Οι Βαλκανικοί πόλεμοι ήταν δύο πόλεμοι που έγιναν στα Βαλκάνια το 1912-1913. Τέσσερα βαλκανικά κράτη νίκησαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία στον πρώτο πόλεμο και ένα από αυτά, η Βουλγαρία, ηττήθηκε στο δεύτερο πόλεμο. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχασε το μεγαλύτερο μέρος της επικράτειάς της στην Ευρώπη. Η Αυστροουγγαρία, αν και δεν συμμετείχε στον πόλεμο, έγινε σχετικά πιο αδύναμη, καθώς μια πολύ διευρυμένη Σερβία πίεζε για την ένωση των Νότιων Σλαβικών λαών. Ο πόλεμος όρισε το σκηνικό για τη Βαλκανική κρίση του 1914 και έτσι λειτούργησε ως «προανάκρουσμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου».
Στις αρχές του 20ου αιώνα η Ελλάδα, η Βουλγαρία, το Μαυροβούνιο και η Σερβία είχαν αποκτήσει την ανεξαρτησία τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά μεγάλα τμήματα των εθνικών τους πληθυσμών παρέμεναν υπό την Οθωμανική κυριαρχία. Το 1912 οι χώρες αυτές σχημάτισαν το Βαλκανικό Συνασπισμό. Ο Α΄ Βαλκανικός πόλεμος είχε τρεις κύριες αιτίες:
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αδυνατούσε να μεταρρυθμιστεί, να κυβερνήσει ικανοποιητικά ή να ασχοληθεί με τον αυξανόμενο εθνικισμό των διαφόρων λαών της.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις διαφωνούσαν μεταξύ τους και απέτυχαν να εγγυηθούν ότι οι Οθωμανοί θα πραγματοποιήσουν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Αυτό οδήγησε τα βαλκανικά κράτη να επιβάλουν τη δική τους λύση.
Το σημαντικότερο ήταν ο σχηματισμός του Βαλκανικού Συνασπισμού και η πεποίθηση των μελών του ότι θα μπορούσαν να νικήσουν τους Τούρκους.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχασε όλα τα ευρωπαϊκά εδάφη της στα δυτικά του ποταμού Έβρου, ως αποτέλεσμα των δύο Βαλκανικών Πολέμων, που έτσι καθόρισαν τα σημερινά δυτικά σύνορα της Τουρκίας. Άρχισε μια μεγάλη εισροή Τούρκων στα ενδότερα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τις απωλεσθείσες περιοχές. Μέχρι το 1914 η απομένουσα περιοχή-πυρήνας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γνώρισε αύξηση πληθυσμού περίπου 2,5 εκατομμυρίων λόγω της πλημμύρας της μετανάστευσης από τα Βαλκάνια.
Οι πολίτες της Τουρκίας θεωρούν τους Βαλκανικούς Πολέμους ως μια μεγάλη καταστροφή (Balkan harbi faciası) στην ιστορία του έθνους τους. Η απροσδόκητη ήττα και η ξαφνική απώλεια των ευρωπαϊκών εδαφών, όπου κυριαρχούσε η Τουρκία, αποτέλεσαν ένα ψυχοτραυματικό γεγονός μεταξύ πολλών Τούρκων που λέγεται ότι προκάλεσε την τελική κατάρρευση της ίδιας της αυτοκρατορίας μέσα σε πέντε χρόνια. Ο Nαζίμ Πασάς, Αρχηγός του Επιτελείου του Οθωμανικού Στρατού, θεωρήθηκε υπεύθυνος για την αποτυχία και δολοφονήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1913 κατά το Οθωμανικό Πραξικόπημα του 1913.
Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος ξεκίνησε όταν τα κράτη-μέλη του Συνασπισμού επιτέθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στις 8 Οκτωβρίου 1912 και έληξε οκτώ μήνες αργότερα με την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου στις 30 Μαΐου 1913. Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος ξεκίνησε στις 16 Ιουνίου 1913. Τόσο η Σερβία όσο και η Ελλάδα, με το επιχείρημα ότι ο πόλεμος είχε παραταθεί, απέρριψαν σημαντικά στοιχεία της προπολεμικής συνθήκης και διατήρησαν υπό την κατοχή τους όλες τις περιοχές που είχαν καταλάβει και που έπρεπε να χωριστούν σύμφωνα με συγκεκριμένα προκαθορισμένα όρια. Βλέποντας τη συνθήκη να καταπατείται, η Βουλγαρία δυσαρεστηθηκε από τη διανομή των εδαφικών κερδών στη Μακεδονία (που έγινε μυστικά από τους πρώην συμμάχους της, τη Σερβία και την Ελλάδα) και ξεκίνησε στρατιωτική δράση εναντίον τους. Οι υπέρτεροι αριθμητικά ενωμένοι Σερβικός και Ελληνικός στρατοί απέκρουσαν τη βουλγαρική επίθεση και αντεπιτέθηκαν στη Βουλγαρία από τα δυτικά και τα νότια. Η Ρουμανία, χωρίς να έχει συμμετάσχει στη σύγκρουση, είχε άθικτα στρατεύματα για να επιτεθεί και εισέβαλε στη Βουλγαρία από το βορρά, παραβιάζοντας μια ειρηνευτική συνθήκη μεταξύ των δύο κρατών. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία επίσης επιτέθηκε στη Βουλγαρία και προέλασε στη Θράκη ανακαταλαμβάνοντας την Αδριανούπολη. Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου που ακολούθησε η Βουλγαρία έχασε τα περισσότερα από τα εδάφη που είχε κερδίσει κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, ενώ αναγκάστηκε ακόμη να παραχωρήσει στη Ρουμανία το πρώην οθωμανικό νότιο τρίτο της επαρχίας της Δοβρουτσάς.
Το ιστορικό υπόβαθρο των πολέμων έγκειται στην ανολοκλήρωτη εμφάνιση εθνικών κρατών στα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η Σερβία είχε αποκτήσει σημαντικά εδάφη κατά το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο, 1877-1878, ενώ η Ελλάδα απέκτησε τη Θεσσαλία το 1881 (αν και επέστρεψε ένα μικρό τμήμα της στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1897) και η Βουλγαρία (αυτόνομο πριγκιπάτο από το 1878) ενσωμάτωσε την πρώην ξεχωριστή επαρχία της Ανατολικής Ρωμυλίας (1885). Και οι τρεις χώρες, όπως και το Μαυροβούνιο, επιζητούσαν πρόσθετες περιοχές μέσα στη μεγάλη οθωμανική περιφέρεια γνωστή ως Ρούμελη, που περιλάμβανε την Ανατολική Ρωμυλία, την Αλβανία, τη Μακεδονία και τη Θράκη.
Καθ 'όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα οι Μεγάλες Δυνάμεις μοιράζονταν διαφορετικούς στόχους πάνω στο Ανατολικό Ζήτημα και την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Ρωσία ήθελε πρόσβαση στις «θερμές θάλασσες» της Μεσογείου μέσω της Μαύρης Θάλασσας. Ακολουθούσε μια πανσλαβιστική εξωτερική πολιτική και ως εκ τούτου υποστήριζε τη Βουλγαρία και τη Σερβία. Η Βρετανία ήθελε να αρνηθεί την πρόσβαση της Ρωσίας στις «θερμές θάλασσες» και να υποστηρίξει την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αν και υποστήριξε επίσης μια περιορισμένη επέκταση της Ελλάδας, ως εφεδρικό σχέδιο σε περίπτωση που η ακεραιότητα της Αυτοκρατορίας δεν ήταν πλέον δυνατή. Η Γαλλία επιθυμούσε να ενισχύσει τη θέση της στην περιοχή, ιδίως στο Λεβάντε (σήμερα Λίβανο, Συρία, Παλαιστινιακά εδάφη και Ισραήλ).
Η κυβερνώμενη από τους Αψβούργους Αυστροουγγαρία επιθυμούσε τη συνέχιση της ύπαρξης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς και οι δυο ήταν προβληματικές πολυεθνικές οντότητες και κατά συνέπεια η κατάρρευση της μιας μπορεί να αποδυνάμωνε την άλλη. Οι Αψβούργοι θεωρούσαν επίσης επίσης μια ισχυρή οθωμανική παρουσία στην περιοχή ως αντίβαρο στη σερβική εθνικιστική έκκληση προς τους δικούς τους Σέρβους υπηκόους στη Βοσνία, τη Βοϊβοντίνα και σε άλλα μέρη της αυτοκρατορίας. Για την Ιταλία, πρωταρχικός στόχος τότε φαίνεται να ήταν η άρνηση πρόσβασης στην Αδριατική Θάλασσα σε άλλη μεγάλη ναυτική δύναμη. Η Γερμανική Αυτοκρατορία, με τη σειρά της, στο πλαίσιο της πολιτικής "Drang nach Osten" (Ωθηση προς Ανατολάς) φιλοδοξούσε να μετατρέψει την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε δική της de facto αποικία και έτσι υποστήριζε την ακεραιότητά της.
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα η Βουλγαρία και η Ελλάδα ανταγωνίζονταν για την Οθωμανική Μακεδονία και Θράκη. Και οι δύο έστειλαν ένοπλους ατάκτους στην οθωμανική επικράτεια για να προστατεύσουν και να βοηθήσουν τους εθνοτικά συγγενείς τους. Από το 1904 υπήρξε πόλεμος χαμηλής έντασης στη Μακεδονία μεταξύ των ελληνικών και των βουλγαρικών αποσπασμάτων και του οθωμανικού στρατού (Μακεδονικός Αγώνας). Μετά την Επανάσταση των Νεοτούρκων τον Ιούλιο του 1908 η κατάσταση άλλαξε δραματικά.
Μετά την νίκη της Ιταλίας στον Ιταλοτουρκικό Πόλεμο του 1911-1912 οι Νεότουρκοι έχασαν την εξουσία μετά από πραξικόπημα. Οι Βαλκανικές χώρες το είδαν ως ευκαιρία να επιτεθούν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και να εκπληρώσουν τις επιθυμίες τους για επέκταση.
Με την αρχική ενθάρρυνση Ρώσων αντιπροσώπων το Μάρτιο του 1912 η Σερβία και η Βουλγαρία υπέγραψαν συμμαχία εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βάσει της συμφωνίας σε περίπτωση νίκης επί των Τούρκων, η Βουλγαρία θα προσαρτούσε τα εδάφη ανατολικά του Στρυμόνα, η Σερβία τα εδάφη βόρεια του όρους Σκάρδος. Οι δύο χώρες δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για το μοίρασμα των εδαφών της Μακεδονίας. Στην συμμαχία προστέθηκε αργότερα και το Μαυροβούνιο.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος που ήταν τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, θεωρώντας ότι, αν ξεσπάσει ένοπλη σύγκρουση στα Βαλκάνια χωρίς Ελληνική συμμετοχή θα χανόταν για πάντα η δυνατότητα να υλοποιηθούν οι ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη, υπέγραψε τον Μάιο του 1912 αμυντική συμμαχία με τη Βουλγαρία. Οι δύο χώρες επίσης δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για το μοίρασμα των εδαφών της Μακεδονίας και συναίνεσαν απλώς στο να κρατήσει κάθε χώρα όσα εδάφη θα κατάφερνε να αποσπάσει από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ένας παράγοντας που ώθησε την Βουλγαρική ηγεσία να δεχθεί τέτοιου είδους συμφωνία ήταν το γεγονός πως η ήττα της Ελλάδας κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 είχε δημιουργήσει στους υπολοίπους Βαλκάνιους την πεποίθηση ότι ο Ελληνικός Στρατός δεν αποτελούσε υπολογίσιμο παράγοντα. Οι Βούλγαροι, οι οποίοι θεωρούσαν ότι είναι «οι Πρώσοι των Βαλκανίων», πίστευαν ότι στην καλύτερη περίπτωση ο Ελληνικός Στρατός θα κολλούσε στα σύνορα ή θα σημείωνε λίγες τοπικές επιτυχίες χωρίς πάντως να μπορέσει να διεκδικήσει με αξιώσεις εδάφη που αποτελούσαν στόχο της Βουλγαρίας. Δέχθηκαν όμως την συμμαχία με την Ελλάδα επειδή πίστευαν στο αξιόμαχο του Ελληνικού στόλου, ο οποίος είχε την δυνατότητα να εμποδίσει την μεταφορά ενισχύσεων από τα λιμάνια της Μικράς Ασίας προς την Ευρωπαϊκή Τουρκία, όπως και πράγματι έκανε.
Με τις τολμηρές του διπλωματικές πρωτοβουλίες ο Βενιζέλος ήρθε σε αντίθεση με την ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο (όπως και ο Ίων Δραγούμης) λόγω και του πρόσφατου Μακεδονικού αγώνα θεωρούσε πιο επικίνδυνο αντίπαλο την Βουλγαρία και εξέταζε την περίπτωση συμμαχίας με την Τουρκία. Με δεδομένη την πρόσφατη περίοδο του Μακεδονικού αγώνα, την αντιπαλότητα με τη Βουλγαρία και γενικότερα με τους φορείς των ιδεών του πανσλαβισμού, στην ελληνική πολιτική ζωή κυριαρχούσε από τα τέλη του 19ου αιώνα η ιδέα του σλαβικού κινδύνου. Η Ελλάδα αντιμετώπιζε το δίλημμα εάν θα ήταν προτιμότερη η συμμαχία με τους Χριστιανούς Σλάβους εναντίον των Τούρκων ή εάν η σλαβική απειλή ήταν τόσο επικίνδυνη ώστε θα έπρεπε να προτιμηθεί η συμμαχία με την καταρρέουσα Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία μετεξελισσόμενη θα μπορούσε ίσως και να κυβερνηθεί από Έλληνες.
Ο καταστροφικός πόλεμος του 1897 είχε επηρεάσει πολλούς, ανάμεσα τους και τον Ίωνα Δραγούμη ο οποίος θεώρησε ότι το Ελληνικό κράτος είχε αποτύχει και ότι η πρόοδος του Ελληνισμού θα έπρεπε να αναζητηθεί με μία αυτοκρατορική λογική μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι απόψεις αυτές φτάνουν στο αποκορύφωμά τους λίγο πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους όταν ο Ίων Δραγούμης απογοητευμένος από το Ελληνικό κράτος μιλάει πιο ιδεαλιστικά για «ανατολικό κράτος», απαξιώνοντας «το κρατίδιον», όπως αποκαλούσε την Ελλάδα. Αντίθετα ο Βενιζέλος, τέκνο της Κρήτης η οποία είχε μόλις πρόσφατα αποκτήσει την αυτονομία της, εμφανιζόταν περισσότερο ως οπαδός του κλασσικού αλυτρωτισμού του 19ου αιώνα. Θέτοντας δε ως άμεσο στόχο την απελευθέρωση των Οθωμανικών κτήσεων στην Ευρώπη, χωρίς μάλιστα προηγούμενη συμφωνία για το μοίρασμα τους, άλλαξε άρδην την εξωτερική πολιτική. Η επιλογή του Βενιζέλου για συμμαχία με τη Βουλγαρία αποτελούσε μεγάλη τομή ειδικά για την παλιά γενιά του μακεδονικού αγώνα. Τελικά ο κρητικός πολιτικός κατάφερε να υπερνικήσει τις αντιδράσεις της διπλωματικής γραφειοκρατίας, φροντίζοντας ταυτόχρονα να καταστήσει την χώρα ετοιμοπόλεμη, ώστε να μην επαναληφθεί η τραυματική εμπειρία του 1897.
Η αλήθεια είναι ότι μετά την επανάσταση στο Γουδί ο Ελληνικός στρατός είχε βελτιώσει με πολύ γρήγορους ρυθμούς το επίπεδο εκπαιδεύσεως με την άφιξη ξένων (Γαλλικών) εκπαιδευτικών αποστολών, είχε ανανεώσει και εκσυγχρονίσει τον εξοπλισμό του, και είχε διοικητικά αναδιοργανωθεί με την βελτίωση του συστήματος των προαγωγών των αξιωματικών και την απομάκρυνση των Βασιλοπαίδων από την ηγεσία. Ταυτόχρονα τέθηκε σε εφαρμογή και το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού του στόλου με αποκορύφωμα την αγορά του Θωρηκτού «Αβέρωφ».
Κατ΄ αρχήν κύριος μοχλός της στρατιωτικής προπαρασκευής, ήταν το αποτέλεσμα του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 εκ της μελέτης του οποίου τα συμπεράσματα που εξήχθησαν οδήγησαν την τότε στρατιωτική και πολιτική ηγεσία της Ελλάδας στην αναδιοργάνωση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, αλλά και στην επαύξηση της εκπαίδευσης με παράλληλο εκσυγχρονισμό των διατιθέμενων μέσων. Ένας δεύτερος μοχλός υπήρξε ο συνεχιζόμενος Μακεδονικός Αγώνας, τρίτος επίσης μοχλός ήταν το Κρητικό Ζήτημα. Πέραν όμως αυτών τα διάφορα παράλληλα γεγονότα που συνέβαιναν τότε στα Βαλκάνια, δεν άφηναν καμία αμφιβολία πως τα σύννεφα ενός γενικευμένου πολέμου δεν θ΄ αργούσαν να φανούν. Και βεβαίως η Ελλάδα δεν μπορούσε να αγνοήσει και τους ελληνογενείς πληθυσμούς της Μακεδονίας που υπέφεραν κυρίως από τις βουλγαρικές βαρβαρότητες.
Το 1900 επί κυβέρνησης Γ. Θεοτόκη, που ανέλαβε το 1899, συστήθηκε η «Γενική Διοίκηση Στρατού» υπό τον τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο το 1904 εγκρίνεται και ψηφίζεται ο νέος οργανισμός του στρατού. Σύμφωνα με αυτόν ο ελληνικός στρατός συγκροτείται από τρεις Μεραρχίες. Παράλληλα δημιουργείται το «Ταμείο Εθνικής Αμύνης» από τους πόρους του οποίου παραγγέλθηκαν 60.000 τυφέκια Μάνλιχερ. Η συνολική δύναμη του ελληνικού "εν ενεργεία" στρατού ανέρχονταν μέχρι τότε σε 18.000 άνδρες από τους οποίους οι 8.000 ήταν αποσπασμένοι σε Βασιλική Χωροφυλακή, μεταβατικά αποσπάσματα, φρουρές φυλακών, Τελωνοφυλακή, ακόμη και Αγροφυλακή. Η υπόλοιπη στρατιωτική δύναμη ήταν κατανεμημένη σε διάφορες πόλεις της χώρας, σε τέτοια διασπορά όμως, που ήταν αδύνατη η εκπαίδευση των μονάδων.
Το 1906 και συνέχεια της ίδιας κυβέρνηση, μετά τη βελτίωση των δημοσίων οικονομικών, λήφθηκαν και τα πρώτα σοβαρά μέτρα στρατιωτικής ανασυγκρότησης τα οποία και εξακολούθησαν να επιταχύνονται κατά τη διάρκεια της μακράς θητείας της κυβέρνησης Θεοτόκη. Το Ταμείο Εθνικής Αμύνης με μια σειρά διαταγμάτων προικοδοτήθηκε με νέους πόρους έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η παραγγελία άλλων 40.000 ακόμη τυφεκίων Μάνλιχερ που παραλήφθηκαν το ίδιο έτος, ενώ επισυνάφθηκε δάνειο 20.000.000 δρχ. που διατέθηκε στο παραπάνω Ταμείο για παραγγελίες υλικού επιστράτευσης και κατασκευή αποθηκών. Το ύψος εκείνων των παραγγελιών καθώς και των ετών 1907, 1908, και 1909 (επί Θεοτόκη) ανήλθε στο συνολικό ποσό των 77.000.000 δρχ. Έτσι το 1909 όταν μετά τη παραίτηση του Γ. Θεοτόκη ανέλαβε ο Δ. Ράλλης ο ελληνικός στρατός είχε παραλάβει συνολικά: 100.000 Τυφέκια Μάνλιχερ, 7.000 Αραβίδες Μάνλιχερ, 10 Πυροβολαρχίες ταχυβόλων, 36.000.000 Φυσίγγια νέου τυφεκίου, όπως και υλικό επιστράτευσης για δύναμη τριών μεραρχιών και κάποια δευτερεύοντα είδη που δεν είχαν ακόμη παραληφθεί.
Ο Στρατός Θεσσαλίας στον οποίο συγκεντρώθηκε το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων αποτελούνταν από: τις 1ης έως 7ης Μεραρχίες, 20 συντάγματα πεζικού, 1 σύνταγμα Κρητών, 1 τάγμα Ευζώνων, 3 Τάγματα Εθνοφρουράς, 1 ταξιαρχία ιππικού, 4 συντάγματα πεδινού και 2 μοίρες ορειβατικού πυροβολικού. Επίσης το μηχανικό αποτελούνταν από 2 συντάγματα σκαπανέων, 1 τάγμα γεφυροποιών και 2 λόχους τηλεγραφητών. Την δύναμη ενίσχυαν και 4 αεροσκάφη.
Ο Στρατός Ηπείρου, που ο ρόλος του θα ήταν δευτερεύων, αποτελούνταν από την 8η Μεραρχία, 1 σύνταγμα πεζικού, 4 τάγματα Ευζώνων, 1 τάγμα Εθνοφρουράς, 1 Ίλη ιππικού, 1 μοίρα πεδινού, 1 ορειβατικού και 1 τοπομαχικού πυροβολικού. Επίσης πλαισιωνόταν και από έναν λόχο μηχανικού.
Ο Στρατός Θεσσαλίας στον οποίο συγκεντρώθηκε το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων αποτελούνταν από: τις 1ης έως 7ης Μεραρχίες, 20 συντάγματα πεζικού, 1 σύνταγμα Κρητών, 1 τάγμα Ευζώνων, 3 Τάγματα Εθνοφρουράς, 1 ταξιαρχία ιππικού, 4 συντάγματα πεδινού και 2 μοίρες ορειβατικού πυροβολικού. Επίσης το μηχανικό αποτελούνταν από 2 συντάγματα σκαπανέων, 1 τάγμα γεφυροποιών και 2 λόχους τηλεγραφητών. Την δύναμη ενίσχυαν και 4 αεροσκάφη.
Ο Στρατός Ηπείρου, που ο ρόλος του θα ήταν δευτερεύων, αποτελούνταν από την 8η Μεραρχία, 1 σύνταγμα πεζικού, 4 τάγματα Ευζώνων, 1 τάγμα Εθνοφρουράς, 1 Ίλη ιππικού, 1 μοίρα πεδινού, 1 ορειβατικού και 1 τοπομαχικού πυροβολικού. Επίσης πλαισιωνόταν και από έναν λόχο μηχανικού.
Οι ελληνοτουρκικές μάχες του Α' Βαλκανικού πολέμου:
Η Μάχη του Σαρανταπόρου ή μάχη των στενών της Πέτρας αποτελεί την πρώτη πολεμική επιχείριση της Ελλάδας στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Έλαβε χώρα στις 9 Οκτωβρίου του 1912 στα Στενά του Σαραντάπορου. Μετά τη σύγκρουση της πρώτης μέρας, οι τουρκικές δυνάμεις συμπτύχθηκαν προς τα Σέρβια, αφήνοντας στα χέρια του ελληνικού στρατού αρκετό υλικό και λίγους αιχμαλώτους. Οι ελληνικές δυνάμεις έπειτα από ισχυρή αντίσταση των τουρκικών δυνάμεων, πέτυχαν μια σημαντική νίκη η οποία άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Η Στρατιά Θεσσαλίας με επικεφαλής τον Διάδοχο Κωνσταντίνο (με τον Στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή ως επικεφαλής του επιτελείου) είχε χωριστεί σε έξι μεραρχίες, με την 7η Μεραρχία να κατευθύνεται προς την Λάρισα, μια ταξιαρχία ιππικού και δύο αποσπάσματα Ευζώνων (Σ/χη Γεννάδη - Σ/χη Κωνσταντινοπούλου) των δύο ανεξαρτήτων ταγμάτων έκαστο.
Ενάντια στον ελληνικό στρατό, οι Οθωμανοί ανέπτυξαν το VIII σώμα τους υπό τον στρατηγό Χασάν Ταχσίν Πασά, με τρία τμήματα: τό τακτικό Τμήμα 22ο στην Κοζάνη και δύο αποθεματικές διαιρέσεις. Η οθωμανική δύναμη ανερχόταν σε 14 τάγματα πεζικού, με περαιτέρω 11 στο αποθεματικό, που υποστηρίζεται από 24 πυροβόλα και τρεις πυροβολαρχίες. Ωστόσο, οι Οθωμανικοί σχηματισμοί ήταν έως 25% αποδυναμωμένοι, δεδομένου ότι οι Οθωμανοί είχαν αποστρατεύσει μεγάλα τμήματα του στρατού τους τον Αύγουστο. Οι Οθωμανοί ήλπιζαν να κρατήσουν τη φυσικη οχυρή θέση της διάβασης του Σαρανταπόρου, η οποία ήταν εκτενώς οχυρωμένη υπό την εποπτεία μιας γερμανικής στρατιωτικής αποστολής πριν τον πόλεμο.
Σύμφωνα με τον τύπο της εποχής ,το πρωί της 9 Οκτωβρίου 1912 ο Ελληνικός στρατός πέρασε τα σύνορα και προέλασε μέχρι την διάβαση του Σαρανταπόρου την οποία οι Οθωμανοί εγκατέλειψαν, φοβούμενοι μην κυκλωθούν. Οι Οθωμανοί υποχώρησαν ενδότερα και σταμάτησαν έξω από τα Σέρβια. Οι πρώτες Ελληνικές προφυλακές έφτασαν στα στενά της πέτρας στις 10:00 το πρωί, ενώ οι Οθωμανοί ξεκίνησαν με πυροβολισμούς πρώτοι την μάχη, οι οποίοι είχαν αποφασίσει να αντισταθούν εκεί. Όταν κατέφθασε και ο υπόλοιπος Ελληνικός στρατός ανεπτύχθη σε θέση μάχης και άρχισε να βάλει κατά των Οθωμανικών θέσεων, μαζί τους και το Ελληνικό πυροβολικό. Η μάχη διεκόπη την νύχτα και συνεχίστηκε την επόμενη μέρα, με αποτέλεσμα την κατάληψη της Διαβάσεως του Σαρανταπόρου από τις Ελληνικές δυνάμεις.
Μετά την κατάληψη της Διαβάσεως άρχισε και η υποχώρηση των Τούρκων προς τα Σέρβια. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας οι Τούρκοι υποχώρησαν προς την Κοζάνη καταδιωκόμενοι από τον Ελληνικό στρατό. Στις 11 Οκτωβρίου η μάχη είχε λήξει και το απόγευμα οι Ελληνικές δυνάμεις έμπαιναν στα Σέρβια απελευθερώνοντας τα και τυπικά. Στα Σέρβια εγκαταστάθηκε προσωρινά το Στρατηγείο και το γενικό επιτελείο. Σήμερα λειτουργεί Μουσείο της Μάχης του Σαρανταπόρου το οποίο γειτνιάζει με το τουρκικό Χάνι του Χατζηγώγου.
Η μάχη των Γιαννιτσών ήταν μια από τις σημαντικότερες του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Ξεκίνησε στις 19 Οκτωβρίου 1912 με τον Ελληνικό Στρατό να επιτίθεται από τα δυτικά κατά των Τουρκικών δυνάμεων στα Γιαννιτσά και μετά από διήμερο σκληρό αγώνα να αναδεικνύεται νικητής. Η νίκη στα Γιαννιτσά άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
Η περιοχή των Γιαννιτσών, που το τούρκικο επιτελείο επέλεξε ως αμυντική τοποθεσία, εκτός από το μειονέκτημα ότι είχε ένα μεγάλο φυσικό κώλυμα στα νώτα της, τον Αξιό ποταμό, προσφέρονταν για άμυνα με μέτωπο προς τα δυτικά, καθώς απέκλειε την κύρια οδική αρτηρία της Θεσσαλονίκης και ταυτόχρονα στήριζε ικανοποιητικά τα πλευρά της στο όρος Πάικο και στη λίμνη των Γιαννιτσών. Επίσης η επάνδρωσή της απαιτούσε σχετικά περιορισμένες δυνάμεις. Στην περιοχή οι Τούρκοι εγκατέστησαν την 14η Μεραρχία Σερρών, ενισχυμένη με τις δυνάμεις που συμπτύχθηκαν από τον Σαραντάπορο.
Η έλλειψη πληροφοριών σχετικά με το μέγεθος και τις προθέσεις του τουρκικού στρατού, ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της μάχης. Το γεγονός αυτό, σε συνάρτηση με την ανάγκη άμεσης κατάληψης της Θεσσαλονίκης, ανάγκασε το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο να προχωρήσει σε μάχη εκ συναντήσεως, χρησιμοποιώντας κατά την προέλασή του 6 μεραρχίες.
Στις 19 Οκτωβρίου άρχισε η ελληνική προέλαση με τις 1η, 2η, 3η, 4η και 6η Μεραρχίες στον άξονα βόρεια της λίμνης και την 7η Μεραρχία, την Ταξιαρχία Ιππικού και το απόσπασμα ευζώνων Κωνσταντινοπούλου, στον άξονα νότια της λίμνης. Μέχρι το μεσημέρι, η 6η Μεραρχία κατάφερε να προωθηθεί στο χωριό Αμπελιές, η 4η Μεραρχία στο χωριό Μυλότοπος, η 1η και η 2η στο χωριό Καρυώτισσα και η 3η Μεραρχία στο χωριό Μελίσσι. Από τις θέσεις αυτές, οι Μεραρχίες που δρούσαν βόρεια της λίμνης εξαπέλυσαν επίθεση εναντίον της εχθρικής τοποθεσίας. Τις τελευταίες απογευματινές ώρες, τα ελληνικά τμήματα κατάφεραν να διασπάσουν την εχθρική γραμμή και να φτάσουν έξω από την πόλη των Γιαννιτσών. Οι δυνάμεις που δρούσαν νότια της λίμνης δεν μετακινήθηκαν από τις θέσεις τους.
Κατά την διάρκεια της νύχτας διακόπηκαν οι επιχειρήσεις και συνεχίστηκαν το πρωί της 20ης Οκτωβρίου. Ο τουρκικός στρατός βλέποντας την αρνητική έκβαση της μάχης, άρχισε να συμπτύσσεται. Την ίδια στιγμή, τα ελληνικά τμήματα νότια της λίμνης δεν κατάφεραν να περάσουν εγκαίρως τον Λουδία ποταμό και ως αποτέλεσμα οι Τούρκοι υποχώρησαν ανενόχλητοι περνώντας από τον Αξιό. Οι κακές καιρικές συνθήκες καθώς και η συγκέντρωση πολλών ελληνικών μονάδων στην περιοχή, δεν επέτρεψαν την επιτυχή καταδίωξη του αντιπάλου.
Οι απώλειες του ελληνικού στρατού ανήλθαν σε 188 νεκρούς και σε 973 τραυματίες, όμως πιθανότατα ο πραγματικός αριθμός να είναι μεγαλύτερος. Οι τουρκικές δυνάμεις είχαν πολλαπλάσιους νεκρούς στο πεδίο της μάχης, περίπου 3.000.
Αμέσως μετά την μάχη, οι ελληνικές δυνάμεις, αφού επισκεύασαν τις γέφυρες που είχαν καταστρέψει οι Τούρκοι, πέρασαν την ανατολική όχθη του Αξιού και άρχιζαν να ετοιμάζουν την είσοδό τους στην Θεσσαλονίκη.
Η Μάχη στα Πέντε Πηγάδια ( τουρκικά: Beşpınar Muharebesi) πραγματοποιήθηκε κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο μεταξύ των Οθωμανών και των Ελλήνων. Η Ήπειρος είχε δευτερεύουσα σημασία για την ελληνική Διοίκηση, η οποία επικεντρώθηκε στις ενέργειες του "Στρατού της Θεσσαλίας" στο πλαίσιο των επιχειρήσεων του διαδόχου Κωνσταντίνου προς τη Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη. Οι ελληνικές δυνάμεις στην περιοχή αποτελούνταν από μόλις 8.000 άνδρες του 15ου Συντάγματος Πεζικού και πέντε ανεξάρτητα τάγματα, που υποστηρίζονταν από 24 όπλα , υπό τον αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη.
Η μικρή δύναμη των ελληνικών δυνάμεων απαγόρευσε μια άμεση προσπάθεια εναντίον της πόλης των Ιωαννίνων, τα οποία φυλάσσονταν από την ισχυρή Οθωμανική φρουρά στο Μπιζάνι, που ήταν εξοπλισμένη με 112 όπλα. Ως εκ τούτου, ο Ελληνικός Στρατός έπρεπε να περιοριστεί στην απελευθέρωση της Πρέβεζας , στις 2 Νοεμβρίου μετά από μια νίκη στη Νικόπολη την προηγούμενη ημέρα.
Η Μάχη του Σόροβιτς, τουρκικά: Soroviç Muharebesi έλαβε χώρα μεταξύ 22–24 OΟκτωβρίου 1912 (O. S.), κατά τη διάρκεια του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου. Ήταν ένα μία τις λίγες Οθωμανικές επιτυχίες αυτού του καταστροφικού πολέμου.
Μετά τη Μάχη στο Σαραντάπορο, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού Στρατού βάδισε βόρεια κατά μήκος της ακτής του Αιγαίου προς τη Θεσσαλονίκη, ενώ η 5η Μεραρχία Πεζικού είχε αποσπαστεί για να προχωρήσει προς το Μοναστήρι (σημερινή Μπίτολα). Προχωρώντας ωστόσο, η διαίρεση πιάστηκε στο απροετοίμαστο κοντά Banitsa (σύγχρονη Βεύη) από μια επίθεση του οθωμανικού σώματος (μέρος της Στρατιάς του Βαρδάρη με το 16ο, 17ο και 18ο και τα νιζαμικά τμήματα), η οποία υποχωρούσε μετά τη μάχη του Πρίλεπ με τους Σέρβους. Οι Έλληνες, έκπληκτοι από την παρουσία του Οθωμανικού Σώματος, απομονωμένοι από τον υπόλοιπο ελληνικό στρατό και λιγότεροι από το τώρα, η αντεπίθεση των Τούρκων, έπεσε πίσω προς το Σόροβιτς (τώρα Αμύνταιο). Το ελληνικό Τμήμα προσμέτρησε απώλειες 168 νεκρών, 196 τραυματιών και 10 Αιχμαλώτους. Οι Οθωμανοί ακολούθησαν την υποχώρηση και ξεκίνησαν μια άλλη επίθεση στις 4 Νοεμβρίου, αλλά την επόμενη μέρα το τμήμα αναγκάστηκε να αποσυρθεί πιο νότια, προς την Κοζάνη. Η μάχη είναι ένα παράδειγμα των συνεπειών από την έλλειψη συντονισμού μεταξύ των τριών Σλάβων συμμάχων και την Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου.
Στην αλληλογραφία μεταξύ του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου, η ελληνική ΜΜ πρότεινε μια ελληνική Μεραρχία να μεταφερθεί από τη Θεσσαλονίκη για να ενισχύσεις της 5η Μεραρχίας Πεζικού. Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος απάντησε ότι η μάχη ήταν στρατηγικά ασήμαντη και ότι μετά την εξασφάλιση των ελληνικών θέσεων στη Θεσσαλονίκη, θα προχωρήσουμε στο μέτωπο, όπως κάναμε μετά τη σύλληψη από την πόλη της Φλώρινας.
Η Εξέγερση της Χειμάρρας, σημειώθηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, στις 18 Νοεμβρίου 1912 (5 Νοεμβρίου παλαιού ημερολογίου) και συνέβαλλε στην αποτίναξη της οθωμανικής κυριαρχίας στην περιοχή και τον έλεγχο αυτής από τον Ελληνικό Στρατό με επικεφαλής τον Χειμαρριώτη Σπύρο Σπυρομήλιο.
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, το μέτωπο Ηπείρου υπήρξε αρχικά δευτερεύουσας σημασίας, σε σχέση με το Μακεδονικό. Μία μικρή δύναμη Ηπειρωτών εθελοντών είχε συγκεντρωθεί στην Κέρκυρα, με επικεφαλής τον ταγματάρχη χωροφυλακής Σπύρο Σπυρομήλιο, που καταγόταν ο ίδιος από την Χειμάρρα. Αυτή η δύναμη ενισχύθηκε από 200 Κρήτες εθελοντές που εστάλησαν από τον στρατηγό Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη, διοικητή του στρατού Ηπείρου.
Στις 18 Νοεμβρίου 1912, ο τοπικός πληθυσμός εξεγέρθηκε, ενώ το πολεμικό πλοίο Αχελώος αποβίβασε στην περιοχή δύναμη Χειμαρριωτών και Κρητικών εθελοντών (αρχηγοί Γαλερός, Παπαγιαννάκης, Τζουλάκης και Πολυξίγγης) υπό την ηγεσία του Σπυρομήλιου και αφού κατέλαβαν άνευ σοβαρής αντίστασης τη Χειμάρρα πολύ σύντομα κατάφεραν να ελέγξουν την παράκτια περιοχή μεταξύ Αγίων Σαράντα και Αυλώνα, χωρίς να συναντήσουν κάποια ιδιαίτερη δυσκολία. Μετά την επιτυχία του κινήματος ο Σπυρομήλιος πρότεινε στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο την άμεση προώθηση των Ελληνικών Δυνάμεων προς Αυλώνα, όμως ο πρωθυπουργός ήταν αρνητικός από τον φόβο ότι αυτό θα προκαλούσε την αντίδραση της Ιταλίας. Μετά την ανακήρυξη της αλβανικής ανεξαρτησίας, στις 28 Νοεμβρίου, η περιοχή δέχτηκε τις επιθέσεις αλβανικών ομάδων, που όμως απωθήθηκαν. Τελικά η Χειμάρρα παρέμεινε σε ελληνικό έλεγχο σε ολόκληρη τη διάρκεια των επιχειρήσεων των Βαλκανικών Πολέμων.
Σύμφωνα με τους όρους του Προτωκόλλου της Φλωρεντίας, στις 17 Δεκεμβρίου 1913, η περιοχή της Βορείου Ηπείρου, στην οποία ήταν μέρος και η Χειμάρρα, επιδικάστηκε στο πριγκιπάτο της Αλβανίας. Αυτή η απόφαση πυροδότησε τοπικές αντιδράσεις που κορυφώθηκαν με την ανακήρυξη της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου, στο Αργυρόκαστρο.
Στις 24 Νοεμβρίου 1912 ο Κ. Σαπουντζάκης έδωσε διαταγή να καταληφθούν τα Γιάννενα. Ιδιαίτερα δε στους Γαριβαλδινούς και στον αρχηγό τους Αλεξ. Ρώμα έδωσε διαταγή να καταλάβουν την περιοχή του Δρίσκου και τα παράλια της λίμνης των Ιωαννίνων.
Έτσι, τρεις λόχοι Γαριβαλδινών με αρχηγό τους τον ταγματάρχη Μπαρδόπουλο κατέλαβαν τη στενωπό των Λυγκιάδων στις 26 Νοεμβρίου 1912, επικρατώντας στην περιοχή του Τουρκικού στρατοπέδου του Δρίσκου. Άλλοι τρεις λόχοι με αρχηγό τον Ρώμα ενώθηκαν με Μονάδες του Ελληνικού πεζικού κι απομάκρυναν τον Τουρκικό στρατό από την πεδιάδα. Οι Τούρκοι, περισσότεροι από 600, τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους πολεμικό υλικό . Αρκετοί συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.
Όμως την επομένη (27 Νοεμβρίου 1912) από την πλευρά της λίμνης και της κορυφογραμμής Προφήτη Ηλία, Μονής Τζούρας εμφανίστηκαν περισσότεροι από οκτώ χιλιάδες Τούρκοι. Διέθεταν δύο μυδραλιοβόλα κι ενισχύονταν από τουρκικό πυροβολικό που ήταν εγκατεστημένο στο νησί της λίμνης Παμβώτιδος.
Οι Γαριβαλδινοί αξιωματικοί κατάφεραν κι απέκρουσαν την πρώτη επίθεση, είχαν όμως απώλειες δύο νεκρούς τον Βραχνό και τον Μακρή και τραυματίες τους: Βέργη, Σκορδαρά και τον ταγματάρχη Μπαρδόπουλο.
Στις 28 Νοεμβρίου 1912 οι Τούρκοι τοποθετούν τηλεβόλα κοντά στη λίμνη, στο Χάνι της Λεύκας κι επαναλαμβάνουν περισσότερο ενισχυμένοι την επίθεση.
Οι Έλληνες είχαν ενισχυθεί με ένα πυροβόλο Schneider Danglis 75 χιλ. ορειβατικό. Όλοι οι Γαριβαλδινοί ήταν, δυστυχώς ,οπλισμένοι με όπλα τύπου Γκρα. Αυτά μειονεκτούσαν, γιατί μετά τις βολές έβγαζαν καπνό που πρόδιδε τις θέσεις των πολεμιστών που τα κρατούσαν. Τους Γαριβαλδινούς ήρθαν να ενισχύσουν 44 Έλληνες στρατιώτες οπλισμένοι με όπλα μάνλιχερ.
Δυστυχώς, όμως, ο Μπαρδόπουλος τραυματίζεται για δεύτερη φορά. Τραυματίζεται και ο Αλ. Ρώμας. Έτσι, οι ελληνικές δυνάμεις έμειναν δίχως αρχηγό κι επιτελάρχη. Τραυματίστηκαν επίσης οι Γιοβάνης και Χατζηκυριάκος. Έχασαν τη ζωή τους οι: Γερακάρης, Τοπάλης και ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης. Επικεφαλής αυτή την κρίσιμη στιγμή τέθηκε ο Πεπίνο Γκαριμπάλντι.
Ο συνταγματάρχης Ματθαιόπουλος, ακολούθως, διέταξε να συμπτυχθούν τα ελληνικά τμήματα στο Μέτσοβο.
Οι Γαριβάλδηδες έχασαν στο πεδίο της μάχης περισσότερους από 200 άνδρες. Όμως οι Τούρκοι είχαν απώλειες περισσότερους από 1.400 άνδρες. Το Τουρκικό στράτευμα γύρω από τα Γιάννενα είχε αποδυναμωθεί.
Στη συνέχεια οι Γαριβαλδινοί κατευθύνθηκαν προς την περιοχή της Πέτρας όπου μετέφεραν και τους τραυματίες τους.
Η Μάχη του Μπιζανίου (4-6 Μαρτίου, παλ. ημ. 19-21 Φεβρουαρίου 1913), υπήρξε η σημαντικότερη σύγκρουση κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού στρατού στο μέτωπο της Ηπείρου. Η τοποθεσία Μπιζάνι με τις γειτονικές τοποθεσίες νότια των Ιωαννίνων, αποτέλεσε σημαντικό φυσικό σημείο άμυνας και το επέλεξαν οι Τούρκοι για να καθηλώσουν τον ελληνικό στρατό. Με τον κυκλωτικό ελιγμό όμως, που τελικά κατάφεραν οι Έλληνες, ανάγκασαν τον αντίπαλο σε άμεση παράδοση. Η νίκη στο Μπιζάνι αποτέλεσε το κλειδί για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, καθώς και ολόκληρης της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου.
Το σχέδιο του τουρκικού επιτελείου προέβλεπε σταθερή άμυνα στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων και κυρίως στα υψώματα Μπιζάνι και Καστρίτσα. Ο Τούρκος Αρχιστράτηγος Εσσάτ Πασάς είχε στην διάθεσή του 4 μεραρχίες.
Ο ελληνικός στρατός Ηπείρου με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο, αποτελούνταν από 4 μεραρχίες, 1 ταξιαρχία και ένα σύνταγμα πεζικού. Το σχέδιο της επίθεσης ήταν σχετικά ριψοκίνδυνο: προέβλεπε την ευρεία υπερκέραση (κύκλωση) από δυτικά της οχυρωμένης τοποθεσίας και την άμεση κατάληψη των Ιωαννίνων. Ταυτόχρονα, θα γίνονταν επιθέσεις στον κεντρικό και τον ανατολικό τομέα του μετώπου, με σκοπό την παραπλάνηση του εχθρού και την καθήλωση των τουρκικών δυνάμεων .
Στις 4 Μαρτίου τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο παραπλάνησης, με βολές πυροβολικού και επιθέσεις μονάδων πεζικού, από το Α’ τμήμα της ελληνικής Στρατιάς, στον τομέα Μπιζάνι-Κουτσελιό-Καστρίτσα. Το Β’ τμήμα της Στρατιάς συγκεντρώθηκε με μυστικότητα απέναντι από τον τομέα Μανωλιάσσα-Άγιος Νικόλαος-Τσούκα. Με το πρώτο φως της επόμενης μέρας, το Β’ τμήμα Στρατιάς εξαπέλυσε αιφνιδιαστική επίθεση με ιδιαίτερη σφοδρότητα. Με μια τολμηρή και βαθιά εισχώρηση στον δυτικό τομέα των επιχειρήσεων το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων, μαζί με το 9ο Τάγμα υπό τον Ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου, κατάφερε να φτάσει στις παρυφές των Ιωαννίνων, στον Άγιο Ιωάννη.
Η είδηση ότι ο ελληνικός στρατός έφτασε έξω από τα Ιωάννινα, ταυτόχρονα καθιστούσε αδύνατη την υποχώρηση των Τούρκων και δημιούργησε πανικό στην διοίκηση του τουρκικού στρατού που ήταν εγκατεστημένη στην πόλη. Οι εύζωνες είχαν φροντίσει να καταστρέψουν τα τηλεφωνικά δίκτυα, διακόπτοντας έτσι την επικοινωνία της τουρκικής διοίκησης με τον στρατό της. Με αυτές τις συνθήκες, στις 23.00 της ίδιας μέρας ο Εσσάτ Πασάς έστειλε πρόταση παράδοσης του τουρκικού στρατού, καθώς δεν γνώριζε ότι στο Μπιζάνι και τον υπόλοιπο ανατολικό τομέα οι τουρκικές δυνάμεις διατηρούσαν ακέραιες τις θέσεις τους.
Στις 6 Μαρτίου 1913, με την αποδοχή της πρότασης παράδοσης, το Σύνταγμα Ιππικού της Στρατιάς Ηπείρου εισήλθε στα Ιωάννινα.
Οι απώλειες του ελληνικού στρατού κατά την μάχη, ανήλθαν σε 264 νεκρούς και τραυματίες. Η αποφασιστική αυτή νίκη άνοιξε τον δρόμο για την απελευθέρωση της ευρύτερης περιοχής των Ιωαννίνων και της Βόρειας Ηπείρου. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων πέθανε ο Ολυμπιονίκης Κωνσταντίνος Τσικλητήρας (10 Φεβρουαρίου 1913,Αθήνα). Παρόλο που είχε την δυνατότητα να πάρει αναβολή λόγω των αθλητικών του διακρίσεων, αρνήθηκε και κατατάχτηκε εθελοντικά στο στράτευμα.
Οι Ελληνοβουλγαρικές μάχες του Β' Βαλκανικού πολέμου:
Η Μάχη Κιλκίς-Λαχανά (19-21 Ιουνίου 1913) διεξήχθη μεταξύ ελληνικών και βουλγαρικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια του Β' Βαλκανικού Πολέμου. Στις 17 Ιουνίου, οι βουλγαρικές δυνάμεις κατείχαν την γραμμή Βερτίσκος-Πολύκαστρο, ενώ παράλληλα σχεδίαζαν και σχέδιο κατάληψης της Θεσσαλονίκης στις 19 του ίδιου μήνα. Ο ελληνικός στρατός αντέδρασε έγκαιρα και με επιθετικές ενέργειες ανάγκασε τη βουλγαρική πλευρά σε άμυνα στην τοποθεσία Κιλκίς-Λαχανά. Η μορφολογία της τοποθεσίας προσφερόταν για αποτελεσματικό αμυντικό αγώνα, ενώ ταυτόχρονα παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες στις κινήσεις τμημάτων πεζικού προς βορρά και ανατολή.
Το σχέδιο επίθεσης των ελληνικών δυνάμεων προέβλεπε την προέλαση βόρεια και ανατολικά: οι 2η, 3η, 4η, 5η και 10η Μεραρχίες, καθώς και η Ταξιαρχία ιππικού θα κατευθύνονταν προς τον τομέα του Κιλκίς, ενώ οι 6η και 7η Μεραρχίες προς τον Λαχανά. Η 2η βουλγαρική στρατιά εγκατέστησε αμυντικά μια μεραρχία και τρεις ταξιαρχίες πεζικού, ενώ διέθετε και ένα σύνταγμα ιππικού για την εκτέλεση αντεπιθέσεων.
Λόγω της απόκλισης των κατευθύνσεων επίθεσης προς τα βόρεια (Κιλκίς) και ανατολικά (Λαχανά) το πεδίο της μάχης διαχωρίζονταν στους δύο αυτούς ξεχωριστούς τομείς.
Τα ελληνικά τμήματα απώθησαν τις βουλγαρικές προφυλακές από το πρωί της 19ης Ιουνίου. Το βράδυ της ίδιας μέρας οι ελληνικές μεραρχίες είχαν καταλάβει το ύψωμα Γερμανικό, το χωριό Όσσα Θεσσαλονίκης και την περιοχή Σκεπαστού. Το πρωί της επομένης εξαπολύθηκε η κύρια ελληνική επίθεση. Καθόλη τη διάρκεια της μάχης οι 1η και 6η Μεραρχίες προσπάθησαν με σκληρότατους αγώνες να πλησιάσουν σε απόσταση εφόδου την κύρια βουλγαρική τοποθεσία. Τα πυρά όμως της βουλγαρικής πλευράς υπήρξαν φονικότατα, καθώς η περιοχή ήταν εντελώς ακάλυπτη και ευνοούσε την άριστη παρατήρηση για τον αμυνόμενο με εκτεταμένα πεδία βολής. Παρόλα αυτά η 7η Μεραρχία συνέχισε επιτυχώς την προέλαση και εισήλθε στη Νιγρίτα.
Στις 21 Ιουνίου το μεσημέρι το ελληνικό πεζικό έφτασε σε απόσταση εφόδου και εξαπέλυσε γενική εφόρμηση δια της λόγχης. Στις 16.00 ο ελληνικός στρατός εισήλθε στον Λαχανά καταδιώκοντας τα υποχωρούντα βουλγαρικά τμήματα μέχρι τα τελευταία υψώματα προς την πλευρά της κοιλάδας του Στρυμώνα.
Η συντριβή των βουλγαρικών τμημάτων θα ήταν ολοκληρωτική αν η 7η Μεραρχία καταλάμβανε εγκαίρως την γέφυρα του Στρυμώνα και απέκοπτε έτσι την βουλγαρική υποχώρηση προς τις Σέρρες.
Ηγετικό ρόλο στη μάχη αυτή είχε και ο Φωκίων Διαλέτης ως διοικητής του 1ου συντάγματος πεζικού.
Στον τομέα Κιλκίς ο ελληνικός στρατός ύστερα από επίμονες μάχες υποχρέωσε την βουλγαρική πλευρά σε σύμπτυξη με αποτέλεσμα την κατάληψη των βουλγαρικών προφυλακών από την πρώτη μέρα. Το πρωί της 20ης Ιουνίου παρόλη τη γενική επίθεση που εξαπολύθηκε η διάσπαση της αμυντικής γραμμής δεν επετεύχθη. Όμως μέχρι το απόγευμα οι ελληνικές Μεραρχίες πλησίασαν σε απόσταση εφόδου έχοντας προωθηθεί στη γραμμή: Κάστρο - Μεγάλη Βρύση - Κρηστώνη - Κάτω Ποταμιά - Ακροποταμιά. Το ελληνικό Γενικό Επιτελείο στοχεύοντας στην ταχεία κατάληψη του Κιλκίς διέταξε την πραγματοποίηση νυχτερινής επίθεσης.
Η νυχτερινή επίθεση όμως λόγω προβλημάτων συντονισμού εξαπολύθηκε μόνο από την 2η Μεραρχία στις 3.30 π.μ. ενώ τις πρώτες πρωινές ώρες είχαν καταληφθεί στρατηγικές θέσεις στα ανατολικά της πόλης. Με την αυγή, στις 21 Ιουνίου, πραγματοποιήθηκε σφοδρή επίθεση από το σύνολο των διατιθέμενων Μεραρχιών με συνεχείς εφόδους.
Στις 9.30 π.μ. διασπάστηκε η βουλγαρική αμυντική γραμμή και ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε το Κιλκίς.
Η Μάχη Κιλκίς-Λαχανά υπήρξε από τις φονικότερες της νεώτερης ελληνικής ιστορίας. Οι απώλειες του ελληνικού στρατού ήταν 8.828 νεκροί και τραυματίες. Παράλληλα η Μάχη αποτελεί από τις πιο ένδοξες σελίδες της, που επιτεύχθηκε ως απόρροια του υψηλού ηθικού, ηρωισμού και ανδρείας των ελληνικών τμημάτων.
Τις επόμενες ημέρες ο ελληνικός στρατός συνέχισε την προέλασή του βόρεια προς τη Δοϊράνη.
Η Μάχη της Δοϊράνης, του 1913, συνήφθη κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο μεταξύ ελληνικών και βουλγαρικών δυνάμεων στις 23 Ιουνίου 1913, (κατά π. ημερ/γιο), σε μικρή σχετικά απόσταση παρά της νότιας ακτής της ομώνυμης λίμνης, εξ ου και η ονομασία της, που κατέληξε σε περιφανή νίκη των Ελλήνων, συμβάλλοντας στην συνέχιση της ελληνικής προέλασης βόρεια. Σημειώνεται ότι η εν λόγω περιοχή στη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου είχε καταληφθεί από τους Σέρβους και συγκεκριμένα από την επιλαρχία του σερβικού ιππικού που προκάλυπτε το αριστερό πλευρό της 1ης σερβικής Στρατιάς, κατά τις προς Περλεπέν επιχειρήσεις, (τέλη Οκτωβρίου του 1912) και μάλιστα αμαχητί, εκδιώκοντας την εκεί τουρκική φρουρά. Την ίδια δε εποχή ο ελληνικός στρατός εκινείτο πολύ νοτιότερα. Κατά δε τις πρώτες ημέρες του Β' Βαλκανικού Πολέμου, η αποτυχημένη βουλγαρική επίθεση μετατράπηκε σύντομα σε υποχώρηση που κορυφώθηκε με την νικηφόρα για τις ελληνικές δυνάμεις Μάχη Κιλκίς-Λαχανά στις 19-21 Ιουνίου 1913.
Την αμέσως επόμενη μέρα της νικηφόρου μάχης του Κιλκίς, στις 22 Ιουνίου, έχοντας προηγουμένως το ελληνικό στρατηγείο εκτιμήσει τη στρατηγική σημασία της περιοχής της Δοϊράνης που δεσπόζει όλης της νότιας και δυτικής περιοχής του όρους Κερκίνη (Μπέλες) αλλά και έχοντας συλλέξει σχετικές πληροφορίες αφενός από το σερβικό μέτωπο, αφετέρου την κατάσταση του εχθρού στην εν λόγω περιοχή που είχε καταστήσει, ένεκα του υφιστάμενου σιδηροδρομικού δικτύου σπουδαίο κέντρο ανεφοδιασμού του βουλγαρικού στρατού, ο αρχιστράτηγος Βασιλεύς Κωνσταντίνος διέταξε την ταχεία επέλαση των ελληνικών στρατευμάτων και κατάληψη της περιοχής.
Στρατηγικός αντικειμενικός σκοπός μετά τη μάχη του Κιλκίς διαγραφόταν πλέον για τις ελληνικές δυνάμεις η ταχεία προέλαση και κατάληψη του όρους Κερκίνη (Μπέλες) προκειμένου να τύχουν τον πλήρη έλεγχο της περιοχής. Βασικός παράγοντας επιτυχίας αυτού ήταν ο χρόνος προς αποτροπή της περαιτέρω ενίσχυσης της ήδη υπάρχουσας βουλγαρικής δύναμης στην περιοχή που την αποτελούσαν η 3η βουλγαρική μεραρχία ενισχυμένη με τμήματα της 6ης βουλγαρικής μετά 10 πεδινών πυροβολαρχιών και η οποία είχε αναπτυχθεί αμυντικά στα νότια παρά τη λίμνη Δοϊράνη υψώματα, με κέντρο το ύψωμα 420. Σκοπός της βουλγαρικής αυτής θέσης ήταν η προκάλυψη του υποχωρούντος από Κιλκίς βουλγαρικού στρατού αλλά και η παρεμπόδιση κάθε περαιτέρω βόρειας προέλασης των ελληνικών δυνάμεων.
Για την επίτευξη του παραπάνω στρατηγικού σκοπού, το απόγευμα της ίδιας ημέρας, το ελληνικό στρατηγείο εκπόνησε ένα ευφυέστατο σχέδιο επιχειρήσεων που προέβλεπε δύο επιμέρους επιχειρησιακούς αντικειμενικούς σκοπούς, αφενός την κατά μέτωπο προσβολή των βουλγαρικών θέσεων, την προσβολή και κατάληψη του βουλγαρικού κέντρου ανεφοδιασμού, στο σιδηροδρομικό σταθμό, καθώς και παράλληλη ανατολική προέλαση προς Μπέλες. Αμέσως μετά ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος διέταξε για την επομένη το πρωί την μεν 3η μεραρχία, ακολουθώντας τη σιδηροδρομική γραμμή, να προσβάλλει το κέντρο ανεφοδιασμού των Βουλγάρων, την εκ Μπαγιάλτσας και Καλινόβου προερχόμενη 10η μεραρχία να επιτεθεί από δυτικά των βουλγαρικών θέσεων παρά του υψώματος 420 και την 5η μεραρχία να προελάσει προς Ποτερές - Σούρλοβο, (προς Μπέλες), ακολουθώντας πορεία ανατολικότερα της 3ης, με δυνατότητα συνδρομής στην 3η σε περίπτωση ανάγκης.
Οι Ελληνικές Μεραρχίες (3η και 10η) σύμφωνα με διαταγή του Γενικού Επιτελείου επιτέθηκαν το πρωί της 23ης Ιουνίου στα υψώματα της (Παλαιάς) Δοϊράνης (σήμερα ΠΓΔΜ) που ευρίσκονταν οχυρωμένες βουλγαρικές δυνάμεις. Η 10η Μεραρχία επιτέθηκε κατά των υψωμάτων της διάβασης Περάσματα, στα νοτιοδυτικά της Δοϊράνης. Τα ελληνικά τμήματα σφοδρά δέχθηκαν πυρά πεζικού και πυροβολικού με αποτέλεσμα να καθηλωθούν. Σε αυτό συνέβαλλε και η καθυστέρηση της 3ης Μεραρχίας, που έδωσε την ευκαιρία στο σύνολο των βουλγαρικών δυνάμεων να συγκεντρώσουν το σύνολο των πυρών κατά της 10ης Μεραρχίας.
Στις 10.00 π.μ. ξεκίνησε να επιτίθεται και η 3η Μεραρχία. Ύστερα από σύντομο, αλλά και σφοδρό αγώνα, τα ελληνικά τμήματα κατάφεραν να απελευθερώσουν την πόλη της Δοϊράνης. Τα βουλγαρικά τμήματα συμπτήχτηκαν άτακτα προς βορρά, αφού απήγαγαν ως ομήρους τον Μητροπολίτη Πολυανής Φώτιο και 30 προκρίτους της πόλης. Αποτεφρώνουν επίσης, τη μητρόπολη Πολυανής μαζί με τα αρχεία του Κώδικα, που αποτελούσαν τη σημαντικότερη καταγραφή της ιστορίας της περιοχής[1]. Στο πέρασμά τους κατά την οπισθοχώρηση, οι Βούλγαροι δεν άφησαν τίποτα όρθιο, ούτε έμψυχο ούτε άψυχο υλικό. Επρόκειτο για μια ολοκληρωτική καταστροφή[2].
Η 3η Μεραρχίας συνέχισε την καταδίωξη και το ίδιο βράδυ κατέλαβε τα υψώματα βόρεια της πόλης.
Μετά τη χάραξη των συνόρων όμως, το βορειοδυτικό τμήμα του λεκανοπεδίου Δοϊράνης μαζί με την ομώνυμη πόλη, (Παλαιά) Δοϊράνη ή Πολυανή, πέρασε στη Βουλγαρική πλευρά και οι κάτοικοί της προσέφυγαν στη Δοϊράνη Κιλκίς και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.
Μεγάλος υπήρξε ο αριθμός των Βουλγάρων αιχμαλώτων καθώς και αυτών που στην προσπάθειά τους να διαφύγουν τη σύλληψη πνίγηκαν στην ομώνυμη λίμνη.
Οι συνολικές απώλειες της ελληνικής πλευράς ανήλθαν για την 3η Μεραρχία σε 146 νεκρούς και τραυματίες και για την 10η Μεραρχία σε 106 νεκρούς και 755 τραυματίες.
Η Βέτρινα (σήμερα Νέο Πετρίτσι Σερρών) είχε καταληφθεί από τους Βουλγάρους στις 19 Οκτωβρίου 1912, κατά τη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Μέχρι τότε ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Βούλγαροι φρόντισαν να την οχυρώσουν αμυντικά για να τη χρησιμοποιήσουν ως προγεφύρωμα, ώστε σε περίπτωση μελλοντικού ελληνοτουρκικού πολέμου να εμποδίσουν την πορεία του ελληνικού στρατού προς τα στενά του Ρούπελ.
Ο ελληνικός στρατός μετά τη νικηφόρα μάχη της Δοϊράνης (23 Ιουνίου 1913) ξεχύθηκε στην κοιλάδα του Στρυμώνα, με σκοπό να καταλάβει την Ανατολική Μακεδονία. Στην επιχείρηση συμμετείχαν δύο Μεραρχίες -η 1η υπό τον αντιστράτηγο Εμμανουήλ Μανουσογιαννάκη και η 6η υπό τον συνταγματάρχη Νικόλαο Δελλαγραμάτικα- με τη συμμετοχή μονάδων της 7ης Μεραρχίας.
Το βράδυ της 25ης Ιουνίου έφθασαν πληροφορίες στο ελληνικό στρατηγείο ότι τη Βέτρινα υπερασπίζονταν 12 τάγματα του βουλγαρικού στρατού, ενώ 10 ακόμη τάγματα του εχθρού βρίσκονταν στην ανατολική όχθη του Στρυμόνα μπροστά από το Δεμίρ Χισάρ (σήμερα Σιδηρόκαστρο Σερρών). Την επομένη, 26 Ιουνίου, οι ελληνικές δυνάμεις συνέκλιναν στην περιοχή της Βέτρινας, χωρισμένες σε δύο φάλαγγες. Η πρώτη φάλαγγα ευρισκόμενη πλησίον του χωριού Χατζημπεϋλίκ (σήμερα Βυρώνεια Σερρών) δέχθηκε βουλγαρικά πυρά, τα οποία ως επί το πλείστον ήταν άστοχα. Η δεύτερη φάλαγγα κατόρθωσε να καταλάβει μερικά υψώματα της περιοχής και να προκαλέσει ρήγματα στην άμυνα των Βουλγάρων.
Νωρίς το πρωί της 27ης Ιουνίου οι ελληνικές δυνάμεις επανέλαβαν την επίθεση στο μέτωπο της Βετρίνας και γρήγορα κατόρθωσαν να κάμψουν την άμυνα των Βουλγάρων, γύρω στις 9:30 το πρωί. Οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και υποχώρησαν ανατολικά του Στρυμόνα, αφού πρώτα ανατίναξαν το μεσαίο τόξο της γέφυρας. Η 6η Μεραρχία ανέλαβε να τους καταδιώξει. Αφού διήλθε από ένα βατό σημείο του ποταμού, την ίδια ημέρα κατέλαβε και απελευθέρωσε το Σιδηρόκαστρο. Προτού αποχωρήσουν από το Σιδηρόκαστρο, οι Βούλγαροι προέβησαν σε σφαγές κατοίκων της πόλης και πήραν μαζί τους ως ομήρους τον επίσκοπο Πολυανής Φώτιο, τριάντα προκρίτους, καθώς και ιερείς και δασκάλους.
Ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός που εισήλθε στο Σιδηρόκαστρο ήταν ο μετέπειτα στρατηγός και δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος, τότε διοικητής του 9ου Τάγματος Ευζώνων. Ιδού οι πρώτες του εντυπώσεις, όπως τις περιγράφει στα «Απομνημονεύματά» του:
Τα κύματα των πανικοβλήτων εξηκολούθουν παρελαύνοντα τροχάδην και με κραυγάς τρόμου προς δυσμάς. Υπό την σκέψιν ότι δεν δύναταί τις να βασισθή εις τας πληροφορίας ανθρώπων αλλοφρονούντων εκ του τρόμου, έσχισα την αναφοράν και διέταξα τους ιππείς (30 περίπου) να ιππεύσουν. Εξαπέστειλα δύο ελαφράς περιπολίας εμπρός και με την ημιλαρχίαν εν παρατάξει, δια των αγρών εκάλπασα προς τα βορείως της πόλεως υψώματα. Ομάδες τινές προ της θέας του επερχομένου ιππικού ετράπησαν εις φυγήν. Αλλά παρέμειναν επί του υψώματος τρεις τέσσαρες χωρικού ψυχραιμότεροι των άλλων […] Απέστειλα αμέσως δύο εκ των προυχόντων μετά τινών ιππέων όπως σταματήσουν τον φεύγοντα πληθυσμόν, ο οποίος μετά την μεσημβρίαν ήρχισεν επανερχόμενος εις τας οικίας του. Μετά σύντομον εξέτασιν ανεύρον εν των προαυλίω της Σχολής τεράστιον λάκον, ο οποίος περιείχε άνω των 60 πτωμάτων εκ των σφαγέντων την προηγουμένην. Μεταξύ αυτών ήταν και ο μητροπολίτης Μελενίκου. Εις έτερον τάφον επί αμμώδους εδάφους ήσαν περί τα 30 πτώματα, εν οις και δύο ιερείς της πόλεως. Περί τα 20 ακόμη πτώματα εύρομεν εις μεμονωμένους τάφους και τινά άταφα. Οι κάτοικοι και ιδία τα γυναικόπαιδα με σπαρακτικούς θρήνους παρηκολούθουν την εκταφήν των οικείων των. Μετά την σύνταξιν λεπτομερούς καταλόγου των ανεγνωρισθέντων θυμάτων ανεχώρησα μ.μ προς συνάντησιν της Μεραρχίας βαδιζούσης επί της αμαξιτής οδού προς βορράν εις Μαρτικοστίνοβο.
Οι απώλειες των Ελλήνων στη μάχη της Βετρίνας ανήλθαν σε 39 νεκρούς και 209 τραυματίες. Μετά τη μάχη, οι δύο μεραρχίες κινήθηκαν βόρεια, ενώ την κατάληψη των Σερρών, του διοικητικού κέντρου της ευρύτερης περιοχής, ανέλαβε η 7η Μεραρχία του συνταγματάρχη Σωτήλη.
Οι Μάχες Κρέσνας, Σιμιτλή, Τσουμαγιάς (27-31 Ιουλίου 1913, 14-18 Ιουλίου σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο) αποτέλεσαν την τελευταία φάση της ελληνικής προέλασης στο βουλγαρικό έδαφος και τη διάρκεια του Β' Βαλκανικού Πολέμου. Η προς βορρά και κατά μήκος του ποταμού Στρυμώνα πορεία των ελληνικών δυνάμεων τερματίστηκε με την ανακωχή ύστερα από τη δυσμενή θέση στην οποία είχε περιέλθει η Βουλγαρία σε όλα τα μέτωπα με τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες (Ρουμανία, Σερβία,Οθωμανική Αυτοκρατορία).
Ύστερα από την νικηφόρα για την ελληνική πλευρά Μάχη Δοϊράνης, οι ελληνικές δυνάμεις συνέχισαν την προέλασή τους βόρεια και αναπτύχθηκαν βόρεια των Στενών της Κρέσνας. Ο Ελληνικός Στρατός διέθετε για τις επιχειρήσεις συνολικά επτά (3η, 4η, 10η στα αριστερά, 2η, 5η, 6η στο κέντρο και 7η στα δεξιά) μεραρχίες και μία ταξιαρχία ιππικού. Οι Βούλγαροι, επωφελούμενοι όμως της αναστολής της σερβικής επίθεσης, απέσυραν σημαντικές δυνάμεις από το Τσάρεβο Σέλο και τις διέθεσαν προς ενίσχυση της 2ης Βουλγαρικής Στρατιάς κατά των Ελλήνων. Στις 11 Ιουλίου η βουλγαρική γραμμή εκτείνονταν στην αμυντική τοποθεσία: Χασάν Πασά, Βίντρεν, Σιμιτλή, Ουράνοβο, ύψωμα 1378, που κάλυπτε την περιοχή της Άνω Τζουμαγιάς.
Στις 12 Ιουλίου τα ελληνικά τμήματα εξαπέλυσαν επίθεση στον δεξιό και κεντρικό τομέα του μετώπου, όμως η σθεναρή αντίσταση των Βουλγάρων, το ανώμαλο έδαφος και οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες αρχικά δεν επέφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Στις 13 η επίθεση εντάθηκε και επιτεύχθηκε η διάρρηξη των βουλγαρικών γραμμών στον τομέα Βίντρεν, οι οποίες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν για να αποφύγουν τον κίνδυνο κύκλωσης.
Ταυτόχρονα δύο μεραρχίες ενεργούσαν κατά του τομέα Σιμιτλή και κατάφεραν να καταλάβουν τα νοτιοδυτικά υψώματα του χωριού. Τα βουλγαρικά τμήματα άρχισαν να συμπτύσσονται βόρεια εγκαταλείποντας άφθονο πολεμικό υλικό. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας τα πρώτα ελληνικά τμήματα εισήλθαν στο Σιμιτλή και εν συνεχεία προωθήθηκαν καταλαμβάνοντας τα βόρεια υψώματα του χωριού. Η 7η Μεραρχία στην δεξιά πλευρά του μετώπου προέλασε από το Πρεντέλ Χαν προς το Γράντεβο.
Στις 14 Ιουλίου οι ελληνικές δυνάμεις συνέχισαν τον επιθετικό αγώνα σε ολόκληρο το μέτωπο με αμείωτη ένταση. Δεν κατάφεραν όμως αρχικά να διασπάσουν την κύρια βουλγαρική αμυντική τοποθεσία. Τελικά τη νύχτα της 14ης προς 15η Ιουλίου οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και συμπτήχθηκαν προς Άνω Τζουμαγιά.
Η επιτυχής προέλαση του Ελληνικού Στρατού από τα Στενά της Κρέσνας, προς το Σιμιτλή και τελικά προς την Άνω Τζουμαγιά, ήταν από τις τελευταίες επιχειρήσεις πριν την σύναψη ανακωχής με τη Βουλγαρία στις 18 Ιουλίου 1913.
Οι εξελίξεις που οδήγησαν στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο δεν πέρασαν απαρατήρητες από τις Μεγάλες Δυνάμεις, παρόλο που υπήρξε επίσημη συναίνεση μεταξύ των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων για την εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που οδήγησε σε αυστηρή προειδοποίηση στα βαλκανικά κράτη, ανεπίσημα καθεμιά από αυτές υιοθέτησε διαφορετική διπλωματική προσέγγιση λόγω των αντιρουόμενων συμφερόντων τους στην περιοχή. Ετσι κάθε πιθανό αποτρεπτικό αποτέλεσμα της από κοινού επίσημης προειδοποίησης ακυρώθηκε από τα ανάμεικτα ανεπίσημα μηνύματα και απέτυχε να αποτρέψει ή να σταματήσει τον πόλεμο:
Η Ρωσία ήταν κύριος υποκινητής της ίδρυση του Βαλκανικού Συνασπισμού και τον είδε ως ένα ουσιαστικό εργαλείο σε περίπτωση μελλοντικού πολέμου ενάντια στον αντίπαλό της, την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Αλλά αγνοούσε τα βουλγαρικά σχέδια για τη Θράκη και την Κωνσταντινούπολη, εδάφη για τα οποία είχε φιλοδοξίες από καιρό και για τα οποία είχε μόλις εξασφαλίσει μια μυστική συμφωνία επέκτασης από τους συμμάχους της Γαλλία και Βρετανία ως ανταμοιβή για τη συμμετοχή της στον επικείμενο Μεγάλο Πόλεμο ενάντια στις Κεντρικές Δυνάμεις.
Η Γαλλία, που δεν αισθανόταν έτοιμη για πόλεμο κατά της Γερμανίας το 1912, έλαβε μια εντελώς αρνητική θέση ενάντια στον πόλεμο, προειδοποιώντας σταθερά τη σύμμαχό της Ρωσία ότι δεν θα συμμετείχε σε ενδεχόμενη σύγκρουση μεταξύ της Ρωσίας και της Αυστροουγγαρίας, αν προέκυπτε από τις ενέργειες του Βαλκανικού Συνασπισμού. Οι Γάλλοι, ωστόσο, απέτυχαν να αποσπάσουν τη Βρετανική συμμετοχή σε μια κοινή παρέμβαση για να σταματήσουν τη Βαλκανική σύγκρουση.
Η Βρετανική Αυτοκρατορία, αν και επισήμως ένθερμος υποστηρικτής της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προέβη μυστικά σε διπλωματικές ενέργειες, που ενθάρρυναν την είσοδοτηε Ελλάδας στο Συνασπισμό για να εξουδετερώσει τη Ρωσική επιρροή. Ταυτόχρονα ενθάρρυνε τις βουλγαρικές φιλοδοξίες στη Θράκη, προτιμώντας μια Βουλγαρική Θράκη από Ρωσική, παρά τις διαβεβαιώσεις που είχαν δώσει οι Βρετανοί στους Ρώσους για την επέκτασή τους εκεί.
Η Αυστροουγγαρία, που αγωνιζόταν για ένα λιμάνι στην Αδριατική και αναζητούσε τρόπους επέκτασης στο νότο σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν εντελώς αντίθετη με την επέκταση οποιασδήποτε άλλης χώρας στην περιοχή. Την ίδια στιγμή η αυτοκρατορία των Αψβούργων είχε τα δικά της εσωτερικά προβλήματα με σημαντικούς Σλαβικούς πληθυσμούς που αγωνίστηκαν κατά του γερμανοουγγρικού ελέγχου του πολυεθνικού κράτους. Η Σερβία, της οποίας οι φιλοδοξίες για την κατεχόμενη από τους Αυστριακούς Βοσνίας δεν ήταν μυστικό, θεωρείτο εχθρός και το κύριο εργαλείο των ρωσικών μηχανορραφιών που ήταν πίσω από τον αναβρασμό των Σλάβων υπηκόων της Αυστρίας. Ωστόσο η Αυστροουγγαρία δεν κατάφερε να εξασφαλίσει γερμανική υποστήριξη για μια σαφή αντίδραση. Αρχικά ο Αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β΄ είπε στον Αρχιδούκα Φραγκίσκο Φερδινάνδο ότι η Γερμανία ήταν έτοιμη να υποστηρίξει την Αυστρία υπό οποιεσδήποτε συνθήκες - ακόμη και με κίνδυνο ενός παγκόσμιου πολέμου, αλλά οι Αυστροούγγροι δίσταζαν. Τέλος στο Γερμανικό Αυτοκρατορικό Πολεμικό Συμβούλιο της 8ης Δεκεμβρίου 1912 συμφωνήθηκε ότι η Γερμανία δεν θα ήταν έτοιμη για πόλεμο τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 1914, γεγονός που γνωστοποιήθηκε στους Αψβούργους. Κατά συνέπεια δεν μπόρσε να ληφθεί κανένα μέτρο όταν οι Σέρβοι αποδέχθηκαν το αυστριακό τελεσίγραφο της 18ης Οκτωβρίου και αποσύρθηκαν από την Αλβανία.
Η Γερμανία, ήδη έντονα μπλεγμένη στην εσωτερική οθωμανική πολιτική, αντέδρασε επισήμως σε έναν πόλεμο κατά της αυτοκρατορίας. Όμως, στην προσπάθειά της να κερδίσει τη Βουλγαρία για τις Κεντρικές Δυνάμεις και βλέποντας το αναπόφευκτο της Οθωμανικής διάλυσης, σκεπτόταν την αντικατάσταση της Βαλκανικής περιοχής των Οθωμανών με μια φιλική Μεγάλη Βουλγαρία στα σύνορα της του του Αγίου Στεφάνου - μια ιδέα που βασιζόταν στη γερμανική καταγωγή του Βούλγαρου Βασιλιά και τα αντιρωσικά του αισθήματα.
Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος ήταν ένα συντριπτικό πλήγμα για τη ρωσική πολιτική στα Βαλκάνια, που εδώ και αιώνες είχε επικεντρωθεί στην πρόσβαση στις "θερμές θάλασσες". Πρώτον, σημάδεψε το τέλος του Βαλκανικού Συνασπισμού, ζωτικού σκέλους του Ρωσικού συστήματος άμυνας κατά της Αυστροουγγαρίας. Δεύτερον, η σαφώς φιλοσερβική θέση που η Ρωσία αναγκάστηκε να λάβει στη σύγκρουση, κυρίως λόγω της αδιάλλακτης επιθετικότητας της Βουλγαρίας, προκάλεσε μόνιμη ρήξη μεταξύ των δύο χωρών. Ως εκ τούτου, η Βουλγαρία επανέφερε την πολιτική της προς μια στενότερη συνεννόηση με τις Κεντρικές Δυνάμεις για ένα αντισερβικό μέτωπο, λόγω των νέων εθνικών της φιλοδοξιών, που στρέφονταν τώρα κυρίως κατά της Σερβίας. Ετσι η Σερβία απομονώθηκε στρατιωτικά από την αντίπαλό της Αυστροουγγαρία, εξέλιξη που τελικά οδήγησε τη Σερβία στον επόμενο πόλεμο ένα χρόνο αργότερα. Το 1913 η Ρωσία δεν είχε την πολυτέλεια να χάσει τον τελευταίο σύμμαχό της σε αυτόν τον κρίσιμο τομέα και έτσι δεν είχε άλλες εναλλακτικές λύσεις αλλά να στηρίξει ανεπιφύλακτα τη Σερβία όταν ξέσπασε η κρίση μεταξύ Σερβίας και Αυστρίας το 1914. Αυτή ήταν μια θέση που την οδήγησε αναπόφευκτα, αν και απρόθυμα, σε έναν Παγκόσμιο Πόλεμο με καταστροφικά αποτελέσματα γι 'αυτήν, αφού ήταν λιγότερο προετοιμασμένη (τόσο στρατιωτικά όσο και κοινωνικά) για το γεγονός αυτό από οποιαδήποτε άλλη Μεγάλη Δύναμη.
Η Αυστροουγγαρία ανησύχησε από τη μεγάλη αύξηση του εδάφους της Σερβίας σε βάρος των εθνικών της φιλοδοξιών στην περιοχή, καθώς και για την άνοδο του κύρους της Σερβίας, ιδίως στους Σλαβικούς πληθυσμούς της. Αυτή την ανησυχία συμμεριζόταν και η Γερμανία, που έβλεπε τη Σερβία ως δορυφόρο της Ρωσίας. Αυτό συνέβαλε σημαντικά στην προθυμία των δύο κεντρικών δυνάμεων να πάνε στον πόλεμο το συντομότερο δυνατό.
Τελικά, όταν μια υποστηριζόμενη από τη Σερβία οργάνωση δολοφόνησε το διάδοχο του Αυστροουγγρικού θρόνου, προκαλώντας την Κρίση του Ιουλίου του 1914, κανείς δεν μπορούσε να σταματήσει τη σύγκρουση και ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Ο σοβιετικός δημογράφος Μπόρις Ουρλάνις εκτίμησε στο Voini I Narodo-Nacelenie Europi (1960) ότι στον Α΄ και το Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο σκοτώθηκαν 122.000, 20.000 από τραυματισμούς και 82.000 από ασθένειες. Ο Α' Βαλκανικός πόλεμος είναι για την Ελλάδα αντιστρόφως ανάλογος, με τις απώλειες. Δηλαδή με μικρές απώλειες η Ελλάδα διπλασιάσθηκε. Αντίστοιχα και η Σερβία εκπλήρωσε όλους τους αντικειμενικούς στόχους της, ενώ η Βουλγαρία είχε πολύ μεγάλες απώλειες ειδικά στο μέτωπο της Αδριανούπολης μετά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο τον οποίο η ίδια προκάλεσε, δεν είχε μεγάλα εδαφικά κέρδη.
Το ελληνικό κράτος διπλασιάσθηκε και σε έκταση και σε πληθυσμό με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οι καλύτερες προϋποθέσεις για κοινωνική, πολιτική και οικονομική ανάπτυξη. Ταυτόχρονα άλλαξε ριζικά και η δομή του πληθυσμού, τόσο για το νέο Ελληνικό κράτος όσο και στο κομμάτι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που αποσπάστηκε από αυτήν. Δηλαδή, στην θέση ενός ενιαίου οικονομικού χώρου ξαφνικά μπήκαν σύνορα, τα οποία επηρέασαν π.χ. τους νομάδες κτηνοτρόφους οι οποίοι ήταν συνηθισμένοι να μετακινούνται στον ενιαίο χώρο των Βαλκανίων. Ανάλογα επηρεάσθηκαν οι Έλληνες έμποροι, που ήταν η αστική τάξη της εποχής. Μια λύση ήταν η στροφή στη διοίκηση. Δηλαδή οι Έλληνες αστοί από έμποροι άρχισαν να μετατρέπονται σε δημοσίους υπαλλήλους και να τοποθετούνται στον διοικητικό μηχανισμό του νέου Ελληνικού κράτους στην θέση των αποχωρούντων Μουσουλμάνων.
Ταυτόχρονα μεγάλος αριθμός πληθυσμού μετακινήθηκε από όλες και προς όλες τις πλευρές. Υπολογίζονται σε περισσότεροι από 400.000 οι Τούρκοι που έφυγαν από την Οθωμανική, Ευρωπαϊκή αυτοκρατορία και πήγαν προς την Τουρκία. Γενικά κυρίως μετά τον Β' Βαλκανικό πόλεμο οι κάτοικοι των εδαφών της τέως Ευρωπαϊκής Τουρκίας αισθάνονται απειλούμενοι από τον αλυτρωτισμό των υπολοίπων εθνοτήτων και σε πολλές περιπτώσεις (κυρίως οι φτωχότεροι) ακολουθούν τα στρατεύματα του έθνους τους. Υπάρχουν φιλμ της εποχής που δείχνουν καραβάνια Σέρβων, Βουλγάρων, Τούρκων ή Ελλήνων προσφύγων να ακολουθούν τα αντίστοιχα στρατεύματα μέχρι να ορισθούν τα τελικά σύνορα.
Η Ελλάδα δέχθηκε και άλλα κύματα προσφύγων λόγω των διωγμών που υπέστησαν οι Έλληνες στη Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία. Το Οθωμανικό κράτος ψάχνοντας υπεύθυνους για την ήττα ξέσπασε σε διωγμούς εναντίον των Ελλήνων. Υπολογίζονται σε περισσότερους από 100.000 οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και αντίστοιχος αριθμός από τη Μικρά Ασία οι πρόσφυγες που εξαναγκάστηκαν να φύγουν μετά τις βιαιότητες.
Από κοινωνική άποψη με την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης αλλά και της Μακεδονίας γενικότερα το Ελληνικό κράτος, από μονοεθνικό και αγροτικό, γίνεται ξαφνικά πολυεθνικό αλλά και λόγω της ενσωμάτωσης των νέων εδαφών αλλάζει κοινωνική δομή αποκτώντας περισσότερους αστούς και εργάτες. Ενσωματώνονται (μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923) μεγάλες μάζες μουσουλμάνων, Εβραίων και σε πολύ μικρότερο βαθμό Σλάβων.
Η Μακεδονία πλησίαζε πιο πολύ στη Ευρώπη από τις υπόλοιπες περιοχές του Ελληνικού κράτους. Υπήρχαν αστικά κέντρα αμιγώς ελληνικά κέντρα αλλά και βλάχικα, όπως η Κλεισούρα όπου σε αντίθεση με την επαρχία του Ελληνικού κράτους ήταν εξοικειωμένοι με τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής, και βέβαια αυτό αντανακλάται και στα ρούχα που φορούσαν. Στις αρχές του 20ου αιώνα οι νέες Ελληνίδες ακόμη και στα χωριά της Μακεδονίας δεν φορούν πλέον τα παραδοσιακά ρούχα και μάλιστα οι εύπορες αστές ντύνονται με την τελευταία λέξη της γαλλικής μόδας.
Δηλαδή το Ελληνικό κράτος αστικοποιείται και ταυτόχρονα «κληρονομεί» μεγάλες ομάδες εργατών λόγω των πόλεων της Μακεδονίας. Η Θεσσαλονίκη ήταν εκείνη την εποχή η πιο ευρωπαϊκή πόλη του Ελληνικού κράτους με μεγάλο εργατικό δυναμικό σημαντικό και αριθμητικά αλλά και από άποψη οργάνωσης (federatión). Η Federatión, η οποία είχε σαν βάση της, το εβραϊκό εργατικό στοιχείο, αλλά και ομοϊδεάτες Έλληνες, Τούρκους ή Σλάβους σε μικρότερα ποσοστά, είναι πλέον η πιο σημαντική εργατική οργάνωση που υπάρχει στο ελληνικό κράτος και θα δώσει τον μεγαλύτερο όγκο στο σοσιαλιστικό εργατικό κόμμα που υπήρξε πρόγονος του ΚΚΕ.
Βιβλιογραφία:
Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913) από τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού / ΓΕΣ
Έκθεσις της Πολεμικής Ιστορίας των Ελλήνων: Έκδοση 1970 ΓΕΣ.
Εμείς οι Έλληνες. Σκάι 2008. Πολεμική Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας. ISBN 9789606845161.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Εκδοτική Αθηνών. Τόμος ΙΔ'. Αθήνα 1980.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου