Ο πόλεμος του Βιετνάμ, ή μάλλον καλύτερα η αμερικανική ανοιχτή εμπλοκή στο Βιετνάμ, κράτησε από το 1965 μέχρι το 1972. Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας που έλαβε χώρα σε Ιράκ και Αφγανιστάν κράτησε από 2001 και την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου μέχρι το 2013, οπότε και ο Πρόεδρος Ομπάμα κήρυξε το τέλος του με την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από αυτές τις δύο χώρες.
Όμως και οι δύο αυτοί πόλεμοι, αν και απέχουν πολύ μεταξύ τους χρονικά, έχουν αφήσει το στίγμα τους στην αμερικανική αλλά και στην παγκόσμια ιστορία. Για παράδειγμα και οι δύο ήταν αμφιλεγόμενοι και οι δύο, μετά από κάποιο σημείο έχασαν την λαϊκή υποστήριξη και οι δύο, τέλος, έληξαν άδοξα και με πολλές απώλειες για τους Αμερικανούς.
Όπως αναφέρει το warhistoryonline, όταν Πρόεδρος των Η.Π.Α ήταν ο Johnson το 1965, η πολιτική των Η.Π.Α για το Βιετνάμ ήταν η υποβοήθηση αντιαντάρτικων επιχειρήσεων και η γενικότερη υποστήριξη του αστικού βιετναμέζικου καθεστώτος του νοτίου, τότε, Βιετνάμ. Όπως γίνεται αντιληπτό, ο Johnson δεν είχε κάποιον συγκεκριμένο στόχο ή αντικειμενικό σκοπό σε αυτόν τον πόλεμο, καθ' όλη την διάρκεια της θητείας του.
Το 1969 την σκυτάλη αναλαμβάνει ο Νίξον. Προεκλογικά, είχε υποσχεθεί δύο αντικρουόμενα πράγματα, στο εσωτερικό των Η.Π.Α ότι θα φέρει τα αμερικανικά στρατεύματα πίσω, ενώ στο νότιο Βιετνάμ, ότι θα συνεχίσει την στρατιωτική και πολιτική στήριξη. Όπως γίνεται κατανοητό τίποτα από αυτά δεν τηρήθηκε όπως είχε υποσχεθεί. Μάλιστα, ο Νίξον εξάπλωσε τον πόλεμο και στα γύρω κομμουνιστικά κράτη, στην βάση της θεωρίας του ντόμινο, της οποίας ήταν θιασώτης.
Όσον αφορά για τον πόλεμο της τρομοκρατίας, ο Μπούς σκόπευε να εγκαθιδρύσει δημοκρατίες σε Ιράκ και Αφγανιστάν. Ενώ ο Ομπάμα που το διαδέχτηκε, στόχος του ήταν η επιστροφή των αμερικανικών στρατευμάτων. Βλέπουμε δηλαδή, ότι ο επόμενος πρόεδρος αρνιόταν να ακολουθήσει τους στόχους του προκατόχου του και στις δύο περιπτώσεις. Στην πραγματικότητα, ο Νίξον και ο Ομπάμα βασίζονταν σε μεγάλο μέρος των προεδρικών εκστρατειών τους στην πλήρης αντικατάσταση των στόχων των προκατόχων τους.
Η γενικότερη στρατηγική που ακολουθούσε ο αμερικανικός στρατός στον πόλεμο του Βιετνάμ, από το 1965 έως τα μέσα του 1968, ήταν να σκοτώσει όσους περισσότερους βορειοβιετναμέζους και αντάρτες Βιετκόνγκ, ώστε να υποχρεωθεί ο εχθρός να εγκαταλείψει κάθε επιθετική διάθεση. Οι χώρες του Λάος και του Βόρειου Βιετνάμ ήταν εκτός των ορίων των αμερικανικών δυνάμεων, τότε.
Οι αεροπορικές δυνάμεις μπορούσαν να βομβαρδίζουν γέφυρες και στρατιωτικές εγκαταστάσεις των ανταρτών, αλλά δεν είχαν εξουσιοδοτηθεί να βομβαρδίζουν ή να επιτίθενται γενικά σε πόλεις, βιομηχανικά κέντρα ή δίκτυα που υποστήριζαν τους Βιετκόνγκ. Από το 1968 έως το 1972, η αμερικανική στρατηγική μετατοπίστηκε στην στενότερη συνεργασία με το νοτιοβιετναμέζικο καθεστώς.
Τελικά, οι Αμερικανοί θα αρχίζουν να αποχωρούν από το 1972 στηριζόμενοι κυρίως στην αεροπορία τους, η οποία δεν είχε σοβαρό αντίπαλο πάνω από το βόρειο Βιετνάμ. Οι Βιετκόνγκ τελικά θα επικρατήσουν χάρη στην κινεζική και σοβιετική βοήθεια και το 1975 θα καταλάβουν ολόκληρη την χώρα.
Αντίθετα, στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας η αμερικανική στρατηγική συνοψιζόταν στα εξής σημεία: θέσπιση δυτικού νομικού κώδικα και στις δύο χώρες, χρηματοδότηση αναπτυξιακών έργων, παροχή προστασίας στον τοπικό πληθυσμό και ενημέρωση των πολιτών των δύο χωρών έτσι ώστε να υποστηρίξει την νέα κυβέρνηση. Το Ιράκ σταθεροποιήθηκε μεταξύ 2006 και 2007, κυρίως επειδή οι ισχυρότερη Σουνίτες, υποστήριξαν τους Αμερικανούς. Όταν οι Αμερικανοί απομακρύνθηκαν, το Ιράκ κατέρρευσε.
Χαρακτηριστικό αυτής της πολιτικής ήταν το ότι ο στρατηγός Stanley McChrystal δήλωσε ότι στόχος του ήταν να έχει το 5% της δύναμης του να εμπλέκεται με τον εχθρό, ενώ το 95% να εργάζεται για να προστατεύσει τις φυλές Pashtun και να τους πείσει να στηρίξουν την κυβέρνηση, τότε, του Καρζάι αντί για τους Ταλιμπάν.
Ίσως η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ του Βιετνάμ και των εκστρατειών στο Αφγανιστάν και το Ιράκ είναι η αμερικανική στάση απέναντι στον θάνατο. Στο Βιετνάμ, τα στρατεύματα υπηρετούσαν ένα χρόνο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι στρατιώτες πήγαιναν σε μάχη και σκοτωνόντουσαν πριν κανείς μάθει τα ονόματά τους και πριν αναπτύξουν δεσμούς φιλίας μεταξύ τους.
Αυτό γινόταν αποδεκτό τότε ως απόρροια του πολέμου. Στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, τα στρατεύματα υπηρετούσαν σε μονάδες στις οποίες είχαν ήδη σχηματίσει στενούς δεσμούς με τους συναδέλφους τους. Αυτό γίνεται φανερό και από το γεγονός ότι Διεξάγονταν τελετές για τους νεκρούς στρατιώτες στην αντίστοιχη στρατιωτική βάση στο Ιράκ ή το Αφγανιστάν αντίστοιχα,, μια άλλη τελετή όταν μεταφερόταν στο αεροπλάνο, άλλη όταν έφθασαν στις ΗΠΑ και άλλη στο νεκροταφείο. Το φάσμα του θανάτου επηρέασε περισσότερο τα στρατεύματα στο Αφγανιστάν και το Ιράκ απ 'ότι εκείνα στο Βιετνάμ.
Μαζί με την επιθυμία να ανοικοδομήσουν αυτά τα έθνη και όχι να τα καταστρέψουν, αυτός ο φόβος του θανάτου οδήγησε τις ΗΠΑ να αγωνιστούν πιο προσεκτικά στο Αφγανιστάν και το Ιράκ από ό, τι στο Βιετνάμ. Οι στρατιώτες ήταν πιο φοβισμένοι και μειώθηκαν οι κίνδυνοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου