Όταν ο Οιδίποδας παραιτήθηκε από το θρόνο της Θήβας, παρέδωσε την πόλη στους δυο γιους του, Ετεοκλή και Πολυνείκη, που συμφώνησαν να παίρνουν το βασίλειο εναλλάξ κάθε χρόνο. Μετά τον πρώτο χρόνο, ο Ετεοκλής αρνήθηκε να παραδώσει τον θρόνο. Ο Πολυνείκης, ο οποίος διέμενε στην αυλή του βασιλιά Άδραστου, επιτέθηκε στην πόλη των Θηβών με τους συμμάχους του. Οι θρυλικοί «Επτά επί Θήβας».
Αυτοί ήταν έξι βασιλείς ο Άδραστος, ο Αμφιάραος, ο Καπανέας, ο Ιππομέδοντας, ο Τυδέας και ο Παρθενοπαίος.
Ο Άδραστος (< ἀ- (μη) + δράω (πράττω, κινούμαι, φέυγω), "ο ακλόνητος, ο άφοβος") ήταν γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης, βασιλιάς του Άργους. Ο Παυσανίας ονομάζει τη μητέρα του Λυσιάνασσα, ενώ ο Υγίνος Ευρυνόμη. Καταγόταν από το αιολικό γένος των Αμυθαονιδών (Αμυθαονίδες ήταν το γένος που καταγόταν από τον Αμυθάονα και τους γιους του, Μελάμποδα και Βίαντα, που κατέφυγαν στην αργολική πεδιάδα και ίδρυσαν κατά μία εκδοχή τα βασίλεια του Άργους και των Μυκηνών.
Οι Αμυθαονίδες γνώριζαν τη μαντική τέχνη και θαυμάζονταν για την ευφυία τους. Απόγονός τους ήταν και ο γνωστός από τον Τρωικό Πόλεμο μάντης Κάλχας. Ο Ησίοδος (225) γράφει ότι ξεκίνησαν από την Πισάτιδα χώρα και την Τριφυλλία, και έφθασαν στο Άργος, όπου ήρθαν σε επιμιξία με τους απογόνους του Δαναού. Τα δύο βασίλεια που ίδρυσαν είχαν κοινό ιερό το Ηραίον στον μεταξύ τους δρόμο, στο εσωτερικό του οποίου είχαν τοποθετήσει τα ξόανα του Πολυκλείτου.
Με την πάροδο του χρόνου, οι Αμυθαονίδες άρχισαν ανταγωνισμό με τους απογόνους του Περσέως (Περσείδες), ο οποίος εξελίχθηκε λίγο μετά σε πόλεμο, που είχε ως αποτέλεσμα την ήττα των δεύτερων) διώχθηκε από το Άργος από τον Αμφιάραο, οπότε κατέφυγε στη Σικυώνα, της οποίας ο βασιλιάς, ο Πόλυβος, ήταν παππούς του (πατέρας της Λυσιμάχης). Ο Πόλυβος πέθανε άτεκνος και τότε ο Άδραστος, ως στενότερος συγγενής, ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Σικυώνας. Αργότερα όμως συμφιλιώθηκε με τον Αμφιάραο και επέστρεψε στο Άργος, όπου έδωσε την αδελφή του Εριφύλη ως σύζυγο στον Αμφιάραο, με τη συμφωνία να επιλύουν στο εξής τις διαφορές τους με τη διαιτησία της Εριφύλης.
Ο Άδραστος ανέλαβε βασιλιάς στο Άργος. Με την άφιξη του καταδιωγμένου από τη Θήβα Πολυνείκη στο Άργος και τις επίμονες παρακλήσεις του να τον βοηθήσει να ξαναγυρίσει στην πατρίδα του ως βασιλιάς, ο Άδραστος αποφάσισε να στηρίξει την αξίωσή του. Συγκεκριμένα, μια νύχτα ο Άδραστος άκουσε φασαρία στον προθάλαμο του ανακτόρου του και βγήκε ανήσυχος να δει τι συνέβαινε. Βρέθηκε μπροστά σε δύο άνδρες που μάλωναν για το ποιος θα ζητήσει πρώτος τη φιλοξενία του. Ο ένας ήταν ο Πολυνείκης και ο άλλος ο Τυδέας, διωγμένος κι αυτός από τη δική του πατρίδα, την Καλυδώνα, για κάποιο φόνο που είχε διαπράξει κατά λάθος. Ο Άδραστος τους χώρισε και δέχθηκε να φιλοξενήσει και τους δύο στο παλάτι του. Ο Πολυνείκης είχε μια ασπίδα με παράσταση λιονταριού, ενώ ο Τυδέας ασπίδα με παράσταση αγριόχοιρου. Τότε ο Άδραστος θυμήθηκε πως κάποτε του είχε δοθεί ένας περίεργος χρησμός: να παντρέψει τις κόρες του με ένα λιοντάρι και με ένα αγριόχοιρο. Αμέσως κατάλαβε ότι αυτούς θα εννοούσε ο χρησμός. Πάντρεψε λοιπόν τις δύο κόρες του, τη Διηπύλη με τον Τυδέα και την Αργεία με τον Πολυνείκη (είχε και τρία άλλα παιδιά, τον Αιγιαλέα, την Αιγιάλεια και τον Κυάνιππο). Ανέλαβε έτσι όμως την υποχρέωση, ως πεθερός τους, να τους βοηθήσει να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Και πρώτα αποφάσισε να στηρίξει τη δίκαιη αξίωση του Πολυνείκη.
Σε αυτή την απόφαση ο Αμφιάραος εναντιώθηκε από την πρώτη στιγμή και αρνήθηκε να συμμετάσχει στην εκστρατεία, καθώς ως γνώστης της μαντικής ήξερε ότι από όσους θα λάβαιναν μέρος στην εκστρατεία εκείνη μόνο ο Άδραστος θα επέστρεφε ζωντανός. Κατέφυγαν λοιπόν κατά τη συμφωνία τους στη διαιτησία της Εριφύλης, η οποία δέχθηκε την άποψη του αδελφού της και παρότρυνε τον σύζυγό της να εκστρατεύσει μαζί με τους υπόλοιπους, για να αποκτήσει δόξα και τιμή. Η εκστρατεία αυτή έγινε γνωστή ως οι «Επτά επί Θήβας» (συμμετείχε και ο Τυδέας με άλλους 4 στρατηγούς). Φθάνοντας στη Θήβα, οι επτά παρατάχθηκαν με τις δυνάμεις τους μπροστά στις ισάριθμες πύλες της πόλεως. Παρόλη την ορμή και τη γενναιότητά τους, οι πολιορκητές δεν μπόρεσαν να κυριεύσουν την πόλη, γιατί αυτή ήταν η απόφαση του Δία ύστερα από την αυθόρμητη θυσία του Μενοικέως στον Άρη και τις καυχησιολογίες του Καπανέως.
Στο τέλος λοιπόν, αφού σκοτώθηκαν σε μονομαχία τα δύο αδέλφια Ετεοκλής και Πολυνείκης, οι πολιορκητές τράπηκαν σε φυγή, αφού σκοτώθηκαν στη μάχη όλοι οι επικεφαλής εκτός από τον Άδραστο. Ο Άδραστος σώθηκε χάρη στο φτερωτό άλογο του Αρίωνα και έφθασε στον Κολωνό της Αττικής. Εκεί εμφανίσθηκε ως ικέτης στους Αθηναίους και με τη μεσολάβησή τους κατάφερε να πάρει πίσω τους νεκρούς του από τον νέο βασιλιά της Θήβας, τον Κρέοντα, και να τους θάψει στην Ελευσίνα, πράγμα σημαντικό (ας μη ξεχνάμε ότι όλη η υπόθεση της γνωστής τραγωδίας «Αντιγόνη» του Σοφοκλή βασίζεται στην επιχείρηση ταφής του Πολυνείκη από την Αντιγόνη).
Ο Άδραστος, αισθανόμενος βαθιά ταπείνωση από την ήττα του, ξεσήκωσε μετά 10 χρόνια τα παιδιά των σκοτωμένων ηγετών, τους «Επιγόνους» όπως ονομάσθηκαν, και εξεστράτευσε εκ νέου κατά των Θηβών. Τη φορά αυτή πέτυχε: οι Θηβαίοι νικήθηκαν, η πόλη τους κυριεύθηκε και καταστράφηκε, οι Αργείοι ανέβασαν στον θρόνο της τον γιο του Πολυνείκη, τον Θέρσανδρο, και αποχώρησαν. Και πάλι όμως ο Άδραστος στάθηκε άτυχος: σκοτώθηκε ο πολυαγαπημένος γιος του, ο Αιγιαλέας, κι έτσι ο τραγικός πατέρας μόλις έφθασαν στα Μέγαρα πέθανε από τη μεγάλη του λύπη και τάφηκε εκεί.
Ο Άδραστος τιμήθηκε πολύ στα Μέγαρα, στον Κολωνό της Αττικής και στη Σικυώνα ως ήρωας. Ιδιαίτερα στην τελευταία πόλη, τιμούσαν τα παθήματά του με γιορτές, θυσίες και ταφικούς χορούς ως την εποχή του Κλεισθένους.
Ο Αμφιάραος ήταν ένας από τους επιφανέστερους Έλληνες ήρωες. Κατά την αρχαιότερη παράδοση, ήταν γιος του Οικλή και εγγονός του Μελάμποδα (Παυσανίας, ΣΤ΄ 17,6), από τον οποίο και κληρονόμησε την τέχνη της μαντικής, όπως και άλλες γνώσεις, Ιατρικής και Φαρμακολογίας. Οι μεταγενέστεροι όμως μύθοι αναφέρουν ότι ο Αμφιάραος ήταν γιος του θεού Απόλλωνα και της Υπερμνήστρας ή της Κλυταιμνήστρας.
Ο Αμφιάραος πήρε για σύζυγό του την Εριφύλη, αδελφή του Αδράστου, τον οποίο προηγουμένως είχε εκδιώξει από το Άργος στη Σικυώνα, και έτσι συμφιλιώθηκε μαζί του με τη συμφωνία να επιλύουν στο εξής τις διαφορές τους με τη διαιτησία της Εριφύλης. Ο Αμφιάραος και η Εριφύλη απέκτησαν δύο γιους, τον Αλκμέωνα και τον Αμφίλοχο, και δύο κόρες, την Ευρυδίκη και τη Δημώνασσα. Ο ποιητής Άσιος προσθέτει στις θυγατέρες και την Αλκμήνη (Παυσ. Ε 17,8), ενώ ο Πλούταρχος την Αλεξίδα.
Με την άφιξη του καταδιωγμένου από τη Θήβα Πολυνείκη στο Άργος και τις επίμονες παρακλήσεις του να τον βοηθήσει να ξαναγυρίσει στην πατρίδα του ως βασιλιάς, ο Άδραστος αποφάσισε να στηρίξει τη δίκαιη αξίωσή του. Σε αυτή την απόφαση ο Αμφιάραος εναντιώθηκε από την πρώτη στιγμή και αρνήθηκε να συμμετάσχει στην εκστρατεία, καθώς ως γνώστης της μαντικής ήξερε ότι από όσους θα λάβαιναν μέρος στην εκστρατεία εκείνη μόνο ο Άδραστος θα επέστρεφε ζωντανός. Κατέφυγαν λοιπόν κατά τη συμφωνία τους στη διαιτησία της Εριφύλης, η οποία δέχθηκε την άποψη του αδελφού της και παρότρυνε τον σύζυγό της να εκστρατεύσει μαζί με τους υπόλοιπους, για να αποκτήσει δόξα και τιμή. Ο Αμφιάραος αναγκάσθηκε τότε χωρίς τη θέλησή του να ακολουθήσει τους άλλους στην εκστρατεία που έγινε γνωστή ως οι «Επτά επί Θήβας». Η Εριφύλη όμως είχε πάρει το μέρος του αδελφού της όχι από αντικειμενική κρίση, αλλά επειδή είχε δωροδοκηθεί από τον Πολυνείκη με το περιδέραιο της Αρμονίας. Τόσο το περιδέραιο αυτό όσο και ο πέπλος ήταν πολύτιμα δώρα που είχαν δωρίσει οι θεοί στην Αρμονία κατά τους γάμους της και τα είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του ο Πολυνείκης.
Γνωρίζοντας τα πάντα ο Αμφιάραος ως μάντης, άφησε φεύγοντας για τον μοιραίο πόλεμο σκληρή εντολή στα παιδιά του: όταν μεγαλώσουν να σκοτώσουν τη μητέρα τους γιατί τον είχε στείλει σε βέβαιο θάνατο επειδή είχε θαμπωθεί από ύποπτα δώρα. Ο Απολλόδωρος πάντως (Γ 7, 2 και 5) ισχυρίζεται ότι ο Αλκμέωνας και ο Αμφίλοχος σκότωσαν τη μητέρα τους μετά από σχετική εντολή του θεού Απόλλωνα. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο Αμφιάραος είχε κρυφτεί αλλά η Εριφύλη τον πρόδωσε στον Άδραστο, οπότε αυτός υποχρεώθηκε να τον ακολουθήσει.
Φθάνοντας στη Θήβα, οι επτά παρατάχθηκαν με τις δυνάμεις τους μπροστά στις ισάριθμες πύλες της πόλεως. Ο Αμφιάραος παρατάχθηκε και πολεμούσε μπροστά από τις Ομολωίδες ή Προιτίδες πύλες. Παρόλη την ορμή και τη γενναιότητά τους, οι πολιορκητές δεν μπόρεσαν να κυριεύσουν την πόλη, γιατί αυτή ήταν η απόφαση του Δία ύστερα από την αυθόρμητη θυσία του Μενοικέως στον Άρη και τις καυχησιολογίες του Καπανέως. Στο τέλος λοιπόν, αφού σκοτώθηκαν σε μονομαχία τα δύο αδέλφια Ετεοκλής και Πολυνείκης, οι πολιορκητές τράπηκαν σε φυγή, αφού σκοτώθηκαν στη μάχη όλοι οι επικεφαλής εκτός από τον Άδραστο.
Ο Αμφιάραος κατά την υποχώρησή του μετά την ήττα καταδιωκόταν από τον Θηβαίο Πολυκλύμενο ή Περικλύμενο, γιο του θεού Ποσειδώνα, που θα τον σκότωνε ή θα τον πλήγωνε, πράγμα λυπηρό και υποτιμητικό για μια ηρωική φυσιογνωμία όπως τον Αμφιάραο. Ο Δίας λοιπόν πάλι, θέλοντας να αποτρέψει αυτό το πεπρωμένο, έριξε κεραυνό που άνοιξε στη γη ένα μεγάλο χάσμα. Το χάσμα αυτό κατάπιε τον Αμφιάραο, τον ηνίοχό του Βάτωνα, το άρμα τους και το άλογό τους. Στη συνέχεια ο Δίας έκανε τον ήρωα αθάνατο, και οι αρχαίοι Έλληνες τον λάτρευαν από τότε ως θεό. Το χάσμα που τον κατάπιε το τοποθετούσαν αρχικώς μεν κοντά στον ποταμό της Θήβας Ισμηνό, αργότερα δε, όταν διαδόθηκε η λατρεία του Αμφιαράου, σε πολλά άλλα μέρη, τα οποία διεκδικούσαν την τιμή αυτή. Λεγόταν ότι στον τόπο που ανοίχθηκε το χάσμα κτίσθηκε αργότερα ένας περίβολος με κολώνες στις οποίες ποτέ δεν πήγαιναν να καθίσουν πουλιά και τα ζώα απέφευγαν να βοσκήσουν εκεί.
Ο Άδραστος θρήνησε απαρηγόρητα τον χαμό του γαμβρού του, όπως υμνεί ο Πίνδαρος (Ολυμπιόν. VI 34). Αλλά και όλοι οι άλλοι αρχαίοι ποιητές που εμπνεύσθηκαν από τον μύθο αυτό, ανέφεραν με πολλή εκτίμηση και σεβασμό το όνομα του Αμφιαράου. Σώζεται η παράδοση ότι, κάποτε που ο Αισχύλος υμνούσε τον Αμφιάραο σε μια τραγωδία του, όλοι ανεξαιρέτως οι θεατές έστρεψαν αυθόρμητα το βλέμμα τους στον παριστάμενο Αριστείδη τον Δίκαιο.
Μετά τη θεοποίηση του Αμφιαράου, πολλές πόλεις διεκδικούσαν την καταγωγή του, υπερίσχυσε ωστόσο τελικώς η Θήβα. Ο Αμφιάραος είχε πολλά ιερά, με τα γνωστότερα να φιλοξενούνται στο Άργος, στη Σπάρτη, στο Βυζάντιο, στη Θήβα και στον Ωρωπό. Σε μεταγενέστερους μύθους, ο ήρωας εμφανίζεται να παίρνει μέρος και στην Αργοναυτική εκστρατεία (Απολλόδωρος, Ι 9, 16) ή στο κυνήγι του Καλυδωνίου Κάπρου (Παυσανίας Θ΄ 45, 7). Τέλος, ως ένας από τους συμμετέχοντες στα «άθλα επί Πελία» (βλ. Πελίας).
Ο Αμφιάραος λατρεύτηκε ακόμα και ως ιατρός, και μάλιστα ως «δεύτερος Ασκληπιός». Η φήμη του ως μάντη είχε υπερβεί τα όρια της Ελλάδας και έφθανε μέχρι τη Λυδία, αφού ο Ηρόδοτος αναφέρει (Α 46) πως είχαν καταφύγει στο χρηστήριό του οι πρέσβεις του βασιλιά των Λυδών Κροίσου για να τον συμβουλευθούν αν έπρεπε ο Κροίσος να εκστρατεύσει κατά των Περσών. Για περισσότερα σχετικώς με το μαντείο του βλ. Αμφιαράειο.
Ο Καπανέας (αρχαία Καπανεύς) ήταν Αργείος ήρωας στην Ελληνική Μυθολογία γιος του Ιππονόου και της Αστυνόμης, εκ μητρός ανεψιός του Αδράστου και πατέρας του Σθενέλου, ένας από τους ανδρειότερους και τολμηρότερους από τους ήρωες των «Επτά επί Θήβας». Αναφέρεται επίσης μυθικός βασιλιάς της Ωλένου[1].
Όταν κατέλαβε το παρά τις «Ηλεκτρίδες πύλες» μέρος του τείχους, ο Καπανεύς αναρριχήθηκε στις επάλξεις και στάθηκε εκεί υπερήφανα για τον άθλο του, ζήτησε δαυλό για να πυρπολήσει και να κάψει την πόλη, ακόμη και παρά «τη θέληση των θεών», όπως βροντοφώναζε ο ίδιος. Τότε ο Δίας τιμώρησε τον υπερόπτη ήρωα και, ενόσω στέκονταν προκαλώντας στις επάλξεις να του φέρουν αναμμένο δαυλό, τον κεραυνοβόλησε.
Από την παράδοση αυτή εμπνεύσθηκαν και οι τρεις κορυφαίοι τραγικοί ποιητές, καθώς και αρκετοί αντιπρόσωποι εικαστικών τεχνών, ιδίως σε αγγειογραφίες που παριστούν συνήθως τον ήρωα να πέφτει στα γόνατα κρατώντας με το ένα χέρι την ασπίδα και με το άλλο τον αυχένα του.
Ο Ιππομέδων ήταν γιος του Αριστομάχου και της Μητιδίκης, και ανεψιός του Αδράστου. Σε άλλη παράδοση, ωστόσο, εμφανίζεται ως γιος του Ταλαού. Ο Ιππομέδοντας φημιζόταν για το γιγαντιαίο ανάστημά του και την τεράστια δύναμή του. Η ασπίδα του απεικόνιζε πάνω της το τέρας Τυφώνα να βγάζει φωτιά απ' τα ρουθούνια του. Λεγόταν ότι κατοικούσε στη Λέρνη: ο Παυσανίας αναφέρει (Β΄ 36, 8) ότι είδε εκεί ερείπια και θεμέλια του ανακτόρου του πάνω στον Ποντίνο λόφο. Σύμφωνα με άλλη παράδοση πάντως, κατοικούσε στις Μυκήνες.
Στη μάχη που έγινε μπροστά στις πύλες της Θήβας, στην εκστρατεία των «Επτά επί Θήβας», ο Ιππομέδοντας σκοτώθηκε από τον Ίσμαρο ή τον Υπέρβιο ενώ σύμφωνα με άλλες πηγές, χτυπήθηκε από τα βέλη των Θηβαίων και πνίγηκε στον Ισμηνό ποταμό. Γιος του Ιππομέδοντα ήταν ο Πολύδωρος, ένας από τους «Επιγόνους». Ο Παυσανίας γράφει (Ι΄ 10, 3) ότι οι Αργείοι αφιέρωσαν άγαλμα του Ιππομέδοντα στους Δελφούς.
Ο Τυδέας είναι γιος από δεύτερο γάμο του βασιλιά Οινέα της Αιτωλικής Καλυδώνας. Εκδιώχθηκε από τον θείο του Άγριο όταν αυτός σφετερίσθηκε το θρόνο από τον Οινέα και κατέφυγε στον βασιλιά του Άργους Άδραστο, γιατί κατά μία εκδοχή σκότωσε άθελά του στο κυνήγι τον θείο του Αλκάθοο ή, σύμφωνα με άλλη παράδοση, τους γιους του Μέλανα. Στο Άργος ο Άδραστος άκουσε φασαρία στον προθάλαμο του ανακτόρου του και βγήκε ανήσυχος να δει τι συνέβαινε. Βρέθηκε μπροστά σε δύο άνδρες που μάλωναν για το ποιος θα ζητήσει πρώτος τη φιλοξενία του. Ο ένας ήταν ο Πολυνείκης και ο άλλος ο Τυδέας, διωγμένος κι αυτός από τη δική του πατρίδα, την Καλυδώνα, για κάποιο φόνο που είχε διαπράξει κατά λάθος.
Ο Άδραστος τους χώρισε και δέχθηκε να φιλοξενήσει και τους δύο στο παλάτι του. Ο Πολυνείκης είχε μια ασπίδα με παράσταση λιονταριού, ενώ ο Τυδέας ασπίδα με παράσταση αγριόχοιρου. Τότε ο Άδραστος θυμήθηκε πως κάποτε του είχε δοθεί ένας περίεργος χρησμός: να παντρέψει τις κόρες του με ένα λιοντάρι και με ένα αγριόχοιρο. Αμέσως κατάλαβε ότι αυτούς θα εννοούσε ο χρησμός. Πάντρεψε λοιπόν τις δύο κόρες του, τη Διηπύλη με τον Τυδέα και την Αργεία με τον Πολυνείκη, και έτσι ο Τυδέας έγινε πατέρας του Διομήδη.
Κατά την εκστρατεία του Αδράστου εναντίον των Θηβών, ο Τυδέας διακρίθηκε για το θάρρος του ως ένας από τους «Επτά επί Θήβας», αλλά τελικά σε κάποια μάχη τραυματίσθηκε θανάσιμα από τον Θηβαίο Μελάνιππο. Σύμφωνα με μία εκδοχή, η θεά Αθηνά θέλησε να καταστήσει τον Τυδέα αθάνατο, και το ζήτησε ως χάρη από τον Δία. Ωστόσο, ο Αμφιάραος έκοψε το κεφάλι του Μελανίππου και το έδωσε στον Τυδέα, ο οποίος έφαγε τον εγκέφαλο. Από αυτό το γεγονός, η Αθηνά έπαψε να τον συμπαθεί και δεν τον έκανε αθάνατο. Ο Τυδέας χρεώνεται επίσης με τη δολοφονία της Ισμήνης.
ο Παρθενοπαίος ήταν ο ένας από τους επτά αρχηγούς που εξεστράτευσαν εναντίον των Θηβών και έγιναν γνωστοί ως οι Επτά επί Θήβας. Υπήρξε γιος της Αταλάντης και του Ιππομένη ή Μελανίωνα, ή του Μελεάγρου ή ακόμα και του θεού του πολέμου Άρη. Σύμφωνα με τοπική, αργειακή παράδοση, ο Παρθενοπαίος ήταν αδελφός του Αδράστου, γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης. Ο Παρθενοπαίος σκοτώθηκε από τον Περικλύμενο (γιο του Ποσειδώνα), κατά τον Ευριπίδη (Φοίνισσες, στίχοι 1160 κ.ε.), ή από τον Αμφίδικο (γνωστό και ως Ασφόδικο), κατά τη Βιβλιοθήκη Απολλοδώρου (Γ 6, 8) και τον Παυσανία (Θ 18, 6).
Ο Παρθενοπαίος αναφέρεται και από τον Βιργίλιο στην Αινειάδα (VI 480).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου