Δημήτρης Βαρσάνης
Δεν είναι πολλοί προπονητές στην ιστορία του ποδοσφαίρου που γνώρισαν από πρώτο χέρι τις συνέπειες μιας γενοκτονίας, να αφηγούνται ιστορίες από μια στενή σχέση με ένα πρόεδρο της Νότιας Αμερικής ή να βάλει στο βιογραφικό του 18 θέσεις εργασίας σε Εθνικές ομάδες.
Ένας άνθρωπος ωστόσο που μπορεί να θέσει αυτά τα αξιόλογα κατορθώματα είναι ο Rudi Gutendorf. Σε μια πολύχρωμη καριέρα προπονητή που εκτάθηκε για σχεδόν μισό αιώνα, ο Γερμανός τεχνικός δούλεψε παντού. Από το Τρινιντάντ & Τομπάγκο στο Νεπάλ και από εκεί Σάο Τομέ & Πρίνσιπε έως το Ιράν και λίγο πολύ παντού ανάμεσα τους.
Ο Gutendorf ποτέ δεν έφτασε στις πιο προσοδοφόρες δουλειές στον τομέα της διαχείρισης, αλλά η ιστορική καριέρα του στέκεται ως ένα παράδειγμα για το πώς ένα πάθος για την καθοδήγηση και το όραμα της οικοδόμησης μιας ομάδας μπορεί να θέσει ένα ποδοσφαιράνθρωπο στο περαιτέρω ρου του πλανήτη.
Ο Gutendorf προπονούσε μέσα από πολέμους και γενοκτονίες και σε περιοχές όπου το ποδόσφαιρο είναι μόνο μία οντότητα και όχι ένα αγαπημένο Εθνικό άθλημα. Όμως επέμενε λόγω της αγάπης του για το άθλημα και την ακόρεστη δίψα του για να διδάξει. Ήταν ενθουσιασμένος από την προοπτική της επέκτασης της επιρροής του σε ένα - αν και εκπληκτικό - χαρτοφυλάκιο προπονητή που φαίνεται αναχρονιστικό οι ιστορίες του είναι εξίσου σημαντικές με αυτές του Sir Alex Ferguson ή του Pep Guardiola.
Αναζωογονόντας την αγάπη του για το ποδόσφαιρο μετά από μια θεαματική καριέρα στη Γερμανία, ο Gutendorf ξεκίνησε την προπονητική του καριέρα στους Blue Stars Zurich στην Ελβετία και σταθερά μεγάλωσε τη φήμη του. Το 1963 το Γερμανικό ποδόσφαιρο μπήκε στην σύγχρονη εποχή με την έναρξη της Bundesliga και ο Gutendorf διορίστηκε ως προπονητής της Duisburg για τη νέα σεζόν. Την οδήγησε στη δεύτερη θέση ένα βαθμό πίσω από την FC Köln όμως αποφάσισε ότι το μέλλον της προπονητικής σταδιοδρομίας του ανήκε αλλού.
Μετά από μια σύντομη περίοδος στη Stuttgart ο Gutendorf ξεκίνησε τη παγκόσμια οδύσσεια του ως ποδοσφαιρικός Ιεραπόστολος με τους St. Louis Stars στη βορειοαμερικανική Λίγκα ποδοσφαίρου. Ο χρόνος του στις ΗΠΑ ήταν σύντομος και σε μεγάλο βαθμό ξεχασμένος, αλλά τον όρισε στο δρόμο του για να γίνει ένας μόνιμος ταξιδιώτης και να ανάψει το πάθος του για την άσκηση μεθόδων προπόνησης του σε λιγότερο γνωστές ομάδες στο παγκόσμιο χάρτη.
Μετά την αναχώρηση του από τις ΗΠΑ για να επιστρέψει στη Γερμανία, ο Gutendorf μετακόμισε στη Νότια Αμερική για να αναλάβει την ευθύνη της Sporting Christal στο Περού όπου γεύτηκε την επιτυχία ως προπονητής για πρώτη φορά. Μετά τη κατάκτηση του κυπέλλου με τη Christal, ο Gutendorf έλαβε μια επιστολή από τη Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Χιλής καλώντας τον να γίνει ο νέος προπονητής της Εθνικής τους ομάδας. Πάντα ενθουσιασμένος από την επιλογή για μια νέα πρόκληση σε μια διαφορετική θέση και γνωρίζοντας ότι είχε μια αξιοπρεπής κατανόηση της Ισπανικής γλώσσας, ο Rudi την αποδέχθηκε και χρεώθηκε με το καθήκον να οδηγήσει τη χώρα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 στη Γερμανία.
Ο Gutendorf κρατούσε καλές αναμνήσεις από το χρόνο του στη Χιλή και συζήτησε ανοιχτά τη θερμή φιλία του με τον αγαπημένο του πρόεδρο Salvador Allende: "Πέρασα πολύ χρόνο με τον πρόεδρο στο κτήμα του έξω από το Σαντιάγο. Εμείς συχνά πίναμε ουίσκι στον τόπο και στη συνέχεια επιστρέφαμε στο Σαντιάγο με το ελικόπτερο."Η περιπέτεια του στη Χιλή επεκτάθηκε πολύ πέρα από το ποδόσφαιρο, μιας και ο ίδιος κλήθηκε από τον Allende για να εκτελέσει διάφορες ενέργειες ως επίτιμος κυβερνητικός αξιωματούχος.
Άνοιξε γέφυρες και σχολεία και στέφθηκε Miss Χιλή ως υπάλληλος της κυβέρνησης κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του ως προπονητής της Εθνικής ομάδας της χώρας. Έπειτα άρχισε μια σχέση με μια γυναίκα 20 χρόνια νεότερή του που φημολογείται ότι εργαζόταν κρυφά για τη CIA. Ένα βράδυ όταν ο Gutendorf και η ερωμένη του ήταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, ένας άνδρας μπήκε στο δωμάτιο και πυροβόλησε τη γυναίκα στο κεφάλι σκοτώνοντας της αμέσως και ο Rudi τη γλίτωσε με ένα γκρεμισμένο γνάθο και αυτή την ουλή την κουβαλά ακόμα και σήμερα. Ακόμη, παντρεύτηκε για πρώτη φορά στη Χιλή αν και αποδείχθηκε αδύνατο λόγω του όλο και πιο χαοτικού πολιτικού κλίματος στη χώρα.
Καθώς προετοιμαζόταν ο Gutendorf να οδηγήσει τη Χιλή στα πλέι-οφ του Παγκοσμίου Κυπέλλου εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, ο Augusto Pinochet και ο στρατός της Χιλής οργάνωσαν ένα βάρβαρο στρατιωτικό πραξικόπημα και κατάσχεσαν τον έλεγχο της χώρας. Ο στρατός φυλάκισε 2.000 άτομα ως πολιτικούς κρατούμενους από την πρώτη ημέρα και τους υπέβαλαν σε βασανιστήρια αν ήταν υποστηρικτές του προέδρου Allende. Ο Gutendorf ενημερώθηκε από τον Γερμανό πρέσβη να εγκαταλείψει τη χώρα λαμβάνοντας υπόψη τις προηγούμενες σχέσεις του με τον έκπτωτο Allende και του διεμήνυσαν ότι αν έμενε θα είχε σκοτωθεί.
Ο Πρόεδρος Allende ήταν ένας δημοφιλής ηγέτης όμως οι σοσιαλιστικές πολιτικές του στέκονταν αντίθετες με τους Δικαστές και στρατιωτικούς της Χιλής. Όταν οι εντάσεις "ζεστάθηκαν" με τον Pinochet να κηρύσσει μια επικείμενη ανατροπή του Allende, ο πρόεδρος απηύθυνε στους οπαδούς του μια αποχαιρετιστήρια ομιλία του στο ραδιόφωνο όπου εξέφρασε την αγάπη του για τη χώρα. Έχοντας την αίσθηση ότι δεν μπορούσε πλέον να ζήσει παρατηρώντας το λαό του στα χέρια μιας στρατιωτικής χούντας προτίμησε την αυτοκτονία αντί να αναζητήσει την εξορία.
Για τον Gutendorf ο πόνος ήταν τόσο προσωπικός όσο και επαγγελματικός. Ο Allende τον καλωσόρισε στη χώρα του τόσο ως προπονητή ποδοσφαίρου όσο καιως φίλο και ο Gutendorf αισθάνθηκε ότι είχε αφήσει τους παίκτες του σε μια επικίνδυνη κατάσταση. Ωστόσο φοβόταν για τη ζωή του και δεν είχε μείνει με άλλη επιλογή από το να αφήσει πίσω ότι έχτισε. Το αποκορύφωμα του θρήνου του πηγάζει από το γεγονός ότι παρόλο που ο ίδιος προπόνησε Εθνικές ομάδες ποδοσφαίρου και στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη, ποτέ δεν γνώρισε την υπερηφάνεια του να οδηγήσει μια από αυτές στο Παγκόσμιο Κύπελλο.
Ωστόσο ο ίδιος εξακολουθεί να καλλιεργεί τις ποδοσφαιρικές του αναμνήσεις στη Χιλή. Κατά τη διάρκεια του χρόνου του ως προπονητής η δημοτικότητα του ποδοσφαίρου ανθούσε στη Χιλή. Ο Gutendorf μίλησε για το πώς τα παιχνίδια τους κατά τη διάρκεια της περιόδου του στον πάγκο προσέλκυσε 100.000 ανθρώπους στο Εθνικό Στάδιο του Σαντιάγο και πώς δημιούργησαν μια εκπληκτική ατμόσφαιρα χτισμένη στην αγάπη για το ποδόσφαιρο. Ο Gutendorf μίλησε για μια μοναδική άσκηση προπόνησης που διέδωσε στους Χιλιανούς παίκτες όπου προθερμαίνονταν για τους αγώνες σουτάροντας μπάλες σε έναν τοίχο που στήθηκε στο γήπεδο για να αυξήσει την ακρίβεια.
Κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος, ο στρατός χρησιμοποίησε αυτό το τοίχος να τοποθετεί τους κρατούμενους και να τους εκτελεί. Η Σοβιετική Ένωση αρνήθηκε να μεταβεί στο Σαντιάγο για να παίξει τη ρεβάνς του πλέι-οφ γιατί ποτέ δεν θα έπαιζε σε ένα γήπεδο "βαμμένο με αίμα". Ωστόσο ο αγώνας συνέχισε χωρίς αυτούς και η Χιλή προχώρησε στο Παγκόσμιο Κύπελλο.
Ο Gutendorf μίλησε για την αηδία που ένιωθε όταν άκουγε ότι το γήπεδο ποδοσφαίρου είχε χρησιμοποιηθεί ως κέντρο κράτησης. Για τον Gutendorf και τους παίκτες του ήταν μια σκηνή μιας μεγάλης ευτυχίας όταν έπαιζαν με το Περού για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, αλλά το στάδιο δραματικά μετατράπηκε σε μια σκοτεινή σκηνή σύγκρουσης:"Το μεγαλύτερο σκάνδαλο της ρεβάνς στη Χιλή ήταν ότι το παιχνίδι ξεκίνησε σε ένα γήπεδο με φυλακισμένους ανθρώπους. Πήραν το εθνικό στάδιο, το "εργαστήριο μου" και κακοποιούσαν φυλακίζοντας και εκτελώντας ανθρώπους σαν ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης" τόνισε δυσαρεστημένος ο Gutendorf.
Ακολούθησαν οι σύντομες περιόδους του στη Βολιβία και στη Βενεζουέλα μαζί με τις ξεχασμένες θητείες του στη Μποτσουάνα και στη Γρενάδα πριν κάνει το πολύ μακρινό ταξίδι για την Εθνική ομάδα της Αυστραλίας το 1979. Η Αυστραλία δεν είχε καταφέρει να προκριθεί στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978 στην Αργεντινή και ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Sir Arthur George στράφηκε στο Gutendorf για να περιορίσει την πτώση τους. Του ζητήθηκε να πλάσει μια επιθετικογενής ομάδα με επίκεντρο τους Αυστραλούς ποδοσφαιριστές - η Εθνική ομάδα γνώριζε μια εισροή ξένων - και τόνισε την ανάπτυξη της νεολαίας ως βασικό κομμάτι της φιλοσοφίας του στον πάγκο των Socceroos.
Προετοιμάζονταν εντατικά για την πορεία τους στα προκριματικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1982 και δημιούργησε μια σχετική αισιοδοξία όμως ανακαλύφθηκε ότι ήταν μια δύσμοιρη περίοδος, καθώς δεν κατάφερε να πάρει τη πρόκριση και οι παίκτες και η Ομοσπονδία γύρισαν τη πλάτη στην τακτική και στο ύφος της διαχείρισης του Gutendorf.
Ο Gutendorf είδε και πάλι το όνειρό του να προπονήσει στο Παγκόσμιο Κύπελλο να είναι υπό κατάρρευση, αλλά η αποφασιστικότητά του παρέμεινε άθαμπη και ασκίαστη και παρέμεινε πεινασμένος όσο ποτέ άλλοτε όταν έπαιρνε μια δουλειά. Η "κολασμένη" εμπειρία του στην Αυστραλία οδήγησε στον Gutendorf να συνεχίσει το ταξίδι του ανά το κόσμο.
Φρέσκος από μια μικρή προσπάθεια, ο Gutendorf σαν επικεφαλής της Εθνικής ομάδας του Νεπάλ ο ίδιος βρέθηκε στο επίκεντρο ενός μεγάλου σκανδάλου. Του προσφέρθηκαν 500.000 δολάρια από τον Σείχη Φαχντ του Κουβέιτ για να χάσει 8-0 σε έναν αγώνα στους Ασιατικούς Αγώνες όμως αρνήθηκε. Το Κουβέιτ ενώ προηγούνταν 4-0 ξέσπασε ένας καυγάς μεταξύ των παικτών και ο διαιτητής επέλεξε να διακόψει την αναμέτρηση. Ο Gutendorf ισχυρίστηκε ότι του προσέλκυσαν το ενδιαφέρον τα συγκεκριμένα χρήματα, αλλά ένιωθε ότι δεν μπορούσε να προδώσει την τιμή του ως προπονητής, την εμπιστοσύνη των παικτών του και το σεβασμό της συζύγου του. Αν μη τι άλλο πρόσθεσε περαιτέρω εμπειρία της σκοτεινής πλευράς του ποδοσφαίρου που διαπερνά το άθλημα σε όλα τα επίπεδα. Ο Gutendorf έδειξε τα ιδανικά του πρέπει να είναι προσφιλής κάθε προπονητής.
Το ταξίδι του Rudi στη συνέχεια πήγε στο Ιράν και στη Κίνα όπου διαχειρίστηκε τις Ολυμπιακές ομάδες ποδοσφαίρου των δύο Εθνών στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1988 και του 1992 αντίστοιχα. Έχοντας στην κατοχή του σχεδόν 50 θέσεις εργασίας και εορτάζοντας τα 70α γενέθλιά του οι περισσότεροι υπέθεταν ότι ο Gutendorf θα επέλεγε να παρατήσει τη ζωή του προπονητή. Ωστόσο η συγκεκριμένη σκέψη δεν τέθηκε ποτέ το μυαλό του. Ένας αιώνιος ταξιδιώτης και ενθουσιώδης μαθητής του αθλήμτος, ο Gutendorf βρέθηκε στη Ρουάντα το 1999, πέντε χρόνια αφότου η χώρα "σχίστηκε" από τη γενοκτονία.
Ένας ισχυρό πιστός στις δυνάμεις του αθλήματος όσον αφορά τη συμφιλίωση, ο Gutendorf πήρε τη δουλειά με την ελπίδα να φέρει τα στοιχεία των Τούτσι και των Χούτου κοντά στο ποδόσφαιρο:"Από τεχνικής άποψης ήταν τόσο καλοί όσο οι Γερμανοί παίκτες, αλλά δεν ήξεραν τίποτα από οργάνωση, τακτική και ομαδική εργασία. Η ομάδα ήταν 50-50 Τούτσι και Χούτου και έμαθαν να κατανοούν τη δύναμη της συγχώρεσης. Ήταν η πιο σημαντική δουλειά μου από όλες".
Ο Gutendorf τέθηκε κάτω από τους υπαινιγμούς ως προς τη συνέχιση της μάχης και τις εντάσεις μεταξύ των φυλών Τούτσι και Χούτου, αλλά ήταν αποφασισμένος να αφήσει ένα σημάδι ειρήνης και ενότητας πίσω του. Η ένωση των δύο φυλών για να παίξουν ποδόσφαιρο μαζί ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμα του στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο όπως τόνισε:"Μετά την βραδυνή προπόνηση κάναμε μια ομιλία μεταξύ μας. Καθόμασταν όλοι μαζί και οι μισοί ήταν Χούτου και οι άλλοι μισοί Τούτσι. Εξήγησα ότι η εκδίκηση δεν οδηγεί πουθενά και πρέπει να συγχωρούμε ο ένας τον άλλον. Δεν ήταν εύκολο επειδή έβλεπα πώς σκοτώνονταν ο ένας με τον άλλον. Τους έλεγα ότι δεν έχει κανένα νόημα, τώρα είσαι ποδοσφαιριστής. Ήρθα εδώ ώστε να μπορούμε να εργαστούμε από κοινού και αυτό τους έκανε μεγάλη εντύπωση. "
Ο Gutendorf επισήμανε ότι ήταν ενθουσιασμένος που παρατηρούσε τους Τούτσι και Χούτου στο γήπεδο να παρακολουθούν ποδόσφαιρο μαζί και να αγκαλιάζουν ο ένας τον άλλον όταν έμπαινε ένα γκολ. Αυτή η ενότητα μέσα στο γήπεδο τον γέμισε με υπερηφάνεια και μια αίσθηση που πέτυχε κάτι σημαντικό στη Ρουάντα.
Ο ίδιος δεν κατάφερε να οδηγήσει τη Ρουάντα στο Κύπελλο Εθνών Αφρικής όμως ήταν υπερήφανος για το έργο του και το γεγονός ότι είχε δείξει στους ποδοσφαιριστές τις δυνατότητές τους στο να ξεχάσουν στιγμιαία τη κοινωνικοπολιτική τους κόντρα. Αυτό είναι που συμβόλιζε την ιεραποστολική καριέρα του Gutendorf ως προπονητής ποδοσφαίρου. Ποτέ δεν πήρε δεσμίδες τροπαίων ούτε προπόνησε τους καλύτερους παίκτες του κόσμου, αλλά γι 'αυτόν ήταν κάτι το δευτερεύον στην προοπτική να ταξιδέψεί στον κόσμο και να συλλέξει την απόλυτη εκπαίδευση προπονητή.
Ο χρόνος του ως ο πιο αξιόλογος περιπλανώμενος του ποδοσφαίρου φαίνεται παράλογος σε σύγκριση με τις μεγάλες προσωπικότητες προπονητών της σύγχρονης εποχής. Ποτέ δεν κοούτσαρε στο Παγκόσμιο Κύπελλο και ποτέ δεν διορίστηκε σε οποιαδήποτε από τα μεγαλύτερα κλαμπ ή Εθνικές ομάδες του κόσμου, αλλά η κληρονομιά του παραμένει εξίσου πολύτιμη αν εξετάσεις τη προπόνηση ως τέχνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου