά προβλήματα εκείνη την εποχή και ταλαιπωρούνταν να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη ζήτηση του Pinto στους μισθούς. Αυτό προκάλεσε ένα ρήγμα μεταξύ του ιδιοκτήτη του συλλόγου και του προπονητή Jupp Heynckes, ο οποίος δεν φέρεται να ενδιαφερόταν τόσο για τον Pinto μιας και δεν ταίριαζε με το στυλ του. Η φημολογία ήταν γεμάτη για το μέλλον του Pinto στους "αετούς", με το έντονο ενδιαφέρον από την Ιταλία και τη Γερμανία να την διαταράσσει περαιτέρω.Το καλοκαίρι του 2000 λίγο πριν από το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στην Ολλανδία και στο Βέλγιο εκείνο το έτος, "έσκασε" η βόμβα: ο Pinto έλυσε το συμβόλαιο του και θα πήγαινε στο Euro ως ο μόνος ελεύθερος παίκτης στο τουρνουά.
Όσο καλός ήταν με την μπάλα ο Pinto αντιμετώπιζε ευέξαπτα ζητήματα όταν ήταν χωρίς αυτήν. Περιβόητος για την επιθετικότητά του η οποία τον οδήγησε σε μια συλλογή - μαμούθ 13 κόκκινων καρτών σε μια 19ετής περίοδος με τέσσερις διαφορετικούς συλλόγους στην Πορτογαλία, η αποβολή του με την Εθνική ομάδα είναι εκείνη που κανείς δεν ήθελε να δει.
Σε έναν αγώνα ομίλου στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002 εναντίον της οικοδέσποινας Νότιας Κορέας, στον οποίο η Πορτογαλία χρειαζόταν μια νίκη να προχωρήσει στον επόμενο γύρο. Μια στιγμή τρέλας που είδε τον Pinto να αποβληθεί για ένα απερίσκεπτο και περιττό τάκλιν στον Ji-Sung Park. Ένα μαρκάρισμα που τον είδε να παίρνει την απευθείας κόκκινη κάρτα και να θέτει τις ελπίδες της Πορτογαλίας υπό κατάρρευση. Ήταν ο απόηχος αυτού του μαρκαρίσματος που τον είδε να πέφτει σε περισσότερο πρόβλημα. Αφού σήκωσε το χέρι του στον Αργεντινό διαιτητή Ángel Sánchez λίγες στιγμές αργότερα μετά την αποβολή του, στον Pinto επιβλήθηκε πρόστιμο το αστρονομικό ποσό των 23.000 ευρώ και η απαγόρευση ενασχόλησης του με κάθε ποδοσφαιρική δραστηριότητα για έξι μήνες.
Παρ 'όλα αυτά μια μόνη στιγμή τρέλας, δεν θα πρέπει να αναιρέσει μια καριέρα μεγαλείου στη Seleçção. Έχοντας κάνει το ντεμπούτο του το 1991 σε ηλικία μόλις 20 ετών θα πραγματοποιούσε πάνω από 80 παιχνίδια και έβαλε 23 γκολ, συμπεριλαμβανομένου ενός εναντίον της Κροατίας στο Euro 96 και άλλου ενός εναντίον της Αγγλίας στο Euro 2000 στο διάσημο Comeback της Πορτογαλίας από 2-0 σε 2-3. Αποσύρθηκε από το Διεθνές καθήκον μετά το δράμα του 2002 για να ανοίξει ο δρόμος για μια νέα γενιά σούπερ σταρ συμπεριλαμβανομένου του Cristiano Ronaldo, του Deco και του Tiago μεταξύ άλλων.
Οι πιστοί υποστηρικτές της Benfica μισούσαν το γεγονός ότι η ομάδα τους είχε χάσει τον λαμπρό ήρωα τους ο οποίος είχε μια σημαντική επιρροή στην ομάδα τους. Αυτή η απογοήτευση επιδεινώθηκε από το γεγονός ότι θα έμενε στη Λισαβόνα για να φορέσει τα πράσινα και άσπρα χρώματα. Στο Jose Alvalade ήταν ενθουσιασμένοι που πήραν τελικά τον άνθρωπο τους στη δεύτερη προσπάθεια τους και χωρίς να ξοδέψουν τίποτα.
Σε μια ομοιότητα με τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής του στην Benfica, ο Pinto πραγματοποίησε μια αδιάφορη πρώτη χρονιά όπου η ασυνέπεια του είδε την ομάδα του να μην παίρνει τίποτα. Ωστόσο στη δεύτερη σεζόν του, η αγορά του Mário Jardel - ο οποίος ήταν ήδη ένα πολύ καλά γνωστό όνομα στο πορτογαλικό ποδόσφαιρο - τους οδήγησε στο νταμπλ του πρωταθλήματος και του κυπέλλου καθώς η συνεργασία του με τον Pinto έγινε η πιο επικίνδυνη στη χώρα.
Εκείνη την χρονιά θα αποδειχθεί αποτελεσματικά ότι είναι το τέλος εποχής του João Pinto στην κορυφή του Πορτογαλικού ποδοσφαίρου. Έμεινε με την Sporting για δύο ακόμη χρόνια όμως πιο συχνά βρισκόταν στο κέντρο θεραπείας παρά στον αγωνιστικό χώρο. Αφέθηκε ελεύθερος το 2004 και μέσα σε ένα σωρό προτάσεις από όλο τον κόσμο, επέλεξε να επιστρέψει στο σπίτι του και στη Boavista για τρίτη φορά.
Όντας ο ηγέτης της ομάδας εντυπωσιάζοντας στη διετής παρουσίας του, βγάζοντας τους σχεδόν στο Κύπελλο UEFA, αναχώρησε για την Braga για μία απέλπιδα προσπάθεια το 2006. Με τίποτα να χάσει και τίποτα καινούργιο να αποκτήσει, ο Pinto ήταν μια πολύπειρη φιγούρα για τα νεότερα μέλη της ομάδας όμως έκανε μόλις 33 σε λίγο περισσότερο από 18 μήνες πριν ανακοινώσει την απόσυρση του το Φεβρουάριο του 2008.
Συχνά θεωρούμενος ως ένας από τους μεγαλύτερους Πορτογάλους παίκτες που δεν έπαιξε ποτέ επαγγελματικό ποδόσφαιρο από την πατρίδα του, ο Pinto είναι μια εξαιρετικά σεβαστή προσωπικότητα για τη δέσμευση και την αφοσίωση του στο τοπικό ποδόσφαιρο. Παρά την διαίρεση του στη Λισαβόνα σε δύο πολύ διαφορετικά μισά - εκείνα που τον υποστηρίζουν και από τις δύο πλευρές και οι οπαδοί της Benfica που ποτέ δεν πρόκειται να συγχωρήσουν την επιδρομή του στα "λιοντάρια" - εκπροσώπησε τους δύο συλλόγους με διάκριση και ταλέντο.
Από τις ημέρες του με την Under 20 της Πορτογαλίας σε τέσσερις διαφορετικούς συλλόγους σε ένα πρωτάθλημα, τα άφθονα γκολ του, οι ασίστ του και οι άψογες εμφανίσεις του Pinto άγγιξαν πολλές ζωές και αξίζει την αναγνώριση για την προσπάθειά του να εισχωρήσει στο μεγαλείο των άλλων μελών της χρυσής γενιάς που παρουσιάστηκε μέσα στις αρχές του 1990.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου