Μια πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου του Βερολίνου, που δημοσιοποίησε η εφημερίδα «Το Βήμα», εκτιμούσε ότι ο πληθυσμός της χώρας μας θα μειωθεί στα 9,9 εκατομμύρια ως το 2030 και στα 8,9 εκατομμύρια ως το 2050 (8,3 εκατομμύρια, υποστηρίζουν οι πιο απαισιόδοξες μελέτες), σε σύγκριση με 10,7 εκατομμύρια περίπου σήμερα και 11,1 εκατομμύρια το 2009, προτού δηλαδή η «Μεγάλη Ελληνική Υφεση» αρχίσει να ξεδιπλώνεται, ενώ και η Eurostat αποφάνθηκε ότι το 2080 με 7,2 εκατομμύρια ανθρώπους η Ελλάδα θα βρίσκεται στο ναδίρ της ΕΕ.
Αιτίες αυτής της πτώση του πληθυσμού είναι κυρίως οι θάνατοι να ξεπερνούν τις γεννήσεις, τους νέους και μορφωμένους να μεταναστεύουν και την Ελλάδα να έχει έναν από τους πιο γερασμένους πληθυσμούς στην Ευρώπη κάτι που πέρα των οικονομικών μεγεθών της χώρας μπορεί να επηρεάσει αρνητικά και την ίδια την ύπαρξη των Ελλήνων ως Έθνος - κράτος μέχρι το 2050.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Βύρων Κοτζαμάνης, διευθυντή του Εργαστηρίου Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ), γονιμότητα, η οποία – μαζί με τη μετανάστευση – επηρεάζει καθοριστικά την εξέλιξη του πληθυσμού (τόσο το μέγεθος όσο και την κατανομή του ανά ηλικία) και προφανώς και τη δημογραφική γήρανση (την αύξηση, δηλαδή, του ειδικού βάρους των ηλικιωμένων) είναι δύο μεγέθη τα οποία επηρεάζουν την δημογραφία. Συγκεκριμένα στην χώρα μας η γονιμότητα των γενεών φθίνει διαρκώς. Ταυτόχρονα, τα μεταναστευτικά ισοζύγια των τελευταίων ετών, οδήγησε μετά το 2010 αρχικά στην ανακοπή της αύξησης του πληθυσμού μας και εν συνεχεία στη μείωσή του, η οποία πιθανότατα θα συνεχισθεί μέχρι και το 2050. Η μείωση αυτή συνοδεύεται από τη συρρίκνωση του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας (15-64 ετών) και την αύξηση της μέσης ηλικίας του και προφανώς θα οδηγήσει στο μέλλον και στη μείωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.
Ειδικότερα, η χαμηλή γονιμότητα (κάτω από το όριο αναπαραγωγής) δεν είναι κάτι νέο: χαρακτηρίζει τη χώρα μας εδώ και δεκαετίες, καθώς οι γυναίκες που γεννήθηκαν λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έφεραν στον κόσμο κατά μέσο όρο 2,2 παιδιά, αυτές που γεννήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’60 κατά μέσο όρο 1,75, ενώ οι νεότερες, αυτές που γεννήθηκαν γύρω στο 1980, θα κάνουν πιθανότατα ακόμη λιγότερα (1,50).
Μάλιστα σε σχετική μελέτη το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επισημαίνει ότι το δημογραφικό θα οδηγήσει σε εξασθένηση του ρυθμού ανάπτυξης μακροπρόθεσμα της Ελλάδας. Σημειώνεται ότι σε συνέντευξή της στη Handelsblatt το 2017 η γενική διευθύντρια του Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ, απαντώντας σε ερώτηση σχετική με τις απαισιόδοξες προβλέπεις του ΔΝΤ για την Ελλάδα σε μακροπρόθεσμη βάση, είπε πως το συνολικό δυναμικό ανάπτυξης στην Ελλάδα είναι περιορισμένο, επειδή έχει έναν ταχέως γηράσκοντα πληθυσμό. «Αυτό συμβαδίζει με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην ετήσια έκθεσή της για τη γήρανση του πληθυσμού».
Οπως σημειώνει στην «Καθημερινή» ο επικεφαλής οικονομολόγος του Ινστιτούτου Bruegel Ζολτ Ντάρβας, η υπογεννητικότητα αποτελεί τραγωδία για την Ελλάδα. Ετησίως γεννήθηκαν 20.000 λιγότερα παιδιά κατά τα τελευταία 7 χρόνια από ό,τι τα προηγούμενα 5 χρόνια, συνολικά δηλαδή 140.000 παιδιά λιγότερα, γεγονός που αποτελεί τον κύριο λόγο για τη φυσική αλλαγή του πληθυσμού (ισορροπία γεννήσεων και θανάτων). Αυτό είναι τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα για τη χώρα και δείχνει ότι η ελληνική κοινωνία γερνάει. Παράλληλα αποτελεί και σημαντικό πρόβλημα για την οικονομία, καθώς η συρρίκνωση του πληθυσμού οδηγεί σε συρρίκνωση της οικονομίας, των επενδύσεων και άρα της ανάπτυξης.
Εξηγώντας τις χαμηλές πτήσεις που προβλέπονται για την ελληνική οικονομία, παρόλο που η χώρα έχει βγει από τα προγράμματα διάσωσης, η Moody’s επισημαίνει και αυτή το δημογραφικό πρόβλημα. «Οι εκτιμήσεις της χαμηλής ανάπτυξης στην ελληνική οικονομία αντανακλούν εν μέρει τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία της Ελλάδας, καθώς η χώρα έχει υποστεί σημαντικό κύμα μεταναστεύσεων κατά τη διάρκεια των ετών της κρίσης». Η βασική ηλικιακή ομάδα των ατόμων ηλικίας 25-34 ετών, όπως επισημαίνει, μειώθηκε κατά περίπου 400.000 (πάνω από το 5% του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας) μεταξύ του 2010 και του 2017, κυρίως λόγω της μετανάστευσης.
Ανάλογες ήταν και οι επισημάνσεις του Μπομπ Τράα σε πρόσφατο άρθρο του στην «Καθημερινή», όπου υπογράμμισε και τις σημαντικές επιπτώσεις που θα έχει το δημογραφικό πρόβλημα στο ελληνικό χρέος. Όπως έχει σημειώσει, η ύπαρξη μικρότερου πληθυσμού στο μέλλον σημαίνει πως και η οικονομία θα είναι μικρότερη σε σύγκριση με τις προσδοκίες που υπήρχαν στην αρχή της δεκαετίας. Με μικρότερο πληθυσμό, θα περιοριστούν η κατανάλωση, οι επενδύσεις και το επίπεδο της συνολικής απασχόλησης. Συνεπώς, περιορίζεται και το δυνητικό μέγεθος της ελληνικής οικονομίας (το συνολικό επίπεδο δραστηριότητας). Δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει υψηλό δημόσιο χρέος, η ύπαρξη μικρότερης οικονομίας σημαίνει πως το κατά κεφαλήν χρέος θα είναι υψηλότερο απ’ ό,τι προβλεπόταν νωρίτερα, γεγονός που καθιστά ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση τον περιορισμό του χρέους.
Σύμφωνα με τον κ. Ντάρβας, είναι επιτακτική η ανάγκη αλλαγής της μεταναστευτικής πολιτικής στην Ελλάδα, καθώς και η λήψη μέτρων που θα πείσουν τους νέους οι οποίοι επέλεξαν και επιλέγουν να εγκαταλείψουν τη χώρα να μην το κάνουν.
Λυπηρό φαινόμενο έχει χαρακτηρίσει το brain drain η Πηνελόπη Κουγιανού - Γκόλντμπεργκ, επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, μιλώντας στην «Καθημερινή»: «Πολλοί Ελληνες του εξωτερικού θα ήθελαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους εάν είχαν την ευκαιρία να εφαρμόσουν τα ταλέντα και τις δεξιότητές τους στην Ελλάδα. Δυστυχώς, αυτό δεν συμβαίνει. Το brain drain είναι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, κατά τη γνώμη μου. Είναι καταστροφικό για τη χώρα μακροπρόθεσμα, ειδικά όταν συμβαίνει στην τρέχουσα κλίμακα»
Όπως σημείωσε και ο κ. Τράα στο άρθρο του, αν δεν υπάρξουν αλλαγές στη μετανάστευση και στη γεννητικότητα, σε σύγκριση με τις σημερινές προβλέψεις, είναι πιθανόν να απαιτηθεί μία ολόκληρη γενιά (δηλαδή 30 έτη) ώστε να αντισταθμίσει ο ελληνικός πληθυσμός την επίπτωση που είχε η κρίση στη δημογραφική εξέλιξη.
Ως διεξόδους σε αυτό το αδιέξοδο ο κ. Κοτζαμάνης προτείνει μια αλλαγή των αναπαραγωγικών συμπεριφορών, η οποία απαιτεί κάποιο βάθος χρόνου και προϋποθέτει την πλήρωση δύο συνθηκών: την προοδευτική αλλαγή των κυρίαρχων αξιών και την αντικατάστασή τους από αξίες που «ευνοούν» περισσότερο την τεκνογονία, και τη δημιουργία ενός γενικότερου ευνοϊκού περιβάλλοντος που θα επιτρέψει την υλοποίηση από τις νεότερες γενεές του επιθυμητού μεγέθους οικογένειας (γύρω από τα δύο παιδιά). Συγκεκριμένα, προτείνει τα εξής:
1. Ενισχύσεις οικονομικής φύσης: Επιδόματα γάμου/συμβίωσης, οικογενειακά επιδόματα διαφοροποιούμενα συνήθως αναλόγως της τάξης έλευσης του παιδιού, πριμ (π.χ. στη γέννηση ενός παιδιού), φορολογικές ελαφρύνσεις (φόρος εισοδήματος), επιδότηση ή ακόμη και δωρεάν χρήση υπηρεσιών (π.χ. μεταφοράς με τα μαζικά μέσα, σχολικά βιβλία και είδη, εξωσχολικές δραστηριότητες – άθληση, πολιτισμός- υπηρεσίες κοινής ωφελείας), στεγαστικά βοηθήματα και δάνεια (προγράμματα κοινωνικής στέγασης, στεγαστικά επιδόματα, χαμηλότοκα δάνεια για την απόκτηση πρώτης κατοικίας και μείωση ή απαλλαγή από τους φόρους που τη βαρύνουν).
2. Μέτρα που επικεντρώνονται στον γονέα / στους γονείς με στόχο την εναρμόνιση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή: Αδειες μητρότητας / μεγαλώματος του παιδιού ή των παιδιών και κατοχύρωση της επανόδου στην πρότερη της εγκυμοσύνης εργασία, άδειες διακοπών, επιδόματα φύλαξης των παιδιών, ύπαρξη επαρκών ποιοτικών δομών για τη μόνιμη φιλοξενία και δημιουργική απασχόληση όλων των παιδιών προσχολικής ηλικίας, παιδικές κατασκηνώσεις, ανάπτυξη δομών για τη δημιουργική απασχόληση των παιδιών μεγαλύτερης ηλικίας εντός και εκτός σχολείου, ευέλικτα για τους γονείς ωράρια εργασίας και άδειες μικρής διάρκειας για οικογενειακούς λόγους, ισχυρό θεσμικό πλαίσιο για την αποφυγή διακρίσεων στο πεδίο της εργασίας.
3. Παρεμβάσεις που στοχεύουν στο παιδί και στο γονικό λειτούργημα. Αυτές αφορούν γενικότερα τη δημιουργία ευνοϊκού για το παιδί και τον γονέα ή τους γονείς του περιβάλλοντος για το μεγάλωμα των παιδιών τους. Π.χ. πολεοδόμηση με ασφαλείς δημόσιους χώρους προσβάσιμους στα παιδιά και στους συνοδούς τους (πλατείες, παιδικές χαρές, αθλοπαιδιές, πάρκα με άλλες δραστηριότητες για τον ελεύθερο χρόνο), χωροθέτηση των δομών προσχολικής και μικρής ηλικίας λαμβάνοντας υπόψη τη χωρική κατανομή των γονέων για την ελαχιστοποίηση του χρόνου μετακίνησης, μέτρα που αποσκοπούν στη διεύρυνση της ισότητας των δύο φύλων – εκτός αυτών που αναφέρονται στην οικονομική σφαίρα – και ιδιαίτερα στην ισότητα στο πλαίσιο της συμβίωσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου