Κατά την έναρξη των εχθροπραξιών, το Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό αποτελούνταν από το ήδη παλαιό θωρηκτό «Αβέρωφ», 10 αντιτορπιλικά (εκ των οποίων 4 παλαιά), αρκετές τορπιλακάτους και 6 παλαιά υποβρύχια.
Στις αρχές του πολέμου περιορίστηκε στην προστασία των θαλάσσιων μεταφορών στο Αιγαίο πέλαγος, τόσο για την ολοκλήρωση της επιστράτευσης της χώρας, όσο και για τον ανεφοδιασμό της. Τα ελληνικά σκάφη αντιμετώπιζαν συνεχώς τον κίνδυνο επιθέσεων από ιταλικά αεροσκάφη και υποβρύχια, που επιχειρούσαν έχοντας ως βάση τα Δωδεκάνησα.
Ακολούθησαν περιορισμένες επιθετικές ενέργειες ενάντια σε ιταλικά σκάφη στα Στενά του Οτράντο. Τα αντιτορπιλικά προέβησαν σε τρεις θαρραλέες, αλλά άκαρπες νυχτερινές επιδρομές (14-15 Νοεμβρίου 1940, 15-16 Δεκεμβρίου 1940 και 4-5 Ιανουαρίου 1941). Οι ελληνικές επιτυχίες ήρθαν από τα υποβρύχια, τα οποία κατόρθωσαν να βυθίσουν μερικά ιταλικά μεταγωγικά. Από την ιταλική πλευρά, παρότι ο ιταλικός στόλος υπέστη σημαντικές ζημιές από το Βρετανικό Πολεμικό Ναυτικό κατά την Επιδρομή στον Τάραντα, τα ιταλικά αντιτορπιλικά και καταδρομικά συνέχισαν να επιχειρούν, καλύπτοντας τις νηοπομπές εφοδιασμού μεταξύ Ιταλίας και Αλβανίας. Στις 28 Νοεμβρίου, μια ναυτική μοίρα βομβάρδισε την Κέρκυρα, ενώ στις 18 Δεκεμβρίου και στις 4 Μαρτίου, έβαλαν κατά ελληνικών παράκτιων θέσεων στην Αλβανία. Στα τέλη του 1940 το ελληνικό υποβρύχιο «Παπανικολής» με κυβερνήτη τον τότε πλωτάρχη Μιλτιάδη Ιατρίδη βύθισε ανοιχτά του Αυλώνα δύο έμφορτα ιταλικά μεταγωγικά[55]. Στην ίδια περιοχή στις 29 Δεκεμβρίου 1940 βυθίστηκε αύτανδρο το υποβρύχιο Πρωτεύς με κυβερνήτη τον Μιχαήλ Χατζηκωνσταντή. Σημαντική δράση, επίσης, είχαν και τα άλλα υποβρύχια του στόλου (Κατσώνης, Νηρεύς, Τρίτων).
Ειδικότερα, το ΠΡΩΤΕΥΣ πραγματοποίησε την πρώτη του πολεμική περιπολία στο Ιόνιο, με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Μιχαήλ Χατζηκωνσταντή, από την 30ή Οκτωβρίου έως και την 5η Νοεμβρίου 1940. Κατά την περιπολία αυτή κατέπλευσε στις 31.10.40 στην Πάτρα όπου διεξήγετο αεροπορική επίθεση με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να παραμείνει εν καταδύσει μέχρι το τέλος του συναγερμού. Στις 2.11.40 το πλοίο εξήλθε στο Ιόνιο και κατευθύνθηκε στην περιοχή της περιπολίας του. Στις 6.11.40 και ενώ το Υ/Β βρισκόταν στην περιοχή των Παξών παρατηρήθηκε σφήνωση του πρωραίου πηδαλίου. Λόγω των άσχημων καιρικών συνθηκών ο κυβερνήτης του κατευθύνθηκε σε υπήνεμη περιοχή των Παξών όπου πραγματοποιήθηκε πρόχειρη επισκευή του πηδαλίου. Στην συνέχεια και αφού έλαβε διαταγή του αρχηγού στόλου να επιστρέψει στον ναύσταθμο ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής φθάνοντας στον ναύσταθμο της Σαλαμίνας την 5η Νοεμβρίου 1940.
Στις 15 Νοεμβρίου 1940 το ΠΡΩΤΕΥΣ ξεκίνησε για την δεύτερη πολεμική του περιπολία στο Ιόνιο, με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Μ. Χατζηκωνσταντή, η οποία διήρκησε μέχρι την 24η Νοεμβρίου.[7] Την 19η Νοεμβρίου έλαβε σήμα το οποίο πληροφορούσε για την μεταφορά ιταλικής μεραρχίας από την Τεργέστη στην Αλβανία. Φτάνοντας το Υ/Β στην περιοχή του Κάταρο, Μαυροβούνιο, παρέμεινε περιπολώντας καθ΄ όλη την διάρκεια της 20ής Νοεμβρίου χωρίς όμως να συναντήσει κανένα πλωτό μέσο, με αποτέλεσμα να επιστρέψει στον ναύσταθμο όπου και έφθασε την 24η Νοεμβρίου 1940.
Στις 26 Δεκεμβρίου 1940 το ΠΡΩΤΕΥΣ ξεκίνησε για την τρίτη και τελευταία πολεμική του περιπολία, υπό τον πλωτάρχη Μ. Χατζηκωνσταντή, η οποία έμελλε να τελειώσει με την βύθισή του στις 29 Δεκεμβρίου 1940. Έχοντας φθάσει στην περιοχή περιπολίας του εντόπισε στις 29.12.40 στο στίγμα 40° 31´ Β / 19° 02´ Α εχθρική νηοπομπή, αποτελούμενη από τα ιταλικά μεταγωγικά πλοία SARDEGNA (11.452 ΚΟΧ), ITALIA (5.018 ΚΟΧ) και PIEMONTE (15.209 ΚΟΧ), τα οποία συνοδεύονταν από το ιταλικό τορπιλοβόλο ANTARES (κλάση Spica). 630 τόνων, κυβερνήτης υποπλοίαρχος Nicolo Nicolini), ερχόμενη από την Αυλώνα της Αλβανίας με τελικό προορισμό το Μπρίντιζι της Ιταλίας.[10] Το υποβρύχιο επιτέθηκε με τορπίλες εναντίον της νηοπομπής καταφέρνοντας να βυθίσει το οπλιταγωγό SARDEGNA. Μετά την εξαπόλυση των τορπιλών το ΠΡΩΤΕΥΣ έχασε το καταδυτικό του βάθος με αποτέλεσμα να ανέλθει στην επιφάνεια, να γίνει αντιληπτό και να βυθιστεί αύτανδρο στην συνέχεια με εμβολισμό από το τορπιλοβόλο ANTARES. Η βύθιση του ΠΡΩΤΕΥΣ έγινε γνωστή στην Ελλάδα την 10η Ιανουαρίου 1941 από ανακοινωθέν του ιταλικού ραδιοφωνικού σταθμού.
Κατά την πρώτη φάση της εισόδου της Ελλάδας στον πόλεμο (Οκτώβριος 1940 - Απρίλιος 1941), το Παπανικολής εκτέλεσε 5 περιπολίες στην Αδριατική και βύθισε το ιταλικό ιστιοφόρο Antonietta (22 Δεκεμβρίου 1940), το ιταλικό οπλιταγωγό Firenze (3952 ΤΝ) και ενδεχομένως ένα ακόμη πετρελαιοκίνητο σκάφος (23 Ιανουαρίου 1941).
Στη δεύτερη φάση του πολέμου, μετά την κατάληψη της Ελλάδας, το υποβρύχιο κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια και εκτέλεσε 9 πολεμικές περιπολίες, εξορμώντας από ναυτικές βάσεις της Μέσης Ανατολής (Μάιος 1941 - Οκτώβριος 1944). Βύθισε διάφορα επιταγμένα από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς ιστιοφόρα στο Αιγαίο (κυρίως στο Δυτικό), στην περιοχή της Κρήτης και των Δωδεκανήσων. Επιπλέον, ένα φορτηγό 8.000 τόνων κοντά στη Ρόδο (27 Απριλίου 1941) και άλλο ένα 6.000 τόνων πέριξ της Κρήτης (τέλη 1942). Παράληλλα, έφερε σε πέρας ειδικές αποστολές, όπως αποβιβάσεις και παραλαβές πρακτόρων ή καταδρομέων.
Διενήργησε, επίσης, στη Μέση Ανατολή συνολικά 10 ακόμα πολεμικές περιπολίες. Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την Απελευθέρωση και το 1945 παροπλίσθηκε.
Με την έναρξη του ελληνοïταλικού πολέμου το ΤΡΙΤΩΝ μαζί με τα υπόλοιπα υποβρύχια του ελληνικού στόλου -εκτός του ΓΛΑΥΚΟΣ το οποίο βρισκόταν σε συνεχή επισκευή- άρχισε τις πολεμικές τους περιπολίες στο Ιόνιο Πέλαγος και στην Αδριατική.[9] Σύμφωνα με το πολεμικό σχέδιο του Γ.Ε.Ν. δυο εκ των έξι υποβρυχίων (ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ, ΝΗΡΕΥΣ) τέθηκαν στην διάθεση της Ν.Α.Π./1, με κύριο στόχο την αποτροπή πιθανής απόβασης ιταλικών στρατευμάτων στα νησιά του Ιονίου και την δυτική Ελλάδα ενώ άλλα δυο (ΚΑΤΣΩΝΗΣ, ΤΡΙΤΩΝ) τέθηκαν υπό των άμεσων διαταγών του Α.Σ.
1η πολεμική περιπολία, 03.11.-12.11.1940: Αδριατική, κυβερνήτης υποπλοίαρχος Ηλίας Βερροιόπουλος. Το ΤΡΙΤΩΝ ξεκίνησε στις 16:30 της 3ης Νοεμβρίου 1940 για την πρώτη πολεμική του περιπολία στην περιοχή Ζ,[11][Σημ. 3] με κύριο σκοπό την διακοπή των εχθρικών συγκοινωνιών μεταξύ Ιταλίας και Αλβανίας. Περνώντας τον Κορινθιακό έφθασε στο φράγμα Αράχθου-Θολής και από εκεί κατευθύνθηκε στην Πάτρα με σκοπό την προσωπική συνεννόηση με τον διοικητή της Ν.Α.Π./1. Φθάνοντας στην Πάτρα αναγκάστηκε να παραμείνει εν καταδύσει λόγω εχθρικού βομβαρδισμού της πόλης. Στις 06:55, της 5ης Νοεμβρίου, διήλθε το φράγμα του Αράχθου και κατευθύνθηκε στην περιοχή περιπολίας του. Στις 7 Νοεμβρίου αναγκάσθηκε, λόγω βλάβης του εξαεριστικού του, να καταφύγει στον κόλπο Αντισάμης στην Κεφαλονιά με σκοπό την επισκευή της βλάβης. Στις 13:00 της 9ης Νοεμβρίου έφθασε στην περιοχή της περιπολίας του όπου παρέμεινε καθ΄ όλη την ημέρα. Την 10η Νοεμβρίου επανέπλευσε στην Κεφαλονιά όπου και παρέμεινε μέχρι και την ανάκληση του την 12η Νοεμβρίου. Την ίδια ημέρα επέστρεψε άπρακτο στον ναύσταθμο όπου προσορμίσθηκε στις 16:30.
2η πολεμική περιπολία, 13.12.-24.12.1940: Αδριατική, κυβερνήτης πλωτάρχης Γεώργιος Ζέπος, νεώτερος αδερφός του πλωτάρχη Διονυσίου Ζέπου. Τα μεσάνυχτα της 13ης προς την 14η Δεκεμβρίου 1940, το ΤΡΙΤΩΝ απέπλευσε από τον ναύσταθμο ξεκινώντας την δεύτερη πολεμική του περιπολία στην περιοχή Η. Παραλλάσσοντας το ακρωτήριο Δουκάτο κινήθηκε βόρεια φτάνοντας στην περιοχή περιπολίας του στις 04:00 της 16ης Δεκεμβρίου. Παρέμεινε στην περιοχή αυτή περιπολώντας για 7 ημερονύκτια, μέχρι και το βράδυ της 22ας Δεκεμβρίου όπου άρχισε το ταξίδι επιστροφής στην βάση του. Κατά την διάρκεια της περιπολίας αυτής εντόπισε στις 20.12.1940 εχθρική νηοπομπή από το Μπρίντιζι προς το Δυρράχιο στην οποία δεν επετέθη λόγω της μεγάλης απόστασης που τους χώριζε. Στις 20:45 της 24ης Δεκεμβρίου το υποβρύχιο επέστρεψε στην βάση του.
3η πολεμική περιπολία, 05.01.-12.01.1941: Αδριατική, κυβερνήτης πλωτάρχης Διονύσιος Ζέπος. Στις 5 Ιανουαρίου 1941 το ΤΡΙΤΩΝ ξεκίνησε για την τρίτη πολεμική του περιπολία. Αφού πραγματοποίησε μια σειρά εικονικών επιθέσεων στον κόλπο των Μεγάρων, διήλθε τον Κορινθιακό και το φράγμα του Αράξου, παράλλαξε το ακρωτήριο Δουκάτο και έφθασε στην περιοχή περιπολίας του διερχόμενο εν καταδύσει το Στενό του Οτράντο. Στις 06:50 της 9ης Ιανουαρίου διαπίστωσε με τα υδρόφωνα του, και ενώ βρισκόταν εν καταδύσει σε βάθος 30 μέτρων, τον ήχο έλικας. Φτάνοντας σε περισκοπικό βάθος διέκρινε ακαθόριστο σκοτεινό όγκο τον οποίον εξέλαβε ως υποβρύχιο . Στις 07:25 ο κυβερνήτης του υποβρυχίου διέταξε «πολεμική έγερση» και επιτέθηκε στον στόχο εξαπολύοντας δυο τορπίλες από τους πρυμναίους τορπιλοσωλήνες. Όπως αναφέρει στην έκθεση μάχης ο κυβερνήτης Δ. Ζέπος,[14] διαπίστωσε ότι μία τουλάχιστον τορπίλη βρήκε τον στόχο της καθώς η έκρηξη έγινε αισθητή στο ΤΡΙΤΩΝ. Η εντύπωση αυτή όμως δεν ήταν γενική όπως αναφέρει ο υποπλοίαρχος Μασουρίδης, μέλος του πληρώματος του ΤΡΙΤΩΝ, στην υπεύθυνη δήλωση του. Λίγες ημέρες αργότερα ο ιταλικός Ραδιοφωνικός Σταθμός ανακοίνωσε την βύθιση ιταλικού υποβρυχίου στην Αδριατική με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ως πραγματική από τον αμφιβάλλοντα Α.Σ. υποναύαρχο Επαμεινώνδα Καββαδία[18] η από τον πλωτάρχη Δ. Ζέπο δηλωθείσα βύθιση υποβρυχίου.
Μετά την επίθεση του και λόγω της ταυτόχρονης εμφάνισης εχθρικών αεροπλάνων, τα οποία δεν επέτρεψαν την συλλογή συντριμμάτων του ως φερόμενου βυθισμένου στόχου, το υποβρύχιο καταδύθηκε και κατευθύνθηκε προς νότο. Στις 10 Ιανουαρίου αγκυροβόλησε στο Βαθύ της Ιθάκης με σκοπό την επισκευή βλαβών που είχαν παρουσιασθεί κατά την διάρκεια της περιπολίας του. Την ίδια ημέρα έλαβε διαταγή του Α.Δ.Υ., πλοιάρχου Αθαν. Ξηρού, για επάνοδο του υποβρυχίου στην βάση του. Μετά τον κατάπλου του ΤΡΙΤΩΝ στον ναύσταθμο το πρωί της 12ης Ιανουαρίου, ο κυβερνήτης του πλωτάρχης Δ. Ζέπος έλαβε προαγωγή επ΄ ανδραγαθίας σε αντιπλοίαρχο και τον πολεμικό σταυρό Α΄ τάξεως, ο ύπαρχος υποπλοίαρχος Επαμεινώνδας Κοντογιάννης έλαβε το μετάλλιο εξαιρέτων πράξεων και σε όλο το υπόλοιπο πλήρωμα απενεμήθη εύφυμος μνεία.
Όταν μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, το βρετανικό Ναυαρχείο έλαβε από το ιταλικό Υπουργείο Ναυτικών τις λίστες των ιταλικών πολεμικών απωλειών, δεν συμπεριλαμβανόταν σε αυτές καμία βύθιση κατά την περίοδο της επίθεσης του ΤΡΙΤΩΝ. Όταν μετά τον πόλεμο ο άμεσα ενδιαφερόμενος, τέως κυβερνήτης του ΤΡΙΤΩΝΟΣ, αντιπλοίαρχος Δ. Ζέπος επεδίωξε την εξακρίβωση της αλήθειας, θεώρησε σαν απολεσθέν το ιταλικό υποβρύχιο NEGHELLI. Ως ημερομηνία βύθισης του υποβρυχίου αυτού όμως θεωρείται η 19η Ιανουαρίου 1941 και φέρεται να βυθίστηκε αύτανδρο από το βρετανικό αντιτορπιλικό HMS GREYHOUND, 40 ν.μ. (ναυτικά μίλια) βορειοανατολικά της Φαλκονέρας. Εκτός αυτού το ιταλικό υποβρύχιο NEGHELLI βρισκόταν στις 9.1.1941 στην βάση του, την Λέρο, και ξεκίνησε για πολεμική περιπολία στις 14 Ιανουαρίου 1941. Κατά πάσα πιθανότητα η επίθεση του Υ/Β Τρίτων, της 9.1.1941, σχετίζεται με το ιταλικό υποβρύχιο BEILUL (697 τόνων) το οποίο όμως δεν βυθίστηκε σύμφωνα με τις ιταλικές πηγές του Ufficio Storico della Marina Militare.
4η πολεμική περιπολία, 02.02.-06.02.1941: Ιόνιο, κυβερνήτης πλωτάρχης Γεώργιος Ζέπος. Στις 05:00 της 2ας Φεβρουαρίου 1941 το ΤΡΙΤΩΝ ξεκίνησε για την τέταρτη πολεμική του περιπολία. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας και βρισκόμενος στον Πατραϊκό κόλπο, διαπίστωσε διαρροή στην πρυμναία κάθοδο και κατέπλευσε στην Πάτρα όπου και επισκεύασε την βλάβη. Την επόμενη ημέρα συνέχισε την πορεία προς τον τομέα περιπολίας του αλλά μόλις παράλλαξε το ακρωτήριο Δουκάτο ο καιρός άλλαξε απότομα με έντονο νοτιοδυτικό άνεμο. Ο κυβερνήτης έχοντας να αντιμετωπίσει έντονη συννεφιά και κακή ορατότητα, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να προσδιορίσει το στίγμα του, και φοβούμενος ταυτόχρονα μήπως εκπέσει σε περιοχή ναρκοπεδίων, αποφάσισε την αναστροφή της πορείας κατευθυνόμενος και πάλι προς το ακρωτήριο Δουκάτο. Στην συνέχεια και λόγω ασθενείας του κυβερνήτη, το υποβρύχιο κατευθύνθηκε στην Ιθάκη όπου και αγκυροβόλησε στον όρμο Βαθύ το πρωί της 5ης Φεβρουαρίου. Ζητώντας την έγκριση του Α.Δ.Υ. διέκοψε την περιπολία του και κατέπλευσε στον ναύσταθμο το απόγευμα της 6ης Φεβρουαρίου 1941.
5η πολεμική περιπολία, 20.02.-25.02.1941: Ιόνιο, κυβερνήτης πλωτάρχης Γεώργιος Ζέπος. Στις 18.2.1941 το Γενικό Συμμαχικό Στρατηγείο, μετά την πληροφορία περί συγκέντρωσης ιταλικών στρατευμάτων στα νοτιοανατολικά της ιταλικής χερσονήσου και φοβούμενο ιταλική απόβαση στην δυτική Ελλάδα, ζήτησε από τον αρχηγό του Γ.Ε.Ν. την κάλυψη του Αμβρακικού κόλπου με πολεμική περιπολία. Λόγω έλλειψης σκαφών επιφανείας η περιπολία αυτή ανατέθηκε στο ΤΡΙΤΩΝ, το οποίο αναχώρησε από την βάση του στις 05:00 της 20ής Φεβρουαρίου. Είχε διαταγή να πραγματοποιήσει αμυντική περιπολία νότια του παραλλήλου 39° 10´ και ανατολικά της γραμμής 145° από τον φάρο Αντιπάξων με σκοπό την παρεμπόδιση τυχών αποβατικής ενέργειας στις ακτές της Πρέβεζας. Παραλλάσσοντας το ακρωτήριο Δουκάτο έφθασε στην περιοχή της περιπολίας του τα ξημερώματα της 21ης Φεβρουαρίου. Από το απόγευμα της 22ας Φεβρουαρίου ο καιρός χειροτέρεψε καταλήγοντας σε σφοδρή κακοκαιρία η οποία αφενός απέκλειε κάθε πιθανότητα δράσης των εχθρικών σκαφών εναντίον της Πρέβεζας, αφετέρου δημιουργούσε μεγάλα προβλήματα στο ΤΡΙΤΩΝ το οποίο ήταν αναγκασμένο να φορτίζει στην επιφάνεια τους συσσωρευτές του. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αναφορά του Βρετανού αντιπλοιάρχου Μπαίκερ, στην οποία υποδείκνυε το άστοχο μιας τέτοιας αμυντικής περιπολίας με υποβρύχιο, οδήγησε τον Α.Δ.Υ. να ανακαλέσει το ΤΡΙΤΩΝ το οποίο και κατέπλευσε στον ναύσταθμο το απόγευμα της 25ης Φεβρουαρίου 1941.
6η πολεμική περιπολία, 16.03.-25.03.1941: Αδριατική, κυβερνήτης πλωτάρχης Γεώργιος Ζέπος. Το πρωί της 16ης Μαρτίου 1941 το ΤΡΙΤΩΝ ξεκίνησε για την έκτη πολεμική του περιπολία στην Αδριατική. Το μεσημέρι της επόμενης ημέρας ο εξασκούμενος πλωτάρχης Δημητρακόπουλος υπέστη πνευμονική αιμορραγία με αποτέλεσμα το υποβρύχιο να κατευθυνθεί στον όρμο Βαθύ της Ιθάκης όπου και τον αποβίβασε. Ακολουθώντας στην συνέχεια το υποβρύχιο την πορεία του μπήκε στην περιοχή της περιπολίας του το βράδυ της 19ης Μαρτίου. Το πρωί της 23ης Μαρτίου το ΤΡΙΤΩΝ εντόπισε εχθρική νηοπομπή οι οποία έπλεε σε δυο στήλες και κατευθύνονταν από το Μπάρι στο Δυρράχιο. Η νηοπομπή αποτελείτο από τα οπλιταγωγά CARNIA, MONSTELLA, VESTA και ANNA CAPANO, και συνοδευόταν από το τορπιλοβόλο CASTELFIDARDO. Το ΤΡΙΤΩΝ πλησίασε την νηοπομπή και στις 10:23 εξαπέλυσε 4 τορπίλες από απόσταση 750 μ. κατά του προπλέοντος πλοίου της νηοπομπής. Μία από τις τορπίλες βρήκε τον στόχο της ο οποίος ήταν το ατμόπλοιο CARNIA (5.451 ΚΟΧ[Σημ. 6]). Ακολούθησε άκαρπη καταδίωξη του ΤΡΙΤΩΝ από το συνοδό ιταλικό τορπιλοβόλο, το οποίο έριξε συνολικά 17 βόμβες βυθού. Το χτυπημένο CARNIA δεν βυθίστηκε αμέσως. Το ατμόπλοιο δέθηκε και ρυμουλκήθηκε αλλά λόγω ισχυρού κυματισμού το σχοινί ρυμούλκησης κόπηκε με αποτέλεσμα την βύθιση του CARNIA στις 21:45 σε απόσταση 30 ν.μ. από το ακρωτήριο Capo Gallo του Μπρίντιζι.
Δυο ημέρες μετά την βύθιση του CARNIA, το απόγευμα της 25ης Μαρτίου 1941, το ΤΡΙΤΩΝ επέστρεψε στον ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Αμέσως μετά την άφιξη του και σύμφωνα με το βασιλικό διάταγμα 31/3/41, ο κυβερνήτης του ΤΡΙΤΩΝ Γεώργιος Ζέπος τιμήθηκε επ΄ ανδραγαθία με προαγωγή σε αντιπλοίαρχο και παρασημοφορήθηκε με τον Πολεμικό Σταυρό Α΄ τάξεως. Αντίστοιχες προαγωγές και παρασημοφορήσεις έλαβαν και τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος του υποβρυχίου. Αυτή όμως ήταν και η τελευταία πολεμική περιπολία του ΤΡΙΤΩΝ ως σκάφος του πολεμικού στόλου στην ελεύθερη Ελλάδα. Αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου από την ναζιστική Γερμανία ενάντια στην Ελλάδα, την πτώση του μετώπου και την επέλαση του γερμανικού στρατού, το ΤΡΙΤΩΝ εγκατέλειψε στις 18 Απριλίου 1941, μαζί με το Υ/Β ΝΗΡΕΥΣ, την Ελλάδα και μέσω Κρήτης κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου η οποία και αποτέλεσε αρχικά την βάση των περαιτέρω επιχειρήσεων του ελληνικού στόλου.
Αμέσως μετά τον κατάπλου, την νύχτα της 24ης Απριλίου 1941, του αρχηγού του ελληνικού στόλου, υποναυάρχου Καββαδία, στην Αλεξάνδρεια, με το αντιτορπιλικό ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ και την ανάληψη της διοίκησης των υποβρυχίων, την 15η Μαΐου 1941, από τον πλοίαρχο Αντωνόπουλο, ακολούθησε μια περίοδος ελέγχου και επισκευών όλων των υποβρυχίων του ελληνικού στόλου. Μετά την αποπεράτωση των επισκευών του το ΤΡΙΤΩΝ, μαζί με τα υποβρύχια ΝΗΡΕΥΣ και ΚΑΤΣΩΝΗΣ, πραγματοποίησε μια σειρά ικανοποιητικών ασκήσεων και εικονικών επιθέσεων έξω από την Αλεξάνδρεια, έτσι ώστε στις αρχές Ιουνίου 1941 ήταν και πάλι έτοιμο για την εκτέλεση πολεμικών περιπολιών.
7η πολεμική περιπολία, 03.06.-06.06.1941: Καστελόριζο, κυβερνήτης αντιπλοίαρχος Γεώργιος Ζέπος. Κατά την διάρκεια της περιπολίας αυτής, η οποία διήρκεσε 302 ώρες (196 εν καταδύσει), εντοπίσθηκε μόνο ένα πλοίο, της ουδέτερης Τουρκίας, να ρυμουλκεί δυο φορτηγίδες εντός των τουρκικών χωρικών υδάτων. Μετά την επιστροφή του υποβρυχίου στην Αλέξανδρεια υπήρξε κριτική από μέρους του αρχιεπιστολέα των συμμαχικών υποβρυχίων, αντιπλοίαρχου Μπαίκερ, ο οποίος διατύπωσε παρατηρήσεις σχετιζόμενες με τον τρόπο εκτέλεσης της περιπολίας.
8η πολεμική περιπολία, 24.07.-31.07.1941: Ρόδος, κυβερνήτης υποπλοίαρχος Επαμεινώνδας Κοντογιάννης. Είναι η πρώτη περιπολία που πραγματοποίησε ως κυβερνήτης του ΤΡΙΤΩΝ ο υποπλοίαρχος Ε. Κοντογιάννης. Η αλλαγή κυβερνήτη προέκυψε πιθανώς λόγω της διαφοράς αντιλήψεων, ως προς την εκτέλεση των περιπολιών, ανάμεσα στον αντιπλοίαρχο Γ. Ζέπο και τον βρετανό αντιπλοίαρχο Μπαίκερ. Κατά την διάρκεια της περιπολίας αυτής παρουσιάσθηκε μια σειρά βλαβών με αποτέλεσμα να αναγκασθεί το υποβρύχιο να επιστρέψει άμεσα στην Αλεξάνδρεια, όπου παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα λόγω των εκτεταμένων αναγκαίων επισκευών. Στις 8 Αυγούστου 1941 έπλευσε στο Πορτ Σάιντ για δεξαμενισμό και επανέπλευσε στην Αλεξάνδρεια στις 29 του ίδιου μήνα.
9η πολεμική περιπολία, 18.09.-01.10.1941: Βόρεια Κρήτη, κυβερνήτης υποπλοίαρχος Επαμεινώνδας Κοντογιάννης. Μετά την αναχώρηση του από την Αλεξάνδρεια το ΤΡΙΤΩΝ έφθασε στο τομέα περιπολίας του (βόρεια της Κρήτης) το βράδυ της 22ας Σεπτεμβρίου. Στις 08:30 της 24.9.1941 εντόπισε 12 ν.μ. βόρεια της Σούδας το ιταλικό σωστικό πλοίο CYCLOPS το οποίο συνοδευόταν από το ιταλ. τορπιλοβόλο CRISPI. Στην προσπάθεια του να επιτεθεί εντοπίστηκε από το CRISPI με αποτέλεσμα να καταδυθεί χωρίς να πραγματοποιήσει την επίθεση. Την νύχτα της 27.9.1941 και ενώ το πλοίο βρισκόταν καθ΄ οδόν προς την Αλεξάνδρεια, ξέσπασε πυρκαγιά στο μηχανοστάσιο η οποία όμως τέθηκε γρήγορα υπό έλεγχο. Αμέσως μετά την επιστροφή του υποβρυχίου στην Αλεξάνδρεια πραγματοποιήθηκε μια σειρά επισκευών με κύρια την επιδιόρθωση του πυροβόλου του οποίου ο στροφικός μηχανισμός είχε πάθει βλάβη στις 25.9.1941.
10η πολεμική περιπολία, 22.11.-30.11.1941: Νότια Κρήτη, κυβερνήτης υποπλοίαρχος Επαμεινώνδας Κοντογιάννης. Στόχος της περιπολίας αυτής ήταν η αποβίβαση στην νότια Κρήτη (όρμος «Τσούτσουρα») ενός έλληνα οδηγού, τροφίμων, φαρμάκων και πολεμικού υλικού, και η παραλαβή οκτώ Ελλήνων και οκτώ Βρετανών. Κατά την επιστροφή του αποκαρφώθηκαν μερικοί νομείς του σκάφους με αποτέλεσμα αμέσως μετά τον κατάπλου του υποβρυχίου να οδηγηθεί για επισκευές και να παραμείνει δεξαμενισμένο μέχρι και την 7η Ιανουαρίου 1942.
11η πολεμική περιπολία, 23.03.-04.04.1942: Δωδεκάνησα, Κυκλάδες, Χίος, κυβερνήτης υποπλοίαρχος Επαμεινώνδας Κοντογιάννης. Το υποβρύχιο περιπόλησε στα Δωδεκάνησα και το ανατολικό Αιγαίο μέχρι το ύψος της Χίου χωρίς όμως να συναντήσει κάποιον πιθανό στόχο.
12η πολεμική περιπολία, 01.05.-21.05.1942: Μάλτα, κυβερνήτης υποπλοίαρχος Επαμεινώνδας Κοντογιάννης. Στόχος της περιπολίας αυτής ήταν η μεταφορά υλικού και επιβατών στην Μάλτα λόγω του αποκλεισμού της νήσου από τις συνεχείς αεροπορικές επιδρομές οι οποίες δεν επέτρεπαν τον ανεφοδιασμό του με νηοπομπές επιφανείας. Κατά την επιστροφή του στην Αλεξάνδρεια μετέφερε οκτώ Βρετανούς και 18 άνδρες του πληρώματος του Υ/Β ΓΛΑΥΚΟΣ II (Υ-6), το οποίο είχε βυθιστεί από γερμανική αεροπορική επίθεση στις 4.4.1942 στο λιμάνι της Μάλτας.
13η πολεμική περιπολία, 06.06.-20.06.1942: Κεντρικό Αιγαίο, κυβερνήτης υποπλοίαρχος Επαμεινώνδας Κοντογιάννης. Κατά την περιπολία αυτή το ΤΡΙΤΩΝ αποβίβασε μια ομάδα κομάντο και πολεμικό υλικό στην Κρήτη. Η ομάδα αυτή αποτελείτο από τον έφεδρο βρετανό ταγματάρχη Τζέλικο (George Jellicoe), τον γάλλο ταγματάρχη Μπερζέ, πέντε Γάλλους στρατιώτες και τον έλληνα ανθυπολοχαγό Κ. Πετράκη. Στις 10.06.1942 (επιχειρησιακή ώρα 20:00) και ενώ το ΤΡΙΤΩΝ περιπολούσε στο κεντρικό Αιγαίο, συνάντησε κοντά στην Σαντορίνη το ελληνικό πετρελαιοκίνητο ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ (20 ΚΟΧ) το οποίο και βύθισε με το πυροβόλο του. Το ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ερχόταν από την Σητεία της Κρήτης με προορισμό τον Πειραιά και ήταν έμφορτο με προϊόντα τα οποία επρόκειτο να πουληθούν στην μαύρη αγορά της Αθήνας. Στο πλοίο επέβαιναν 5 Έλληνες και 3 Ιταλοί στρατιώτες τους οποίους και παρέλαβε το Υ/Β. Στις 13 Ιουνίου (επιχειρησιακή ώρα 13:30) και βρισκόμενο το ΤΡΙΤΩΝ στην περιοχή του Καφηρέα, επιτέθηκε με το πυροβόλο του ενάντια στο επιταγμένο ελληνικό πετρελαιοκίνητο ΙΩΑΝΝΗΣ (Νηολόγιο Σάμου 30, 117 ΚΟΧ). Κατά την διάρκεια της επίθεσης εμφανίστηκε και ένα δεύτερο ελληνικό πετρελαιοκίνητο στο οποίο επιτέθηκε με το πυροβόλο του ρίχνοντας τρις βολές. Λόγω της εμπλοκής του πυροβόλου το Υ/Β δεν μπόρεσε να συνεχίσει την επίθεση με αποτέλεσμα να επιστρέψει στον αρχικό του στόχο τον οποίο και βύθισε εμβολίζοντας τον. Μετά την ανάκριση των ναυαγών του πρώτου πετρελαιοκίνητου διαπιστώθηκε ότι μετέφερε 210 τόνους άνθρακα για τον γερμανικό στρατό κατοχής από την Κύμη προς τον Πειραιά. Επιστρέφοντας το υποβρύχιο στην βάση του κόμισε χρήσιμες πληροφορίες για τα δρομολόγια των γερμανικών δρομολογίων μεταξύ Κύμης και Πειραιά, καθώς και πληροφορίες για τα εγκατεστημένα από αυτούς παράκτια πυροβολεία. Μετά την επιστροφή του το υποβρύχιο ακολούθησε στις αρχές Ιουλίου τον ελληνικό στόλο κατά την αποχώρηση του από την Αλεξάνδρεια λόγω της επικείμενης κατάληψης της από την γερμανική στρατιά της βόρειας Αφρικής (βλ. Afrikakorps). Το υποβρύχιο εγκαταστάθηκε με ένα μέρος του ελληνικού στόλου στην Χάιφα της Παλαιστίνης, η οποία και έμελλε να αποτελέσει στην συνέχεια την νέα βάση των ελληνικών υποβρυχίων στην Μέση Ανατολή.
14η πολεμική περιπολία, 12.07.-13.07.1942: Τομπρούκ, κυβερνήτης υποπλοίαρχος Επαμεινώνδας Κοντογιάννης. Στις 7.7.1942 το ΤΡΙΤΩΝ ξεκίνησε από την Χάιφα με προορισμό την Αλεξάνδρεια για να παραλάβει προσωπικό και πολεμικό υλικό με σκοπό την εκτέλεση ειδικής επιχείρησης στις περιοχές Τομπρούκ και Μάρσα-Ματρούχ. Αναχώρησε από την Αλεξάνδρεια στις 12.7.1942 αλλά μετά την θραύση του άξονα της αντλίας της αριστερής του μηχανής, αναγκάστηκε να επιστρέψει την επόμενη ημέρα και πάλι στην Αλεξάνδρεια όπου παρέμεινε για επισκευή μέχρι και την 20ή Ιουλίου. Στην συνέχεια το υποβρύχιο κατέπλευσε στην Χάιφα για να αναχωρήσει και πάλι στις 2.8.1942 με προορισμό το Σουέζ για την ολοκλήρωση των επισκευών του. Αμέσως μετά κατευθύνθηκε στο Πορτ Σάιντ όπου ανελκύθηκε για καθαρισμό της γάστρας του.
Στις 10 Νοεμβρίου 1942 και με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Ε. Κοντογιάννη, το ΤΡΙΤΩΝ ξεκίνησε κατόπιν της Α/391 διαταγής του Α.Δ.Υ. για την 15η και τελευταία πολεμική του περιπολία. Το επιχειρησιακό του σχέδιο προέβλεπε την αποβίβαση ομάδας πέντε ελλήνων πρακτόρων και 340 κιλών πολεμικού υλικού και εφοδίων στη νοτιοανατολική ακτή της Εύβοιας και έπειτα την εκτέλεση πολεμικής περιπολίας στο κεντρικό Αιγαίο. Στις 16 Νοεμβρίου το ΤΡΙΤΩΝ έφτασε έξω από το ακρωτήριο Καφηρέας, αλλά λόγω θαλασσοταραχής ο κυβερνήτης του ανέβαλε την αποβίβαση για την επόμενη νύχτα πραγματοποιώντας εν τω μεταξύ σύντομη πολεμική περιπολία στην περιοχή. Κατά την επιχειρησιακή ώρα 16:00 εντόπισε εχθρικό υδροπλάνο με αποτέλεσμα να καταδυθεί σε βάθος 30 μέτρων. Στις 16:20 αναδύθηκε σε περισκοπικό βάθος και διακρίνοντας κοντά στην Άνδρο εχθρική νηοπομπή αποφάσισε να της επιτεθεί. Η νηοπομπή κατευθυνόταν προς τα Δαρδανέλια και αποτελούνταν από το ρουμανικό ατμόπλοιο ALBA JULIA (πρώην CARL LEGIEN, 5.700 ΚΟΧ) και το ιταλικό CELENO (πρώην SAXOLEINE, 3.741 ΚΟΧ), τα οποία συνοδεύονταν από το αντιτορπιλικό HERMES (πρώην ελληνικό αντιτορπιλικό ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ) και δυο βοηθητικά ανθυποβρυχιακά, τα UJ-2101 (πρώην ελληνικό ναρκοθετικό ΣΤΡΥΜΩΝ, 325 τόνων, κυβερνήτης υποπλοίαρχος Friedrich Vollheim) και UJ-2102 (πρώην γιώτ BIRGITTA, 437 ΚΟΧ, του εφοπλιστή Ευγενίδη, κυβερνήτης υποπλοίαρχος Gero Kleiner). Ο οπλισμός τους αποτελούνταν από πυροβόλα των 8,8 εκ., έκαστο, πολυβόλα των 3,7 εκ., βόμβες βυθού και ανθυποβρυχιακές συσκευές. Πλησιάζοντας η νηοπομπή προς το υποβρύχιο άλλαξε πορεία κατευθυνόμενη προς τα βορειοανατολικά, με αποτέλεσμα το ΤΡΙΤΩΝ να έχει καλύτερη θέση για την πραγματοποίηση της επίθεσης. Στις 16:30 και από απόσταση 5.500 μ. το ΤΡΙΤΩΝ επιτέθηκε στην νηοπομπή εξαπολύοντας μια τορπίλη κατά του ουραγού πλοίου (ALBA JULIA) η οποία όμως δεν βρήκε τον στόχο της. Σύμφωνα με την μεταπολεμική έκθεση μάχης (1946) του κυβερνήτη του ΤΡΙΤΩΝ, Ε. Κοντογιάννη, η τορπίλη έπληξε το ALBA JULIA χωρίς όμως αυτό να επιβεβαιώνεται από τις πρωτογενείς και ιδιαίτερα έγκυρες αρχειακές ιστορικές πηγές. Επειδή οι υπόλοιπες τορπίλες ήταν ρυθμισμένες για μικρότερες αποστάσεις και ο χρόνος δεν επαρκούσε για μεταβολή της ρύθμισης τους, εξαπολύθηκε μόνο μια τορπίλη ενάντια στον στόχο.
Το UJ-2102, το οποίο είχε εντοπίσει το ΤΡΙΤΩΝ ήδη από τις 16:10 σε απόσταση 1.400 μέτρων από αυτό, παρέμεινε στην περιοχή χωρίς να ακολουθήσει την νηοπομπή η οποία συνέχισε την βόρεια πορεία της υπό την διοίκηση του αντιτορπιλικού HERMES. Το UJ-2102 ξεκίνησε την πρώτη του επίθεση στις 16:40 με 13 βόμβες βυθού ρυθμισμένες για βάθη 70-125 μ.. Στις 17:00 πραγματοποίησε δεύτερη επίθεση με 11 βόμβες βυθού οι οποίες δεν κατάφεραν να προκαλέσουν καμία σημαντική βλάβη στο υποβρύχιο το οποίο κατάφερε να κινηθεί βόρεια με σκοπό να εξέλθει από το στενό του Κάβο Ντόρο. Μετά την επίθεση αυτή αχρηστεύθηκε η ανθυποβρυχιακή συσκευή του UJ-2102 με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να εντοπίσει το υποβρύχιο. Τρεις περίπου ώρες αργότερα μετά την πρώτη επίθεση, στις 19:35, η βλάβη της συσκευής διορθώθηκε με αποτέλεσμα ο κυβερνήτης του UJ-2102, υποπλοίαρχος Gero Kleiner, να εντοπίσει και πάλι το ΤΡΙΤΩΝ σε απόσταση τριών χιλιομέτρων και να κατευθυνθεί προς αυτό ακολουθώντας πορεία ζιγκ-ζαγκ, καταφέρνοντας να αποφύγει με τον τρόπο αυτό μια ακόμα τορπίλη που εξαπέλυσε εναντίον του το υποβρύχιο.[58] Στις 20:05 ακολούθησε η τρίτη επίθεση του UJ-2102 με 13 βόμβες βυθού οι οποίες κατάφεραν να προκαλέσουν σοβαρές ζημιές στο ΤΡΙΤΩΝ. Αν και το υποβρύχιο είχε δεχτεί καίριο πλήγμα παρέμενε διαχειρίσιμο και προσπάθησε και πάλι να διαφύγη. Στην προσπάθεια του αυτή προδόθηκε από τις κηλίδες ορυκτέλαιου και πετρελαίου που αναδύονταν στην επιφάνεια, λόγω των ρηγμάτων που είχαν προκληθεί από τις βόμβες βυθού στις εξωτερικές δεξαμενές καυσίμων του υποβρυχίου, με αποτέλεσμα να είναι συνεχώς αντιληπτό από το UJ-2102. Στις 20:30 το ανθυποβρυχιακό ξεκίνησε την τέταρτη επίθεση του ρίχνοντας άλλες 12 βόμβες βυθού οι οποίες προκάλεσαν νέες σοβαρές και καίριες ζημιές στο υποβρύχιο, με αποτέλεσμα να μην έχει πλέον δυνατότητα χειρισμού. Ανάμεσα σε άλλα αχρηστεύθηκαν τα πηδάλια βάθους και διευθύνσεως, τα βαθύμετρα, οι αντλίες, αχρηστεύθηκε η γυροσκοπική πυξίδα και χαλάρωσαν οι σφιγκτήρες των καθόδων.[59] Στις 21:00 το ΤΡΙΤΩΝ ανήλθε σε περισκοπικό βάθος με σκοπό να προσανατολισθεί, καθώς χωρίς πυξίδα είχε χάσει το ακριβές στίγμα του. Την στιγμή αυτή αντελήφθη το ανθυποβρυχιακό να κατευθύνεται εναντίον του με μεγάλη ταχύτητα. Καταδύθηκε τότε και πάλι σε βάθος 30 μέτρων όπου δέχτηκε μια ακόμα επίθεση με 9 βόμβες βυθού. Από την επίθεση αυτή αχρηστεύθηκε ο δεξιός κινητήρας του υποβρυχίου, κατέπεσε ο άξονας της αριστερής μηχανής, έσπασαν οι κοχλίες στήριξης των μηχανών, σφηνώθηκαν τα πρυμναία πηδάλια βάθους και άρχισε να εκλύεται χλώριο από τις βρεγμένες συστοιχίες. Για τον κυβερνήτη του ΤΡΙΤΩΝ στην δυσμενή αυτή θέση υπήρχαν δυο επιλογές: Να αναδυθεί και να παραδοθεί ειρηνικά ή να αναδυθεί και να πολεμήσει. Προτίμησε την δεύτερη.
Στις 22:00, πεντέμισι ώρες μετά την πρώτη επίθεση, ο κυβερνήτης του ΤΡΙΤΩΝ, Ε. Κοντογιάννης, διέταξε ανάδυση και «εξόρμηση δια πυροβόλου» κατά του ανθυποβρυχιακού. Φτάνοντας στην επιφάνεια άνοιξε την καταπακτή του πυργίσκου και βγήκε ο ίδιος πρώτος με το περίστροφο στο χέρι. Με το άνοιγμα της καταπακτής όμως άρχισε να μπαίνει νερό από την ανοικτή κάθοδο και προς στιγμή οι άντρες που ακολουθούσαν έκλεισαν την καταπακτή. Ο κυβερνήτης μόνος έξω από το σκάφος άδειασε το περίστροφο του πυροβολώντας κατά του UJ-2102 και προσπάθησε να φθάσει στο πυροβόλο των 10 εκ. για να ρίξει με αυτό. Το ανθυποβρυχιακό σάρωσε την στιγμή αυτή το ΤΡΙΤΩΝ με τα πυροβόλα και τα πολυβόλα του, εμβολίζοντας το ταυτόχρονα από την δεξιά του πλευρά. Ο κυβερνήτης Ε. Κοντογιάννης έχασε τις αισθήσεις του από τον κλονισμό και έπεσε στη θάλασσα ενώ η ομοχειρία επιφανείας, η οποία είχε εν τω μεταξύ εξέλθει στο κατάστρωμα, άνοιξε πυρ με τα πολυβόλα της ενάντια στο UJ-2102. Η απόσταση ανάμεσα στα δυο σκάφη ήταν γύρω στα 40 με 80 μέτρα και οι επιβαίνοντας σε αυτά έβαλαν εκτός των πυροβόλων και των πολυβόλων, με φορητά όπλα και χειροβομβίδες. Ο πυργίσκος του υποβρυχίου ήταν διάτρητος και φλεγόταν. Στις 22:14 το UJ-2102 βάλλοντας με όλα του τα όπλα κατευθύνθηκε με μεγάλη ταχύτητα εμβολίζοντας για μια ακόμα φορά το ΤΡΙΤΩΝ. Μετά τον εμβολισμό αυτόν άρχισε η εγκατάλειψη του υποβρυχίου. Από τους επιζώντες του πληρώματος 28 παραδόθηκαν ή συλλέχθηκαν αναίσθητοι, συμπεριλαμβανομένου και του υποπλοίαρχου Κοντογιάννη, ενώ οι Νικόλαος Μαρουλάς (Αρχικελευστής ηλεκτρολόγος) και Δ. Παπαδημητρίου (Δίοπος ηλεκτρολόγος) διέφυγαν κολυμπώντας προς την Εύβοια όπου βρήκαν καταφύγιο στο χωριό Θυμιανή διαφεύγοντας στην συνέχεια προς την Μέση Ανατολή. Όλα τα μέλη της ομοχειρίας του υποβρυχίου σκοτώθηκαν, μαζί τους και ο ύπαρχος του ΤΡΙΤΩΝ, υποπλοίαρχος Αντώνης Δανιόλος. Ο ανθυποπλοίαρχος Χρήστος Σολιώτης, ο οποίος είχε παραμείνει τελευταίος στο υποβρύχιο, αφού άνοιξε τα εξαεριστικά για να το βυθίσει γρηγορότερα και να μην πέσει στα χέρια του εχθρού, πήδηξε στην θάλασσα όπου συνάντησε τον υποκελευστή Δ. Κακανδρή και τον βοήθησε να παραμείνει στην επιφάνεια μέχρι να συλλεχθούν από λέμβο του UJ-2102. Ο Κακανδρής είχε χάσει κατά την διάρκεια της μάχης το ένα του πόδι και παρέμενε με δυσκολία στην επιφάνεια. Στις 22:35 το ΤΡΙΤΩΝ, έχοντας πάρει κλίση από την συνεχή εισροή νερού, βυθίστηκε στο ενδεικτικό στίγμα 38° 07´ Β και 24° 39´ Α παίρνοντας μαζί του τους σωρούς των 24 νεκρών του. Ήταν το τρίτο ελληνικό υποβρύχιο που βυθιζόταν εν ώρα μάχης μετά τον ΠΡΩΤΕΑ και τον ΓΛΑΥΚΟ.
Οι συλληφθέντες αιχμάλωτοι έλαβαν κάθε δυνατή περίθαλψη από τον κυβερνήτη και το πλήρωμα του γερμανικού ανθυποβρυχιακού UJ-2102.[64] Μετά την ανάκριση τους στον Πειραιά μεταφέρθηκαν στο στρατιωτικό στρατόπεδο αιχμαλώτων «MARLANG», κοντά στην Βρέμη, όπου και παρέμειναν μέχρι την απελευθέρωση τους από τον συμμαχικό στρατό στις 28 Απριλίου 1945. Αμέσως μετά την μάχη και ενώ το πλήρωμα του γερμανικού ανθυποβρυχιακού συνέλεγε τραυματισμένα μέλη του πληρώματος του ΤΡΙΤΩΝ, αφαίρεσε από το βυθιζόμενο υποβρύχιο την πολεμική του σημαία την οποία και παρέδωσε στον κυβερνήτη του UJ-2102. Η πολεμική σημαία του ΤΡΙΤΩΝ παρέμεινε στα χέρια του κυβερνήτη του UJ-2102, υποπλοιάρχου Gero Kleiner, ως πολεμικό ενθύμιο μέχρι τις 20 Σεπτεμβρίου 1972 όπου και την παρέδωσε σε ειδική τελετή στην σχολή ναυτικού Mürwik, στο Flensburg-Mürwik της Γερμανίας, στον πλωτάρχη Ιωάννη Μανιάτη όταν ο τελευταίος πήγε για να παραλάβει το νεότευκτο υποβρύχιο ΤΡΙΤΩΝ II, το οποίο ναυπηγήθηκε κατά παραγγελία της Ελλάδας από την σύμμαχη πλέον Ο.Δ. της Γερμανίας. Η πολεμική σημαία του ΤΡΙΤΩΝ βρίσκεται σήμερα εκτεθειμένη στην βάση υποβρυχίων του ναυστάθμου της Σαλαμίνας.
Με την έναρξη του ελληνοïταλικού πολέμου το ΚΑΤΣΩΝΗΣ μαζί με τα υπόλοιπα υποβρύχια του ελληνικού στόλου - εκτός του ΓΛΑΥΚΟΣ το οποίο βρισκόταν σε συνεχή επισκευή - άρχισε τις πολεμικές του περιπολίες στο Ιόνιο Πέλαγος και στην Αδριατική. Σύμφωνα με το πολεμικό σχέδιο του Γ.Ε.Ν. δυο εκ των έξι υποβρυχίων (ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ, ΝΗΡΕΥΣ) τέθηκαν στην διάθεση της Ν.Α.Π./1,[Σημ. 2] με κύριο στόχο την αποτροπή πιθανής απόβασης ιταλικών στρατευμάτων στα νησιά του Ιονίου και την δυτική Ελλάδα, ενώ άλλα δυο (ΚΑΤΣΩΝΗΣ, ΤΡΙΤΩΝ) τέθηκαν υπό των άμεσων διαταγών του Α.Σ.
1η πολεμική περιπολία, 03.11.-10.11.1940: Θαλάσσια περιοχή Αγίων Σαράντα, κυβερνήτης υποπλοίαρχος Αθανάσιος Σπανίδης. Το ΚΑΤΣΩΝΗΣ ξεκίνησε στις 16:00 της 3ης Νοεμβρίου 1940 για την πρώτη πολεμική του περιπολία στην περιοχή Ε με κύριο σκοπό την διακοπή των εχθρικών συγκοινωνιών μεταξύ Ιταλίας και Αλβανίας. Το υποβρύχιο έφθασε στην περιοχή της περιπολίας του στις 06:30 της 6ης Νοεμβρίου 1940 και παρέμεινε για πέντε ημέρες περιπολώντας σε απόσταση 4-6 ναυτικών μιλίων από τις αλβανικές ακτές. Κατά την διάρκεια της περιπολίας του δεν κατόρθωσε να διακρίνει ή να επισημάνει με τα υδρόφωνα του κανένα εχθρικό πλοίο στην περιοχή. Ενώ κατέφθαναν καθημερινά στο Γ.Ε.Ν. πληροφορίες για ύπαρξη ιταλικών μεταγωγικών με προορισμό το λιμάνι των Αγίων Σαράντα, το αποτέλεσμα της περιπολίας του ΚΑΤΣΩΝΗΣ έδειξε ότι αυτό δεν συνέβαινε, γεγονός το οποίο οδήγησε στην συνέχεια στην κατάργηση των περιπολιών στην περιοχή Ε. Μετά το τέλος της περιπολίας του το υποβρύχιο επέστρεψε στον ναύσταθμο όπου και κατέπλευσε στις 10.11.1940.
2η πολεμική περιπολία, 22.12.1940–04.01.1941: Αδριατική, κυβερνήτης υποπλοίαρχος Αθανάσιος Σπανίδης. Το απόγευμα της 22ας Δεκεμβρίου 1940 το ΚΑΤΣΩΝΗΣ απέπλευσε από τον ναύσταθμο, με σκοπό την εγκατάσταση επιθετικής περιπολίας στην Αδριατική. Ως τομέας της περιπολίας του είχε ορισθεί από τον Α.Δ.Υ. η περιοχή ευρισκόμενη μεταξύ των παραλλήλων 40° 55´ και 41° 30´ Β και μεταξύ του μεσημβρινού 18° 07´ A και των αλβανικών ακτών, στην οποία εισήλθε το υποβρύχιο την νύχτα της 24ης Δεκεμβρίου. Το απόγευμα της 26ης εντόπισε ένα ατμόπλοιο πλησίον του Αγίου Ιωάννη της Μέδουα (San Giovanni di Medua, σήμερα Shëngjin, Αλβανία) στο οποίο και επιτέθηκε εξαπολύοντας τρεις τορπίλες οι οποίες όμως δεν βρήκαν τον στόχο τους. Το ιταλικό πλοίο βοηθούμενο από την μεγάλη απόσταση που το χώριζε από το υποβρύχιο, κατευθύνθηκε βορειοανατολικά με αποτέλεσμα να πλησιάσει τις γιουγκοσλαβικές ακτές και να διαφύγει αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτό την συνέχιση της επίθεσης, η οποία έπρεπε να πραγματοποιηθεί από το ΚΑΤΣΩΝΗΣ εντός των σερβικών χωρικών υδάτων. Στις 29 Δεκεμβρίου ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ εντόπισε ένα ακόμα φορτηγό ατμόπλοιο εναντίον του οποίου δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει επίθεση αφενός λόγω της ατέλειας των περισκοπίων του, αφετέρου λόγω της μικρής απόστασης ανάμεσα στο ατμόπλοιο και το υποβρύχιο η οποία δεν επέτρεπε την σωστή εξαπόλυση των τορπιλών. Συνεχίζοντας ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ την επιθετική του περιπολία στην ίδια περιοχή, εντόπισε στις 08:20 της 31ης Δεκεμβρίου 1940, σε απόσταση 10 ν.μ. βορειοδυτικά του Αγίου Ιωάννη της Μέδουα, το ιταλικό ατμόπλοιο QUINTO (531 ΚΟΧ) εναντίον του οποίου εξαπέλυσε δυο τορπίλες από απόσταση 500 μέτρων. Οι τορπίλες, αν και διασταύρωσαν τον στόχο, δεν τον πέτυχαν πιθανώς λόγω του μικρού βυθίσματος του εχθρικού πλοίου. Βλέποντας ο κυβερνήτης του υποβρυχίου, υποπλοίαρχος Σπανίδης, το αποτέλεσμα και φοβούμενος την διαφυγή του εχθρικού πλοίου διέταξε «εξόρμηση δια πυροβόλου». Το ΚΑΤΣΩΝΗΣ ανήλθε στην επιφάνεια και καταδίωξε το QUINTO μέχρι τις γιουγκοσλαβικές ακτές βάλλοντας συνεχώς εναντίον του και καταφέρνοντας τελικά να το βυθίσει κοντά στο Αντιβάρι (Antivari, σήμερα Bar, Μαυροβούνιο). Το QUINTO (πρώην FLEISS), το οποίο μετέφερε πετρέλαιο για τον ιταλικό στρατό, ήταν ένα μικρό φορτηγό πλοίο μήκους 47 και πλάτους 8 μέτρων, το οποίο είχε επιταχθεί από την Regia Marina Italiana. Ανήκε στην ναυτιλιακή εταιρεία Agricola Industriale per la Produzione Italiana di Cellulosa, με έδρα της Γένουα και το Φιούμε (σήμερα Κροατία), και είχε κατασκευαστεί το 1922 στην Ολλανδία. Αμέσως μετά την επίθεση το Υ/Β Κατσώνης εγκατέλειψε την περιοχή πλέοντας εν καταδύσει προς το Μπρίντιζι. Την επόμενη ημέρα εξήλθε από το στενό του Οτράντο και κατευθύνθηκε προς την βάση του όπου και κατέπλευσε το πρωί της 4ης Ιανουαρίου 1941. Στις 5 Ιανουαρίου 1941 ο κυβερνήτης του ΚΑΤΣΩΝΗΣ, ο οποίος κατά την διάρκεια της περιπολίας είχε λάβει τον βαθμό του πλωτάρχη, προήχθη δια βασιλικού διατάγματος σε αντιπλοίαρχο λαμβάνοντας ταυτόχρονα και το Χρυσό Αριστείο Ανδρείας. Στους τέσσερεις αξιωματικούς του υποβρυχίου απενεμήθη ο Πολεμικός Σταυρός Β΄ Τάξεως και στο υπόλοιπο πλήρωμα απενεμήθη ο Πολεμικός Σταυρός Γ΄ Τάξεως. Η βύθισης του QUINTO ανακοινώθηκε από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Ρώμης στις 14.1.1941.
3η πολεμική περιπολία, 14.02.–21.02.1941: Ιόνιο, αντιπλοίαρχος Α. Σπανίδης. Στις 14 Φεβρουαρίου 1941 το ΚΑΤΣΩΝΗΣ ξεκίνησε για την τρίτη πολεμική του περιπολία. Την επόμενη ημέρα και ενώ το υποβρύχιο βρισκόταν στο Ιόνιο, διαπιστώθηκε ότι ο άξονας του δεξιού κινητήρα είχε μετατοπισθεί με αποτέλεσμα την τήξη του μετάλλου αντιτριβής. Το υποβρύχιο κατέπλευσε για την επισκευή της ζημιάς στον όρμο Βαθύ της Ιθάκης όπου παρέμεινε μέχρι και την 17η Φεβρουαρίου. Το πρωί της 18ης απέπλευσε από την Ιθάκη με βόρεια πορεία, έτσι ώστε διαβαίνοντας το στενό του Οτράντο να εγκαταστήσει επιθετική περιπολία στην Αδριατική. Κατά τον πλου συνάντησε σφοδρή κακοκαιρία η οποία ανάγκασε το υποβρύχιο να κινηθεί εν καταδύσει, με σκοπό να αποφύγει τον ισχυρό κυματισμό και την μεγάλη κλίση του πλοίου. Το πρωί της 19ης Φεβρουαρίου η συνεχιζόμενη σφοδρή κακοκαιρία, σε συνδυασμό με την εξάντληση του πληρώματος λόγω συνεχούς ναυτίας και της προηγηθείσας εντατικής εργασίας για την επισκευή του άξονα, οδήγησε στο να αλάξει πορεία το υποβρύχιο και να κατευθυνθεί και πάλι στο Βαθύ της Ιθάκης. Το πρωί της 20ής Φεβρουαρίου κατευθύνθηκε προς το ακρωτήριο Δουκάτο με σκοπό να πλεύση και πάλι την νύχτα προς βορά, αλλά το απόγευμα της ίδιας ημέρας παρατηρήθηκε ανωμαλία στην ελαιοθλιπτική εγκατάσταση του υποβρυχίου η οποία οδήγησε τον Α.Δ.Υ. να ανακαλέσει το υποβρύχιο στην βάση του. Το ΚΑΤΣΩΝΗΣ κατέπλευσε στον ναύσταθμο το απόγευμα της 21ης Φεβρουαρίου 1941 χωρίς να καταφέρει να προσεγγίσει τον τομέα της περιπολίας του λόγω των βλαβών και της σφοδρής κακοκαιρίας.
4η πολεμική περιπολία, 24.03.–02.04.1941: Αδριατική, κυβερνήτης αντιπλοίαρχος Α. Σπανίδης. Το απόγευμα της 24ης Μαρτίου 1941 το ΚΑΤΣΩΝΗΣ ξεκίνησε για την τέταρτη πολεμική του περιπολία. Το πρωί της επόμενης ημέρας διήλθε από το φράγμα της Θολής, στον Πατραϊκό, και το απόγευμα της ίδιας ημέρας διαπίστωσε βλάβη στην ελαιοθλιπτική του εγκατάσταση η οποία και επισκευάστηκε. Από την 27η Μαρτίου εγκατέστησε επιθετική περιπολία παράλληλα στα χωρικά ύδατα της Γιουγκοσλαβίας. Την 29η Μαρτίου εντόπισε μεγάλο ιστιοφόρο εναντίον του οποίου όμως δεν κατάφερε να επιτεθεί. Πλησιάζοντας τις επόμενες ημέρες στον Άγιο Ιωάννη της Μέδουα εντόπισε και πάλι ένα ιστιοφόρο στο οποίο δεν κατάφερε και πάλι να επιτεθεί λόγω της θέσης του υποβρυχίου η οποία ήταν πολύ κοντά στον όρμο εκ του οποίου είχε εξέλθει το ιστιοφόρο. Οι δυο αυτές επιθετικά αποτυχημένες εντοπίσεις και η μέχρι της στιγμής εκείνης άκαρπη περιπολία, οδήγησαν στην διακοπή της και στην επιστροφή του υποβρυχίου στην βάση του όπου κατέπλευσε το απόγευμα της 2ας Απριλίου 1941. Αυτή ήταν η τελευταία πολεμική περιπολία του ΚΑΤΣΩΝΗΣ ως σκάφος του πολεμικού στόλου στην ελεύθερη Ελλάδα. Αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου από την ναζιστική Γερμανία εναντίον της Ελλάδας, την πτώση του μετώπου και την επέλαση του γερμανικού στρατού, το ΚΑΤΣΩΝΗΣ, με κυβερνήτη τον αντιπλοίαρχο Αθανάσιο Σπανίδη και ύπαρχο τον πλωτάρχη Πλάτωνα Λίβα, εγκατέλειψε στις 19 Απριλίου 1941 την Αττική με προορισμό την Σούδα.[24][25] Το ΚΑΤΣΩΝΗΣ ήταν ενταγμένο σε νηοπομπή μαζί με το Υ/Β ΓΛΑΥΚΟΣ, το πλωτό συνεργείο Β.Π. ΗΦΑΙΣΤΟΣ και 19 φορτηγά πλοία, η οποία συνοδευόταν από δυο βρετανικά αντιτορπιλικά και το βρετανικό καταδρομικό HMS CARLISLE. Μετά την άφιξη στην Σούδα και την ένταξη στην νηοπομπή του Β.Π. θωρηκτού ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ, του Β.Π. Α/Τ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ και των τορπιλοβόλων ΑΣΠΙΣ και ΝΙΚΗ, κατευθύνθηκε στην συνέχεια προς την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όπου και κατέπλευσε το απόγευμα της 23ης Απριλίου 1941.
Αμέσως μετά τον κατάπλου, την νύχτα της 24ης Απριλίου 1941, του αρχηγού του ελληνικού στόλου, αντιναυάρχου Επαμεινώνδα Καββαδία, στην Αλεξάνδρεια, με το αντιτορπιλικό ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ, και την ανάληψη της διοίκησης των υποβρυχίων, την 15η Μαΐου 1941, από τον πλοίαρχο Αντωνόπουλο,[28] ακολούθησε μια περίοδος ελέγχου και επισκευών όλων των υποβρυχίων του ελληνικού στόλου. Το Υ/Β Κατσώνης είχε ανάγκη μακράς επιθεώρησης και γενικής επισκευής, λόγω των διαρκών αστοχιών του καταπονημένου υλικού και της παλαιότητας του υποβρυχίου. Κάποια στιγμή μάλιστα υπήρξαν και σκέψεις περί παροπλισμού του. Για να εκτιμηθεί η κατάσταση του υποβρυχίου και να αποφασισθεί αν θα παροπλιζόταν ή όχι, ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ πραγματοποίησε τρεις ασκήσεις τον Μάιο του ΄41, έξω από την Αλεξάνδρεια, μαζί με τα υποβρύχια ΤΡΙΤΩΝ και ΝΗΡΕΥΣ. Αν και η αρχική σκέψης περί παροπλισμού του εγκαταλείφθηκε, αποφασίσθηκε εν τούτοις να πραγματοποιηθεί γενική επιθεώρηση και επισκευή του υποβρυχίου στο Πορτ-Σουδάν, του Σουδάν, η οποία έμελλε να διαρκέσει ένα έτος. Μετά την έγκριση του βρετανού στόλαρχου ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ απέπλευσε υπό την διοίκηση του πλωτάρχη Δημητρακόπουλου στις 30 Ιουνίου 1941, μαζί με το Β.Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ και το πλωτό συνεργείο ΗΦΑΙΣΤΟΣ, για το Πορτ-Σάιντ όπου και κατέπλευσε την 1η Ιουλίου 1941. Την επόμενη ημέρα ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ, μαζί με τα υπόλοιπα πλοία της νηοπομπής, συνέχισε προς το Σουέζ όπου και φτάνοντας παρέμεινε για έναν περίπου μήνα.
Την 21η Ιουλίου, μετά από έγκριση των βρετανικών αρχών, η νηοπομπή αποτελούμενη από τα Β.Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ, ΗΦΑΙΣΤΟΣ, ΣΦΕΝΔΟΝΗ και ΚΑΤΣΩΝΗΣ απέπλευσε από το Σουέζ με τελικό προορισμό το Πορτ-Σουδάν. Αμέσως μετά τον απόπλου και λόγω του ότι οι μηχανές του υποβρυχίου θερμαίνονταν, όταν υπερέβαινε την ταχύτητα των εφτά κόμβων, ρυμουλκήθηκε από το ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ καθ΄ όλη την διάρκεια του ταξιδιού. Στις 25 Ιουλίου 1941 η νηοπομπή έφτασε στο Πορτ-Σουδάν αφού διάνυσε 700 ναυτικά μίλια με ταχύτητα εννέα κόμβων.
Οι επισκευαστικές εργασίες του ΚΑΤΣΩΝΗΣ άρχισαν αμέσως μετά τον κατάπλου του και εκτελέστηκαν πρωτίστως από τους μηχανικούς του πλωτού συνεργείου Β.Π. ΗΦΑΙΣΤΟΣ και τα εργοστάσια της πόλης του Πορτ-Σουδάν. Το διάστημα που το υποβρύχιο βρισκόταν στο Πορτ-Σουδάν για επισκευές, ανέλαβε στις 26.1.1942 χρέη κυβερνήτη ο αντιπλοίαρχος Βασίλης Λάσκος, ο οποίος είχε κατέλθει εκείνο το διάστημα από την Ελλάδα στην Μέση Ανατολή. Οι επισκευές που πραγματοποιήθηκαν και οι οποίες είχαν ορισθεί από ειδική επιτροπή, η οποία συνεδρίασε υπό την προεδρία του Α.Σ. υποναυάρχου Ε. Καββαδία στις 23.10.1941, συμπεριλάμβαναν την αντικατάσταση των αεροθλιπτικών και ελαιοθλιπτικών εγκαταστάσεων του υποβρυχίου, τα χιτώνια κυλίνδρων και τις κεφαλές εμβόλων, των συστοιχιών των συσσωρευτών, τους άξονες των πρωραίων πηδαλίων βάθους και την εγκατάσταση συστήματος αφανούς εκσφενδόνισης τορπιλών.[33] Μετά την αποπεράτωση των εργασιών στις 20 Φεβρουαρίου 1942 και των δοκιμών που στην συνέχεια πραγματοποιήθηκαν στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή, το ΚΑΤΣΩΝΗΣ απέπλευσε στις 30.3.1942 με προορισμό το Πορτ-Σάιντ όπου και κατέπλευσε στις 4.4.1942. Ο σκοπός του ταξιδιού του στο Πορτ-Σάιντ ήταν ο δεξαμενισμός του ο οποίος λόγω καθυστέρησης πραγματοποιήθηκε στις 8 Ιουνίου 1942. Την 2α Ιουλίου 1942 και ενώ το ΚΑΤΣΩΝΗΣ εξέρχετο από την δεξαμενή, παρουσιάστηκε διαρροή σε κοινωμάτια του αριστερού θαλασσέρματος αριθ. 5. Στην προσπάθεια να πληρωθούν τα δεξιά θαλασσέρματα δόθηκε κλίση τεσσάρων μοιρών στο υποβρύχιο. Όταν αργότερα οι εργασίες στεγανοποίησης αποπερατώθηκαν και το υποβρύχιο επανήλθε σε οριζόντια θέση, διέρρευσε νερό στα θαλασσέρματα, λόγω σφάλματος στον χειρισμό των εξαεριστικών, με αποτέλεσμα την βύθιση του ΚΑΤΣΩΝΗ στο λιμάνι του Πορτ-Σάιντ. Στις 23 Ιουλίου ανελκύθηκε και ρυμουλκήθηκε στην Ισμαϊλία της Αιγύπτου, όπου υποβλήθηκε και πάλι σε γενική επιθεώρηση και επισκευή από τα εργοστάσια της εταιρείας της Διώρυγας του Σουέζ και των μηχανικών του πλωτού συνεργείου ΗΦΑΙΣΤΟΣ. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην αχρήστευση του ΚΑΤΣΩΝΗ μέχρι το τέλος του Ιανουαρίου 1943.
Μετά την αποπεράτωση των επισκευών του το ΚΑΤΣΩΝΗΣ πραγματοποίησε μια σειρά εκπαιδευτικών πλόων στην περιοχή του Πορτ-Σάιντ και την 28η Ιανουαρίου 1943 αναχώρησε με προορισμό την Βηρυτό στην οποία είχε εγκατασταθεί η βάση των ελληνικών υποβρυχίων. Την 20ή Φεβρουαρίου απέπλευσε από την Βηρυτό για την εκτέλεση ασκήσεων κατά την διάρκεια των οποίων εκδηλώθηκε πυρκαγιά στο διαμέρισμα των ηλεκτροκινητήρων, οφειλόμενη σε βραχυκύκλωμα. Μετά την επισκευή της βλάβης και την αποπεράτωση των απαιτούμενων δοκιμαστικών ασκήσεων, το υποβρύχιο ήταν και πάλι έτοιμο για την εκτέλεση πολεμικών περιπολιών.
5η πολεμική περιπολία, 28.03.–10.04.1943: Αιγαίο, κυβερνήτης αντιπλοίαρχος Βασίλης Λάσκος. Κατά την περιπολία αυτή, η οποία διήρκεσε 408 ώρες (238 εν καταδύσει), το ΚΑΤΣΩΝΗΣ είχε αρχικά την διαταγή να αποβιβάσει στην ανατολική ακτή της Πελοποννήσου, κοντά στο Πόρτο-Φωκιανό, δυο πράκτορες με το σχετικό συνοδευτικό υλικό. Μετά την εγκατάσταση επιθετικής περιπολίας έξω από την Μήλο και στην συνέχεια την αποβίβαση των δυο πρακτόρων, το υποβρύχιο συνέχισε την περιπολία του στην περιοχή του Μαλέα.
Την 1η Απριλίου 1943 ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ εντόπισε τρία πετρελαιοκίνητα και αναδυόμενος ανάγκασε δυο από αυτά να πλησιάσουν. Διαπιστώνοντας ο κυβερνήτης ότι μετέφεραν ελαιόλαδο και σταφίδα για τα λαϊκά συσσίτια της Αθήνας, αποφάσισε να μην τα βυθίσει και τα άφησε ελεύθερα.
Την επόμενη ημέρα, 2.4.1943, έχοντας λάβει το υποβρύχιο πληροφορίες για ένα ιταλικό περιπολικό το οποίο επιχειρούσε στην περιοχή, παρέμεινε ολόκληρη την ημέρα έξω από το Γύθειο περιπολώντας εν καταδύσει και αναμένοντας την εμφάνιση του εχθρικού πλοίου. Στις 18:15 εντόπισε το πλοίο, το οποίο είχε πρυμνοδετήσει παράλληλα με τον λιμένα, και προετοιμάστηκε για επίθεση. Ο κυβερνήτης του ΚΑΤΣΩΝΗ, Βασίλης Λάσκος, αναφέρεται σχετικά με την επίθεση της 2ας Απριλίου 1943 στην έκθεση της πολεμικής περιπολίας του υποβρυχίου, με αριθμό πρωτοκόλλου 44[39] δηλώνοντας τα εξής:
«20:26 Ευρισκόμεθα εις ευνοϊκήν θέσιν βολής τορπιλλών εις απόστασιν 400 μέτρων προ του στομίου του λιμένος. Το υδραργυρικόν βαθύμετρον δυκνύει 10 μέτρα και το τελευταίον βόλισμα προ του πυρός βάθος θαλάσσης 18 μέτρα. Βάλλεται ομοβροντία τριών τορπιλλών με μικρόν διάλειμμα πυροδοτήσεως και πορείαν επιθέσεως 200 κάθετον επί την πλευράν του εχθρικού σκάφους. Παρηκολουθήσαμεν την εντελώς κανονικήν τροχιάν των τορπιλλών, και μετά, εξαιρετικώς ισχυράν έκκρηξιν μετά λάμψεως φωτισάσης όλον το Γύθειον, και προκαλεσάσης εξαιρετικώς ισχυράν δόνησιν του πλοίου. Ταύτην επηκολούθησε δευτέρα έκκρηξις κατά πολύ ασθενεστέρα της πρώτης χωρίς να επακολουθήση τρίτη τοιαύτη. Σχεδόν ταυτοχρόνως με την πρώτην ισχυράν έκκρηξιν και αμέσως μετά την δευτέραν υπόκωφον έκκρηξιν το παν ύπερθεν του λιμένος εκαλύφθη υπό μέλανος πυκνού καπνού εις τρόπον ώστε ουδέν πλέον καθίστατο ορατόν. Συνθήκαι φωτισμού. Προχωρημένον λυκόφως. Αποκτασταθήσεις της ζυγίσεως του πλοίου μετά την βολήν των τορπιλλών επλεύσαμεν με πορείαν διαφυγής 120».
Η καταχώρηση της επίθεσης στο πολεμικό ημερολόγιο του γερμανικού Ναυαρχείου Νότου δεν αναφέρει μεγάλες απώλειες από την επίθεση αυτή, παρά μόνο ότι επλήγη και βυθίστηκε, σε ρηχά νερά, το ιταλικό βοηθητικό περιπολικό F.77 – TERGESTE (212 ΚΟΧ). Το TERGESTE ανελκύθηκε αργότερα, επιδιορθώθηκε και εντάχθηκε και πάλι στο ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό μέχρι την 18η Σεπτεμβρίου 1943 όπου βυθίστηκε στην Κέρκυρα κατά την διάρκεια των γερμανικών βομβαρδισμών για την κατάληψη της νήσου, δέκα ημέρες μετά την ιταλική συνθηκολόγηση. Εν αντιθέσει με τις γερμανικές ημερολογιακές καταγραφές οι ελληνικές πηγές αναφέρουν ότι: «τορπίλη εξερράγη εις το κρηπίδωμα και ανετίναξε δύο πλοιάρια με πυρομαχικά. Η δύναμις της εκρήξεως προεκάλεσε την βύθισην του εχθρικού πλοίου και τον επί του κρηπιδώματος φόνον 20 Ιταλών στρατιωτών. Τα επάκτια πυροβόλα ήνοιξαν πυρ. Οι Ιταλοί επανικοβλήθησαν».
Τρεις ημέρες αργότερα, στις 5 Απριλίου 1943, και ενώ το ΚΑΤΣΩΝΗΣ περιπολούσε έξω από την Κύθνο, εντόπισε στις 09:30 ένα ατμόπλοιο το οποίο ερχόμενο από τον νότο έπλεε παράλληλα στις δυτικές ακτές του νησιού. Στις 10:00 εξαπέλυσε το ΚΑΤΣΩΝΗΣ, από απόσταση 400 μέτρων, δέσμη τριών τορπιλών εκ των οποίων δυο διασταύρωσαν καταφανώς τον στόχο τους. Αμέσως μετά και ενώ το πλοίο προσπαθούσε ημιβυθισμένο να πλησιάσει την ακτή για να προσαράξει, το ΚΑΤΣΩΝΗΣ αναδύθηκε και προσπάθησε με πέντε βολές του πυροβόλου του να βυθίσει το χτυπημένο ατμόπλοιο κοντά στις ακτές του κόλπου Μέριχα της Κύθνου. Αν και οι βολές δεν βρήκαν τον στόχο τους, το πλοίο βυθίστηκε σε μικρό χρονικό διάστημα, λόγω του τορπιλισμού, και σε απόσταση 200 περίπου μέτρων από την ακτή. Επρόκειτο για το μικρό ισπανικό ατμόπλοιο SAN ISIDRO LABRADOR (πρώην SAN SEBASTIAN, πρ. CARMEN, πρ. GUANCHE, 253 ΚΟΧ) το οποίο αν και έφερε στο ιστίο της πρύμνης και στις δυο πλευρές του σκάφους την ουδέτερη ισπανική σημαία τελούσε υπό την διοίκηση της Kriegsmarine. Σύμφωνα με το πολεμικό ημερολόγιο του γερμανικού Ναυαρχείου Αιγαίου, το SAN ISIDRO LABRADOR βρισκόταν εν πλω από την Σαντορίνη προς τον Πειραιά. Από τις τρεις τορπίλες μόνο η μία βρήκε τον στόχο της. Από τις άλλες δυο η μια δεν ανατινάχθηκε και βρέθηκε αργότερα, ενώ η τρίτη προσέκρουσε και ανατινάχθηκε στην ακτή. Σώθηκαν 16 επιβαίνοντες εκ των οποίων οι τρεις ήταν γυναίκες. Σύμφωνα με τις ιταλικές πηγές, θεωρήθηκαν αγνοούμενοι τρία μέλη του πληρώματος (δυο Ισπανοί και ένας Έλληνας) και από τους επιβαίνοντες ένας άντρας και τρεις γυναίκες. Αμέσως μετά την βύθιση του ισπανικού SAN ISIDRO LABRADOR το ΚΑΤΣΩΝΗΣ κατευθύνθηκε προς την Φαλκονέρα. Το βράδυ της 6ης Απριλίου αποπεράτωσε την περιπολία του και κατευθύνθηκε προς την βάση του, την Βηρυτό, όπου και κατέπλευσε την 10η Απριλίου του 1943.
6η πολεμική περιπολία, 21.05.–04.06.1943: Αιγαίο, κυβερνήτης αντιπλοίαρχος Βασίλης Λάσκος. Την 21η Μαΐου 1943 το ΚΑΤΣΩΝΗΣ ξεκίνησε για την 6η πολεμική του περιπολία. Αφού εκτέλεσε αρχικά, στις 27.5.1943, δυο ειδικές αποστολές αποβιβάσεως πρακτόρων, εγκατέστησε επιθετική περιπολία στις βόρειες Σποράδες. Στις 29.5.1943, βρισκόμενο το υποβρύχιο στο στενό Σκιάθου – Άκρας Σηπιάδος, εντόπισε στις 16:15 ατμόπλοιο κατευθυνόμενο από τον φάρο του υφάλου «Λευτέρη» προς βορά. Το πλοίο έφερε και στις δυο του πλευρές ζωγραφισμένη την ουδέτερη ισπανική σημαία, αλλά τελούσε υπό την διοίκηση της Kriegsmarine. Στις 17:45 εξαπέλυσε δυο τορπίλες από απόσταση 800 μέτρων, εκ των οποίων το ίχνος της μίας διασταύρωσε τον στόχο. Αμέσως το εχθρικό πλοίο έστρεψε και προσάραξε στην πλησίον βρισκόμενη ακτή της Άκρας Σηπιάδος. Στις 17:48 το ΚΑΤΣΩΝΗΣ αναδύθηκε πραγματοποιώντας «εξόρμηση ομοχειρίας πυροβόλου» και βάλλοντας 36 βολές από κοντινή απόσταση ενάντια του εχθρικού στόχου. Στις 18:07 εξαπέλυσε ακόμα μια τορπίλη, με σκοπό την ολοκληρωτική καταστροφή του πλοίου, η οποία όμως αν και βρήκε τον στόχο της δεν προκάλεσε έκρηξη αλλά παρέκκλινε προς τα αριστερά καταλήγοντας στην αμμώδη ακτή. Το πλήρωμα του πλοίου, ένας Ισπανός πλοίαρχος και τέσσερις έλληνες ναύτες, περισυλλέχθηκε από το ΚΑΤΣΩΝΗΣ το οποίο στις 18:18 καταδύθηκε και αποχώρησε από τον τόπο της επίθεσης συνεχίζοντας την επιθετική του περιπολία. Σύμφωνα με την καταχώρηση του κυβερνήτη Λάσκου, στο πολεμικό ημερολόγιο του υποβρυχίου, εκτιμήθηκε ότι το μέγεθος του εχθρικού πλοίου ήταν 1.000 τόννων. Οι γερμανικές αρχειακές πηγές αναφέρουν ότι επρόκειτο για το ισπανικό ατμόπλοιο RIGEL (πρώην Tercio de Montejurra, 549 ΚΟΧ) το οποίο είχε μεταφέρει καύσιμα από την Θεσσαλονίκη στην Στυλίδα και βρισκόταν καθ΄ οδόν και πάλι προς την Θεσσαλονίκη, όταν εντοπίστηκε από τον ΚΑΤΣΩΝΗ. Πληροφορεί επιπλέον ότι οι δυο τορπίλες που εξαπέλυσε το υποβρύχιο δεν βρήκαν τον στόχο τους, αλλά ότι το RIGEL προσάραξε για να αποφύγει την βύθιση, δεχόμενο στην συνέχεια επίθεση με το πυροβόλο του ΚΑΤΣΩΝΗΣ. Σύμφωνα με την ημερολογιακή αναφορά του γερμανικού Ναυαρχείου Αιγαίου, στο πλοίο επέβαιναν 16 άτομα εκ των οποίων τα 12 σώθηκαν, ενώ ο καπετάνιος και τρία ακόμα μέλη του πληρώματος συνελήφθησαν αιχμάλωτοι από το ελληνικό υποβρύχιο, το οποίο αναγνωρίστηκε σαν τέτοιο λόγω της ελληνικής σημαίας που έφερε στον ιστό του. Τα 12 διασωθέντα μέλη του πληρώματος δέχθηκαν στην συνέχεια έλεγχο από ομάδα ανταρτών της περιοχής, οι οποίοι αφού αφαίρεσαν κάθε χρήσιμο αντικείμενο από αυτά και το πλοίο τους, τους επέτρεψαν να κατευθυνθούν με τα πόδια στον Βόλο. Ο διοικητής της γερμανικής Ναυτικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης αναφέρει ότι μετά από πραγματογνωμοσύνη που πραγματοποιήθηκε στο RIGEL, το ναυάγιο του πλοίου βρέθηκε καμένο και επικαθήμενο σε επίπεδο βυθό, σε βάθος τεσσάρων μέτρων, έχοντας στην πρύμνη του ορατά τα σημάδια 50 επιτυχών βολών. Λόγω της σχετικά καλής κατάστασης του πλοίου αποφασίστηκε η ανέλκυση του και για τον λόγο αυτό διατάχθηκε η αποστολή του ιταλικού ρυμουλκού CITTA, με δύτες από την Λήμνο, στον τόπο του ναυαγίου. Εκτός αυτού διατάχθηκε και η αποστολή δυο πετρελαιοκίνητων του Προστατευτικού Παράκτιου Στολίσκου Μακεδονίας (Küstenschutzflottille Mazedonien) προς το RIGEL, με σκοπό να παραμείνουν εκεί προστατεύοντας το από τυχών επιθέσεις.[54] Στις 5.6.1943 και ενώ τα δυο καΐκια του γερμανικού Προστατευτικού Παράκτιου Στολίσκου Μακεδονίας προστάτευαν το ναυάγιο του RIGEL, δέχτηκαν επίθεση από το βρετανικό υποβρύχιο HMS TAURUS το οποίο και τα βύθισε. Αν και το όνομα του ενός καϊκιού παραμένει άγνωστο, του άλλου έχει διασωθεί. Πρόκειται για το με ελληνικό πλήρωμα επιταγμένο πετρελαιοκίνητο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ (29 ΚΟΧ), Νηολόγιο Βόλου 29. Το προσαραγμένο RIGEL ανελκύθηκε αργότερα από τον γερμανικό στρατό κατοχής, επισκευάστηκε, και τέθηκε και πάλι σε υπηρεσία με το όνομα REAUMUR μέχρι την 6.6.1944 όπου τορπιλίστηκε και βυθίστηκε από το βρετανικό υποβρύχιο HMS SICKLE στο ενδεικτικό στίγμα 38° 24´ Β και 24° 35´ Α.
Μετά την επίθεση ενάντια στο ατμόπλοιο RIGEL το ΚΑΤΣΩΝΗΣ συνέχισε την περιπολία του προς την Σκόπελο και την Αλόννησο, και στην συνέχεια κατευθύνθηκε προς την περιοχή της Ικαρίας και της Σάμου. Την 1η Ιουνίου 1943 και βρισκόμενος ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ έξω από το Καρλόβασι της Σάμου, εντόπισε μέσα στο λιμάνι ένα μεγάλο ιταλικό ατμόπλοιο το οποίο εκτίμησε ότι υπερέβαινε τους 7.000 τόννους. Το πλοίο είχε προσδεθεί έτσι ώστε ένα μικρό μέρος του ήταν εμφανές από το άνοιγμα του λιμένα. Στις 20:15 διατάχθηκε «πολεμική έγερσης» αλλά λόγου του σκότους και των δυσκολιών λήψης «θέσης προσβολής» δεν πραγματοποιήθηκε η σχεδιασμένη επίθεση. Αφού το ΚΑΤΣΩΝΗΣ πέρασε την νύχτα στην επιφάνεια, για να φορτίσει τις συστοιχίες του, κοντά στις τουρκικές ακτές, επέστρεψε την επόμενη ημέρα, 2.6.1943, και πάλι στο Καρλόβασι παραμένοντας όλη την ημέρα εν καταδύσει και περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να επιτεθεί. Στις 20:13 εξαπέλυσε δυο τορπίλες εκ των οποίων η μια απέκλινε της πορείας της και στην συνέχεια εξερράγη, μετά από πρόσκρουση της, στην ακτή. Η δεύτερη, αφού πέρασε το άνοιγμα του λιμανιού, κατευθύνθηκε προς τον εχθρικό στόχο χωρίς όμως να ακουστεί στην συνέχεια η αναμενόμενη έκρηξη. Σύμφωνα με τις γερμανικές καταγραφές των γερμανικών και ιταλικών ημερολογίων το πλοίο, εναντίον του οποίου ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ εξαπέλυσε τις τορπίλες του, ήταν το ιταλικό ατμόπλοιο VERSILIA (591 ΚΟΧ) το οποίο παρέμεινε ανέπαφο από την επίθεση του υποβρυχίου.[61] Μετά την αποτυχημένη του προσπάθεια να βυθίσει το ατμόπλοιο VERSILIA, το υποβρύχιο κατευθύνθηκε προς την Άκρα Κόρακα και από εκεί άρχισε το ταξίδι της επιστροφής προς την βάση του όπου και κατέπλευσε την 4η Ιουνίου του 1943.
Στις 20:45 της 5ης Σεπτεμβρίου 1943, τρεις ημέρες πριν την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το ΚΑΤΣΩΝΗΣ απέπλευσε από την βάση υποβρυχίων της Βηρυτού αφενός για να αποβιβάσει τον συνταγματάρχη Φραδέλο για μυστική αποστολή στην Εύβοια, αφετέρου για να εγκαταστήσει στην συνέχεια επιθετική πολεμική περιπολία στο βορειοδυτικό Αιγαίο. Κατευθυνόμενος ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ προς το στενό Κάσου – Κρήτης συνάντησε άσχημες καιρικές συνθήκες και μια σειρά βλαβών οι οποίες, αν και εν μέρει επιδιορθώθηκαν εκτός του αριστερού ηλεκτρικού κινητήρα, επηρέασαν την πορεία του έτσι ώστε να περάσει με καθυστέρηση 24 ωρών, το βράδυ της 10ης Σεπτεμβρίου, το στενό της Ικαρίας. Φτάνοντας το πρωί της 12ης Σεπτεμβρίου στις νοτιοανατολικές ακτές της Εύβοιας παρέμεινε όλη την ημέρα εν καταδύσει κατοπτεύοντας την ακτή και προσδιορίζοντας το ακριβές σημείο που θα αποβιβάζονταν ο συνταγματάρχης. Στις 21:00 της ίδιας ημέρας ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ αναδύθηκε και με τον ένα του μόνο κινητήρα πλησίασε στην ακτή και αποβίβασε με ελαστική βάρκα τον συνταγματάρχη Φραδέλο στην στεριά.
Κατευθυνόμενος στην συνέχεια ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ προς την Σκύρο συνάντησε δυο μικρά ιστιοφόρα τα οποία ανάγκασε, με προειδοποιητικούς πολυβολισμούς και βολές του πυροβόλου, να σταματήσουν. Από τα πληρώματα των πλοίων πληροφορήθηκε ότι αφενός στον όρμο της Σκιάθου ελλιμενίζονταν ένα γερμανικό ναρκαλιευτικό, αφετέρου ότι από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης αναμένετο να αποπλεύσει εντός των ημερών το από τον γερμανικό στρατό επιταγμένο γαλλικό πλοίο SINFRA (4.470 ΚΟΧ). Αφήνοντας τα ιστιοφόρα ελεύθερα το ΚΑΤΣΩΝΗΣ, αφού πέρασε το στενό Σκοπέλου – Χεληδρομίου, συνέχισε την πορεία του προς τα βόρεια του πορθμού της Σκιάθου, κατευθυνόμενος στην περιοχή που περίμενε να περάσει το SINFRA. Στις 04:30 της 14ης Σεπτεμβρίου, και αφού το υποβρύχιο είχε παραλλάξει το βόρειο ακρωτήριο της Σκιάθου, έλαβε σήμα το οποίο διάταξε τον ΚΑΤΣΩΝΗ να κατευθυνθεί προς την Ικαρία, με σκοπό την εγκατάσταση περιπολίας, έτσι ώστε να επέμβει σε περίπτωση αποστολής γερμανικών ενισχύσεων προς την Σάμο. Ο κυβερνήτης του υποβρυχίου, Βασίλης Λάσκος, αποφάσισε να παραμείνει εν καταδύσει κατά την διάρκεια της ημέρας στην περιοχή, περιμένοντας το SINFRA, και να κατευθυνθεί προς την Iκαρία την νύχτα βρισκόμενος εν αναδύσει.
Όλη την ημέρα της 14ης Σεπτεμβρίου το ΚΑΤΣΩΝΗΣ παρέμεινε σε περισκοπικό βάθος περιπολώντας κοντά στις ανατολικές ακτές του Πηλίου και περιμένοντας την διέλευση του SINFRA. Το μεσημέρι εντόπισε με το περισκόπιο δυο επιπλέοντες νάρκες τις οποίες και απέφυγε. Στις 19:30 εντοπίζοντας ένα μικρό ιστιοφόρο, τεσσάρων περίπου τόνων, αναδύθηκε, επικοινώνησε μαζί του και έλαβε την πληροφορία ότι ο καπνός που εκείνη την στιγμή διακρινόταν στο βάθος του ορίζοντα, προερχόταν από μεγάλο ατμόπλοιο ερχόμενο από την Θεσσαλονίκη. Ο κυβερνήτης Λάσκος θεωρώντας ότι επρόκειτο για το SINFRA, διέταξε την άμεση κατάδυση του υποβρυχίου και την κατεύθυνση του προς το σημείο όπου είχε εμφανιστεί ο εχθρικός στόχος. Κατά την κατάδυση παρουσιάστηκε βλάβη και στον δεξιό ηλεκτρικό κινητήρα του πλοίου η οποία επισκευάστηκε πρόχειρα. Φοβούμενους ο κυβερνήτης περαιτέρω βλάβη του δεξιού κινητήρα, η οποία και θα άφηνε το υποβρύχιο ακυβέρνητο, έδωσε την διαταγή να χρησιμοποιηθεί, χωρίς κανέναν περιορισμό, και ο αριστερός ηλεκτρικός κινητήρας του σκάφους, ο οποίος είχε τεθεί εκτός λειτουργίας λόγω κακής μόνωσης. Στην συνέχεια ετοιμάσθηκαν οι πρωραίοι και πρυμναίοι τορπιλοσωλήνες, δόθηκαν οι τελευταίες οδηγίες και το υποβρύχιο τέθηκε σε θέση «πολεμικής έγερσης». Στις 20:00 διατάχθηκε ανάδυση. Η ομοχειρία του πυροβόλου πήρε θέση και έπλευσε εν επιφανεία, και με τις δύο του μηχανές, εναντίον του εχθρικού στόχου. Βρισκόμενο το υποβρύχιο σε απόσταση 2.000 μέτρων από τον εχθρικό στόχο, διέκρινε ότι αυτός αιφνίδια εξέπεμψε σήμα αναγνώρισης. Κατανοώντας ο Λάσκος ότι επρόκειτο περί εχθρικού πολεμικού πλοίου, έδωσε αμέσως διαταγή ταχείας κατάδυσης η οποία εξετελέσθη φέρνοντας τον ΚΑΤΣΩΝΗ σε περισκοπικό βάθος και έτοιμο να επιτεθεί «δια τορπιλικής προσβολής». Φοβούμενος ο Λάσκος ότι υπήρχε κίνδυνος να εισέλθει ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ στο παραπλήσιο ναρκοπέδιο ζήτησε εσπευσμένα πληροφορίες για την αποτύπωση του στον χάρτη. Παραμένοντας σε περισκοπικό βάθος ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ διαπίστωσε ότι το εχθρικό πλοίο εξέπεμπε με ηχοεντοπιστική συσκευή. Το εχθρικό πλοίο - το οποίο ήταν το γερμανικό ανθυποβρυχιακό UJ-2101 (πρώην ελληνικό Β.Π. ναρκαλιευτικό-ναρκοθετικό ΣΤΡΥΜΩΝ) με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Friedrich Vollheim - φθάνοντας πάνω από τον ΚΑΤΣΩΝΗ, εξαπέλυσε τρεις δέσμες βομβών βάθους, με μικρά χρονικά διαστήματα ρίψης αναμεταξύ τους.
Μετά την βύθιση του ΚΑΤΣΩΝΗΣ ο ύπαρχος του υποβρυχίου υποπλοίαρχος Ηλίας Τσουκαλάς, μαζί με τον υπαξιωματικό Α. Τσίγκρο, κατόρθωσε να διαφύγει και να φθάσει κολυμπώντας, μετά από εννέα ώρες, στην Σκιάθο. Ο υπαξιωματικός Α. Αντωνίου, μαζί με τον δίοπο ηλεκτρολόγο Ν. Θυμαρά, διέφυγαν επίσης την σύλληψη και κατευθύνθηκαν κολυμπώντας προς το Πήλιο. Ενώ ο πρώτος κατάφερε να φθάσει σώος στην ακτή, ο δεύτερος δεν το κατόρθωσε καθώς οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν με αποτέλεσμα να πνιγεί γύρω στις 02:00 το πρωί της 15.9.1943 ανοιχτά των ακτών του Πηλίου. Οι Τσουκαλάς και Τσίγκρος μεταφέρθηκαν στην συνέχεια, με την βοήθεια των κατοίκων της Σκιάθου, στο Πήλιο όπου συνάντησαν τον Α. Αντωνίου. Μετά από χρονοβόρα αναμονή κατάφεραν να επιστρέψουν τελικά, μέσω Τουρκίας, στην Μέση Ανατολή όπου εντάχθηκαν και πάλι στο δυναμικό του ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού.
Οι συλληφθέντες αιχμάλωτοι κρατήθηκαν αρχικά στις φυλακές Αβέρωφ οι υγιείς και στο νοσοκομείο της Κηφισιάς οι τραυματίες. Στην συνέχεια μεταφέρθηκαν, μέσω Γιουγκοσλαβίας, στο γερμανικό στρατόπεδο ναυτικών αιχμαλώτων «MARLANG», κοντά στην Βρέμη, όπου και παρέμειναν κρατούμενοι μέχρι την απελευθέρωση τους από τον συμμαχικό στρατό στις 28 Απριλίου 1945.
Ο Βρετανός πλοίαρχος, διοικητής του 1ου Στολίσκου Υποβρυχίων, D.C. Ingram,[Σημ. 34] στον οποίον υπαγόταν ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ, υπέβαλε στις 11.11.1943 έκθεση η οποία εμπεριέχει αφενός την εκτίμηση, τον θαυμασμό και την λύπη του για τον χαμό του κυβερνήτη και των μελών του πληρώματος του ΚΑΤΣΩΝΗΣ, αφετέρου αναπτύσσει σχετική κριτική επί του γεγονότος κύρια στοιχεία της οποίας είναι:
- Η μη υπακοή του κυβερνήτη του ΚΑΤΣΩΝΗ, Βασίλη Λάσκου, στην οδηγία την οποία έλαβε στις 04:00 της 14ης Σεπτεμβρίου 1943 και η οποία τον διάτασσε να αναχωρήσει άμεσα για την εγκατάσταση πολεμικής περιπολίας στην Ικαρία.
- Η εσφαλμένη εκτίμηση και η πίστη που έδειξε στην πληροφορία που έλαβε από τα δυο καΐκια που συνάντησε στις 13.9.1943, σχετιζόμενη με την επικείμενη άφειξη του πλοίου SINFRA.
- Το γεγονός ότι ο Λάσκος επικοινώνησε και μίλησε με τα πληρώματα των ελληνικών καϊκιών, πληροφορία η οποία μπορεί να έφθασε άμεσα ή έμεσσα στον εχθρό.
- Η εμπιστοσύνη που έδειξε στην πληροφορία που έλαβε το απόγευμα της 14ης Σεπτεμβρίου 1943 από το ιστιοφόρο που συνάντησε λίγο πριν την μάχη με το UJ-2101 και η οποία δήλωνε ότι ο καπνός του πλοίου στον ορίζοντα προέρχονταν από το SINFRA. Σύμφωνα με την αυτούσια δήλωση του συντάκτη «ο αντιπλοίαρχος Λάσκος φαίνεται να επίστευεν απολύτως τούτο και να ήτο τόσον κυριευμένος από την ιδέαν αυτήν ώστε η αυταπάτη του δεν διελύθη παρά εκ των υστέρων, καθ΄ ην στιγμήν εξερράγησαν αι βόμβαι βυθού, μολονότι εις μίαν στιγμήν ευρίσκετο εις απόστασιν ενός μιλλίου από του πλοίου υπό λαμπερόν σεληνόφως.»
Ο Βρετανός σύνδεσμος, υποπλοίαρχος Horgan, ο οποίος επέβαινε στο ΚΑΤΣΩΝΗΣ κατά την τελευταία περιπολία του, σε αναφορά του, την οποία υπέβαλε στις 22.6.1946, αναφέρεται διεξοδικά στα γεγονότα πραγματοποιώντας ευμενή σχόλια για την πειθαρχία και το θάρρος των ανδρών του πληρώματος του ΚΑΤΣΩΝΗ τόσο κατά την διάρκεια της πολεμικής περιπολίας και της τελευταίας μάχης του υποβρυχίου, όσο και κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας. Τέλος δίνει και κάποιες άγνωστες πληροφορίες οι οποίες αφορούν την ανάκριση του από τον υποπλοίαρχο Vollheim επί του UJ-2101:
«Ανεκρίθην από του κυβερνήτου πλωτάρχου Vollheim και του υπάρχου όστις ήτο τραυματισμένος. Ούτοι είχον αποκομίσει μεγάλην εκτίμησην από την μάχην την αναληφθείσαν υπό των Ελλήνων και απέδωσαν φόρον τιμής εις την ηγεσίαν και το θάρρος του κυβερνήτου Λάσκου. Ένα από τα βλήματα μας έθεσεν εκτός μάχης το πρυμναίον του πυροβόλον φονεύσαν έναν άνδρα του πληρώματος και τραυματίσαν πλείστους άλλους, συμπεριλαμβανομένου και του υπάρχου. Ο Vollheim μου ωμολόγησεν ότι δεν εγνώριζεν την παρουσίαν υποβρυχίου εις την περιοχήν. Κατηύθυνεν μίαν αναγνωριστικήν λάμψιν και όταν μας είδεν να καταδυόμεθα, διαπίστωσεν ότι είμεθα ένα εχθρικόν υποβρύχιον. Επίσης μου εξήγησεν την απότομον πλεύσιν του προς Νότον. Ευρίσκετο υπό την εντύπωσιν ότι το υποβρύχιον όπερ εβύθισεν ήτο βρεττανικόν και υπέθετεν ότι περιπολούσαμεν καθ΄ ομάδας υποβρυχίων. Απεμακρύνθη λοιπόν, προσωρινώς, διά λόγους ασφαλείας.»
Το ΚΑΤΣΩΝΗΣ (Υ1) ήταν το τέταρτο ελληνικό υποβρύχιο που βυθίστηκε εν ώρα μάχης μετά τον ΠΡΩΤΕΑ, τον ΓΛΑΥΚΟ και τον ΤΡΙΤΩΝΑ. Μετά τον πόλεμο, το έτος 1948, κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις της Εστίας, ένα βιβλίο του γνωστού συγγραφέα Μ. Καραγάτση με τον τίτλο «Βασίλης Λάσκος – Μυθιστορηματική Βιογραφία». Το βιβλίο, στηριγμένο στην προσωπική ζωή του αρβανίτη Λάσκου και στην χαρακτηριστική γραφή του Μ. Καραγάτση, έγινε πολύ γρήγορα δημοφιλές ανάγνωσμα καθιστώντας τον κυβερνήτη του Υ/Β ΚΑΤΣΩΝΗΣ, Βασίλη Λάσκο (αδελφό του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Ορέστη Λάσκου), γνωστό στο πανελλήνιο. Το 1951 ο πρώην ύπαρχος του Υ/Β ΚΑΤΣΩΝΗΣ, Ηλίας Τσουκαλάς, συνέταξε με ιδιαίτερη παραστατικότητα τις λεπτομέρειες της τελευταίας περιπολίας και της βύθισης του υποβρυχίου, καθώς και την επιτυχημένη προσπάθεια διαφυγής αυτού και των συντρόφων του στην Σκιάθο και στην Μέση Ανατολή. Η διήγηση του κυκλοφόρησε σε βιβλίο με τον τίτλο «Το υποβρύχιον Υ1», από το Ναυτικό Μουσείο Ελλάδας, λαμβάνοντας στην συνέχεια βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών. Τα δύο αυτά βιβλία, σε συνδυασμό με το θλιβερό τέλος του υποβρυχίου, οδήγησαν το ΚΑΤΣΩΝΗΣ να αποτελεί σήμερα κομβικό σημείο αναφοράς του υποβρυχιακού αγώνα του Ελληνικού Βασιλικού Πολεμικού Ναυτικού κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Από τον Ιανουάριο του 1941, το κύριο μέλημα του ελληνικού ναυτικού ήταν η κάλυψη των νηοπομπών από και προς την Αλεξάνδρεια, σε συνεργασία με το βρετανικό ναυτικό. Καθώς στις αρχές Μαρτίου ξεκίνησε η μεταφορά του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος, ο ιταλικός στόλος αποφάσισε να επιτεθεί εναντίον του. Καλά πληροφορημένοι όμως οι Βρετανοί, κατόρθωσαν να αμυνθούν με επιτυχία ενάντια στους Ιταλούς στη Ναυμαχία του Ακρωτηρίου Ταίναρου στις 28 Μαρτίου.
Με την έναρξη της γερμανικής επίθεσης, στις 6 Απριλίου, η κατάσταση άλλαξε άρδην. Η γερμανική υπεροπλία από αέρος προξένησε μεγάλες απώλειες σε ελληνικά και βρετανικά πλοία, ενώ η κατάληψη της κυρίως Ελλάδας και αργότερα της Κρήτης από την Βέρμαχτ σήμανε το τέλος των συμμαχικών ναυτικών επιχειρήσεων στον ελληνικό χώρο μέχρι την Εκστρατεία των Δωδεκανήσων το 1943.
Βιβλιογραφία:
Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού. «Ιστορικά πλοίων» (PDF). ΓΕΕΘΑ. σελ. 1.
Γιώργος Ανωμερίτης (2015). Θάλασσα και ναυτιλία στον ελληνικό φιλοτελισμό. Αθήνα: Ελληνικά Ταχυδρομεία, σελ. 82-83. ISBN 978-618-81675-8-2.
Δαμβέργης, Νικόλαος: (1995) Ο Σιωπηλός Πόλεμος - Η δράση των Ελληνικών Υποβρυχίων 1940-1944, Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος, Αθήνα
Καββαδίας, Επαμεινώνδας: (1950) Ο Ναυτικός Πόλεμος του 1940 όπως τον έζησα, Αθήνα
Καραγάτσης, Μ.: (1948) Βασίλης Λάσκος (Μυθιστορηματική Βιογραφία), Εκδόσεις της Εστίας, Αθήνα
Κώνστας, Π: Έκθεση πλοιάρχου Βασιλικού Ναυτικού Π. Κώνστα ’Εκθεσις Πεπραγμένων Στολίσκου Υποβρυχίων από 25/4/42 μέχρι 5/4/43, Πολεμικό Ναυτικό, Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού, Τμήμα Ιστορικού Αρχείου
Λάχανος Νικόλαος (1991). Δόξα και Δάφνες, Τιμητικές διακρίσεις που απονεμήθησαν εις το προσωπικό του Πολεμικού Ναυτικού κατά τον πόλεμο του 1940-1945, Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, Αθήνα.
Μασούρας, Τιμόθεος: (2007) "Υ/Β ΚΑΤΣΩΝΗΣ (Υ1)", στο Περίπλους Ναυτικής Ιστορίας, Αφιέρωμα Η δράση των ελληνικών υποβρυχίων[νεκρός σύνδεσμος], Τεύχος 60, σσ. 17-23, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2007, έκδ. Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος
Οικονόμου, Δ.: (1947) Τα πεπραγμένα του Βασιλικού Ναυτικού από της 10 μέχρι της 27 Απριλίου 1941, Εκδοτικός οίκος Ν. Αλικιώτης και Υιοί, Αθήνα
Στεφανάδης Αδάμ (2005). "Υ6 ΓΛΑΥΚΟΣ. Η ιστορία του ατυχέστερου ελληνικού υποβρυχίου κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο", περιοδικό Πόλεμος και Ιστορία, τεύχος 84, Μάιος 2005, σσ. 60-69, εκδ. Επικοινωνίες α.ε.
Τσουκαλάς, Ηλίας: (1951) Το υποβρύχιον Υ1, Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος, Αθήνα
Φακάλου, Αικατερίνη: Τα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού 1828-2000, Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού, Τμήμα Ιστορικού Αρχείου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου