Στο πλαίσιο προβολής της ιστορίας της Πολεμικής Αεροπορίας (ΠΑ) και αξιοποίησης των αποσυρμένων, επετειακών αεροσκαφών, το Μουσείο της ΠΑ εμπλουτίζεται με νέα εκθέματα.
Για τον σκοπό αυτό, ομάδα Τεχνικών που υπηρέτησαν στα αεροσκάφη Α-7 Corsair II, με τη συνδρομή του κ. Δημήτρη Κασομούλη, πρώην υπαλλήλου της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας, εκτέλεσαν, από τη Δευτέρα 10 έως και τη Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016, εργασίες αποσυναρμολόγησης, μεταφοράς και επανασυναρμολόγησης των επετειακών αεροσκαφών Α-7 «Όλυμπος» και «Τίγρης» από την 114 Πτέρυγα Μάχης (114ΠΜ)/Αεροπορική Βάση Τανάγρας στο Μουσείο ΠΑ/Αεροπορική Βάση Δεκέλειας, στο Τατόι.
Το A-7 Corsair II είναι αμερικάνικης κατασκευής, μονοθέσιο, μονοκινητήριο, μαχητικό αεροσκάφος κρούσης μεγάλης εμβέλειας. Η Αμερικανική πολεμική αεροπορία χρησιμοποίησε ευρέως το Α-7 στον πόλεμο του Βιετνάμ, στις επιχειρήσεις στην Λιβύη, το 1983 στην Αμερικάνικη επέμβαση στην Γρενάδα, το 1989 στον Παναμά και το 1991 στη «Καταιγίδα της Ερήμου» όπου το αεροπλάνο διέπρεψε. Το Α-7 ήταν ένα πρωτοπόρο για την εποχή του αεροπλάνο, με πολύ προηγμένα συστήματα μάχης και ναυσιπλοΐας, τα οποία απουσίαζαν ακόμα και από τα καλύτερα καταδιωκτικά της εποχής.
Αν και το A-4 Skyhawk θεωρείτο αποτελεσματικό στον ρόλο κρούσης για το Αμερικανικό Ναυτικό, το αεροπλάνο αυτό ήταν πολύ απλοϊκής σχεδίασης για να φέρει πολύ προηγμένα συστήματα που προετοιμάζονταν για εισαγωγή σε υπηρεσία. Ταυτόχρονα, το μικρό του μέγεθος σήμαινε και μικρή ικανότητα μεταφοράς καυσίμων και οπλικού φορτίου. Έτσι, το 1964, παρουσιάστηκαν οι προδιαγραφές για το πρόγραμμα VAL (V = βαρύτερο του αέρα, A = κρούσης, L = ελαφρό) και οι κατασκευαστές αεροσκαφών κλήθηκαν να παρουσιάσουν τις προτάσεις τους.
Τελικά, τέσσερις εταιρείες συμμετείχαν: η Vought, η Douglas, η Grumman και η NAA. Καθώς το ναυτικό δεν ήθελε να επιβαρύνει πολύ τον προϋπολογισμό του και να επανεκπαιδεύσει εκτενώς το προσωπικό του, έθεσε ως όρο, οι προτάσεις που θα παρουσιάζονταν να είχαν ως βάση αεροσκάφη ήδη σε υπηρεσία. Φυσικός νικητής, υπό αυτές τις προϋποθέσεις ήταν το σχέδιο της Vought, η οποία κατασκεύαζε εκείνη τη χρονική περίοδο το F-8 Crusader, το κύριο καταδιωκτικό που επιχειρούσε από τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα. Κι αυτό, γιατί η πρότασή της ήταν στην ουσία μια αντιγραφή του Crusader, με κοντύτερη άτρακτο. Στις 19 Μαρτίου 1964, η Vought ανέλαβε την κατασκευή και την παράδοση των αεροσκαφών, με το χαρακτηριστικό A-7. Το αεροπλάνο ονομάστηκε αργότερα Corsair II, προς τιμήν του F4U Corsair της ίδιας εταιρείας.
Το αεροσκάφος υπηρέτησε επίσης και την Αμερικανική Πολεμική Αεροπορία, σε μια προσπάθεια να σμικρυνθούν τα έξοδα εξοπλισμού των σωμάτων του Αμερικανικού στρατού. Τα αεροσκάφη αυτά είχαν μικρές διαφοροποιήσεις από αυτά τα οποία χρησιμοποιούσε το Ναυτικό, το οποίο λίγο αργότερα αναγκάστηκε να ακολουθήσει τις αλλαγές της Αεροπορίας, καθώς βελτίωναν την απόδοση του αεροσκάφους.
Το A-7 πέταξε την πρώτη επιχειρησιακή αποστολή του το 1966 και παρέμεινε εν υπηρεσία με τον κύριο χρήστη τους, το Αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό, μέχρι τον Μάιο του 1991, ενώ σήμερα μόνο η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία χρησιμοποιεί τακτικά τον τύπο. Άλλες δύο χώρες, η Πορτογαλία και η Ταϊλάνδη ήταν χρήστες του, όμως η Πορτογαλία απέσυρε τα αεροσκάφη της το 1999, ενώ τα Ταϊλανδικά A-7 παραμένουν επιχειρησιακά μόνο σε περίπτωση ιδιαίτερα έκτακτης ανάγκης. Η δε παραγωγή του αεροσκάφους σταμάτησε το 1984 και 1570 αεροσκάφη κατασκευάστηκαν συνολικά.
Το Corsair κινείται στις υψηλές υποηχητικές ταχύτητες, κινούμενο από έναν αεριοστροβιλοπροωθητήρα TF-41-A-400, δίχως μετάκαυση. Η προσφερόμενη ώση είναι 67 kN (15,000 lbf). Σε συνδυασμό με την μεγάλη γωνία του εκπετάσματος (sweep angle), ο κινητήρας δίνει τη δυνατότητα στο A-7 να κινηθεί με ταχύτητες της τάξης του Mach 0.94 στα 20,000 πόδια (~6,500 m), και με μια ακτίνα ενεργείας 1,900 ναυτικών μιλίων (3400+ χιλιόμετρα), που παραμένει μεγαλύτερη ακόμα και αυτή των πιο σύγχρονα ελαφρά μαχητικά όπως του F-16. Εντούτοις, η πλειοψηφία των πιλότων που πέταξε το αεροσκάφος θεωρούσε ότι ήταν αδύναμο από πλευράς κινητήρων και ότι αυτό του στερούσε δυνατότητες μάχης, ειδικά στον τομέα της αερομαχίας.
Το Α-7 εισήγαγε ορισμένες σημαντικές καινοτομίες. Η πρώτη και κυριότερη ήταν η χρήση Heads Up Display (HUD) σε αεροπλάνο. Το HUD βοήθησε σημαντικά στην αποτελεσματικότητα του ως ελαφρού βομβαρδιστικού, καθώς πλέον ο πιλότος είχε μια πλήρη εικόνα της πτητικής κατάστασης του αεροσκάφους και χειριζόταν τα οπλικά συστήματα ενώ ταυτόχρονα διατηρούσε και επίγνωση της κατάστασης γύρω του. Δεύτερον, η ενοποίηση του ραντάρ AN/APQ-116 με το σύστημα πλοήγησης, το οποίο ήταν πλέον πλήρως ψηφιακό. Έτσι, το Α-7 μπορεί να διορθώνει μόνο του τις τυχόν αποκλίσεις του αδρανειακού συστήματος ναυσιπλοΐας που διαθέτει, καθώς και να δίνεται η δυνατότητα προβολής της θέσης του αεροσκάφους σε ψηφιακό χάρτη - άλλη μια καινοτομία που βοήθησε στην επιβίωση του σε δύσκολα περιβάλλοντα όπως στο Βιετνάμ και στην "Καταιγίδα της Ερήμου". Τέλος, το πλήρως ψηφιακό σύστημα άφεσης όπλων χρησιμοποιήθηκε για να εκτελεστούν οι πρώτοι "χειρουργικοί" βομβαρδισμοί, είτε με "χαζές" είτε με "έξυπνες" βόμβες, και μάλιστα από μεγαλύτερα ύψη και αποστάσεις από ότι συνήθως, επιτρέποντας στο Corsair να παραμείνει εκτός ακτίνας των ελαφρών αεροπορικών και πυρών από ελαφρά όπλα ("trash fire" στην αργκό των πιλότων).
Το οπλικό φορτίο του Corsair μπορεί να είναι καθοδηγούμενα από λέιζερ βλήματα, πύραυλοι κατά τεθωρακισμένων, βόμβες διασποράς, πύραυλοι αντί-ραντάρ και ένα πολυβόλο M61 Vulcan. Σημαντική είναι η ικανότητα χρήσης πυραύλων ανίχνευσης θερμότητας στους φορείς των ακροπτέρυγων, που του δίνει την ικανότητα περιορισμένης αυτοάμυνας ενάντι εναέριων στόχων, ή ακόμα και την προσβολή χαμηλά πετούμενων στόχων, όπως ελικόπτερα ή άλλα αεροσκάφη κρούσης. Το οπλικό φορτίο μπορεί να τοποθετηθεί σε έξι πυλώνες στα φτερά και δύο σταθμούς κάτω από την άτρακτο, και μπορεί να έχει ένα μέγιστο βάρος 66 τόνων. Είναι επίσης ικανό για εναέριο ανεφοδιασμό άλλων αεροσκαφών, με τη χρήση 4 εξωτερικών δεξαμενών καυσίμων. Άλλα σημαντικά συστήματα μάχης του Corsair είναι:
- Ικανότητα FLIR (Forward Looking Infrared - Μπροστινή Διόπτευση με Υπέρυθρες), για την διεκπεραίωση νυχτερινών αποστολών.
- Δυνατότητα να φέρει πυλώνες ηλεκτρονικού πολέμου ALQ-119 και ALQ-131.
- Ραντάρ APQ-126, με ικανότητες χρήσης για πλοήγηση και μάχη.
Το Corsair μπήκε αμέσως στον μαινόμενο πόλεμο του Βιετνάμ, αναλαμβάνοντας δράση για πρώτη φορά στις 4 Δεκεμβρίου 1967 με τη Μοίρα VA-147 του ΑΠΝ. Επιχειρώντας από τα αεροπλανοφόρα Ρέιντζερ, Εντερπραϊζ, Τικοντέρογκα, Τζον Φ. Κέννεντυ και Αμέρικα. Όλες οι εκδόσεις, χρησιμοποιήθηκαν στα θέατρα των μαχών, με δημοφιλέστερες την Α και την Ε.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, τα A-7 συμμετείχαν σε επιχειρήσεις βομβαρδισμού και κρούσης, εγγύς αεροπορικής υποστήριξης, σε επιχειρήσεις όπως η ναρκοθέτηση λιμένων, και οι επιχειρήσεις Linebacker. Συνολικά, γύρω στα 110 αεροσκάφη του τύπου κατέπεσαν μέχρι το τέλος του πολέμου, στις 23 Νοεμβρίου 1973 (δείτε πίνακα παρακάτω για αναλυτικά)
Στην επιχείρηση Urgent Fury, το 1983, τα A-7E του ΑΠΝ πραγματοποίησαν 300 εξόδους από το αεροπλανοφόρο Ιντιπέντενς, πραγματοποιώντας αφέσεις περίπου 40 βομβών Mk-82 και 20 βομβών διασποράς Mk-20 Rockeye. Το Α-7 χρησιμοποιήθηκε κυρίως στον ρόλο της εγγύς αεροπορικής υποστήριξης σε αυτήν τη σύρραξη, χωρίς να σημειωθούν απώλειες.
Κατά τη διάρκεια ειρηνευτικής αποστολής στο Λίβανο, χρησιμοποιήθηκαν Α-7 του Πολεμικού Ναυτικού. Ένα εξ' αυτών καταρρίφθηκε από αντιαεροπορικό πύραυλο στις 4 Δεκεμβρίου 1983.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, οι ΗΠΑ βρίσκονταν σε έντονη αντιπαράθεση με το καθεστώς Καντάφι στη Λιβύη, με αποτέλεσμα οι αψιμαχίες στον κόλπο της Σύρτης να είναι έντονες. Μετά την κλιμάκωση της έντασης, όταν οι αεράμυνες της Λιβύης έβαλαν εναντίον δύο Tomcat του ΑΠΝ που βρίσκονταν εντός του κόλπου, ένα Α-7Ε κατέστρεψε τα ραντάρ που καθοδηγούσαν τους αντιαεροπορικούς πυραύλους. Τον ίδιο ρόλο, του «κυνηγού ραντάρ», έπαιξαν και σε μεταγενέστερο βομβαρδισμό των ΗΠΑ, που έγινε ως αντίποινα για την βομβιστική επίθεση σε κέντρο διασκέδασης στο Βερολίνο.
Η πρώτη εμφάνιση του Corsair II στον Περσικό κόλπο έγινε με την καταστροφή της Ιρανικής φρεγάτας "Σαχάντ". Την παρουσία τους όμως θα έκαναν αισθητή περίπου 2 χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της επιχείρησης "Καταιγίδα της Ερήμου", που αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα των αμερικανικών A-7.
Σε αυτήν, το Α-7 πραγματοποίηση εξόδους από το αεροπλανοφόρο «Κέννεντυ», με τις Μοίρες VA-46 και VA-72, κυρίως στον ρόλο της τακτικής κρούσης, ενώ ως δευτερεύοντα ρόλο είχε και εκείνον του «κυνηγού ραντάρ» και του εναέριου ανεφοδιασμού. Τα αμερικανικά Corsair II είχαν ήδη να αποσύρονται από τον στόλο από τα μέσα της δεκαετίας του '80, και αποσύρθηκαν ολικά μόλις 3 μήνες μετά τη λήξη αυτής της σύρραξης. Ορισμένα αεροσκάφη παρασχέθηκαν στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ταϊλάνδη.
Η χούντα, μέσα στο γενικό πρόγραμμα αναβάθμισης της Πολεμικής Αεροπορίας παρήγγειλε 60 A-7Ε, τα οποία όμως δεν είχαν την δυνατότητα FLIR και πραγματοποίησης εναέριου ανεφοδιασμού («φιλικού ανεφοδιασμού»). Τα υπομοντέλα αυτά ονομάστηκαν A-7H και η σύμβαση για την απόκτησή τους υπεγράφη τον Ιούνιο του 1974. Ένα χρόνο μετά, τα πρώτα αεροσκάφη έφτασαν στα αεροδρόμια της Λάρισας και της Σούδας και τέθηκαν στην διάθεση των ιπτάμενων. Μοιράστηκαν μεταξύ των Μοιρών 347 «Περσέας» (110 ΠΜ), 340 «Αλεπού» και 345 «Λαίλαψ» (αμφότερες της 115 Πτέρυγας Μάχης).
Επιπλέον, το 1980 πραγματοποιήθηκε επιπλέον αγορά 5 διθέσιων εκπαιδευτικών TA-7H. Ταυτόχρονα, ένα από τα Α-7Η μετατράπηκε σε ΤΑ-7Η. Τέλος, ο στόλος Α-7 της Πολεμικής Αεροπορίας αυξήθηκε, και οι δυνατότητές του αναβαθμίστηκαν με την προσθήκη 62 A-7E και ΤΑ-7C, πλήρως εξοπλισμένων από πλευράς συστημάτων, από τα αποθέματα της Αεροπορίας του Αμερικανικού Ναυτικού το 1992. Με την παραλαβή αυτών, τα Corsair μεταφέρονται στην 116 ΠΜ και πιο συγκεκριμένα στις 335 Μοίρα Βομβαρδισμού («Τίγρης») και 336 Μοίρα Βομβαρδισμού («Όλυμπος»).
Το επετειακό αεροσκάφος της 335ΜΒ "Τίγρης" στην Αεροπορική Επίδειξη Αρχάγγελος 2005.
Το αεροπλάνο χρησιμοποιήθηκε ως καμβάς για δύο επετειακά αεροσκάφη των προαναφερθέντων μοιρών. Συγκεκριμένα, η 335 Μοίρα έβαψε το 2005 ένα από τα αεροσκάφη της στα χρώματα και τις χαρακτηριστικές ραβδώσεις μιας Τίγρης, και η 336 Μοίρα ένα ολόμαυρο, με καλλιτεχνικές απεικονίσεις του Όλυμπου και ενός κουρσάρου. Αξιοσημείωτο είναι ότι το αεροσκάφος της 335 ΜΒ είναι ένα από τα Α-7Ε που αποκτήθηκαν από το ΑΠΝ και πρόκειται περί βετεράνου του πολέμου του Βιετνάμ.
Τα A-7 προορίζόταν για απόσυρση από τον στόλο της ΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 2010. Τελικά Οι «Κουρσάροι» θα πουν το τελευταίο αντίο στους πολίτες, στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου 2014, σε μια τελευταία διέλευση στον ουρανό της Θεσσαλονίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου