Έρευνα του Ευρωβαρομέτρου που δημοσιεύτηκε σήμερα, αποκαλύπτει ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες αμφιβάλουν για την ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης, ότι τα επίπεδα εμπιστοσύνης των μέσων ενημέρωσης είναι χαμηλά, και ότι υπάρχει ανησυχεία για τις επιπτώσεις της ρητορικής του μίσους στο διαδίκτυο.
Ειδικότερα, με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας που έχουν αναρτηθεί στο διαδίκτυο, τα αριθμητικά στοιχεία του Ευρωβαρομέτρου επισημαίνουν τα ακόλουθα ζητήματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο:
1. Η πλειονότητα των ερωτηθέντων (57 %) δεν πιστεύει ότι τα εθνικά τους μέσα ενημέρωσης είναι ελεύθερα από πολιτικές ή εμπορικές πιέσεις·
2. Λίγοι περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες (53%) πιστεύουν ότι τα εθνικά μέσα ενημέρωσης παρέχουν αξιόπιστες πληροφορίες·
3. Το 75% των ερωτηθέντων οι οποίοι συμμετέχουν σε συζητήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν υπάρξει μάρτυρες ή έχουν υποστεί διαδικτυακή κακοποίηση, ρητορική μίσους ή απειλές· και σχεδόν οι μισοί από αυτούς (48 %) δηλώνουν ότι καταλήγουν να αποθαρρύνονται από τη συμμετοχή σε συζητήσεις,
4. Μόλις το 37 % των ερωτηθέντων πιστεύει ότι το όργανο που επιβλέπει τα οπτικοακουστικά μέσα στη χώρα τους είναι απαλλαγμένο από πιέσεις·
τα επίπεδα εμπιστοσύνης στα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι χαμηλότερα μεταξύ των λιγότερο ευκατάστατων και λιγότερο μορφωμένων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, που διεξήχθη από τις 24 Σεπτεμβρίου έως τις 3 Οκτωβρίου, οι περισσότεροι Ελληνες θεωρούν ότι δεν υπάρχει πολυφωνία στα ελληνικά μέσα, ότι η ενημέρωση που λαμβάνουν υπόκειται σε πολιτικές και εμπορικές πιέσεις και δεν είναι έγκυρη και ανεξάρτητη.
Αναλυτικότερα, τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων συμφωνούν ότι υπάρχει πολυφωνία στα μέσα ενημέρωσης της χώρας τους. Τα υψηλότερα ποσοστά συμφωνούντων καταγράφονται στη Φινλανδία (85%), την Ολλανδία (84%) και τη Δανία (82%). Η Ελλάδα είναι η χώρα με το μικρότερο ποσοστό ατόμων που συμφωνούν ότι υπάρχει πολυφωνία (μόλις 48%).
Σχεδόν τέσσερις στους δέκα από τους ερωτηθέντες συμφωνούν ότι τα μέσα ενημέρωσης στη χώρα τους παρέχουν πληροφόρηση απαλλαγμένη από πολιτικές και εμπορικές πιέσεις. Η πλειοψηφία (57%) διαφωνούν με την άποψη αυτή. Ανάμεσα στις χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά συμφωνούντων με την άποψη αυτή είναι η Ελλάδα (12%), η Ισπανία (24%) και η Κύπρος (25%).
Η πλειοψηφία των ερωτηθέντων (60%) δηλώνουν ότι τα δημόσια μέσα ενημέρωσης στις χώρες τους υπόκεινται σε πολιτικές πιέσεις. Το ποσοστό όσων πιστεύουν ότι τα δημόσια μέσα στη χώρα τους δεν υπόκεινται σε ανάλογες πιέσεις είναι ιδιαίτερα χαμηλό στην Ελλάδα (9%), στη Γαλλία (16%) και την Ισπανία (20%).
Μια μικρή πλειοψηφία (53%) συμφωνούν ότι τα ΜΜΕ στη χώρα τους παρέχουν αξιόπιστη ενημέρωση, με τη Φινλανδία να παρουσιάζει το μεγαλύτερο ποσοστό (88%).Ωστόσο, το ποσοστό όσων συμφωνούν με την παραπάνω δήλωση είναι αισθητά χαμηλότερο στην Ελλάδα (26%), στη Γαλλία (34%) και στην Ισπανία (38%).
Στην ερώτηση ποιο είναι το μέσο ενημέρωσης που εμπιστεύονται περισσότερο η πλειοψηφία (66%) απαντούν το ραδιόφωνο, με την τηλεόραση και τις εφημερίδες να συγκεντρώνουν μαζί 55%. Μόνο στην Ελλάδα η πλειοψηφία (56%) θεωρεί ότι το ραδιόφωνο δεν είναι αξιόπιστη πηγή ενημέρωσης.
Αναφορικά με την Αρχή που ελέγχει το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο σε όλα τα κράτη μέλη λιγότεροι από τους μισούς είναι σε θέση να γνωρίζουν το όνομα της Αρχής. Τα μεγαλύτερα ποσοστά όσων απαντούν σωστά στην ερώτηση ποιο είναι το όνομα της Αρχής καταγράφονται στην Πολωνία (45%) και στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία (41%).
Το 37% των ερωτηθέντων απαντούν ότι η Ανεξάρτητη Αρχή είναι πραγματικά ανεξάρτητη, ενώ το 46% δεν συμφωνούν με αυτό. Οι χώρες με τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην ανεξαρτησία της Αρχής είναι η Φινλανδία (76%), η Ολλανδία (67%), η Δανία (56%), η Σουηδία (55%) και η Αυστρία (51%). Αντίθετα μικρά ποσοστά καταγράφουν όσοι συμφωνούν με αυτό στην Ισπανία (14%), την Ελλάδα (19%) και τη Λετονία (24%).
Το 2015 επί συνόλου 22 εκατομμυρίων ανέργων στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχεδόν τα 11 εκατομμύρια, δηλαδή οι μισοί, είναι επισήμως μακροχρόνια άνεργοι και έχουν μάλιστα διπλασιαστεί από το 2008 οπότε ξέσπασε η κρίση διαπιστώνει η έρευνα του ιδρύματος Μπέρτελσμαν.
Η έκταση της κρίσης απασχόλησης είναι όμως σαφώς μεγαλύτερη από αυτήν που δείχνουν οι επίσημοι αριθμοί, διότι δεν συμπεριλαμβάνονται στις στατιστικές οι παραιτημένοι και όσοι επιμορφώνονται. Ιδίως στις χώρες του νότου, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Κροατία, η μακροχρόνια ανεργία είναι ανησυχητικά υψηλή, αφού κυμαίνεται στο 18%, στο 11% και στο 10,4% αντίστοιχα, δηλαδή σαφώς πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ο οποίος είναι 4,3%, σύμφωνα με την έρευνα του γερμανικού ιδρύματος Μπέρτελσμαν (Bertelsman Stiftung) στις 28 χώρες της ΕΕ.
Η κατάσταση αυτή αποτελεί πραγματικό κίνδυνο, αφού έχει ως συνέπεια τον κοινωνικό αποκλεισμό και τη φτώχεια, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται συνολικά η πολιτική και η οικονομία της αγοράς εξαιτίας της έλλειψης προοπτικής για του πολίτες αυτούς. Η μακροχρόνια ανεργία, δηλαδή η αναζήτηση εργασίας πάνω από 12 μήνες, δημιουργεί υψηλό κόστος για τα άτομα και την κοινωνία, και έχει ως συνέπεια την ακύρωση του ανθρώπινου κεφαλαίου και των μορφωτικών επενδύσεων, ενώ τα συρρικνούμενα ποσοστά απασχόλησης μειώνουν την αποτελεσματικότητα της αγοράς εργασίας και την αναπτυξιακή δυναμική μιας οικονομίας. Η έκταση της κρίσης απασχόλησης είναι μάλιστα σαφώς μεγαλύτερη απ’ αυτήν που δείχνουν οι επίσημοι αριθμοί.
Αναλυτικά τα συμπεράσματα της πολυσέλιδης έρευνας
H μακροχρόνια ανεργία αποδεικνύει ότι υπάρχει μια σαφής απόκλιση μεταξύ νότου και βορρά στην Ευρωπαϊκή Ένωση: στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Κροατία η μακροχρόνια ανεργία κυμαίνεται περίπου στο 18%,11% και 10,4% αντίστοιχα και επομένως σαφώς πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ο οποίος είναι 4,3%. Στο νότο της Ευρώπης η μακροχρόνια ανεργία προσλαμβάνει ιστορικές διαστάσεις. Στον αντίποδα βρίσκονται η Μ. Βρετανία, η Σουηδία και το Λουξεμβούργο, με 1,5% έως 1,6%, τα μικρότερα δηλαδή ποσοστά στην ΕΕ. Πανευρωπαϊκά το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας είναι διπλάσιο από το ξέσπασμα της κρίσης το 2008 και μετά οπότε ήταν 2,5%. Μόνο στη Γερμανία μειώθηκε από 3,7% σε 1,9% από τότε.
Η μακροχρόνια ανεργία στη Γερμανία και μερικές άλλες χώρες της ΕΕ αποτελεί όμως πρόβλημα ορισμένων ομάδων του πληθυσμού, ενώ αντίθετα σε ορισμένες χώρες της νότιας Ευρώπης είναι ένα ανησυχητικό μαζικό φαινόμενο, το οποίο κατά τον επικεφαλής του ιδρύματος Μπέρτελσμαν Ααρτ Ντε Γκόις «απειλεί την οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης. Η μακροχρόνια ανεργία δεν επιβαρύνει μόνο τα δημόσια οικονομικά, αλλά και τους πολίτες, οι οποίοι δεν έχουν μακροπρόθεσμη προοπτική και χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην οικονομία της αγοράς».
Για τους ανέργους αυτό σημαίνει φτώχεια και κοινωνικό αποκλεισμό, ενώ πολλοί υποφέρουν από ψυχικά προβλήματα και προβλήματα υγείας, επισημαίνει η έρευνα.
Βέβαια, το πρόβλημα αφορά κυρίως στους λιγότερο καταρτισμένους, στη νότια Ευρώπη όμως αφορά και ιδιαίτερα καταρτισμένους πολίτες. Στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Κροατία πάνω από το 10% των ανέργων πολιτών με μεσαία επαγγελματική κατάρτιση και το 5% με υψηλή επαγγελματική κατάρτιση είναι μακροχρόνια άνεργοι. Αντίθετα, στη Γερμανία τρομάζει το γεγονός ότι η μακροχρόνια ανεργία πλήττει περισσότερο πολλούς ηλικιωμένους πολίτες. Σχεδόν το 26% των μακροχρόνια ανέργων είναι πάνω από 55 ετών, πολύ πιο πάνω δηλαδή από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι 14%.
Για να γίνει σαφής η έκταση της κρίσης απασχόλησης στην Ευρώπη η έρευνα συνυπολόγισε και τους αριθμούς της λεγόμενης «κρυμμένης» μακροχρόνιας ανεργίας. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται λ.χ. οι άνεργοι οι οποίοι αναζητούν εργασία και λόγω της συμμετοχής τους σε προγράμματα καταπολέμησης της ανεργίας/επιμόρφωσης δεν θεωρούνται ως τέτοιοι, οι απογοητευμένοι οι οποίοι δεν αναζητούν πια εργασία και όσοι αναζητούν μεν εργασία αλλά δεν είναι διαθέσιμοι βραχυπρόθεσμα στην αγορά εργασίας. Ιδιαίτερα υψηλοί είναι οι αριθμοί αυτοί στην Ιταλία, όπου το 9% των ανέργων αναζητά μεν εργασία αλλά δεν εμφανίζονται στις στατιστικές για τους ανέργους. Πανευρωπαϊκά όλοι μαζί αυτοί οι μακροχρόνια άνεργοι πολίτες οι οποίοι δεν συμπεριλαμβάνονται στις στατιστικές ανέρχονται σε 11 εκατομμύρια. Συνολικά, δηλαδή, οι άνεργοι στην ΕΕ επίσημοι και μη είναι 22 εκατομμύρια, όπως τους υπολογίζει η έρευνα.
«Περισσότερα από 22 εκατομμύρια άνεργοι πολίτες στην ΕΕ θα εργάζονταν ευχαρίστως, αλλά δεν βρίσκουν τρόπο να ενταχθούν στην αγορά εργασίας. Η πολιτική πρέπει επιτέλους να κάνει περισσότερα ώστε να αξιοποιήσει αυτό το δυναμικό», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Ααρτ Ντε Γκόις, επικεφαλής του ιδρύματος Μπέρτελσμαν.
Η μακροχρόνια ανεργία, ιδιαίτερα στο νότο της ΕΕ, είναι κληρονομιά της δημοσιονομικής και οικονομικής κρίσης. Αυτή αποκάλυψε σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες στα οικονομικά μοντέλα των νότιων Ευρωπαίων. Μειώθηκαν βέβαια δραστικά οι πραγματικοί μισθοί και έγιναν εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, αλλά η μακροχρόνια ανεργία δεν μπόρεσε να μειωθεί έως τώρα με αυτά, διότι η προσφορά και η ζήτηση στην αγορά εργασίας δεν εναρμονίζονται συχνά μεταξύ τους. Κλάδοι της οικονομίας, όπως ο βιομηχανικός και οι κατασκευαστικός, επλήγησαν ιδιαίτερα από την κρίση. Οι απολυμένοι σε αυτούς τους κλάδους δεν διαθέτουν τις δεξιότητες εκείνες που θα τους βοηθούσαν να βρουν δουλειά σε άλλους κλάδους. Είδος εν ανεπαρκεία είναι και τα κατάλληλα μέτρα για τον επαναπροσανατολισμό και την επιμόρφωσή τους, όπως τονίζεται στην έρευνα.
Η μονόπλευρη λιτότητα απειλεί να παγιώσει της μακροχρόνια ανεργία στην Ε.Ε. Βασική προϋπόθεση για τη μείωσή της είναι να αυξηθεί η προσφορά εργασίας από την οικονομία. Οι συντάκτες της έρευνας συνιστούν ένα μείγμα από αναπτυξιακά προσανατολισμένες επενδύσεις και ανάλογες ενεργές πολιτικές δράσεις για την αγορά. Οι δαπάνες για ενεργή πολιτική αγοράς, όπως για υπηρεσίες διαμεσολάβησης, για εκπαιδευτικές και επιμορφωτικές προσφορές ή μισθολογικά κίνητρα για τις επιχειρήσεις, ιδίως στις χώρες με υψηλή μακροχρόνια ανεργία, είναι ελάχιστες και μειώθηκαν ακόμα περισσότερο λόγω της πολιτικής λιτότητας των τελευταίων ετών. Χωρίς υποστήριξη όμως οι μακροχρόνια άνεργοι δεν πρόκειται να βρουν δουλειά. Είναι αναγκαία λοιπόν η δημιουργία διοικητικών δομών οι οποίες να βοηθούν όσους αναζητούν εργασία, καταλήγει η έρευνα του ιδρύματος Μπέρτελσμαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου