Δημήτρης Βαρσάνης
Το έτος είναι 2001. Όλοι στην Ιταλία χόρευαν στο ρυθμό του «La vie c'est fantastique» (“η ζωή είναι υπέροχη), ένα από τα πιο εικονικά κομμάτια του ρεύματος της Ιταλικής μουσικής στο γύρισμα της χιλιετίας.
Το τραγούδι τραγουδήθηκε στα Γαλλικά όμως ήταν μια δημιουργία την Ιταλών καλλιτεχνών S.M.S. και Rehb. Στην πραγματικότητα κανείς δεν ενδιαφερόταν πολύ για την Εθνικότητα του. Το ρεφρέν είναι ένα επαναλαμβανόμενο ρεπερτόριο σύμφωνα με την παράδοση της ηλεκτρο-ποπ και το μόνο που είχε σημασία ήταν: 'la vie c'est fantastique, pourquoi tu te la complique'; (η ζωή είναι υπέροχη, γιατί να τη περιπλέξουμε;).
Η παρουσίαση ενός από των πιο τραυματικών τραγουδιών της Ιταλίας δεν έχει καμία σχέση με το ποδοσφαιρικό μας άρθρο όμως αυτή η μουσική προϋπόθεση είναι μια χρήσιμη εισαγωγή σε ένα άλλο θέμα. Ένα θέμα που είναι πολύ πιο ενδιαφέρον για τους οπαδούς του ποδοσφαίρου.
Εάν τραγουδήσετε αυτή την προαναφερθείσα μελωδία μπροστά σε έναν οπαδό της Hellas Verona, το μυαλό του θα αναπολήσει αναπόφευκτα το 2001 όμως όχι σε ένα παγοδρόμιο με μισά γυμνά κορίτσια στην Αδριατική Ριβιέρα αλλά στις Κυριακές στο στάδιο Bentegodi και τα γκολ του Mario Frick. Όταν ο άνδρας από το Λιχτενστάιν σκόραρε έβγαζε ένα λευκό φανελάκι με το στοίχο: «la vie c'est fantastique, quando segna Mario Frick», ένα περίεργο μείγμα γαλλικών και ιταλικών λέξεων, το οποίο μεταφράζεται ως «η ζωή είναι υπέροχη όταν ο Mario Frick σκοράρει».
Αυτό μόνο θα ήταν αρκετό για να εξασφαλίσει το καθεστώς λατρείας του Frick όμως η σημασία του πήγαινε πέρα από ένα πανηγυρισμό του σε ένα γκολ. Για περισσότερα από 20 χρόνια ο Mario Frick υπήρξε παγκόσμιος εκπρόσωπος του Λιχτενστάιν. Ένα σύμβολο και ένα μοντέλο να ακολουθήσουν τα επίδοξα παιδιά του Λιχτενστάιν. Η ελπίδα ενός ολόκληρου έθνους.
Γεννημένος στις 7 Σεπτεμβρίου του 1974 σε μια Ελβετική πόλη που ονομάζεται Κουρ και επίσημα ένας πολίτης του Λιχτενστάιν, ο Frick άρχισε να χτυπά μια μπάλα στους FC Balzers (ένα μικρό κλαμπ που βρίσκεται σε μια πόλη με 4.500 κατοίκους). Η ικανότητα του μπροστά στην εστία σύντομα προσέλκυσε το ενδιαφέρον της Ελβετικής St. Gallen όπου υπέγραψε το 1994. Στη συνέχεια αγωνίστηκε στην FC Basel και στην FC Zürich βάζοντας τέρματα και συλλέγοντας εμπειρία μέχρι ο 25χρονος επιθετικός πιάσει την προσοχή των σκάουτερ στα σύνορα της Ιταλίας.
Αυτό σε συνδυασμό με την κακή σχέση του με τον προπονητή της Zürich εκείνη την εποχή, ώθησε τον Frick να κυκλοφορήσει σε ένα από αυτά τα “τρένα” που περνούν μόνο μια φορά σε όλη τη ζωή. Του δόθηκε η ευκαιρία να παίξει στην Ιταλική Serie C1 και στην Arezzo όπου ο σκάουτερ Tito Corsi πρότεινε στην ομάδα να αγοράσει τον επιθετικό. Το καλοκαίρι του 2000 ο Frick έγινε ο πρώτος ποδοσφαιριστής από το Λιχτενστάιν που θα παίξει σε άλλη χώρα εκτός από την Ελβετία. Το πιο συναρπαστικό κομμάτι της καριέρας του ήταν έτοιμο να αρχίσει.
Στην πρώτη του σεζόν στην Ιταλία ο Mario Frick σημείωσε 16 τέρματα σε μόλις 23 εμφανίσεις. Ο άνδρας από το Λιχτενστάιν ήλπιζε ότι οι επιδόσεις του θα προσελκύσουν την προσοχή μιας ομάδας της Serie B ωστόσο μερικές φορές η πραγματικότητα είναι καλύτερη από τη φαντασία. Ο Alberto Malesani τον ζήτησε στην Hellas Verona και στη Serie A.
Παρά το γεγονός ότι έπρεπε να συναγωνιστεί αρκετούς ταλαντούχους επιθετικούς όπως οι Adaílton, Michele Cossato, Alberto Gilardino και Adrian Mutu, ο Frick καθιερώθηκε ως ο κεντρικός πυρήνας του σχηματισμού του 3-4-3 της Hellas σημειώνοντας επτά γκολ σε 24 αγώνες επιδεικνύοντας κάθε φορά το αστείο λευκό μπλουζάκι του. Δυστυχώς αυτό δεν ήταν αρκετό για να σώσει τους Gialloblu από τον υποβιβασμό και στο τέλος της σεζόν ο Mario Frick μετακόμισε στη Ternana.
Στην Ούμπρια ο Frick απόλαυσε τις πιο ευτυχισμένες στιγμές του πετυχαίνοντας 46 τέρματα στα τέσσερα χρόνια του στη Serie Β, καθιστώντας τον πιο παραγωγικό ξένο στην ιστορία του συλλόγου. Αυτό του αποκόμισε και το ψευδώνυμο του Mario “Freak”. Παρά τις προσπάθειές του η Ternana υποβιβάστηκε το 2006 και ο Mario ήταν έτοιμος για την επιστροφή του στο Campionato, αυτή τη φορά για τη Siena.
Παρά τη μέτρια συσχέτιση του με 13 τέρματα σε τρεις χρονιές παρέμεινε σημαντικό σημείο αναφοράς στην επιθετική γραμμή της Siena. Στο τέλος της σεζόν 2008-09 και στα 34 του ο Mario αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα του: αγωνίστηκε για τη St Gallen, τη Grasshoppers και εν τέλει τους Balzers επειδή τη πρώτη αγάπη δεν τη ξεχνάς ποτέ. Στο κλαμπ του Λιχτενστάιν πήγε με μερική απασχόληση εκπληρώνοντας τον ρόλο του παίκτη-προπονητή, πριν ανακοινώσει την απόσυρση του από την ενεργό δράση το 2016 σε ηλικία 41 ετών.
Ας είμαστε σαφείς: ο Mario Frick δεν ήταν ένας εξαιρετικός επιθετικός. Δεν πέτυχε τρελά είδη τερμάτων όμως οι συνεισφορές του ήταν πάντα σημαντικές. Τα πόδια του δεν ήταν εξαιρετικά εκλεπτυσμένα και πολλά από τα γκολ του ήταν ενός παροιμιώδους «πυγμάχου». Απλής και όχι υπερβολικής ομορφιάς. Για να είμαστε δίκαιοι τέτοια είδους γκολ δεν είναι εύκολα γιατί χρειάζεται αναμονή, timing και διαίσθηση. Όμως φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούσε να ντριμπλάρει και έναν αμυντικό. Περιστασιακά επέδειξε και αυτές τις ικανότητες.
Όμως αυτό που μετέτρεψε τον Mario Frick σε ένα ζωντανό θρύλο δεν είναι το τέρμα του στο Catania - Ternana στις 23 Μαρτίου του 2006, όταν έτρεξε 60 μέτρα απόσταση στέλνοντας τη μπάλα στη κλειστή γωνία του τερματοφύλακα. Ούτε το γκολ που σημείωσε στις 25 Οκτωβρίου του 2006, και πάλι εναντίον της Κατάνια (αυτή τη φορά φορώντας τη φανέλα της Siena), όταν αψήφησε τους κανόνες της φυσικής και με τη φτέρνα του έσπρωξε τη μπάλα στα δίχτυα. Ο Mario Frick ήταν πάντα αυτός ο τύπος παίκτη: ένας οπορτουνιστής ικανός για τη λαμπρότητα. Ένας παίκτης με μεγάλη καρδιά, καλή σωματική διάπλαση, αλλά όχι ακριβώς ένας από τους υποψήφιους για τη “χρυσή μπάλα”. Γιατί λοιπόν αφιερώνω όλα αυτά τα γραφόμενα εδώ; ο λόγος είναι απλός: ο άνθρωπος είναι από το Λιχτενστάιν.
Ο Frick πραγματοποίησε το ντεμπούτο του με την εθνική ομάδα το 1993 όταν ήταν 19 ετών και αποσύρθηκε πριν από δύο χρόνια παίζοντας ενάντια στην Αυστρία στις 12 Οκτωβρίου του 2015. Στα 22 χρόνια συγκέντρωσε 125 εμφανίσεις και σημείωσε 16 τέρματα. Θα ήταν άσκοπο να προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε τα επιτεύγματά του με εκείνα των συμπατριωτών του. Η συνεισφορά του στο ποδόσφαιρο του Λιχτενστάιν είναι μοναδική.
Δεν είναι εύκολο να παίζεις για την εθνική ομάδα του Λιχτενστάιν ταξιδεύοντας στην Ευρώπη μόνο για να δέχεσαι πολλά τέρματα και να αγωνίζεσαι με την συνείδηση ότι η απόκτηση ενός καλού αποτελέσματος είναι ένα δύσκολο έργο ακόμη και έναντι της Μάλτας, του Αγίου Μαρίνου ή της Ανδόρας.
Το Λιχτενστάιν είναι μια χώρα με 36.000 κατοίκους. Για την εθνική τους ομάδα η μόνη εύλογη φιλοδοξία είναι να βάλουν τρία ή τέσσερα τέρματα στα προκριματικά μιας μεγάλης διοργάνωσης. Όμως κάτω από την καθοδήγηση του Frick πέτυχαν κάποια αδιανόητα αποτελέσματα, όπως οι νίκες επί του Αζερμπαϊτζάν, του Λουξεμβούργου και της Λετονίας ή οι πολύτιμες ισοπαλίες με τη Σλοβακία, την Ισλανδία, το Μαυροβούνιο και κυρίως την Πορτογαλία. Λαμβάνοντας υπόψη αυτό το γεγονός τα 16 τέρματα του Mario Frick σε 22 χρόνια είναι κάτι περισσότερο από εξαιρετικό.
Αν υποστήριζε κάποιος ότι ο Mario Frick είχε μεγαλύτερη επιρροή στο Λιχτενστάιν απ'ότι για παράδειγμα ο Alessandro Del Piero για την Ιταλία ή Andrey Shevchenko για την Ουκρανία θα τον έβγαζαν τρελό. Αναμφισβήτητα όμως δεν υπήρξε ποτέ κανένας άλλος παίκτης τόσο εικονικός για μια ολόκληρη χώρα (ιδιαίτερα για μια τόσο μικρή όσο το Λιχτενστάιν) όπως ο Mario Frick. Μπορούμε μόνο να φανταστούμε τι σήμαινε για τους άλλους παίκτες του Λιχτενστάιν να αντιπροσωπεύουν το Έθνος τους δίπλα στο πλευρό ενός που έπαιξε εναντίον του Alessandro Del Piero, του Andrea Pirlo και του Zlatan Ibrahimović.
Κάθε φορά που αναφέρεται το Λιχτενστάιν κάθε Ιταλός (όχι μόνο οι οπαδοί της Hellas Verona, της Ternana και της Siena) σκέφτεται αμέσως τον Mario Frick. Αυτό είναι το πρώτο (και ίσως το μόνο) πράγμα που του έρχεται στο μυαλό. Ο Mario Frick έχει γίνει σχεδόν το ίδιο ταυτόσημος με το Λιχτενστάιν, τουλάχιστον στην Ιταλία.
Όμως χωρίς την φιγούρα του πλέον ποιο είναι το μέλλον για την μικρή Εθνική ομάδα; ποιος θα κληρονομήσει το τεράστιο χάρισμα του Frick; ο πιο προφανής υποψήφιος είναι ο Marcel Büchel. Υπάρχουν αρκετές συγγένειες με τον Mario Frick: είναι πολίτης του Λιχτενστάιν όμως γεννήθηκε στο εξωτερικό (αντιθέτως με τον Frick στην Αυστρία), η πρώτη του μεγάλη ομάδα ήταν η St. Gallen και το σημαντικότερο είναι ότι πέρασε την καριέρα του στις επαρχίες της Ιταλίας. Σήμερα αγωνίζεται στην Hellas Verona μετά από μερικούς δανεισμούς σε μικρούς συλλόγους της Serie B και της Lega Pro, ενώ για μια στιγμή άνηκε ακόμα και στο δυναμικό της Juventus. Η θέση του είναι διαφορετική από εκείνη του Frick - μέσος - όμως οι ομοιότητες μεταξύ των σταδιοδρομιών τους είναι αδύνατο να παραβλεφθούν.
Πέρα από τον Büchel ο παίκτης που για την ώρα φαίνεται ότι είναι ο πιο ταλαντούχος στο Λιχτενστάιν είναι ο Dennis Salanović. Παρά τη συμμετοχή του στις μικρές ομάδες της Atletico Madrid το 2014, παραμένει μιας άγνωστη προσωπικότητα και από τότε έχει περάσει το χρόνο του σε λιγότερο εδραιωμένα πρωταθλήματα της Ευρώπης. Ο Salanovic είναι αναμφισβήτητα ένας ταλαντούχος παίκτης και αποφάσισε να αγκαλιάσει την υπόθεση του Λιχτενστάιν, αρνούμενος τις πιθανότητες να παίξει στη Βοσνία, τη χώρα από την οποία προέρχονται οι γονείς του.
Ο Büchel και ο Salanović είναι καλοί παίκτες λαμβάνοντας υπόψη το συνολικό επίπεδο του Λιχτενστάιν, αλλά αν είναι αλήθεια η παροιμία ότι “το μήλο πέφτει κάτω από τη μηλιά” τότε πρέπει να δούμε την οικογένεια του Frick για να αναζητήσουμε έναν κληρονόμο… ή μάλλον δύο.
Ο Yanick Frick - που γεννήθηκε το 1998 - είναι κεντρικός επιθετικός και έκανε το ντεμπούτο του για την ανδρική ομάδα του Λιχτενστάιν στις 6 Οκτωβρίου του 2016, ένα χρόνο μετά την αποχώρηση του πατέρα του. Ο Noah Zinedine Frick από την άλλη πλευρά, γεννήθηκε το 2001 και με το ιδιαίτερα ποιητικό του όνομα δεν μπορεί παρά να είναι ένας επιθετικός. Αγωνίζεται τώρα για την U18 της FC Vaduz και για όσους ενδιαφέρονται, φοράει τη φανέλα με το νούμερο 10.
Προφανώς είναι πολύ νωρίς για να διακηρυχθεί ποιος θα είναι ο επόμενος Mario Frick. Με την απόσυρση του μια ολόκληρη χώρα έχει χάσει ένα βασικό στοιχείο, όχι μόνο για το ποδόσφαιρο αλλά και για τη ζωή γενικότερα. Μέσα από τη σταδιοδρομία του ο Frick σήκωσε την κόκκινη και μπλε σημαία ψηλότερα από οποιονδήποτε άλλο, εξασφαλίζοντας ότι πολλοί άνθρωποι θα ανακάλυπταν μια γωνιά του κόσμου ελάχιστα γνωστή στους περισσότερους.
Ίσως σε 20 χρόνια, κάποιος άλλος να γράφει ένα άρθρο και αυτή τη φορά να εξηγεί πώς δύο αδέλφια από το Βαντούζ συνέχισαν την κληρονομιά του Frick στο Λιχτενστάιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου