Την 5η Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας και η Μάχη του Σαρανταπόρου ήταν η πρώτη σημαντική νίκη του ελληνικού στρατού στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο.
Η Στρατιά Θεσσαλίας, αφού πέρασε την 5η Οκτωβρίου την ελληνοτουρκική μεθόριο, απώθησε αρχικά τα τουρκικά φυλάκια των συνόρων και στη συνέχεια, την 6η Οκτωβρίου, τα εγκαταστημένα στην Ελασσόνα και Δεσκάτη τμήματα του εχθρού. Από την 7η Οκτωβρίου η Στρατιά άρχισε να προελαύνει προς τα βόρεια για να συναντήσει τις κύριες τουρκικές δυνάμεις, υπό το Στρατηγό Ταξίν Πασά, εγκαταστημένες αμυντικά στην οχυρή τοποθεσία Σαρανταπόρου και Λαζαράδων-Βογκόπετρας.
Η αμυντική γραμμή των στενών του Σαρανταπόρου ήταν φυσικώς οχυρή με εξαίρετα πεδία βολής προ αυτής. Επιπλέον είχε γίνει υποδειγματική αμυντική οργάνωση του τουρκικού στρατού απο τους Γερμανούς. Το σχέδιο της Τουρκικής Διοίκησης προέβλεπε σταθερή άμυνα με το σύνολο σχεδόν των δυνάμεών της, με σκοπό την απόφραξη των κατευθύνσεων Ελασσόνα-Σέρβια και Δεσκάτη-Λαζαράδες-Σέρβια και την απαγόρευση της προελάσεως του Ελληνικού Στρατού προς τα βόρεια.Το στρατηγείο του 8ου σώματος του τουρκικού στρατού βρισκόταν στα Χάνια της Βίγλας, ενώ το στρατηγείο μίας τουρκικής εφεδρικής μεραρχίας (10 τάγματα πεζικού) στο Γλύκοβο (Σαραντάπορο). Για την υπεράσπιση των στενών οι Τούρκοι είχαν διαθέσει 14 τάγματα πεζικού, 12 πυροβόλα, 3 λόχους πολυβόλων και 2 ίλες ιππικού. Ένα ακόμη τάγμα τουρκικού πεζικού βρισκόταν στο Λιβάδι.
Το σχέδιο ενεργείας του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου, υπό τις διαταγές του εγκατεστημένου στο Χάνι Χατζηγώγου τότε Διαδόχου και Αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου, προέβλεπε επίθεση κατά μέτωπο εναντίον των αμυνόμενων τουρκικών δυνάμεων στα Στενά Σαρανταπόρου, με ταυτόχρονη και από τα δύο πλευρά υπερκερωτική ενέργεια προς τα Σέρβια για την κατάληψη της γέφυρας του Αλιάκμονα και την αποκοπή της σύμπτυξης του εχθρού. Η επίθεση αυτή θα συνδυαζόταν και με ευρύτερο κυκλωτικό ελιγμό, από την περιοχή του χωριού Κρανιά, δια μέσου του πόρου Ζάμπουρδας προς την Κοζάνη.
Το πρωϊ της 9ης Οκτωβρίου 1912 ο Ελληνικός Στρατός με τις 2η, 3η και 6η Μεραρχίες στο κέντρο, την 1η Μεραρχία δεξιά, το Απόσπασμα Κωνσταντινοπούλου στο άκρο δεξιά, την 4η , 5η Μεραρχία και τη Ταξιαρχία Ιππικού στο αριστερό και το Απόσπασμα Γεννάδη στο άκρο αριστερό, εξόρμησε για την εκπόρθηση των Στενών του Σαρανταπόρου. Οι ελληνικές δυνάμεις, όλη την ημέρα της 9ης Οκτωβρίου, κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες, αφού έπρεπε να αντιμετωπίσουν, όχι μόνο έναν ισχυρά οργανωμένο αντίπαλο, αλλά και τις δυσχερέστατες εδαφικές και καιρικές συνθήκες.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας της 9ης προς 10η Οκτωβρίου οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν την απειλητική γι' αυτούς υπερκερωτική ενέργεια της 4ης Μεραρχίας και, εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι και τη βροχή, υποχώρησαν από την αμυντική γραμμή Σαρανταπόρου-Λαζαράδες και άρχισαν να συμπτύσσονται εσπευσμένα προς τα Σέρβια. Την επόμενη ημέρα 10η Οκτωβρίου, οι Μεραρχίες του Ελληνικού Στρατού τέθηκαν σε κίνηση και πέτυχαν να κυριεύσουν ολόκληρο σχεδόν το Πεδινό Πυροβολικό, άφθονο πολεμικό υλικό των Τούρκων και να αιχμαλωτίσουν περιορισμένο αριθμό αποκομμένων τμημάτων και ανδρών. Η 4η Μεραρχία κινήθηκε γρήγορα και με την Ημιλαρχία της κατέλαβε άθικτη τη γέφυρα του Αλιάκμονα.
Οι Τούρκοι κατά την υποχώρησή τους εγκατέλειψαν στο πεδίο της μάχης στα στενά του Σαρανταπόρου ολόκληρο το πυροβολικό τους που έπεσε στα χέρια των Ελλήνων, ενώ το επόμενο πρωί, αφού εκτέλεσαν 75 προκρίτους στα Σέρβια, τα εγκατέλειψαν και υποχώρησαν βορειότερα.
Τα στενά του Σαρανταπόρου ήταν η μοναδική θέση όπου η κατώτερη αριθμητικά τουρκική δύναμη μπορούσε να ανακόψει την ελληνική προέλαση. Ο Φον Ντερ Γκολτς μάλιστα, Γερμανός οργανωτής του τουρκικού στρατού, είχε πει ότι τα στενά αυτά «θα ήταν ο τάφος του ελληνικού στρατού». Ο ελληνικός στρατός όμως τον διέψευσε. Η γρήγορη και νικηφόρα έκβαση της μάχης του Σαρανταπόρου άνοιξε τις πύλες για την απελευθέρωση στη συνέχεια της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας.
Οι απώλειες των Τούρκων σε νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους ήταν σοβαρές. Οι απώλειες του Ελληνικού Στρατού κατά τη διήμερη μάχη σε αξιωματικούς και οπλίτες ήταν 182 νεκροί και 995 τραυματίες, προς τιμή των οποίων χτίστηκε το 1972 το Μουσείο Μάχης Σαρανταπόρου.
Η μάχη των Γιαννιτσών ήταν μια από τις σημαντικότερες του Α' Βαλκανικού Πολέμου και ξεκίνησε στις 19 Οκτωβρίου 1912 με τον Ελληνικό Στρατό να επιτίθεται από τα δυτικά κατά των Τουρκικών δυνάμεων στα Γιαννιτσά και μετά από διήμερο σκληρό αγώνα να αναδεικνύεται νικητής. Η νίκη στα Γιαννιτσά άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
Η περιοχή των Γιαννιτσών, που το τούρκικο επιτελείο επέλεξε ως αμυντική τοποθεσία, εκτός από το μειονέκτημα ότι είχε ένα μεγάλο φυσικό κώλυμα στα νώτα της, τον Αξιό ποταμό, προσφέρονταν για άμυνα με μέτωπο προς τα δυτικά, καθώς απέκλειε την κύρια οδική αρτηρία της Θεσσαλονίκης και ταυτόχρονα στήριζε ικανοποιητικά τα πλευρά της στο όρος Πάικο και στη λίμνη των Γιαννιτσών. Επίσης η επάνδρωσή της απαιτούσε σχετικά περιορισμένες δυνάμεις. Στην περιοχή οι Τούρκοι εγκατέστησαν την 14η Μεραρχία Σερρών, ενισχυμένη με τις δυνάμεις που συμπτύχθηκαν από τον Σαραντάπορο.
Η έλλειψη πληροφοριών σχετικά με το μέγεθος και τις προθέσεις του Tουρκικού στρατού, ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της μάχης. Το γεγονός αυτό, σε συνάρτηση με την ανάγκη άμεσης κατάληψης της Θεσσαλονίκης, ανάγκασε το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο να προχωρήσει σε μάχη εκ συναντήσεως, χρησιμοποιώντας κατά την προέλασή του 6 μεραρχίες.
Στις 19 Οκτωβρίου άρχισε η ελληνική προέλαση με τις 1η, 2η, 3η, 4η και 6η Μεραρχίες στον άξονα βόρεια της λίμνης και την 7η Μεραρχία, την Ταξιαρχία Ιππικού και το απόσπασμα ευζώνων Κωνσταντινοπούλου, στον άξονα νότια της λίμνης. Μέχρι το μεσημέρι, η 6η Μεραρχία κατάφερε να προωθηθεί στο χωριό Αμπελιές, η 4η Μεραρχία στο χωριό Μυλότοπος, η 1η και η 2η στο χωριό Καρυώτισσα και η 3η Μεραρχία στο χωριό Μελίσσι. Από τις θέσεις αυτές, οι Μεραρχίες που δρούσαν βόρεια της λίμνης εξαπέλυσαν επίθεση εναντίον της εχθρικής τοποθεσίας. Τις τελευταίες απογευματινές ώρες, τα ελληνικά τμήματα κατάφεραν να διασπάσουν την εχθρική γραμμή και να φτάσουν έξω από την πόλη των Γιαννιτσών. Οι δυνάμεις που δρούσαν νότια της λίμνης δεν μετακινήθηκαν από τις θέσεις τους.
Κατά την διάρκεια της νύχτας διακόπηκαν οι επιχειρήσεις και συνεχίστηκαν το πρωί της 20ης Οκτωβρίου. Ο τουρκικός στρατός βλέποντας την αρνητική έκβαση της μάχης, άρχισε να συμπτύσσεται. Την ίδια στιγμή, τα ελληνικά τμήματα νότια της λίμνης δεν κατάφεραν να περάσουν εγκαίρως τον Λουδία ποταμό και ως αποτέλεσμα οι Τούρκοι υποχώρησαν ανενόχλητοι περνώντας από τον Αξιό. Οι κακές καιρικές συνθήκες καθώς και η συγκέντρωση πολλών ελληνικών μονάδων στην περιοχή, δεν επέτρεψαν την επιτυχή καταδίωξη του αντιπάλου.
Οι απώλειες του ελληνικού στρατού ανήλθαν σε 188 νεκρούς και σε 973 τραυματίες, όμως πιθανότατα ο πραγματικός αριθμός να είναι μεγαλύτερος. Οι τουρκικές δυνάμεις είχαν πολλαπλάσιους νεκρούς στο πεδίο της μάχης, περίπου 3.000.
Αμέσως μετά την μάχη, οι ελληνικές δυνάμεις, αφού επισκεύασαν τις γέφυρες που είχαν καταστρέψει οι Τούρκοι, πέρασαν την ανατολική όχθη του Αξιού και άρχιζαν να ετοιμάζουν την είσοδό τους στην Θεσσαλονίκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου